Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, μια από τις πιο χαρισματικές προσωπικότητες στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης | του Δανιήλ Τσιορμπατζή
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος που πέθανε σαν αύριο στις 7 Απρίλη του 1614 δεν παύει να απασχολεί τους ανθρώπους της τέχνης και του πολιτισμού, τους μελετητές της ιστορίας της τέχνης, που προσπαθούν να καταλάβουν το μυστικό της μοναδικότητας των έργων του στην ιστορία της ζωγραφικής.
«Ξεκινά και ωριμάζει μέσα στον μεσαιωνικό Βενετοκρατούμενο κόσμο της Κρήτης, όπου ζωγραφίζει Βυζαντινά χωρίς να αγνοεί τα Βενετσιάνικα, μυείται στη Βενετιά στα μυστικά της μεγάλης τέχνης των μαστόρων της, δέχεται στη Ρώμη τα κατάλοιπα της τέχνης του Μιχαήλ Άγγελου και ελευθερώνεται στην Ισπανία του Φιλίππου του Β΄ όπου τελικά ώριμος, δίνει την καλλιτεχνική έκφραση σε έναν κόσμο που τη στερείται» γράφει ο Μανόλης Χατζηδάκης.
Χωρίς προγόνους και απογόνους, παραμένει πάντοτε ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους και ένα από τα πιο πρωτότυπα πνευματικά φαινόμενα όλων των εποχών.
Μόνο εάν παρακολουθήσει κανείς τα έργα του, από τα πρώτα του βήματα, μέσα στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που τα διαμόρφωσε, τότε θα κατανοήσει το μυστικό της μοναδικότητάς του καλλιτέχνη που παρότι υπέγραφε στα ελληνικά, θα μείνει στην ιστορία με το Ισπανικό άρθρο El και το Ιταλικό Creco.
Οι πρώτοι αιώνες της Βενετοκρατίας στην Κρήτη, με διοικητικό κέντρο το Χάνδακα, υπήρξαν από τις πλέον ταραχώδεις περιόδους στην ιστορία του νησιού. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης οι εχθρότητες ανάμεσα στους Ενετούς και τους Έλληνες αμβλύνθηκαν και ένα κλίμα μεγαλύτερης κατανόησης και συνεργασίας εκτόπισε την προηγούμενη δυσπιστία. Η Κρήτη μετά τα μέσα στα 15ου αιώνα υπήρξε ένα κορυφαίο κέντρο ελληνικής παιδείας. Στις αρχές του 16ου αιώνα η δυνατή πνοή της Ιταλικής Αναγέννησης αρχίζει να επιδρά στις ελληνικές πνευματικές δυνάμεις και να δημιουργεί ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό φαινόμενο: την Κρητική Αναγέννηση.
Η ελληνική ζωγραφική παρουσιάζει στην Κρήτη μια καινούργια άνθηση με απόλυτη πεποίθηση στα εκφραστικά της μέσα, με άσφαλτη τεχνική, με καθορισμένη εικονογραφία και με σταθερές αισθητικές αντιλήψεις.
Μέσα σε κλίμα πνευματικής και καλλιτεχνικής άνθησης γεννήθηκε το 1541 στον Χάνδακα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, όπου έζησε στα 27 πρώτα χρόνια της ζωής του. Στην πόλη αυτή έζησε σπούδασε τη ζωγραφική και εργάστηκε ως ζωγράφος, με την οικονομική στήριξη του αδερφού του Μανούσου ο οποίος υπήρξε ο προστάτης του. Τα βασικά και ουσιώδη στοιχεία της καλλιτεχνικής του συγκρότησης τα απέκτησε στον Χάνδακα. Δεν γνωρίζουμε ακόμη τους δασκάλους του, υπήρχαν όμως όλες οι προϋποθέσεις για να αποκτήσει ένας ιδιοφυής και ταλαντούχος νεαρός μια στέρεη ανθρωπιστική και καλλιτεχνική παιδεία και ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα. Εκείνη την εποχή υπήρχαν στον Χάνδακα έργα μεγάλων Ιταλών ζωγράφων τα οποία είχε την ευκαιρία να μελετήσει.
