Στο χωριό… | της Εύης Κοντόρα (Δεύτερο μέρος)
Η αλήθεια είναι ότι, μπροστά στην Αριάδνη, που ήταν ξεσκολισμένη στα αγροτικά, του λόγου μου έμοιαζα με μαμόθρεφτο μη-μου-άπτου… Ποιος ξέρει τι θα σκεφτόταν για μένα ο παππούς της ξαδέρφης μου ο οποίος –μεταξύ μας– ήταν πολύ συμπαθητικός.
Όταν συστηθήκαμε, μείναμε να περιεργαζόμαστε ο ένας τον άλλον, σα ζώα από άλλο στάβλο που δεν έχουν ξανασυναντηθεί. Ήταν ένας ψηλόλιγνος άνθρωπος, με μια γκριζωπή γενειάδα, με τζιν παντελόνι και καρό πουκάμισο. Σα να βγήκε από το μικρό σπίτι στο λιβάδι σε μοντέρνα εκδοχή. Το σπίτι, βέβαια, δεν ήταν ξύλινο, όπως η παράγκα σ’ εκείνη την παλιά σειρά της τηλεόρασης, ήταν πέτρινο και σοβαντισμένο. Δυστυχώς, είπε ο βουνίσιος παππούς, είχαν γίνει κάτι ζημιές κι ακόμα δεν πρόλαβε να τελειώσει με τις επιδιορθώσεις.
Την ήξερα αυτή την ιστορία… Είχε αρχίσει από μία κλήση που δέχτηκε ο θείος Χριστόφορος.
Κανείς δεν μπορεί να βγάλει άκρη από την έκφραση του μπάρμπα μας όταν του τηλεφωνούν. Θα πέρασε κανένα δίλεπτο με «αχά…», «μμμ…», «τς-τς-τς…», μέχρι να καταλάβουν οι άλλοι τι έτρεχε. Εκείνο που έτρεχε ήταν ο θερμοσίφωνας του σπιτιού στο χωριό! Στην πραγματικότητα δεν έτρεχε μόνο, είχε σπάσει. Τα νερά κυλούσαν μέσα από τους τοίχους κι είχαν πλημμυρίσει το σπίτι του παππού της Αριάδνης και της Λιλίκας που εκείνες τις μέρες ήταν στα χτήματά του. Οι συγχωριανοί δεν τον εύρισκαν κι αναγκάστηκαν, στο τέλος, να τηλεφωνήσουν στην Αθήνα.
Ο θείος Χριστόφορος και η θεία Μιμή συμφώνησαν ότι ένας απ’ τους δυο τους έπρεπε να πάει στο χωριό. Να δει τι ζημιές είχαν γίνει και να κανονίσει τις επισκευές, γιατί δεν ήθελαν να γυρίσει ο παππούς και να πάθει καμιά συγκοπή! Αν όμως πήγαινε ο Χριστόφορος, η θεία Μιμή ήταν σίγουρη ότι από αυτά που έπρεπε να φτιάξει, θα ξεχνούσε τα μισά. Μόνη της, πάλι, δεν ήθελε να πάει. Δεν της αρέσει να οδηγεί στους επαρχιακούς δρόμους. Λέει ότι είναι στενοί και γεμάτοι λακκούβες. Δεν τους έμενε άλλη λύση απ’ το να μοιράσουν τα καθήκοντα –η θεία τους μαστόρους κι ο μπάρμπας… ταρίφας! Τότε ήταν που ήρθε η Λιλίκα σπίτι μας. Την Αριάδνη την είχε φιλοξενήσει η μαμά μιας συμμαθήτριάς της.
