Μια πρωτοχρονιά | της Άννας Τακάκη
Από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο παγωμένος αέρας έδειχνε το αψύ του πρόσωπο, όπως κατέβαινε φουριόζος κι ανελέητος από την κεφάλα του βουνού. Ανέφαλα σταχτιά και μαύρα από βορειοανατολικά, παχιά και συγόμαρα που όλο πλήθαιναν κι αστραποβροντούσαν, δείχνανε πως ο καιρός θ’ αλλάξει πρόσωπο.
-Να δεις που άμα θα σιγανέψει θα ρίξει μια οργιά το χιόνι! Ετούτοσάς ο ανατολικός είναι ψακί! Γροικούσα και λέγανε οι δικοί μου που κατέχανε καλά τα σημάδια του καιρού. Πολλές φορές οι χωριανοί ήτανε οι ίδιοι μετεωρολόγοι και πέφτανε διάνα στις προβλέψεις τους.
Τσουχτερό το κρύο, κλειστές οι πόρτες, αναμμένα τζάκια και σόμπες και μόνο οι καπνοί και οι μυρωδιές καμένου ξύλου άφηναν στο χειμωνιάτικο τοπίο μια αίσθηση ζωής και γαλήνης. Τα ζώα όλα κλεισμένα στους στάβλους, οι άντρες στα καφενεία. Παραμονή Πρωτοχρονιάς ήτανε… θα δοκιμάζανε την τύχη τους στα χαρτιά ή στα ζάρια, όπως άλλωστε απαιτούσε το έθιμο. Οι γυναίκες ήταν στην κουζίνα τους για την τελευταία προετοιμασία των πρωτοχρονιάτικων γλυκισμάτων και της βασιλόπιτας. Τα παιδιά παίζανε με αυτοσχέδια παιχνίδια κοντά στην πυροστιά. Τα κορίτσια από μικρά θέλανε να ανακατεύονται στις δουλειές του σπιτιού και στα ζυμώματα. Το θεωρούσαν παιχνίδι, γιατί τα παιχνίδια στα χωριά εκείνη την εποχή ήταν λιγόβριστα έως καθόλου. Μόνο αν ήτανε τυχερό κανένα κοπέλι να έχει συγγενή ή νονό σε πόλη να του στείλει κάποιο παιχνίδι, που το ’χε καμάρι και που ήταν πολλές φορές η αιτία φιλονικίας με άλλα παιδιά.
Εγώ βοηθούσα τη μάνα μου στο μελίτωμα των ξεροτήγανων και των μελομακάρουνων. Τους έβαζα το σουσάμι με τα μυρωδικά και τα αράδιαζα στις πιατέλες, κι αυτό γινόταν συνήθως το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς γιατί τη μέρα η μάνα είχε πολλές δουλειές στο σπίτι. Από το να πλύνει στην πλύστρα και να σιδερώσει με το σίδερο των κάρβουνων, από το να σφάξει κουνέλι ή την όρνιθα, να ποταγιέψει (ταχτοποιήσει) τα ζώα κι ένα σωρό άλλα μπασοδούλια (μικρές δουλειές). Την βασιλόπιτα την ετοίμαζε το πρωί, παρέα με άλλες γυναίκες της γειτονιάς. Συγκεντρωνόταν όλες μαζί σ’ ένα σπίτι, όπου βασικά υπήρχε ξυλόφουρνος. Έφερνε κάθε μια τα υλικά της και τη λεκάνη της και άρχιζαν όλες ταυτόχρονα το εργαστήριο. Άλλωστε η συνταγή ήταν μια. Το βούτυρο γάλακτος το χτυπούσαν με τα χέρια μέσα στην πετρολεκανίδα μέχρι που να ασπρίσει να γενεί χασές και μετά πρόσθεταν τη ζάχαρη, ένα ένα τα αυγά, το γάλα, την βανίλια, το κονιάκ, τα αμύγδαλα, το αλεύρι με το φουσκωτικό. Κάθε μια είχε να λέει τα δικά της για τη βασιλόπιτα, γιατί βέβαια δεν είχανε όλες την ίδια επιτυχία. Άλλες φουσκώνανε κι εβγαίνανε στον ουρανό που λέει ο λόγος κι άλλες καθίζανε στον πάτο, ή σκούσανε, άλλες καθίζανε μόνο από την μια μεριά ή από τη μέση και ελέγανε πως αυτές τις είχανε ματιασμένες. Υπήρχε μάλιστα η δοξασία πως άμα η βασιλόπιτα ήταν πετυχεμένη, φουσκωτή κι αφράτη θα πήγαινε καλά ο χρόνος, κι αν κάθιζε το αντίθετο. Γιαυτό είχαν θέμα οι νυκοκεράδες της εποχής, εξού και ο περί αυτής ο λόγος.
