Χρόνος ανάγνωσης περίπου:12 λεπτά

Η τέχνη στην εικονική της αισθητική | του Απόστολου Αποστόλου


πρώτο μέρος

O Michael Rush αναφερόμενος στον όρο εικονικός γράφει: «όρος virtual -εικονικός- εμφανίσθηκε πριν από μερικούς αιώνες και σημαίνει το όμοιο προς το πραγματικό, αλλά όχι το ίδιο το πραγματικό. Όπως είναι π.χ. το είδωλο στον καθρέφτη· ένα ομοίωμα του πραγματικού. Οι καιροί αλλάζουν, όμως. Εμπρός στα μάτια μας, η πραγματικότητα και όλα αυτά τα πραγματικά που την συναπαρτίζουν, έχουν αλλάξει. H εικονική πραγματικότητα έχει τόσο βαθιά διεισδύσει στην πραγματική ζωή μας ώστε, μια μέρα μπορεί να ξυπνήσουμε και να μην μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι πραγματικό και τι ομοίωμά του.»

Επίσης διαβάζουμε από την Wikipedia «ότι ο όρος εικονική πραγματικότητα αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο Αντονέν Αρτώ το 1932, στο δοκίμιό του με τίτλο Le Théâtre Alchimique αλλά και το 1938 στο Le Théâtre et son Double, όπου αναφέρθηκε στο θέατρο ως μία εικονική πραγματικότητα (“la réalite virtuelle”). Ο όρος “εικονικός” (virtual), από τα μέσα του 1400, έχει τον ορισμό “να είναι κάτι στην αίσθηση ή την επίδραση, αλλά όχι στην πραγματικότητα ή στο γεγονός”.»

Πέρα από τα παραπάνω τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μια ιστορική καταγραφή του όρου εικονικός, υπάρχει και μια οντολογική διάσταση της έννοιας που λίγοι την προσεγγίζουν με επάρκεια ή με φιλοσοφική τεκμηρίωση. Ακόμη και ο Κλοντ Καντόζ ο πρώην διευθυντής του ACROE, δηλαδή του ερευνητικού κέντρου του γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού, στην προσπάθεια του να προσεγγίσει την εξέλιξη του εικονικού προσφεύγει σε φιλοσοφικές τεκμηριώσεις αναφορικά με τη διαδικασία και εξέλιξη του φαινομένου.

Έτσι μεταξύ των πολλών που αναφέρεται στο έργο του με τίτλο «Εικονική Πραγματικότητα» (Réalité Virtuelle, Ed, Flammarion, 1997) αναζητείται και η προσέγγιση εκείνη της οντολογικής χροιάς. Θα μας πει ότι: «Το εικονικό από τη λατινική λέξη virtus, αρετή δύναμη είναι εκείνο που υπάρχει εν δυνάμει στο πραγματικό, εκείνο που εμπεριέχει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση του. Αλλά τότε τι είδους είναι μια πραγματικότητα η οποία εμπεριέχει όλες τις προϋποθέσεις για την πραγμάτωση της;»

Το ερώτημα που θέτει ο Κλοντ Καντόζ είναι σαφώς ένα ερώτημα στις προοπτικές της φιλοσοφικής αναλυτικής. Το πραγματικό έχει ανάγκη από ένα υπερ-πραγματικό; Φαίνεται πως η πραγματικότητα άρχισε να αποχρωματίζεται ή να συνηθίζεται ως μόνιμη και οριστική κατάσταση και έχει ανάγκη να φιλοξενήσει μια άλλη υπερ- πραγματικότητα.

Ο Κώστας Αξελός επηρεασμένος σαφώς από τον Μ. Χάιντεγκερ όταν εκείνος αναφερόμενος στην τεχνολογία ως δυναμική που θα ισοπεδώσει την ανθρώπινη υπόσταση θα ταυτίσει την τεχνική με την κυριαρχία και πιο συγκεκριμένα με την κυριαρχία του «Συ-στήματος», θα προσπαθήσει με τη σειρά του ο Κ. Αξελός να συντονιστεί με το επερχόμενο της νέας εποχής και τον άνθρωπο έτσι όπως συστήνεται και διεκδικεί αλλά και προκαλεί το πεπρωμένο του. Διακρίνοντας ότι η εποχή έχει επιβάλει τους όρους της εικονικότητας ως όρους ενός νέου οντολογικού περιγράμματος.