Το ταξίδι στο χωριό είχε περιπέτειες. Έβρεχε καταρρακτωδώς τις τέσσερις από τις εφτά μέρες. Ευτυχώς που δεν οδηγούσε η Μιμή, γιατί θα την έπιανε υστερία… Σ’ όλους τους ορεινούς δρόμους είχαν γίνει κατολισθήσεις, κι εξαιτίας αυτών των κατολισθήσεων, ούτε ο καινούργιος θερμοσίφωνας μπορούσε να έρθει ούτε ο υδραυλικός (τηλεφώνησε πως είχε «κολλήσει» σ’ ένα διπλανό χωριό). Το σπίτι ήταν σα λίμνη, κι όχι μόνο από τον σπασμένο θερμοσίφωνα. Κάποια κεραμίδια της στέγης τα είχε πάρει ο αέρας κι η βροχή έμπαινε από τρεις μεριές. Δεν ήξερες τι να πρωτομαζέψεις. Τα τεντζερέδια του παππού μπήκαν όλα στη μάχη. Η φωτιά στο τζάκι έκαιγε ολημερίς κι ολονυχτίς, μα πού να στεγνώσουν τόσα μουσκεμένα;…
Πάντως, είπε η Αριάδνη, οι γονείς της γύρισαν σε καλά κέφια. Τις πιο πολλές δουλειές τις είχαν προφτάσει. Όσες έμειναν θα τις τέλειωνε ο παππούς της με το «κολάι» του… μα δεν έλεγε να ξεκολλήσει! Είχαν περάσει αρκετοί μήνες από τότε κι ακόμη άφτιαχτα πράγματα έβλεπες δεξιά κι αριστερά…
Τ’ απογευματάκι συνήλθα κι είπα να κάνω μια βόλτα.
«Εδώ πιο πάνω έχει ένα περίπτερο με ωραία θέα…» είπε η ξαδέρφη μου που δεν αποφάσιζε ν’ αφήσει την κηπουρική της για έναν αχαΐρευτο σαν εμένα «… Μόλις τελειώσω, έρχομαι κι εγώ…»
Το περίπτερο, πράγματι, υπήρχε, αλλά δεν ξέρω γιατί το έφτιαξαν. Ήταν έρημο, παραμελημένο. Φαγωμένο από την υγρασία και ταλαιπωρημένο από τους αέρηδες. Για τη θέα δεν έδινα ούτε μονόλεπτο. Έπιανες όμως καλό σήμα, άρα δεν υπήρχε περίπτωση να το κουνήσω από κει! Ένα παιδί, που το κινητό είναι προέκταση του χεριού του, φανταστείτε τι μαρτύριο τραβάει όταν κάθε τρία λεπτά χάνεται το σήμα… Είχα σκυλοβαρεθεί όσο ήμουν στο σπίτι –μόνο παιχνίδια έπαιζα. Ούτε σερφάρισμα, ούτε σόσιαλ, ούτε καν ταινίες δεν μπορούσα να δω. Παππούς κι εγγονή ήταν εξαφανισμένοι, κάνοντας πράγματα ακατανόητα κι αδιάφορα για μένα. Ήμουν καταδικασμένος να βράζω στο ίδιο μου το ζουμί, ακούγοντας ξανά και ξανά τα σφυρίγματα των τσοπάνηδων και τα βελάσματα του καημένου του «Τσε» που διαμαρτυρόταν πεισματάρικα για την αιφνίδια σκλαβιά του…
Το παραπάνω χωριό…
Ήμουν ικανός να κοιμηθώ στο περίπτερο… Είχα αρχίσει, κιόλας, να συμφιλιώνομαι με την ιδέα. Σήμα να ’ναι, κι όπως να ’ναι…
