Η κερά Θεονύμφη… | του Αντώνη Κουκλινού
Στη μεσοχωργιά τση Γληγοργιάς, ήτονε το σπίτι τζη.
Δυό καμεράκια ίσα, ίσα απού τσοι χώργιενε.
Κολλητά με του Κονταξή το τζαγκάρικο.
Η κερά Θεονύμφη με τσοι πέντε θυγατέρες και τσοι τρεις γιους.
Η μάνα τση μάνας μου τση Βασιλικής, η μνια απού τσοι δυο γιαγιάδες μου, [η (ν)άλλη, τη Μανιούδαινα, δε (ν)τη (ν)ήφταξα] απού μου ’κανε ούλα μου τα χατήργια.
Εκάτεχα πως μέσα στο πιθαράκι με τα μεγάλα αφθιά, έχωνε τα πορτακάλια μέσα στο στάρι, για να γλυκαίνουνε.
Μα και τα κουνάλια, στο κοφίνι απάνω στη (ν)τάβλα του λαδοπίθαρου, τα ’βανε.
Η χαρά μου να πάω στο σπίτι τζη, να με ποχερίσει γλυσολοίδια.
Άλλες βολές μ’ άφηνε να κατσικανταρεύγω και να τα βρίχνω αμοναχός μου εκειά που τα ’χενε χωσμένα.
Το καρεκλάκι τση παρασιάς έβανα, για να τα φτάνω εκειά που τα ’βανε.
Εκειά που δε (ν)έφτανα ήτονε το μεσοδόκι, απού κρεμούσανε τα ρόγδια, για το κόλυβο του ψυχού.
Εκάτεχε πως μου ’ρεσε κι όντε ’θελα ψήσει μαγκίρι, εφώνιαζε τση μάνας μου να πάω.
Μου ’βανε το πχιατάκι με στριφτοζούμι απάνω στο σοφρά και έτρωγα.
Δε μου χάλανε χατήρι… θυμούμαι να μου λέει…
-Αντωνιό… άμε να μου φέρεις δυο πατάτες να σου τσοι τηγανίσω να κάτσεις φας.
Εκάτεχα πως εστρώνανε τσοι πατάτες από κάτω στα κρεβάθια και επήγαινα κι έφερνα.
Οι σταφιδολιές ο λαδόνταγκος και το τυροζούλι, ήτονε σαφή απάνω στο τραπέζι.
Σα ’θελα κάτσω στο πεζουλάκι τση παρασιάς, μου ’λεγε ιστορίες, τραγούδια και μου μάθαινε τη προσευχή.
Οι κουβέντες τση ήτονε σοφές.
-Ο άθρωπος σάμε να σέρνεται και μπορεί να σαλεύγει, πρέπει να κουβαλεί τίμια το ψωμί στο σπίτι ντου.
Να μη (ν)είναι ταμακιάρης και να κάνει το σταυρό ντου να χει τη (ν)υγειά ντου.
Σα ’θελα κάμω πράμα διαολιά τση μάνας μου, εγλάκουνα στη μ-ποδιά τζη και δε μου σίμωνε κιανείς.
Δε (ν)ήφεγγε στα γεραθιά τζη μα τα λόγια τζη ήτονε φωτεινά ωσά (ν)το (ν)ήλιο.
Σα (ν)τη (ν)έπχιασε νιπληγία (ημιπληγία) κι επόμεινε κατάκοιτη, επήγαινα στο κρεββάτι και μου κουβέδιαζε.
Εγνώριζε τη μυρωδιά μου άμα ’θελα μπω στο σπίτι και μου φώνιαζε…
-Καλώς το Αντωνιό μου… έλα, έλα να μου πεις ήντα μέρα είναι σήμερο κι αν είναι πρωί για μεσημέρι.
-Ήντα εμαγέρεψε σήμερο η μάνα σου η Βασιλική να φάμενε;
Επίτηδες το ’κανε, για να γροικά τσοι κουβέντες μου και να με ρωτά ξανά και ξανά κι όπου ’θελα κάνω λάθος να με διορθώνει, για να μαθαίνω να κουβεδιάζω σωστά.
Όντε ’θελα πω πράμα ακαταλαβίστικο, τη πγιάνανε τα γέλια.
