Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Ο κερατάς του χωριού | του Μιχάλη Στρατάκη


Για να σκαρφαλώσω στην κορφή του Στρούμπουλα και να προσκυνήσω τον Τίμιο Σταυρό εξεκίνησα, μα στο μιτάτο του φίλου μου κατέληξα.

Οι αέρηδες εφταίγανε, απού εξεσηκώνανε και τα χαλίκια από τη στράτα, κι η μπόρα απού εξέσπασε κι έφερε μου το μαντάτο πως θα κλουθούσανε κι άλλες συναδερφές τση.

Επογιάγυρα, το λοιπόν, και εστάλισα στου φίλου μου του βοσκού το μιτάτο, απού κι αυτός αγιασμένος τόπος είναι, αφού η πόρτα του είναι πάντοτε ορθάνοιχτη, ωσάν και τσ’ εκκλησάς.

Του κόσμου τση χαρές μου ’καμε μόλις με ’δε στο παραπόρτι, γιατί αμοναχός του ήτανε και ο καιρός δεν τον άφηνε να καταπιαστεί με πράμα για να γεμίσει την ώρα του.

Παρέα εγύρευε και παρέα εβρήκε.

Ελυσομάνα ο αέρας, εγαβγίζανε τ’ αέρα οι σκύλοι και εβελάζανε ανήσυχα τα μαντρωμένα πρόβατα στα γαβγίσματα των σκύλων κι εμείς επίναμε ρακή, ετρώγαμε χοχλιούς με ξυνόχοντρο και μιλούσαμε για την τηλεόραση.

Ερώτηξα τονε «μπορείς να μου πεις κουμπάρε γιάντα οι αθρώποι ξανοίγουνε εκειανά τα κανάλια απού κατέχουνε πως τοσε λένε μόνο ψόματα;».

Εσηκώθηκε από την καθιά του, επήγε στη βούργια του στο παραγώνι κι εγιάγυρε με μισό τυροζούλι.

«Φάε κουμπάρε, φρέσκο είναι ακόμη μα γινομένο είναι» μου ‘πε και μου ‘κοψε ένα κομμάτι.

Σαν αδειάσαμε κάμποσο το μπουκάλι, άρχισε να μου λέει περίεργα πράματα.

«Γροίκα κουμπάρε μια κουβέντα. Ήτανε ένας κερατάς σ’ ένα χωριό, μα κερατάς εδά. Εκάτεχε το πώς η κερά του ήτανε εξόλης και προόλης, γιατί μάθια είχε και εθώριε και μπουνταλάς δεν ήτονε. Εθώριε και τση χωριανούς του να κρυφογελούνε και να πετούνε σπόντες, είχε και κάμποσους μπιστικούς φίλους που του ‘χανε μολοήσει φανερά σημάδια για τα ξεπορτίσματα τση γυναίκας του, μα αυτός δεν ετόλμα να κάμει πράμα, γιατί ήτανε τόσο να εγωιστής απού δεν ήθελε να παραδεχτεί πως παστρικιά γυναίκα επήρε. Και κατέχεις κουμπάρε ίντα ’κανε και ησύχαζε το νου του;» με ρώτηξε.

«Ίντα κανε;» τον αντιρώτηξα, μη καταλαβαίνοντας πού το πήγαινε.

«Κάθε που έμπαινε στο σπίτι του και εθώριε τη γυναίκα του της έλεγε πόσο κακοί ήτανε οι χωριανοί που την κακολογούσανε άδικα των αδίκω και τη ρωτούσε αν ήτανε πιστή στο στεφάνι τους. Κι εκείνη κάθε φορά εβλαστήμα τση χωριανούς και του ορκιζότανε να τονε δει στην κάσα άμα θα πατούσε το στεφάνι τζη. Κι αυτός, με τση κουβέντες τση κεράς του ησύχαζε και μόνο αυτήν επίστευγε και μόνον αυτή ερώτα, γιατί του ’λεγε αυτά που ο κακομοίρης ήθελε να γροικά για να μη νοιώθει κερατάς και ξεγιβεντισμένος. Εκατάλαβες κουμπάρε;» με ρώτηξε τελειώνοντας την ιστορία του για τον κερατά του χωριού.

«Εκατάλαβα κουμπάρε την ιστορία, μα εγώ σε ρώτηξα για κείνους που θωρούνε μόνο τα κανάλια που κατέχουνε πως ψόματα τοσε λένε» του ’πα.

«Κι εγώ γι αυτούς σ’ απάντησα» μου ‘πε γελώντας και μου ‘κοψε άλλο ένα κομμάτι τυροζούλι.

Μιχάλης Στρατάκης

γραφιάς


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:263