Κατάφερα, μάλιστα, να επικοινωνήσω και με τα φιλαράκια μου. Όχι μ’ όλους. Μμμ… δεν τα περνούσαν ζάχαρη ούτε εκείνοι. Ο Άγγελος είχε μείνει στην Αθήνα. Σκυλοβαριόταν κι αυτός, αλλά τουλάχιστον είχε καλό σήμα στο κινητό, τηλεόραση πλάσμα ογδονταπέντε ιντσών και πάνω από δύο συνδρομητικά κανάλια. Η Χριστίνα αναθεμάτιζε την τύχη της γιατί περίμεναν κόσμο την άλλη μέρα κι έπρεπε να βοηθήσει τη μάνα της να ετοιμάσει τα σαρακοστιανά. Κατάλαβα ότι ευχαρίστως θ’ αντάλλαζε τη θέση της με τη δική μου, άρα δεν μ’ έπαιρνε να παραπονεθώ… Το Νικόλα και τη Στέφη δεν τους βρήκα. Περίεργο… Συνήθως δεν πάνε πουθενά. Η μάνα τους έχει συνέχεια εφημερίες στο νοσοκομείο που εργάζεται κι ο πατέρας τους τον μισό χρόνο λείπει σε ταξίδια. Ποιος ξέρει πού βολοδέρνανε κι αυτοί…
Φορούσα χοντρό μπουφάν με καλή επένδυση, όμως ο καιρός είχε αρχίσει να ψυχραίνει. Πάνω που αναρωτιόμουνα τι να διαλέξω –να ψοφήσω απ’ το κρύο ή να βαριέμαι σπίτι– ήρθε η ξαδέρφη τρέχοντας.
«Σήκω!» μου είπε «Πάμε στο παραπάνω χωριό να φάμε σουβλάκια!»
Μπα!… Δεν ήξερα ότι είχε και παραπάνω… Νόμιζα πως ήμασταν τέρμα θεού… Με πήρε απ’ το χέρι και ροβολήσαμε τον κατήφορο –παραλίγο να σκοντάψω και να φτάσω κάτω κατρακυλώντας σα γιουβαρλάκι…
Ο παππούς περίμενε στο τιμόνι ενός παμπάλαιου αγροτικού.
«Ανεβείτε στην καρότσα» είπε όλο καμάρι για το αμάξι του.
Η Αριάδνη μου εξήγησε ότι ο παππούς της το είχε παραπάνω από είκοσι χρόνια. Το έλεγε «Μπατερφλάι».
«Γιατί Μπατερφλάι;» ήθελα να μάθω.
«Είναι γιαπωνέζικο» είπε η ξαδέρφη μου, λες κι έπρεπε να ξέρω γιατί ήταν φυσιολογικό να βαφτίσεις «Μπατερφλάι» ένα αυτοκίνητο που το φτιάξανε στην Ιαπωνία… Μα δεν είχα κέφι για κουβέντες και τ’ άφησα να πέσει χάμω.
Είχε αρχίσει να με πιάνει πείνα. Όταν ξεθάρρεψα να βγω απ’ την τουαλέτα, τα τηγανιτά αυγά είχαν πετρώσει. Ο παππούς με ρώτησε αν ήθελα να μου φτιάξει πατάτες ή κάτι άλλο, γιατί κατάλαβε ότι κανένα απ’ τα φαγιά που υπήρχαν στο ψυγείο του δεν επρόκειτο να φάω, αλλά εμένα μ’ έπιασε το πείσμα μου και του είπα όχι. Το μετάνιωσα φριχτά… Όσο ταρακουνιόμασταν στη «Μπατερφλάι», ονειρευόμουν χάμπουργκερ και πίτσες να χορεύουνε χιπ-χοπ. Κι αποφάσισα από μέσα μου ότι τέρμα πια με τις τσιριμόνιες και πως τα σουβλάκια που μου υποσχέθηκαν θα τα τιμούσα όπως τους άξιζε.