Σε ηλικία 25 χρονών ήταν ήδη μαΐστρος στην ζωγραφική και δεν είχε αναχωρήσει ακόμα για τη Βενετία. Με απόφαση του Δούκα της Κρήτης δίδεται στο μαΐστρο Δομήνικο Θεοτοκόπουλο η άδεια να πωλήσει με το σύστημα κλήρωσης λαχνών την 26η Δεκεμβρίου 1556 έναν πίνακά του, με χρυσό βάθος που παρίστανε το πάθος του Χριστού, αφού εκτιμηθεί η αξία του από δύο εμπειρογνώμονες. Ο Θεοτοκόπουλος εισέπραξε από την πώληση του πίνακα 70 δουκάτα, ποσό ανάλογο με αντίστοιχα έργα διάσημων ζωγράφων στη Βενετία και ίσο με το μέσο ετήσιο μισθό ενός ειδικευμένου τεχνίτη.
Ο Δομήνικος ζούσε στον Χάνδακα μαζί με την οικογένεια του, συνεπώς ήταν παντρεμένος αλλά δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο για την οικογένειά του. Τα έργα του αυτήν την περίοδο επίσης δεν είναι γνωστά. Δεν ήταν ο άγνωστος και άπειρος ζωγράφος που στα 27 του χρόνια θα έψαχνε την τύχη του στην Ιταλία, αλλά ήξερε να ζωγραφίζει και με τον Ιταλικό και με τον Ελληνικό τρόπο. Φεύγοντας από τον Χάνδακα εκτός από τα σύνεργα της ζωγραφικής του, φαίνεται να πήρε κάποια βιβλία αλλά και κάποια έργα του για επίδειξη.
Για την παραμονή του στη Βενετία επίσης δεν γνωρίζουμε αρκετά πράγματα, σίγουρο όμως είναι ότι δεν ενδιαφέρθηκε να πάρει μέρος στην οργανωμένη δραστηριότητα της ελληνικής αδελφότητας. Ασφαλώς επισκέφτηκε ναούς, συλλογές και εργαστήρια ζωγράφων όπου είδε, μελέτησε και μαθήτευσε, υπό την ευρεία έννοια, στα έργα τους. Στα 10 χρόνια περίπου της διαμονής του στην Ιταλία της Αντιμεταρρύθμισης (Βενετία, Ρώμη), ο Θεοτοκόπουλος έρχεται σε επαφή με τη θεωρεία της τέχνης του Ύστερου Μανιερισμού και με έργα επιφανών ζωγράφων όπως ο Τισιανός ((Τιτσιάνο Βετσέλλιο – Tiziano Vecellio ή Vecelli, π. 1485/90 – 27/8/1576), ο Τιντορέτο (Tintoretto ή Jacopo Robusti, περ. 1518 ή 1519 – 31/5/1594), ο Μπασάνο (Jacopo Bassano ή Jacopo dal Ponte, περ. 1517-13/2/1592), ο Κορρέτζο (Antonio Allegri da Correggio, 8/1489 – 5/3/1534), ο Μικελάντζελο(Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni, 6/3/1475 – 18/2/1564) κ.α. Σίγουρα μελέτησε τα έργα του υπέργηρου Τισιανού, που οι εικαστικές εκφράσεις του είναι ευδιάκριτες στα πρώτα ιταλικά έργα του Θεοτοκόπουλου. Η χρήση του φωτός από τον μεγάλο Βενετσιάνο θα τάραξε ασφαλώς τον Δομίνικο, που χαρακτήρισε αργότερα τη «Σταύρωση» του Τιντορέτο ως το καλύτερο έργο που υπάρχει σήμερα στον κόσμο. Βενετσιάνικα στοιχεία και μοτίβα που συναντούμε στα πρώτα ιταλικά έργα του, ως δάνεια ή πλήρως αφομοιωμένα, θυμίζουν τον αντικομφορμισμό του Μπασάνο ή ακόμη και την περίφημη διακοσμητική του Πάολο Βερονέζε (Paolo Veronese, 1528 – 19/4/1588). Στο εξής οι καλλιτεχνικές του επιλογές φαίνεται να καθορίζονται από την παιδεία που είχε αποκτήσει στην Κρήτη και από τις φιλοσοφικές και καλλιτεχνικές αρχές που υιοθέτησε στην Ιταλία.
