Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Δαφνές, το χωριό μου | του Νίκου Λουκαδάκη



Έρχεται η ώρα που ο κάθε άνθρωπος ψάχνει τις ρίζες του, αναζητά τον τόπο των προγόνων του. Στην αρχή θέλει να πατήσει το χώμα, να σαλέψει στσι στράτες, στα σοκάκια, να γνωρίσει τσ’ ανθρώπους του τόπου του, μα σιγά-σιγά μια ακατανίκητη επιθυμία τον πιάνει και θέλει να μάθει την ιστορία, τους ήρωες, όλα αυτά που μας κάνουν περήφανους για την καταγωγή μας.

Έτσι κι εγώ, Δαφνιανός από μάνα κι από κύρη, ένοιωσα την ανάγκη να γνωρίσω καλύτερα το χωριό μου. Με αφορμή λοιπόν το εξαιρετικό βιβλίο της Γωγώς Κουγιουμουτζάκη: «ΔΑΦΝΕΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ. Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ», από το οποίο άντλησα πολύτιμες πληροφορίες, ξεκινώ τούτο το ταξίδι στον Τόπο, την Ιστορία και τους Ανθρώπους των Δαφνών.

Θα ξεκινήσω απλά, έτσι όπως απλά μου γεννήθηκε η επιθυμία να γράψω ένα μικρό δεκαπεντασύλλαβο για το χωριό μου και τις ομορφιές του:

Δημοσίευμα της εφημερίδας “ΑΝΟΡΘΩΣΙΣ” στις 22-6-1939 για τις Δαφνές
Οι Δαφνές από τη νότια πλευρά. Στο κέντρο ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου. Φωτογραφία Έλενος-Κωνσταντίνος Γριβάκης. Από το βιβλίο “Δαφνές Ηρακλείου Κρήτης, ο τόπος μας”.

Από τη χώρα νοτικά σε λόφο ‘ναι χτισμένο
ένα χωριό στα πέρατα του κόσμου ξακουσμένο.
Αιώνες απ’ τσι φλέγες του οσάν το αίμα τρέχει
κόκκινο, λιάτικο κρασί κι αναπαημό δεν έχει.
Καράβια με την όργητα του ανέμου πολεμούνε
και σε λιμάνια μακρινά το νέκταρ κουβαλούνε.
Δαφνές το λένε το χωριό κι επήρε τ’ όνομα του
γιατί, ως λένε, φύτρωναν δάφνες στα χώματα του.
Οι πρώτοι απου στσι Δαφνές εφτάξαν και ριζώσαν,
κονάκι εθεμελιώσανε και φαμελιά στελιώσαν,
λένε απ’ το Σκιλλοχωριό πως ήταν ερχομένοι,
ένα μετόχι στα βορνά που εδά κιανείς δε μένει,
μα κι από τον Ατσίνατο, από το Ασπροχώρι
κι όλοι εκάμαν τσι Δαφνές τρανό κεφαλοχώρι.
Ερχόταν απ’ τα πέρατα τση Κρήτης οι αργάτες,
απλώστρες, αλουσουδιαστές, κόφτρες και αγωγιάτες,
κρασί, σταφίδες και ρακί αμέτρητα καντάρια,
φαμέγοι κουβαλούσανε στ’ αρχοντικά κελάρια.

***
Κάλλη πολλά ’χει το χωριό κι είναι μπεγεντισμένο
σαν το παλιό εργόχειρο τ’ ομορφοξομπλιασμένο.
Έχει πλαγιάδα ζηλευτή, γυρομπεντενιασμένη
που με ψηλά και αθάνατα δεντρά ’ναι φυτεμένη.
Έχει καβούσι όμορφο από παλιά χτισμένο,
πιτήδειο χέρι, ως φαίνεται, το ’χει πελεκημένο,
έκεια οι περασάρηδες τα χτήματα εποτίζαν,
έκεια κι οι πανωχωριανοί τσι στάμνες ντος γεμίζαν.
Έχει εκκλησές ψημιδευτές, μα μια ’ναι το στολίδι
που σαν το φάρο στο χωριό, το φως τσ’ ελπίδας δίδει,
οι Δαφνιανοί της έχουνε αστέρευτη λατρεία
Αγία Ζώνη λέγεται κι έχει μακρά ιστορία,
δυο εκκλησάκια ήτονε κοντά-κοντά χτισμένα
που τα ’χε σάξει ένας παπάς, σε χρόνια περασμένα,
μα πια μετά μια θαυμαστή καμάρα εστελιώσαν
τις εκκλησές εσμίξανε και μια εθεμελιώσαν.
Δεν το ’χουν δει τα μάθια μου μα μου ’χουνε λεωμένο
πως από κάτω το χωριό ειν’ όλο τρυπημένο.
Πούγκες, στα χρόνια τα παλιά είχαν πολλές σκαμμένες
στον κούσκουρα ,που απάνω του, είναι οι Δαφνές χτισμένες.
Οι Γερμανοί τσι σάξανε, την Κρήτη όντε πατήσαν,
όπλα και πυρομαχικά έκεια εκουβαλήσαν.
Σ’ ένα σπηλιάρι βρίσκεται μιαν εκκλησά χωσμένη,
που Άγια χέρια ασκητικά την έχουν στελιωμένη.
Αγία Άννα λέγεται κι οι Δαφνιανοί φροντίζουν,
αιώνες τα καντήλια της με λάδι να γεμίζουν.
Μα ’χει και σπίτια το χωριό ομορφοασβεστωμένα
άλλα αρχοντοκάμωτα κι άλλα φτωχοσασμένα.
Όλα ’χουν ζηλευτές αυλές, πιτήδεια στολισμένες
που ’ναι σαφί μυριόχρωμες και χιλιομυρισμένες.
Μα απ’ όλα τα ξομπλιάσματα που το χωριό στολίζουν,
οι ανθρώποι και τα έργα ντος πιότερο το μορφίζουν.
Οι Δαφνιανοί ’ναι ευσεβείς, γλεντζέδες, μερακλήδες,
αρχοντονοικοκύρηδες κι αγριοδουλευτήδες.
Για την πατρίδα έχουνε αίμα πολύ χυμένο
κι είν’ το χωριό πολλές φορές δαφνοστεφανωμένο.

Λουκαδάκης Νίκος
«Ο Δαφνιανός»


Νίκος Λουκαδάκης

Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:217