Και πχοιός δε ντο παθαίνει… | του Αντώνη Κουκλινού
Αγουροξυπνημένος και μπροσάφορμος εσηκώθηκε τη ταχινή.
Αψύς και κακόκεφος, ετσά απού το (ν)είδενε να ξεφυσά, δεν αντάλλαξε μούδε καλημέρα η κερά ντου.
Μαθημένη στα χούγια ντου, δε ντου δίδει σημασία γιατί κατέχει πως θα μπλέξει.
Κιανείς δε (ν)τον-ε πείραξε, μα τάξε πως θα τη πλερώσει όπχοιος του παντήξει.
Πχοιός κατέχει…
Να κοιμάσαι στα καλά του ύπνου και να σηκώνεσαι μέσα στη κατήφεια και τη κακομουτσουνιά, πχοιός το εξηγεί ετονά το πράμα;
Πάει να πορίσει τη (ν)αυλόπορτα, και μπερδαίνει το τέλι από το σακί τω (ν)ελιώ στη (ν)άκρα του πατελονιού και του θέτει ένα πολιταρίδι με το στιβάνι απού εχέστηκενε το κουλούκι απο’υ το φόβο ντου.
Επόρισε στο σοκάκι με τούτηνά τη ζάκα, με τα νεύρα τσιτωμένα, χωρίς λόγο και κιαμνιά αιτία, εσηκώθηκε φούρκα–μπέλα που λένε.
Δε (ν)είναι κακής ψυχής άθρωπος, μα όντε (ν)έχει τα μπουρίνια ντου, δε ντον-ε παλεύγεις.
Από τη μούρη (σα (ν)εμπήκε στο ντουκιάνι) τον-ε κατάλαβε ο καφετζής.
-Καφέ γη μαντζοράνα να σου σάσω; Ρωτά.
Τη χέρα ντου εσήκωσε, τάξε κάμε ότι να ναι…
Δε (ν)είχενε άλλο κιανένα μέσα στο καφενείο και καλιά, να μη χρειάζουνται καλημερίσματα, γιατί θα σομπερδέσει το πράμα.
Επήγε ντου το καφέ στο τραπεζάκι χωρίς να βγάλει άχνα ο καφετζής και χαρμπίζει δυο ξύλα τση σόμπας να φουντώσει.
Κρυγιώτη σήμερο και η γ-ώρα βάνει τσοι πελάτες να ξεστημονίσουνε στο ντουκιάνι.
Άναψε ο καφετζής τη τηλεόραση να βαταλαλεί, μπας και καταφέρει να ζεστάνει τη ψύχρα, τση κακοκεφχιάς του.
Εβγήκενε μνια (ν)ομορφονιά στο γυαλί και δίδει συμβουλές σε μνια πατούλια απού κουβεδιάζουνε.
Η μέρα λένε από το πρωί φαίνεται…
Άμα ξυπνήσεις κακόκεφος, καλό είναι να μην σου αντιμιλούνε και να σ’ αφήσουνε χρόνο να ξεξυπνήσεις, να ηρεμήσεις πρώτα.
Ξανοίγει και του λόγου ντου στο γυαλί και αφρουκάται τσοι συμβουλές τση ψυχολόγας, σα να συμφωνεί στα λόγια τζη.
Απάνω στη (ν)ώρα έρχεται η καφετζίνα, αεράτη και όξω καρδιά, με το κουνενιδάκι σκεπασμένο με μνια πετσέτα.
Ετσά το κάνει τσοι ταχινές όντε (ν)έχει κρυγιώτη, σηκώνεται αξημέρωτα και σέρνει πιταράκια με ξυνομυζήθρα και μέλι από πάνω.
-Καλημέρα σας!!!
Με τη γλύκα τση φωνής τση και το πλατύ χαμόγελο στα χείλη, εσίμωσε στο τραπέζι και σηκώνει το πετσετάκι.
-Πάρε μνια πίτα να γλυκάνεις τα χείλια σου Δημοστένη, εδά τσοι κατέβασα από το τηγάνι.
Εξάνοιξέ ντηνε στα μάθια μέσα και μόνο με το χαμόγελό τζη τον-ε μαλάκωσε.
Άπλωσε τη χέρα ντου και παίρνει ένα πιταράκι γερά, γερά να μη στάξει το μέλι στα ρούχα ντου και το δακάνει…
Αλήθεια πως έκαιγε μνια ολιά ακόμη και ξεφυσά τη μπούκα ντου.