Γράφει: «Η εικονικότητα είναι ουσιωδώς νεωτερική διότι οι μύθοι και οι θρησκευτικές δοξασίες είναι διαφορετικής φύσεως. Η εικονικότητα δεν υπάγεται στο προσομοίωμα που είναι κάτι το οποίο θα προσομοίαζε με μια αλήθεια. Δεν υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια μας, απ’ τις καρδιές μας, από τις συναισθήσεις μας. Όπως και όλα τα υπόλοιπα είναι κι αυτή τεχνικοποιημένη, μαζικοποιημένη. Μιλώντας για το virtual, το οποίο παρ’ ότι μπορεί να επικαιροποιηθεί ανήκει κι αυτό επίσης στη μεγάλη σφαίρα του εικονικού, δεν πρέπει να το καταστήσουμε ιδιαίτερο τομέα, χωριστό από τα υπόλοιπα που δεν είναι υπόλοιπα. Η ιδεολογία ανήκει κι αυτή στο βασίλειο της εικονικότητας ».

Και προχωρά ακόμη περισσότερο ο Κ. Αξελός βάζοντας και το ζήτημα της αναζήτησης της εικονικής σύμβασης υπογραμμίζοντας ότι: «Δεν είναι δυνατόν να ψάξει κανείς να δει τους δεσμούς μεταξύ της εικονικότητας, της

σύμβασης (του ως εάν), της αυταπάτης, κ.λπ. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί μ’ ένα συγκριτικό λεξικό των όρων. Προκειμένου όμως να επιχειρήσει κανείς να σκεφθεί την εικονικότητα, είναι απαραίτητη μια διαύγεια-αλλά διαύγεια χωρίς ρωγμές δεν υπάρχει-, παρ’ όλο που ο πειρασμός της ύπατης διαύγειας ανήκει επίσης στη σφαίρα της εικονικότητας, το ίδιο όπως και η αξίωση της υπαρξιακής ή ό,τι άλλο θέλει κανείς, αυθεντικότητας.»

Ωστόσο κοινωνιολόγοι, εικαστικοί, και λοιποί αναλυτές, ψάχνουν να βρουν τα δεδομένα της εικονικής πραγματικότητας. Ο Michael Rush παρατηρεί την κινητικότητα του όρου και γράφει: «Τον όρο (εικονικότητα) επανέφερε με την τεχνολογική του έννοια το 1989 ο Αμερικανός συγγραφέας και πρωτοπόρος της εικονικής πραγματικότητας, Τζάρον Λέινιερ. Είναι ιδρυτής της εταιρείας VPL Research, η οποία ανέπτυξε μερικά από τα πρώτα συστήματα τη δεκαετία του 1980. Όρισε την εικονική πραγματικότητα ως ένα “αλληλεπιδραστικό, τρισδιάστατο περιβάλλον, φτιαγμένο από υπολογιστή, στο οποίο μπορεί κάποιος να εμβυθιστεί.»

Η οντολογία της εικονικότητας σαφώς και πάει πέρα από τις κοινωνιολογικές εικαστικές ή ψυχαναλυτικές ερμηνευτικές και αυτό το γνωρίζει ο Κ. Αξελός ως εκ τούτου αναζητά τα ιδιαίτερα εκείνα στοιχεία που θα γίνουν οι συντελεστικοί παράγοντες της ανθρώπινης μεταστοιχείωσης.

Παρατηρεί: «Αν το παρελθόν και το παρόν γνώρισαν την κυριαρχία ενός μεγάλου αριθμού σημαντικών ή δευτερευουσών εικονικοτήτων, η δική μας πρόβλεψη και πρόγνωση του μέλλοντος είναι εξ ίσου προσδιορισμένη από εικονικότητες. Εκείνο, όμως, που μοιάζει εξαιρετικά περίπλοκο είναι να φθάσει κανείς να διακρίνει την εικονικότητα από αυτό που δεν είναι εικονικότητα, επειδή η αίγλη της περιβάλλει επίσης όλα όσα δεν θεωρούνται ότι έχουν σχέση μαζί της.»

Η εικονικότητα λοιπόν σύμφωνα με τον Κ. Αξελό υπήρχε και θα υπάρχει ως μια διαδικασία αναπαράστασης, αλλά αν η εποχή μας είναι κεντροθετημένη στην εικονικότητα όσο ποτέ άλλοτε τούτο σημαίνει ότι η εικονικότητα γίνεται το άλλοθι μιας ανάγκης για να υπερβούμε εκείνο που μας τρομάζει ή που το βαρεθήκαμε ή εκείνο που το αναζητούμε με ματαιότητα.