Το καλοκαίρι ή στις αρχές του φθινοπώρου του 1570 ο Θεοτοκόπουλος βρίσκεται στη Ρώμη, όπου ζει το ζοφερό κλίμα της αντιμεταρρύθμισης, που είναι ιδιαίτερα διάχυτο μέσα στους κύκλους των εικαστικών καλλιτεχνών, των διανοουμένων και των θεωρητικών. Μετά τη δραστηριοποίηση της ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης, την έκδοση του πίνακα απαγορευμένων βιβλίων και τη δημοσιοποίηση των κανόνων και διαταγμάτων της Συνόδου του Τριδέντρου, ο ουμανιστικός αέρας που έπνεε μέχρι την τρίτη δεκαετία του 16ου αιώνα είχε παύσει να φυσάει. Η έναρξη του Βενετοτουρκικού πολέμου και η επιδημία της πανούκλας έφεραν συνθήκες οικονομικής αστάθειας και δυσπραγίας. Ο Δομήνικος έπρεπε πλέον να εργαστεί ο ίδιος για την συντήρησή του. Φιλοξενείται στο ανάκτορο του καρδινάλιου Αλέξανδρου Φαρνέζε (Alessandro, Alexandre Farnèse, 7/10/1520 – 2/3/1589) και γνωρίζεται με πολλούς διανοούμενους. Το 1572 εγγράφεται στην Συντεχνία του Αγίου Λουκά (Corporazione di San Luca). Ζωγραφίζει πίνακες, όπου το πλούσιο βενετσιάνικο χρώμα συνδυάζεται με τις ψηλόλιγνες δυναμικές μορφές των Ρωμαίων μανιεριστών.
Στα 1576/77, έχοντας αποκτήσει κάποιο κύρος στη Ρώμη, υπογράφει συμβόλαιο με το οποίο αναλαμβάνει να ζωγραφίσει τους πίνακες του κεντρικού και των πλευρικών εικονοστασίων του Σάντο Ντομίνιγκο (Santo Domingo El Antiguo) του Τολέδο (Toledo) και φεύγει για την Ισπανία.
Το Τολέδο εκείνης της εποχής δεν είναι πια πρωτεύουσα της Ισπανίας, εντούτοις παραμένει έδρα της εκκλησίας και ζωτικό πολιτιστικό κέντρο. Κληρικοί, έμποροι και αριστοκράτες είναι σε θέση, με τις παραγγελίες τους, να συντηρήσουν καλλιτέχνες, σοφούς και διανοούμενους. Από καλλιτεχνικής πλευράς, η πόλη, δέχεται τις επιδράσεις των ρευμάτων της Ιταλίας.
Στην Ισπανία, ο Θεοτοκόπουλος, μακρυά από τα ιταλικά κέντρα ζωγραφικής, δημιουργεί την προσωπική του ιδιόμορφη τεχνοτροπία και επιβάλλει μια νέα αισθητική, η οποία προκαλεί ζωηρές αντιδράσεις στην εποχή του και προβληματίζει αργότερα τους ιστορικούς της τέχνης που προσπαθούν να τον κατατάξουν σε κάποια συγκεκριμένη σχολή.
Έργα του όπως το Εσπόλιο (1577-79) και η Ταφή του Κόμητος του Οργκάθ (1586-88) εντυπωσιάζουν και γίνονται αμέσως διάσημα. Ορισμένα χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του (όπως λ.χ η άρνηση του χώρου και του χρόνου, η επιμήκυνση και παραμόρφωση των μορφών, το στροβίλισμα, η ανοδική τους κίνηση και η αμφιλεγόμενη σχέση τους με το χώρο, οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις, το υπερφυσικό φως, κ.α), εντείνονται προοδευτικά στο έργο του μαζί με μια συνεχή τάση αφαίρεσης, που φαίνεται να υπηρετεί την εκφραστικότητα, την πνευματικότητα και τη θρησκευτική έκσταση.
Πέθανε το 1614 στο Τολέδο, χωρίς να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του. Τα έργα του υπέγραφε πάντοτε ελληνικά με βυζαντινούς χαρακτήρες: «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ο Κρης εποίει».