Το «παραπάνω χωριό» είχε οχτώ κατοίκους όλους κι όλους, από εβδομήντα χρονών και πάνω, με ένα και μοναδικό καφενείο που ήταν ταυτόχρονα και ταβέρνα. Το κτίριο ήταν πρώτα σχολείο, αλλά ο δήμος αποφάσισε να το νοικιάσει γιατί στο χωριό δεν υπήρχαν πια καθόλου παιδιά. Λίγο πριν φτάσουμε, είδαμε κι ένα γήπεδο μπάσκετ, παρατημένο, στα ίδια χάλια που είχε το περίπτερο με το τέλειο σήμα. Άλλη στιγμή θα είχα ρωτήσει, αλλά… τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Μόνο η πείνα μου μ’ ένοιαζε κι ανυπομονούσα να μπούμε για να ζεσταθώ και να φάω. Έλεγα πως θα ’μασταν οι μοναδικοί και ότι ο ταβερνιάρης – καφετζής θα ’τριβε τα χέρια του που επιτέλους σταύρωσε πελάτες σ’ εκείνη την ερημιά, αλλά έκανα λάθος. Μόλις ανοίξαμε την πόρτα, είδαμε ότι το παλιό σχολείο ήταν γεμάτο κόσμο!
Τώρα με τα πόδια, μετά με τα τρακτέρ…
Κάτσαμε τρεις ώρες!… Και φάγαμε τα καλύτερα λουκάνικα και σουβλάκια που έχω δοκιμάσει ποτέ. Τρελαθήκαμε να παραγγέλνουμε. Το ίδιο και οι άλλοι πελάτες του μαγαζιού. Ο ταβερνιάρης δεν προλάβαινε να ψήνει και να σερβίρει…
Το μπουμπούνισμα της ξυλόσομπας, η τσίκνα από τα ψημένα κρέατα, το χαρούμενο τσούγκρισμα των ποτηριών μπορούσαν να φτιάξουν τη διάθεση και του πιο κατσούφη. Ως κλασικός κατσούφης, οφείλω να παραδεχτώ πως υπήρχε μια πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα που με είχε κερδίσει, κι ας μην είμαι φαν του φολκλόρ.
Ο παππούς της Αριάδνης μας βρήκε ένα συμπαθητικό τραπεζάκι κοντά στη σόμπα, παράγγειλε ένα σκασμό φαΐ (το οποίο, όπως είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, τίμησα με το παραπάνω!) και πήγε να καθίσει με μια άλλη παρέα.
Ένιωθα λίγο ένοχος. Θα ’χε μπουχτίσει, ο άνθρωπος, να βλέπει τα ξινισμένα μούτρα μου… Το τραπέζι που διάλεξε ήταν από τα πιο κεφάτα.
«Έτσι κάνει πάντα…» είπε η ξαδέρφη μου που, μάλλον, μάντεψε τι σκεφτόμουν «Μας αφήνει εμάς να τρώμε και πάει με τους φίλους του να κουβεντιάσουν τα συνδικαλιστικά τους!»
Απ’ ό, τι φαίνεται, ο βουνίσιος παππούς δεν καλλιεργούσε μόνο τα δέντρα και τα μαρούλια του… Η Αριάδνη με πληροφόρησε πως ήταν δραστήριο μέλος του αγροτικού κινήματος –δεν είχε λείψει από κανένα μπλόκο! Εγώ «μπλόκο» ήξερα μονάχα ένα επιτραπέζιο παιχνίδι για παιδιά από εφτά χρονών και πάνω. Έπρεπε να μπλοκάρεις όλες τις πορείες εξόδου και να μην αφήσεις τον ληστή αυτοκινήτων να σου ξεφύγει… Υποτίθεται ότι ήταν παιχνίδι λογικής και ενδυνάμωσης IQ, για ν’ αναπτυχθεί «η λογικο-μαθηματική σκέψη, η στρατηγική και η οπτική και χωρική αντίληψη», αλλά θα σας γελάσω. Δεν το έπαιξα ποτέ. Η Στέλλα το βαρέθηκε σχεδόν προτού καλά-καλά να κλείσει τα τέσσερα…
Κοίταζα περίεργα την κεφάτη παρέα… Δεν μου γέμιζαν το μάτι αλλά, στο κάτω-κάτω, τι ήξερα εγώ;… Ποτέ δεν είχα σκοτιστεί για το πώς μεγάλωναν τα μαρούλια πριν μπουν στα σακουλάκια του σούπερ μάρκετ ούτε ασχολήθηκα με το ποιος τάιζε τα ζώα ώσπου να βγει το γάλα του χαρτονένιου κουτιού. Ειδήσεις στο σπίτι μας μόνο η μαμά και η Στέλλα έβλεπαν. Τον μπαμπά τον έπαιρνε ο ύπνος στην πολυθρόνα κι εγώ δεν άφηνα απ’ το χέρι μου την κονσόλα και το κινητό. Έτσι δεν είχα ιδέα τι γινόταν στον κόσμο και δεν ήξερα τίποτα ούτε για αγροτικά κινήματα ούτε για μπλόκα.