Συνεχίζει επίσης ο Κ. Αξελός: «Το να θέλει κανείς ν’ αποκαλύψει την εικονικότητα ως τέτοια, καθώς και κάθε εικονικότητα, ή και να ελπίζει ακόμη ότι μπορεί να το κάνει, είναι κάτι που προέρχεται από την ακαταπίεστη εικονικότητα η οποία, ανάμεσα στο υπερπλήρες και στο κενό, ορίζει και τις στιγμές της ευτυχίας και τις στιγμές της δυστυχίας. Είτε μένει κανείς συσπασμένος με μια ευημερία, είτε βλέπει όντα και πράγματα να χάνονται στη μερική ή ολική καταβαράθρωση, αυτό είναι κάτι που προέρχεται από την κρυμμένη δύναμη της εικονικότητας η οποία κατορθώνει ακόμη και να κρύψει-κι αυτό εν αγνοία της- τα ελατήρια της καλής ώρας ή της μικρής ή και μεγάλης καταστροφής.»

Η εικονικότητα κρύβει για τον Κ. Αξελό μια δύναμη που επικαλύπτει και ανοίγει ή ανοίγει και περιορίζει τους ορίζοντες εκείνους που διασχίζουν υπόγεια την ανθρώπινη πορεία και τα ανθρώπινα τελούμενα.

Πως όμως μπορεί να ταυτιστεί η εικονικότητα; Με το όνειρο; Με τη φαντασία; Με την επινόηση; Και επ’ αυτού ο Κ. Αξελός θα γράψει: «Όνειρο και εικονικότητα πρέπει να παραμένουν επιμελώς διακριτά. Το όνειρο δεν είναι μια νυχτερινή εικονικότητα. Η προσέγγιση του ονείρου- της γλώσσας και της εικονοποιΐας του- γίνεται σε μια γλώσσα της ημέρας και, κατά συνέπεια αστοχεί ως προς το μυστικό του. Ακόμη κι όταν ονειρευόμαστε τη ζωή μας, ανίκανοι να ζήσουμε τα όνειρά μας, πλευρίζουμε.»

Συμπερασματικά η οντολογία της εικονικότητας αποτελεί την ίδια τη ζωή που καταφέρνει να προσομοιάζει οτιδήποτε πληρώνει και αδειάζει τις σκοποθεσίες, τις επιθυμίες και τις φαντασίες του ανθρώπινου περιέχοντος.

Εικονικότητα και εικονικός κόσμος

Που εγείρεται και που αποσπάται όμως η εικονικότητα; Υπάρχει μια δύναμη της εικονικότητας; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι σαφώς και υπάρχει γιατί καλύπτει ολόκληρο τον κόσμο και τις λειτουργίες του. Η εικονικότητα υπάρχει στη τεχνολογία, στη σύγχρονη τέχνη (ο Κ. Αξελός γράφει για παράδειγμα ότι δεν υπάρχει εικονικότητα σε μια φούγκα του Μπαχ) και αυτό γιατί ίσως η τέχνη κινείται σε μια κλίμακα μεταξύ σιωπής ή ανείπωτου έκφρασης και αναζήτησης γίνεται με άλλα λόγια μια αινιγματική διαφορά που παλαιότερα απομάκρυνε ίσως την εικονικότητα αλλά σήμερα την επιβάλλει. Όμως η εικονικότητα εισβάλλει σήμερα παντού, ακόμη και στις πολιτικές θεωρητικοποιημένες δραστηριότητες. Εξάλλου το βλέπουμε καθαρά ότι οι προθέσεις των πολιτικών θεωρητικοποιημένων δραστηριοτήτων εντάσσονται πλήρως στο εικονικό.

