Τρία πράματα θυμούμαι από τα παραμύθια που άκουγα στα μικράτα μου | του Μιχάλη Στρατάκη
Το πρώτο είναι η θειά μου η Καλλιόπη Μαράκη που μας τα ’λεγε.
Η θειά μου η Καλιόπη ήτανε γυναίκα του μπάρμπα μου του Σταύρου, και σε αυτούς ανήκε η κάμαρη που είχαμε νοικιάσει και παλεύαμε να στριμωχτούμε στους τέσσερις τοίχους της, οι γονέοι μου, τα τρία κοπέλια και κάμποσες χιλιάδες όνειρα, παράπονα και πόνοι.
Μόνο τον χειμώνα μας έλεγε παραμύθια η θειά μου η Καλλιόπη, γιατί μόνο όταν είχε κρύο ερχότανε στην κάμαρη μας για βεγγέρα, μια και το μαγκάλι ήτανε συνέχεια αναμμένο.
Θυμούμαι τη θειά μου, σα να ’ναι τώρα, όταν μας έλεγε τα παραμύθια της.
Είχε μια φωνή επιβλητική και υποβλητική, που δεν σου άφηνε περιθώρια να αμφισβητήσεις μήτε συλλαβή των όσων έλεγε.
Όσο μιλούσε, μας ξάνοιγε στα μάθια και οι μοναδικές στιγμές που το βλέμμα της ξέφευγε, ήταν όταν ήταν να καθαρίσει και να φάει τα ξερά κουκιά που ψηνόντουσαν στο μαγκάλι και γινόντουσαν σαν στραγάλια πλακουτσωτά.
Το δεύτερο πράμα που θυμούμαι είναι το μαγκάλι.
Η μοναδική πηγή θέρμανσης που είχαμε.
Μαγκάλι που έκαιγε πυρήνα, δηλαδή αλεσμένα κουκούτσια ελιών, από αυτά που πετιώντουσαν στα ελαιοτριβεία κατά την άλεση των ελιών.
Το άναμμα του μαγκαλιού ήταν πραγματική ιεροτελεστία.
Αφού το γέμιζε η μάνα μου με πυρήνα μέχρι τη μέση, έκανε ένα λάκο στο κέντρο και εκεί άναβε φωτιά.
Ύστερα γονάτιζε και άρχιζε να φυσάει τη φωτιά για πολλή ώρα, μέχρι που θα άρχιζε να κοκκινίζει η πυρήνα γύρω της.
Φυσούσε και έσπρωχνε, σιγά σιγά, την πυρήνα προς τη φωτιά και δώστου και φύσαγε και δώστου και έσπρωχνε.
Σταματούσε μόνο όταν τα πνευμόνια της είχανε γεμίσει καπνό και δε μπορούσε να πάρει ανάσα.
Και όταν τα μάθια της ήτανε κατακόκκινα και τρέχανε σαν τη βρύση.
Όταν είχε ανάψει η πυρήνα γύρω από τη φωτιά, τη σκέπαζε με αλουμινόχαρτα από πακέτα τσιγάρων και αυτό ήταν όλο.
Έβαζε και καμιά πορτοκαλόφλουδα ή μανταρινόφλουδα, για να μυρίζει όμορφα ο καπνός, που μας έκρουβε όμορφα.
Το μαγκάλι έφτανε και περίσσευε για να ζεστάνει την κάμαρη δυο πήχες για αρκετή ώρα, μέχρι να γινότανε στάχτη όλη η πυρήνα.
Και μέχρι να συνέβαινε αυτό, το μαγκάλι χρησιμοποιούνταν και για πολλές άλλες δουλειές.
Στη στάχτη του χωνόντουσαν τζισβέδες με βραστάρια, ενώ σαν υπήρχαν στο σπίτι ροβύθια και ξερά κουκιά, μια χαρά «ξηροί καρποί» γινόντουσαν.
Μπορεί να έπρηζαν τις κοιλιές μας, αλλά μας χόρταιναν.
Πάνω από το μαγκάλι καθόντουσαν η μάνα μου και η θειά μου η Καλλιόπη, ενώ τα τρία κοπέλια, εγώ ο Γιάννης και ο Βασίλης ήμασταν ξαπλωμένοι σ’ ένα ντιβάνι δίπλα στη ζέστη, εκστασιασμένοι από τα παραμύθια που ακούγαμε και ψιλομαστουρωμένοι από τις αναθυμιάσεις του μαγκαλιού.