Εκμεταλλεύτηκα την απουσία της ξαδέρφης μου που πήγε στην τουαλέτα για να στήσω αυτί… Θα σας έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι καταλάβαινα τι λέγανε… Κάτι για «τεράστιες αυξήσεις στο κόστος παραγωγής», για «χαμηλές τιμές πώλησης των προϊόντων στους εμπόρους», για την «πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει συρρικνώσει το εισόδημα»… Όλο τέτοια. Στο μεταξύ, με περιτριγύριζε ένα γατί κι έχανα διαρκώς τη συνέχεια. Είχε βάλει στο μάτι το σουβλάκι μου και δε μ’ άφηνε σε ησυχία. Επαγγελματίας ζήτουλας –πιο εκνευριστικό κι απ’ τον Μπόμπο, που ήταν, χωρίς συναγωνισμό, ο βασιλιάς των ζητιάνων!…
«Ρε συ, Αριάδνη, τι είναι η ΚΑΠ;» ρώτησα την ξαδέρφη μου μόλις γύρισε απ’ την τουαλέτα.
Στην αρχή νόμιζα ότι έλεγαν «γκαπ»! Κι όπως κατέβαζαν τα ποτήρια το ένα μετά το άλλο, καταλαβαίνετε τι φαντάστηκα… Αλλά οι άνθρωποι της υπαίθρου δε μεθάνε τόσο εύκολα. Η Αριάδνη μου εξήγησε ότι ΚΑΠ είναι αρχικά και σημαίνει «Κοινή Αγροτική Πολιτική»! Ήμουνα πανάσχετος. Μπροστά στη Στέλλα και την Αριάδνη, ακόμα και τη Λιλίκα, που ήταν μόνο πέντε χρονών αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να βαριέται να μάθει, ήμουν πραγματικά ο βλάκας της οικογένειας!… Αυτό, φυσικά, κανείς δεν θα μπορούσε να με κάνει να το παραδεχτώ δημόσια…
Τα αίματα είχαν ανάψει. Στην κουβέντα ανακατεύτηκαν κι άλλοι από διαφορετικά τραπέζια. Σε λίγη ώρα έγινε της κολάσεως απ’ τις φωνές. Οι πιο πολλοί συμφωνούσαν με τον παππού και τους φίλους του. «Δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα… Οι εμποροβιομήχανοι αυγαταίνουν τα κέρδη τους κι εμείς δεν έχουμε να πληρώσουμε ούτε το ρεύμα… Πρέπει να βγούμε στους δρόμους του αγώνα…»
«Πάμε για μπλόκα πάλι…» συμπέρανε η Αριάδνη.