Ο Michael Rush αναφορικά με την εικονικότητα και την εξοικείωση της στο σύγχρονο γίγνεσθαι θα γράψει: «Το 2003, ο συγγραφέας Γουίλιαμ Ρ. Σέρμαν και ο ερευνητής Άλαν Μπ. Κρεγκ όρισαν την εικονική πραγματικότητα ως ένα μέσο το οποίο αποτελείται “από αλληλεπιδραστικές εξομοιώσεις με υπολογιστή, οι οποίες “αισθάνονται” την θέση και τις ενέργειες του χρήστη, και αντικαθιστούν ή επαυξάνουν την ανάδραση σε μία ή παραπάνω αισθήσεις, δίνοντας το αίσθημα της πνευματικής εμβύθισης ή παρουσίας στην εξομοίωση (ένας εικονικός κόσμος)»

Ο Michael Rush διακρίνει μια «Μαγεία του ψηφιακού» τονίζοντας ότι «Υπάρχουν κι εκείνοι που επενδύουν ακριβώς σε αυτό. Από τον Πίτερ Τζάκσον που μέσω κομπιούτερ αναβίωσε φανταστικά τον έρωτα του γορίλλα με την ξανθιά στον «Κινγκ Κονγκ» έως τους δημιουργούς των αιματηρών μαχών στα πλεϊστέσιον, όλοι τούτοι οι σττυλοβάτες της ψυχαγωγίας των εκατομμυρίων, δεν κάνουν άλλο τίποτα από το να προωθούν την ψεύτικη μαγεία του ψηφιακού. Και εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, είναι πρόθυμοι να ανταλλάξουν την πραγματική τους πραγματικότητα για την εικονική πραγματικότητα που τους προσφέρεται στις οθόνες των κινηματογράφων· κι ακόμη περισσότεροι στις οθόνες των υπολογιστών όπου αναζητούν την επαφή. Η «εικονική πραγματικότητα» υπήρχε καινούργια στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μολονότι τότε τα υλικά, τα σύνεργα, οι συσκευές ήταν, σε σύγκριση με τα σημερινά, χοντροφτιαγμένα και σίγουρα πολύ πιο ακριβά, όμως φαινόταν ακατανίκητη η επιθυμία για πλήρη απορρόφηση του πραγματικού κόσμου μέσα στον φανταστικό, μέσω κομπιούτερ. Το 1993 μια έκθεση με τίτλο «Εικονική πραγματικότητα, ένα αναδυόμενο μέσο», στο τμήμα του Σόχο του Μουσείου Σόλομον Γκούγκενχαϊμ, φιλοδοξούσε να προλάβει αυτό που προέβλεπε ότι συντομότατα θα γινόταν κύμα το οποίο θα κατέπνιγε όλα τα άλλα. Γιατί δεν φούσκωσε όμως το κύμα εκείνο; O οργανωτής της έκθεσης Τζον Ιπολίτο λέει ότι «η πρωταρχική υπόσχεση της εικονικής πραγματικότητας ότι θα κατασκεύαζε έναν φανταστικό τόπο όπου η συνείδηση θα περιπλανιώταν απελευθερωμένη από τα δεσμά του σώματος, έγινε ένα κοινωνικό απολίθωμα». Υπήρχε όμως ένα μεγαλύτερο, πιο συγκεκριμένο πρόβλημα. Ενώ τα κινητά τηλέφωνα με οποιονδήποτε ήχο διαλέξει κανείς, δεν κοστίζουν πάνω από 99 δολάρια, ένα περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας κοστίζει γύρω στο ενάμισι εκατομμύριο. Τουλάχιστον κόστιζε μέχρι τώρα. Τώρα, η εικονική πραγματικότητα διατίθεται στους καλλιτέχνες αντί 3 χιλιάδων δολαρίων. Είναι δηλαδή κάτι σαν το ζενίθ της βιντεοτέχνης το 1965, όταν η φορητή μηχανή βίντεο έγινε διαθέσιμη σε μαζικές τιμές αγοράς.»