Όντε ’θελα γιαγύρω τη Κυργιακή απου τη (ν)εκκλησία, μου ’διδε ο παπά Μανώλης το αντίντερο να τση το πάω στο σπίτι.
Επερίμενε με κι έκανε το σταυρό τζη σα ’θελα φτάξω, να τση το δώσω να το φάει.
-Φέρε μου εδά τη φλυτζάνα το γάλα α πούνε στο τραπέζι παιδί μου, για να πχιω και τα χάπχια μου.
Ζερβά, δεξά στσοι τσέπες τα ’βανε για να τα ξεχωρίζει.
Δε (ν)είχανε ευκολίες σαν-ε σήμερο, νερό με το σταμνί εκουβαλούσανε να πλυθούνε και να κάμουνε τη λάτρα του σπιθιού.
Δε (ν)ήφταξε το ρεύμα, μούδε τηλεόραση και ψυγείο εγνώρισε…
Δε (ν)εμπήκε σε μπάνιο, να καλωπιστεί, μα εγώ τη θώρουνε σαφή όμορφη.
Κατάκοιτη σκιας εφτά χρόνια ήτονε.
Εγώ δε τζη θυμούμαι ποτές να μυρίζει άσκημα.
Και καλά το λένε πως… οι Άγιοι έχουνε τη δικιά ντως μυρωδιά.
Γιατί και η κερά Θεονύμφη είχενε τη (ν)αγιοσύνη μέσα τζη, με το δικό τζη τρόπο.
Έχω τη (ν)ευκή τζη χίλιες φορές παρμένη και δε (ν)υπάρχει πλια καλό γιατροσόφι στα δύσκολά μου.
Κάθε που θα τση σκεφτώ, ξεχειλίζουνε οι θύμησες και οι μυρωδιές μέσα μου, ωσά (ν)τα μυρωδάτα πορτακάλια χωσμένα στο πυθαράκι με το στάρι και μου φαίνεται πως ονοστιμότερα δε (ν)εξανάφαγα…
Αντώνης Κουκλινός
Αντώνης Κουκλινός
Ο Αντώνης Κουκλινός γεννήθηκε στη Γρηγοριά του Δήμου Τυμπακίου. Το τρίτο από τα επτά παιδιά του Μιχάλη και της Βασιλικής Κουκλινού. Έβγαλε το δημοτικό σχολείο και μετέπειτα η ζωή του είναι πλούσια σε εμπειρίες και ταξίδια. Πήγε στα καράβια μέχρι τη στρατιωτική θητεία και μετέπειτα παντρεύτηκε τη Μαρία Νικολιδάκη από το Αντισκάρι Μοιρών και απέκτησαν δύο κόρες τη Βασιλική και τη Στυλιανή που στη πορεία μέχρι σήμερα η οικογένεια μεγάλωσε με έξι εγγόνια. Από το 1980 για μια εικοσιπενταετία, ασχολήθηκε ενεργά με τη μουσική με πολλές συνεργασίες και ταξίδια σε όλη την Ελλάδα, ενώ παράλληλα η αγαπημένη του συνήθεια είναι η γραφή.
Βιοποριστικά ασχολείται με τη φωτογραφία και το βίντεο. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να καταγράφει μοναδικές στιγμές από τη Κρητική κουλτούρα, συμμετέχοντας σε παρέες με το λαούτο και τη κάμερα. Όλο αυτό το υλικό έχει την ευκαιρία ο κόσμος να το παρακολουθεί μέσα από το διαδίκτυο, στο κανάλι του Αντώνη Κουκλινού. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Όσα έχω πει» με μαντινάδες κυκλοφόρησε το 2014, παράλληλα έγραφε στίχους και μουσική για τη δισκογραφία του. Το 2017 κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος από τις «Μουσικές μου πεθυμιές» και το 2018 το δεύτερο μέρος, με τραγούδια που έχουν συμμετοχή καταξιωμένοι καλλιτέχνες.
Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Ανεστορούμαι… να σας πω…» κυκλοφόρησε το 2023 από την «Σβούρα εκδοτική». Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει με τα μάθια τση ψυχής του Αντώνη και να γνωρίσει μια άλλη Κρήτη. Μια Κρήτη που χάνεται.