Ντράπηκα να ρωτήσω τι ακριβώς ήτανε τα μπλόκα. Ευτυχώς, υπάρχει και το ίντερνετ. Έβαλα πλάνο την άλλη μέρα, πριν ξεκινήσουμε για Αθήνα, να πεταχτώ μέχρι το περίπτερο να σερφάρω. «Μπλόκα αγροτικά», σημείωσα κρυφά στο κινητό μου. «Κιλελέρ». Άλλη άγνωστη λέξη. Την είδα γραμμένη σ’ έναν από τους τοίχους της ταβέρνας που πριν ήταν σχολείο: «Τώρα με τα πόδια, μετά με τα τρακτέρ, αν δε δικαιωθούμε θα γίνει Κιλελέρ»…
Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς για ποιο λόγο ταξιδέψαμε νυχτιάτικα μέχρι το «παραπάνω χωριό». Σίγουρα όχι για να φάμε σουβλάκια, αν και –το ξαναλέω– ήταν τα καλύτερα απ’ όσα δοκίμασα μέχρι τώρα…
Επιστροφή…
Το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας είχαμε όλοι γυρίσει στη βάση μας.
Η Αριάδνη κι εγώ φτάσαμε πρώτοι. Έτσι έλεγε το πρόγραμμα γιατί, με τις ανακατωσούρες και τις μετακινήσεις, το διάβασμα πήγε πίσω κι έπρεπε να βρεθεί χρόνος ν’ ασχοληθούμε και μ’ αυτό. Η ξαδέρφη μου είχε ξεμπερδέψει γρήγορα με τα μαθήματα του σχολείου. Εγώ, που είμαι από τους πιο βαριεστημένους μαθητές, δε σκοτίστηκα καν να πάρω τα βιβλία μαζί. Είχα όρεξη να κοπροσκυλιάσω… Σκόπευα να «πουλήσω» στον δάσκαλο την οικογενειακή μας «τραγωδία» και να του κλαφτώ, άσχετα αν θα με πίστευε ή όχι.
Οι δύο αδερφές επέστρεψαν θαλασσοδαρμένες. Τα περισσότερα βαπόρια της άγονης γραμμής είναι σαπάκια και, επιπλέον, ταξίδεψαν με καιρό. Ο σκυλοπνίχτης σκαμπανέβαζε σαν καρυδότσουφλο και οι περισσότεροι επιβάτες έπαθαν ναυτία από τη θαλασσοταραχή. Η καημένη η μαμά έβγαλε τα σωθικά της. Όπως κι αν ταξιδεύει, με καράβι, τρένο ή αμάξι, την πιάνει ζαλάδα, εκτός κι αν οδηγεί η ίδια. Τη θεια μου δεν την πιάνει τίποτα. Μόνο ανησυχία για το τι αφήνει πίσω της και τι χάλια θα βρει στο γυρισμό…
Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, η ανησυχία της είχε κάποια βάση, γιατί τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως τα σχεδίασε. Ο «επαγγελματίας» που προσέλαβε ήταν μια κακομοίρα που, σίγουρα, δεν ήξερε τι την περίμενε. Μισή μέρα κατάφερε να μείνει με τους ανισόρροπους. Μετά το δωδεκάωρο, την κοπάνησε επιδεικτικά. Ούτε να την πληρώσουν δεν ήθελε –ο θείος την κυνήγαγε με τα λεφτά στο χέρι…
Από την άλλη μεριά, η ανησυχία της Μιμής δεν επιβεβαιώθηκε απόλυτα γιατί, περιέργως, οι τρεις τα πήγαν σχετικά καλά μεταξύ τους. Παρά τα εγκεφαλικά που έπαθε η θεία όταν κατάλαβε ότι έμειναν χωρίς «επίβλεψη», τους βρήκε ταϊσμένους και συγυρισμένους. Η «Φρικο-Στέλλα» τους είχε επιβληθεί. Μην προσπαθείτε να μαντέψετε –πρέπει να ξέρετε την αδερφή μου για να καταλάβετε τι λέω. Φανταστείτε πως κατάφερε τον Χριστόφορο να τους φτιάξει μακαρόνια, κι εκείνος τα μαγείρεψε χωρίς καν να καταστρέψει την κατσαρόλα. Επιπλέον, το «παιδί-θαύμα» απέδειξε ότι η Λιλίκα μπορούσε να περάσει τρεις ώρες συνέχεια χωρίς να μιλάει και χωρίς ν’ ανακατεύει τα πάντα. Μετά, βέβαια, ξαναγύριζε στις συνήθειές της, ήταν όμως ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη η πρόσκαιρη ησυχία. Με δυο λόγια, η Στέλλα κουνούσε τους σπάγκους και των δυο τους σαν επιδέξιος κουκλοπαίχτης.
«Πώς το κάνει αυτό;» αναρωτήθηκε η θεία Μιμή.
«Μακάρι να ’ξερα…» είπε η μαμά μου.
Ως αυτή τη στιγμή, το ερώτημα μένει αναπάντητο…
Ούτε από το ιατρικό μέτωπο για το θέμα της γιαγιάς υπήρχε ξεκάθαρη απάντηση. Έπρεπε να ’ρθει στην Αθήνα, να κάνει εξετάσεις και… βλέπουμε. Δεν μπορούσα να μη σκεφτώ ότι η γιαγιά, ενώ σιχαινόταν την πόλη, σε λίγες μέρες θα βρισκόταν (από την ανάποδη!) στην ίδια θέση μ’ εμένα, που με ανάγκασαν να πάω στο χωριό.
Με τους φίλους, όταν ρώτησαν πώς πέρασα, απέφυγα τα πολλά-πολλά. Όχι επειδή δεν ήθελα να τους πω, αλλά γιατί δεν ήμουν πολύ σίγουρος για την απάντησή μου. Είχα περάσει, πράγματι, τόσο χάλια;…
Σε λίγες μέρες πάρθηκε κι επίσημα η απόφαση για τα μπλόκα των αγροτών.
Η Αριάδνη μου ’στειλε μια φωτογραφία. Ήξερε ότι δεν ασχολούμαι και φαντάστηκε πως θα ’χα μεσάνυχτα για όσα γίνονταν.
Εγώ την είχα δει τη φωτογραφία. Μπροστά – μπροστά ήταν ο παππούς της και κάνα-δυο ακόμη από τους θαμώνες της ταβέρνας στο «παραπάνω χωριό». Είχα μάθει και τι ήταν τα «αγροτικά μπλόκα» –ας είναι καλά το διαδίκτυο! Μετά τη βραδιά με τα σουβλάκια, έπιασα τον εαυτό μου να ενδιαφέρεται περισσότερο για το θέμα. «Πρωτογενής τομέας», «αφορολόγητο πετρέλαιο»… Τι διάολο –μόνο η Αριάδνη και η Στέλλα έχουν το προνόμιο της ενημέρωσης;…
Καμιά φορά θυμάμαι τον «Τσε» και νομίζω ότι μετάνιωσα που δε φάνηκα πιο ανοιχτόμυαλος (και πιο γενναίος!) ώστε να ολοκληρώσω τη γνωριμία μου μαζί του. Τον φαντάζομαι να τριγυρνάει στο σπίτι ολομόναχος, τώρα που λείπει στα μπλόκα το αφεντικό, και να μασουλάει με μανία παντόφλες, μολύβια και σπιρτόκουτα, ως… «αντίποινα» για την επώδυνη απουσία.
Κατά τα άλλα, παραμένω όπως με ξέρετε… Δεν μ’ αρέσει η εξοχή. Ούτε η φύση ούτε τα προβατάκια. Σιχαίνομαι να με ξυπνάνε αξημέρωτα τα κοκόρια και δεν κάνω κέφι να πατάω χώμα. Είμαι παιδί της πόλης, πώς να σας το πω;…
Εύη Κοντόρα
Η Εύη Κοντόρα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Απόφοιτη του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει εργαστεί ως συντάκτρια στον περιοδικό Τύπο και ως υπεύθυνη προγράμματος και παραγωγός σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διηγήματά της -για παιδιά και ενηλίκους- έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.