Αφού λοιπόν τελείωναν την εκτέλεση όλες μαζί, τις έριχναν στα ταψιά, έχωναν κι ένα δίδραχμο για φλουρί, και τις έβαζαν προσεχτικά με το φτυάρι στον πυρωμένο ξυλόφουρνο, αφού πρώτα τον πάνιζαν δηλ. τον περνούσαν πολλές φορές με βρεγμένο πανί για να μην καεί ο πάτος της πίτας. Μετά από μισή ώρα άνοιγαν το πορτάκι να δουν την επιτυχή ή όχι έκβασή τους στο ψήσιμο και ίσως να ελαττώσουν τη θερμοκρασία αφήνοντας λίγο το πορτάκι ανοιχτό. Αλίμονο και δε φούσκωνε καμιά όπως έπρεπε!, Τρισαλίμονο να κάθιζε!
-Ώφου, και γιάντα εμένα εκάτσε η πίτα μου; Αφού ήβαλα τα ίδια υλικά. Ποιο κακό μάτι τηνε μάτιασε; Ώφου, να δεις που δε θα πάει για μας καλά η χρονιά!
Πήγε να την πάρει το κλάμα τη νυκοκερά που της είχε κατακάτσει η πίτα της και δεν πέτυχε στο φούσκωμα. Οι άλλες την παρηγορούσαν, ή προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την αποτυχία με το αλεύρι που έβαλε ή μήπως ξέχασε το φουσκωτικό. Εγώ παιδί όντας δεν μπορούσα να καταλάβω πως μια βασιλόπιτα παίζει τόσο μεγάλη σημασία και φέρνει αναστάτωση.
Σαν παιδιά περιεργαζόμαστε όλα αυτά τα τελετουργικά. Ήταν μια πανήγυρης η παραμονή της Πρωτοχρονιάς με όλα ετούτα και τα παρακάτω …πράγματα που δε γίνονται πλέον στις μέρες μας.
Έτοιμη λοιπόν η βασιλόπιτα στον μπουφέ ροδοκόκκινη και ανεβατή περίμενε τον καινούριο χρόνο για να κοπεί. Το σπίτι μοσκομύριζε από τα φρεσκοψημένα ανεβατά κουλουράκια που ήταν ακόμη στις τάβλες, από τα μελομακάρουνα και τα ξεροτήγανα, που με το μελίτωμά τους, την κανέλλα και το σουσάμι γέμιζαν ευωδιές όλα τα δωμάτια.
Η αθανατοκρομύδα ή ασκελετούρα σε μια γωνιά που την είχε φέρει η γιαγιά από το βουνό ήταν το γούρι μας. Να πάει ο νέος χρόνος καλά με υγεία.
Μόλις άρχιζε να σουρουπώνει, βγαίνανε τα παιδιά (μόνο αγόρια)με τον φακό ή το φαναράκι τους για τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος»….Χαρμόσυνοι αντίλαλοι σ’ όλο το χωριό. Οι μύτες κατακόκκινες, και τα χεράκια μαργωμένα αλλά τα κάλαντα τα περίμεναν τα παιδιά όλο το χρόνο σαν θείο δώρο! Όλα αγόρια βέβαια, τότε τα κορίτσια δεν έπαιρναν μέρος. Εγώ με τη μάνα μελιτώναμε ακόμη τα γλυκά κοντά στην παραστιά, κάτω από το φως του λουξ, που το ανάβαμε σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πολυτέλεια για κείνη την εποχή της λάμπας και του λαδοφάναρου. Και κάθε τόσο χτυπούσε η πόρτα της κουζίνας και μια φωνή, « να τα πούμε;» μας ανεγκίλωνε από το θεάρεστο έργο μας.
-Πείτε τα!… Μας τα ’χουνε πει κι άλλοι αλλά ξα σας… Μέχρι που είχε λίγες δραχμές η μάνα να δίνει και μετά στους τελευταίους που ερχόταν τους έδινε κουλουράκια και καραμέλες.
Ήδη ο καιρός άρχισε να μπουκώνει, και να ρίχνει που και χαλαζάκι… που και χιόνι. Κι ύστερα να φέρνει τη φυσά ο βορειοανατολικός να μαργώνει ακόμη και τα κόκκαλα. Μα τα κοπέλια δεν τα πιάνει κρυγιάδα μήδε ο χιονιάς.
-Ε, κακομοίρικα δε θωρείτε πως χιονίζει… γιάντα δεν εκάτσετε στα σπίτια σας…μόνο γυρίζεται με τέτοιο κράι; Τους έλεγε η μάνα μου, μα τα κοπέλια τέτοιες ώρες, τέτοιες μέρες πού να καταλάβουν από ψοφόκρυο;
Σε κάμποσες ώρες δα να’ χομε δα και τσοι καλαντηστάδες τσοι μεγάλους, μα εγώ λέω πως άμα στοιβγιάξει το χιόνι πως δε θα βγούνε, μονολογούσε η μάνα μου.
Ο αέρας είχε λουπάξει για τα καλά κι άρχισε να πέφτει ακατάπαυστα το χιόνι. Μικρά άσπρα μπαλάκια την αρχή, στρώσανε την αυλή και τις σκεπές και μετά άρχισε η στούπα. Ένα άσπρο ανάερο και τεράστιο σεντόνι, σα να αιωρούνταν από τον ουρανό. Κάθε λίγο η μάνα, άνοιγε την πόρτα να δει πόσο χιόνι είχε στοιβιάξει.
-Ε, δε θα να ’χει οφέτος καλαντηστάδες. Ξεπορτισμός δεν είναι απόψε, άντα χαζίρι! Κι ο κύρης σου ειντά ’θελε να ξεπορτίσει; πώς θα να ’ρθει απάνω με το χιονιά; Έλεγε και ξανάλεγε.
Αφού τελειώσαμε όλο το μελίτωμα και τακτοποίησε τα πράγματα στη θέση τους η μάνα, με έστελνε να πάω να κοιμηθώ, αλλά εγώ ήθελα ν’ ανοίγω να βλέπω το χιόνι. Δεν θυμόμουν να είχα δει χιόνι άλλη φορά τόσο πολύ να πέφτει. Ο πατέρας ήταν στο καφενείο, όπου θα ξενυχτούσε μέχρι τα ξημερώματα, παίζοντας τυχερά παιχνίδια. Το κουμάρι τότε ήταν στις δόξες του. Ο αδελφός μου πολύ πιο μικρός κοιμόταν ήδη στο κουνάκι του, κι εγώ κι μάνα μου πήγαμε να κοιμηθούμε νωρίς. Ο καινούριος χρόνος θα μας έβρισκε στο κρεβάτι.
Εκεί μέσα στον γλυκό ύπνο μου, κατά τα ξημερώματα, άκουσα ξαφνικά όξω από το σπίτι μας μουσικές με βιολιά, κιθάρες και ακορντεόν. Ύστερα ο σκοπός άρχισε να μου φαίνεται τόσο γνωστός! Ήταν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα από τους μεγάλους. Τόσο όμορφα κάλαντα δεν είχα ξανακούσει με τέτοια μουσική! Με το που είπανε «ποπανωθιό στην πόρτα σας είναι μια περιστέρα κι ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα», η μάνα μου σηκώθηκε, φόρεσε μια ρόμπα και άνοιξε την πόρτα.
-Με το δεξί, να μπείτε! λέει ο ένας στον άλλο. Κάποιος μάλιστα απόθεσε και μια πέτρα σε μια γωνιά, για να ’ναι γερή η οικογένεια όλο το χρόνο.
Η μάνα μου τους καλοδέχτηκε και τους κέρασε τσικουδιά με τα φρεσκοψημένα γλυκίσματα και τα κουλουράκια. Ύστερα σταύρωσε και έκοψε τη βασιλόπιτα κι έδωσε σε καθένα από ένα κομμάτι. Τους έδωσε και τον πρωτοχρονιάτικο μπουναμά και κουλουράκια, που τα κρεμούσανε μ’ ένα σύρμα στο λαιμό τους σαν την κολαΐνα. Ήταν περασμένες δώδεκα και ο καινούριος χρόνος μας είχε κάνει το ποδαρικό με τους καλαντηστάδες.
Πού να κλείσω εγώ μάτι; Σηκώθηκα έβαλα το παλτουδάκι μου και κάθισα σε μια άκρη κι άκουγα όλα αυτά που λέγανε και εύχονταν οι μεγάλοι.
-Πάντα γεια και εις έτη πολλά! Και που’ναι, μαθές, τ’αφερντικό, κοιμάται;
-Κοντό, μη σου κοιμάται! Λέει η μάνα μου. Αδέ χτυπήσει η καμπάνα τσ’ εκκλησάς δεν ανεμαζώνεται από το κουμάρι.
-Ορισμένοι αδέ παίξουνε ζάρι την παραμονή, να δικιμάσουνε την τύχη ντως δε γνωρίζουνε Πρωτοχρονιά. Έτσα είναι το έθιμο.
-Καλή χρονιά να ’χετε στο σπιτικό σας! κι όλα δεξά να σας έρχονται!. Χαιράμενοι, και του χρόνου με υγεία! Ευχότανε οι καλαντηστάδες κι εφεύγανε για τα άλλα σπίτια.
-Επίσης, Καλή χρονιά και σε λόγου σας! και του χρόνου να ’σαστε καλά να μας τα ξαναπείτε, έλεγε η μάνα μου.
Όξω έριχνε ακόμη στούπα…
Κι εγώ χαιρόμουνα, πόσο χαιρόμουν αυτές τις γιορτινές μέρες και τη νυφοστόλιστη, μελωδική Πρωτοχρονιά!
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Άννα Τακάκη
Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.
Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.
Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.
Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.
Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.