-Εκάηκες Δημοστένη; Συγνώμη δε ντο κάτεχα πως καίνε ακόμη…
-Ευχαριστώ σε μρε Αλισσαβή, πεντανόστιμο(!) γεια στα χέργια σου…
-Πάρε άλλο ένα εδά που πίνεις το γ-καφέ…
Επήρενε και δεύτερο…
-Να ’σαι καλά, η ώρα η καλή σε ’φερε λόγω τιμής!
Εδάκασε το δεύτερο πιταράκι και γλύφει τα δαχτύλια ντου να φύγει το μέλι.
-Καλό να σου κάμουνε Δημοστένη, πάω να σου φέρω μνια χαρτοπετσέτα να σκουπιστείς.
Έσαξε το νταμπιέτι ντου…
Θες το χαμόγελό τζη; Θες το μέλι με τα πιταράκια; Θες η κουβέντες απού εγροίκα στο γυαλί προ λίγου;
Μπορεί και ούλα μαζί να ’ναι η αιτία απού εμαλάκωσε.
Αναίτια εσηκώθηκενε στσοι μαύρες του σήμερο ανεξήγητα…
Πχοιός δε (ν)το ’χει πάθει ετονά το πράμα;
Να θέσεις ορεξάτος και να σηκωθείς κακόκεφος και να μη θες κουβέντα…
Άλλος άθρωπος γιαγέρνει στο σπίτι ντου, έτοιμος να κάμει εδά τσι δουλειές του.
Η κερά ντου για άλλη μνια φορά εβγήκενε κερδισμένη, απού το (ν)ήφηκε ορνικό ντου να τα βρει μέσα ντου αμοναχός του.
Οι παλιές νοικοκεράδες είχανε υπομονή και συμβουλεύγανε και τσοι θυγατέρες.
Δυο πέτρες αλέθουνε το στάρι, η μνια στέκει και ανημένει την άλλη, να ντακάρει να γυρίζει για να βγει τ’ αλεύρι.
Ετσά και του λόγου τζη, με μνια ολιά υπομονή, ανήμενε να περάσει η γ-ώρα να στρώσει ο μύλος του σπιθιού τζη.
Γιατί άμα σέρνει ο γης πετσί κι άλλος λουρί, τα ξέτελα τα κατέχομε…
Αντώνης Κουκλινός
Αντώνης Κουκλινός
Ο Αντώνης Κουκλινός γεννήθηκε στη Γρηγοριά του Δήμου Τυμπακίου. Το τρίτο από τα επτά παιδιά του Μιχάλη και της Βασιλικής Κουκλινού. Έβγαλε το δημοτικό σχολείο και μετέπειτα η ζωή του είναι πλούσια σε εμπειρίες και ταξίδια. Πήγε στα καράβια μέχρι τη στρατιωτική θητεία και μετέπειτα παντρεύτηκε τη Μαρία Νικολιδάκη από το Αντισκάρι Μοιρών και απέκτησαν δύο κόρες τη Βασιλική και τη Στυλιανή που στη πορεία μέχρι σήμερα η οικογένεια μεγάλωσε με έξι εγγόνια. Από το 1980 για μια εικοσιπενταετία, ασχολήθηκε ενεργά με τη μουσική με πολλές συνεργασίες και ταξίδια σε όλη την Ελλάδα, ενώ παράλληλα η αγαπημένη του συνήθεια είναι η γραφή.
Βιοποριστικά ασχολείται με τη φωτογραφία και το βίντεο. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να καταγράφει μοναδικές στιγμές από τη Κρητική κουλτούρα, συμμετέχοντας σε παρέες με το λαούτο και τη κάμερα. Όλο αυτό το υλικό έχει την ευκαιρία ο κόσμος να το παρακολουθεί μέσα από το διαδίκτυο, στο κανάλι του Αντώνη Κουκλινού. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Όσα έχω πει» με μαντινάδες κυκλοφόρησε το 2014, παράλληλα έγραφε στίχους και μουσική για τη δισκογραφία του. Το 2017 κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος από τις «Μουσικές μου πεθυμιές» και το 2018 το δεύτερο μέρος, με τραγούδια που έχουν συμμετοχή καταξιωμένοι καλλιτέχνες.
Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Ανεστορούμαι… να σας πω…» κυκλοφόρησε το 2023 από την «Σβούρα εκδοτική». Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει με τα μάθια τση ψυχής του Αντώνη και να γνωρίσει μια άλλη Κρήτη. Μια Κρήτη που χάνεται.