Ο κύρης μου, συνέχεια έλλειπε με τη μπουλτόζα του κι εγκρέμιζε βουνά για να σάξει δρόμους.
Το τρίτο πράμα που θυμούμαι, είναι μια μέγιστη, όσο και βασανιστική απορία που με κατακυρίευε, στο τέλος του κάθε παραμυθιού.
Συγκεκριμένα, όταν άκουγα τη μόνιμη καταληκτήρια φράση όλων ανεξαιρέτως των παραμυθιών «και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», ψιλοτρελαινόμουνα.
Δε μπορούσε το παιδικό μυαλουδάκι μου να καταλάβει πώς ήταν δυνατό να περνάμε εμείς καλύτερα, μέσα στη μαύρη φτώχεια, απ’ ότι πέρασαν η Σταχτοπούτα με το βασιλόπουλο στα παλάτια.
Μια φορά ετόλμησα και ρώτηξα τη θειά μου «ε, θεία Καλλιόπη, μπας και το λες ανάποδα;»
«Ήντα λέω ανάποδα;» με ρώτηξε κι αυτή λίγο μπερδεμένη, αφήνοντας αξεμάτιστο το κουκί που κρατούσε.
«Να, μπας και εμείς ζήσαμε καλά και αυτοί καλύτερα;» ολοκλήρωσα την απορία μου.
Με ξάνοιξε σκεφτική, εγυρόφερε στο μυαλό της της ερώτηση μου και μου απάντησε «Άμε να τσοι βρεις να τσοι ρωτήξεις πώς περάσανε, εγώ δεν κατέχω».
Αυτά τα τρία πράματα θυμούμαι από τα παραμύθια των μικράτων μου.
Όσο για τα παραμύθια που άρχισα ν’ ακούω σαν μεγάλωσα, αφήστε τα καλύτερα.
Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν έφταιγαν εκείνοι που μου τα τάιζαν, εγώ έφταιγα που τα κατάπινα και μάλιστα αμάσητα.
Ακόμη και τώρα που γράφω, στο λαιμό μου αισθάνομαι να ’ναι σφηνωμένα τα παραμύθια που έφαγα σήμερα.
Μιχάλης Στρατάκης
γραφιάς
Μιχάλης Στρατάκης
Ο Μιχάλης Εμμ. Στρατάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1951. Σπούδασε νομικά, οικονομικά και δημοσιογραφία. Στη μαχόμενη δημοσιογραφία βρίσκεται από το 1973. Έχει εργαστεί ως πολιτικός συντάκτης, σχολιογράφος και αρθρογράφος σε εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, καθώς και ως διευθυντής σύνταξης. Στο Ηλεκτρονικό Τύπο εργάζεται από την πρώτη ημέρα της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης ως διευθυντής ειδήσεων και ενημέρωσης, ενώ παράλληλα επιμελείται και παρουσιάζει καθημερινές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Στον εκπαιδευτικό τομέα δραστηριοποιείται από το 1979 ως καθηγητής ιδιωτικών δημοσιογραφικών σχολών και ΙΙΕΚ και από το 2003 ως καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία. Είναι μέλος του Συμβουλίου Τιμής και Δεοντολογίας της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία δημοσιογραφικού και πολιτικού περιεχομένου, ορισμένα εκ των οποίων διδάσκονται σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ορισμένα βιβλία του: Αντώνης Παρίσης Ο Αντώνης της καρδιάς μας – 2010, 35 χρόνια μάχες με όπλο τις λέξεις – 2009, Ερευνητική δημοσιογραφία – 2007, Η χαμένη αθωότητα της συνέντευξης – 2006, Επικοινωνία, ΜΜΕ και ρητορική τέχνη – 2003, Δημοσιογραφία: τέχνη ή επιστήμη; – 2001, Πολιτικό ρεπορτάζ – 1997, Συνέντευξη Τεχνική και οριοθετήσεις – 1996, κλπ.Για τη δράση του έχει τιμηθεί από ξένες κυβερνήσεις και από διάφορους εκκλησιαστικούς, επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς.