Τα «παινάδια» της πεθεράς | του Νίκου Λουκαδάκη
-Πε’ μου στο θιο σου, ίντα ερέχτηκες έτουνε του μαυροτσούκαλου και μου το ‘νεμάζωξες έπαε;
-Μάνα, χώνεψέ το μπλιο, η Γιωργία είναι γυναίκα μου, σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει.
-Γροίκα ίντα λέει… Ένα μαγκάλι κάρβουνα να ‘χα φαωμένα πια καλά θα τα ‘χα χωνέψει, παρά πως επήρες έτηνε την κακομούντρουλη να σου κάμει κοπέλια. Κοπέλια θα σου κάμει μωρέ γή κουλούκια; Ξάνοιξέ τηνε… Ώ χαρώ τηνε μιαν ομορφιά…
-Εσένα δα μάνα κιαμιά δε σ’ αρέσει. Η Γιωργία είναι η καλύτερη του χωριού και το γατέχεις.
-Πάει, ήχασέ τα ο γιος μου. Ναι… ντα αυτό είναι μπελί πως είναι η πια καλή. Δε τηνε θωρώ; Ξάνοιγε έκεια πως σιδερώνει τα ρούχα… Πια παχιά είναι η τάβλα από ελόγου της. Αμ τα κανιά της, ίντα σου λένε; Ίδια ξεροκάλαμα της ποταμίδας.
-Μάνα να χαρείς σταμάτα μη σε ‘κούσει.
-Είδες καημένε, μη χάσουμε το κελεπίρι.
-Ήθελα και να γάτεχα ίντα σου ‘χει καωμένο, απου δε ακούγεται η μια τζη μπάντα, απου την έχεις σαν τη δούλα και σε φροντίζει σαν και τη μάνα τζη.
-Για τα μούτρα τζη μωρέ σ’ ανάθρεφα εγώ;
-Ναι… αν ήθελα να ‘νημένω ποια σ’ αρέσει να την πάρω, θα πόθαινα μοναχός.
-Κι επήγες κι επήρες, μπουνταλά, τη Γιωργία, απου δεν έχει στον ήλιο μοίρα.
-Σώπαινε δε μάνα γιατί έρχεται.
Σίμωσε η Γιωργία με τα σιδερωμένα ρούχα στα χέρια, ολοΐδρωτη και αναψοκοκκινισμένη. Την κοίταξε η πεθερά τζη από πάνω ως κάτω, στρούφιξε τα μούτρα τζη και σκέφτηκε: «ω, την πατσάβρα και όμορφη είναι. Με τα μαύρα μαλλάκια τζη, το στητό κορμί και τα καστανά τζη μάθια. Γι’ αυτό ο γιος μου ο εφταμπούνταλος την επήρε». Η νεαρή γυναίκα χαμογελώντας όλο ευγένεια ρώτησε:
-Μαμά, τελείωσα. Για δες, καλά τα σιδέρωσα;
-Μμ… καλά είναι. Σάλευε δα να στέσεις το τσικάλι γιατί πάει η ώρα και πεινώ. Και ξάνοιξε μην τσικνώσεις πάλι το φαΐ, γροικάς;
Γύρισε την πλάτη της η Γιωργία κι όπως έφευγε, η γριά γυναίκα θαύμασε το περπάτημά της. Ο γιος της που παρατήρησε τη μάνα του, είπε:
-Αρέσει σου μάνα, ε; Είδες ομορφιά; Κι είναι και καλοπόταγη σαν το αρνί. Καλή διαλεξά έκαμα, ε;
-Ναι, ήπαιξες καημένε σκαπεθιά απου δεν έχει άλλη. Ξα σου… Εμένα ίντα με νοιάζει; Εγώ σε μια ολιά καιρό θα μολάρω, εσύ που θα τηνε φορτωθείς στη κασίδα σου, κακομοιριασμένε μου.
-Μη μιλείς μάνα γιατί όντε θα σογεράσεις, θα πέσεις στα χέρια της κι έτσα που τηνε χτυπομουράς, μαύρη η μοίρα σου.
-Ντα δεν δένω από ‘δα μια πέτρα στο λαιμό μου να φουντάρω στο πηγάδι, απου θα πέσω στα χέρια τζη;
-Μωρέ σ’ αρέσει μα δεν θες να το παραδεχτείς. Σε ‘δα ‘γω τα ‘ποξημερώματα που ‘ρθες από πάνω από τη κλίνη μας και μασε σταύρωνες και τσοι δυο.
-Ναι, τη καλόχαρη εσταύρωνα… Εσένα τάξε εσταύρωνα, μπας και σε φωτίσει ο θιος να τηνε ποβγάλεις, μα μπα…
-Έλα ‘δα που σ’ άκουσα κι έλεγες: «ω, Παναγία μου και βλέπε μου τα και τα δυο».
-Σάικας κι ονειρευόσουνα ακόμη γιε μου. Σιγά μη σκάσω για ελόγου της. Γιάε, κανόνισε να τση πεις έτσα λοής αχιουρέδες, για να πάρει αέρα, να μασε καβαλήσει έπαε χάμε.
-Μη σκας μάνα και δεν τση λέω πράμα, μα να ‘σαι σίγουρη πως το γατέχει ότι την αγαπάς.
-Ναι, ίδια ‘τσα γιε μου… Σκόρδα ρέγομαι… σκόρδα ρέγομαι.
Λουκαδάκης Νίκος
Νίκος Λουκαδάκης
Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.