Ο Κώστα Αξελός με ξεκάθαρο τρόπο τοποθετεί τα ζητήματα της εικονικότητας στον ορίζοντας της πλήρως αποσαφήνισης λέγοντας: «Εντεύθεν και πέραν της εικονικότητας, και βυθισμένη συγχρόνως μέσα σ’ αυτήν, εκδηλώνεται μια συναισθηματική τονικότητα που συμβαδίζει μ’ έναν ορισμένο συλλογισμό. Ευνοείται επίσης μια αναζήτηση της άμεσης παρουσίας, της φύσης που δεν την έχει ρυπάνει ο πολιτισμός. Ο Ρουσσώ, που είναι στοχαστής και που η επιρροή του παραμένει υποτιμημένη παρά τους ιστορικούς των ιδεών και τους σχολιαστές, είναι ένα έξοχο παράδειγμα αυτής της τάσης. Η νοσταλγία, και κάτι περισσότερο από νοσταλγία, αυτής της άμεσης παρουσίας, όσο κι αν την έχουμε σκεφθεί και διατυπώσει, δεν ξεφεύγει από το βασίλειο της αναπαράστασης. Αυτή η άγρια τάση να καταπολεμηθούν όλα τα δεινά που προκαλεί ο τεχνικός πολιτισμός μένει πάντα προσκολλημένη στην εικονικότητα ενός ανθρώπου που έχει γεννηθεί καλός, και καταλήγει υποσχόμενη έναν μελλοντικό επίγειο παράδεισο… Απ’ αυτό το βασίλειο της παρουσίας και της αμεσότητας, στο εσωτερικό του βασιλείου της αναπαράστασης, τη σημασία της οποίας δεν έχουν αναγνωρίσει οι θεωρητικοί της απελευθέρωσης, διαφεύγει εντελώς η ίδια η καταβαράθρωση του «πραγματικού» που χαρακτηρίζει την τεχνική εποχή η οποία θέλει να είναι ρεαλιστική… Εν τούτοις μέσα στην καρδιά του εκάστοτε παρόντος, που είναι ανοιχτό στο παρελθόν όπως είναι ανοιχτό και στο μέλλον, εκεί ακριβώς αναδύονται οι αστραποβόλες συλλήψεις και οι αστερισμοί του φαντασιακού, καθώς επίσης και τα όνειρα και οι κατασκευές της αναπαράστασης. Χωρίς να λησμονούμε και τα μυστήρια της εικονικότητας.»

Θα λέγαμε ότι ο Κ. Αξελός ανταποκρινόμενος στη κλήση της οντολογίας ξεφεύγει από τα κελεύσματα της καλλιτεχνικής διαθεσιμότητας της εικονικότητας έτσι όπως οριοθετούνται από φιλοσόφους της αισθητικής. Για παράδειγμα ο Michael Rush αναζητά τη πιθανότητα της κρυστάλλινη καθαρότητα που ενδεχομένως εγγράφεται μέσα στην εικονικότητα αναφορικά πάντα με τη τέχνη. Έτσι θα υποστηρίξει: «Ο μαλακός δίσκος (software) για τη δημιουργία τέχνης, διατίθεται δωρεάν από το Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις, όπου οι ερευνητές του Εργαστηρίου Συγχωνευμένων Συστημάτων, υπό τη διεύθυνση του Χανκ Κατσμάρσκι, έχουν δημιουργήσει μια φορητή μηχανή εικονικής πραγματικότητας, ειδικά προορισμένη για καλλιτέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι την Canvas δημιούργησε το Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις. Το 1992 οι πρωτοπόροι της εικονικής πραγματικότητας, Νταν Σάντιν, Τομ Ντεφάντι και Καρολίνα Κρουζ-Νέιρα δημιούργησαν την πρωτότυπη μηχανή εικονικής πραγματικότητας, σε μεγάλη κλίμακα, στον χώρο του Πανεπιστημίου στο Σικάγο. Είναι κάτι πολύ συναρπαστικότερη από τις ταινίες τρόμου τριών διαστάσεων. Φορώντας τα κατάλληλα γυαλιά και μπαίνοντας στον κύβο με τους έξι τοίχους, είναι σαν να βυθίζεσαι στον ωκεανό ενός άλλου γαλαξία με τα πάντα γύρω να έχουν μια κρυστάλλινη καθαρότητα. Ολόκληρο το σώμα συμμετέχει και μεταλλάσσονται οι αισθήσεις και η ισορροπία. Στην Canvas, τα αποτελέσματα είναι λιγότερο συναρπαστικά, αλλά η σύνολη εμπειρία είναι εξίσου καθοριστική με μόλις ένα μέρος του κόστους… Με δύο μηχανές προβολής (χίλια δολάρια έκαστη) εφοδιασμένες με τα κατάλληλα φίλτρα (300 δολάρια έκαστο) ένα σύγχρονο κομπιούτερ γραφείου και το πρόγραμμα Syzygy, το Canvas είναι έτοιμο για να το χρησιμοποιήσουν οι καλλιτέχνες εκείνοι, οι οποίοι επιθυμούν να εισέλθουν σ’ ένα χώρο, στη διάθεση ώς τώρα μόνο στρατιωτικών σχεδιαστών και επιχειρηματιών. Και τα μόνα που χρειάζεται, το κοινό είναι ένα ζευγάρι γυαλιά στέρεε (1 δολάριο). Για την καλλιτέχνιδα των πολυμέσων Ρόουζ Μάρσακ, είναι αυτό που περίμενε για να δημιουργήσει νέα τέχνη από τον σκληρό δίσκο (hardware). Το χρησιμοποιεί μαζί με τον συγγραφέα Ρικ Πάουερς για να δημιουργήσουν ένα «αισθηματικό Ταξίδι», όπως το αποκαλούν, στον 20ό αιώνα…Ο Νταν Σάντιν έχει δημιουργήσει ένα φορητό σύστημα εικονικότητας και περιοδεύει στον κόσμο, παρουσιάζοντας τα καλλιτεχνικά έργα του τα οποία απαιτούν πολλούς χρήστες. Ενβ, είναι το όνομα μιας σειράς εικονικών καλλιτεχνικών εμπειριών, όπου οι χρήστες αλληλεπιδρούν σε κοινούς, εικονικούς χώρους…Στη σειρά “Ψάχνοντας για νερό”, οι χρήστες συμμετέχουν σε ένα απόκοσμο περιβάλλον, δημιουργημένο από αληθινές φωτογραφίες δορυφόρων. Καθώς προχωρούν, βιώνουν την πτώση στη Γη και σ’ ένα αρχιπέλαγο που τα νερά του είναι δημιουργημένα από αληθινές φωτογραφίες που ο Σάντιν τράβηξε με βίντεο σ’ ένα ταξίδι του με καγιάκ…Η δημιουργία τούτη ή, αναδημιουργία ενός υπερ-φωτορεαλιστικού κόσμου, είναι ο πυρήνας της σύγχρονης τέχνης της εικονικής πραγματικότητας. Οχι όλης όμως. O Νεοϋρκέζος καλλιτέχνης Τζον Σάιμον ο οποίος δημιουργεί τους δικούς του μαλακούς δίσκους για τις εικονικές πραγματικότητες, υποστηρίζει ότι, το καθένα από τα δικά του έργα τέχνης, «είναι ένας μικρός κόσμος που αναπτύσσεται και αλλάζει σύμφωνα με τους κανόνες του». «Οι κόσμοι αυτοί δεν βασίζονται στους φυσικούς νόμους του πραγματικού αλλά στη θεωρία των χρωμάτων, τις ρυθμικές αναλογίες και την αυτοματική σύνθεση». Ορισμένα έργα του να σημειωθεί είναι εμπνευσμένα από τον Μοντριάν.»

Η εικονικότητα είναι μια έννοια στη φιλοσοφία που επεξεργάστηκε ο Γάλλος στοχαστής Gilles Deleuze. Η εικονικοποίηση είναι η διέλευση ρεύματος στο εικονικό. Για τον Pierre Lévy το εικονικό δεν είναι το αντίθετο του πραγματικού, αλλά η συνέχισή του. Υπάρχουν διάφοροι τύποι εικονικοποίησης, όπως η εικονικοποίηση κειμένου, δράσης, παρόν, βίας, σώματος, μεταξύ άλλων. Η εικονικοποίηση ήταν πάντα παρούσα στη ζωή μας και επηρεάζει με πολλούς τρόπους, ειδικά όσον αφορά την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.»

[Συνεχίζεται αύριο]

Απόστολος Αποστόλου


Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας. Δίδαξε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ψυχολογίας, και ως Επισκέπτης Καθηγητής στο Universita’ degli Studi di Padova και στο Universita’ degli Studi di Salento, καθώς επίσης στα Ελεύθερα Πανεπιστήμια Libera Universita’ di Arese (Μιλάνο) και Libera Universita’ di Collefero (Ρώμης).
Το 2006 λειτούργησε η Ελληνική Φιλοσοφική Συμβουλευτική κάτω από την εποπτεία του.
Το 2008 ίδρυσε μαζί με τον Καθηγητή Φιλοσοφικής Συμβουλευτικής Mario Guarna, την Cristina Finazzi και συνεργάτες κορυφαίους καθηγητές Φιλοσοφικής Συμβουλευτικής στην Φλωρεντία.
Έχει αρθρογραφήσει σχεδόν σε ελληνικά περιοδικά για θέματα λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, πολιτικής, τέχνης, καθώς και στον ημερήσιο τύπο. Άφθονη αρθρογραφία υπάρχει και σε περιοδικά του εξωτερικού. Έχει επιμεληθεί και έχει ιδρύσει περιοδικά και έχει γράψει τρία βιβλία.
Διδάσκει Πολιτική και Κοινωνική Φιλοσοφία στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:323