Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Ο Δημοσθένης Καραγιάννης για το βιβλίο της Άννας Τακάκη «Αροδαμοί κι αγκαραθιές»


Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τρίτης 21 Νοέμβρη 2023 η εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου της Άννας Τακάκη – Μαρκάκη «Αροδαμοί κι αγκαραθιές» που κυκλοφορεί από τη «Σβούρα εκδοτική». Η εκδήλωση έγινε στο Πολύκεντρο του Δήμου Ηρακλείου στις 6:30 το απόγευμα. Πλήθος κόσμου από νωρίς κατέφθασε στο Πολύκεντρο για να παρακολουθήσει την παρουσίαση του βιβλίου.

Για το νέο βιβλίο εκτενή κι εμπεριστατωμένη αναφορά και παρουσίαση έκαναν ο επιμελητής του βιβλίου και φιλόλογος Δημοσθένης Καραγιάννης, ο μελετητής της Κρητικής Διαλέκτου Νίκος Λουκαδάκης και η μελετήτρια του νήματος και της Υφαντικής Τέχνης Βαρβάρα Τερζάκη Παλλήκαρη.

Ο φιλόλογος και επιμελητής του βιβλίου Δημοσθένης Καραγιάννης έκανε μια μακρόπνοη και εκλεπτυσμένη ανάλυση του έργου της κας Τακάκη την οποία παραθέτουμε:

«Κυρίες και κύριοι, Αγαπητοί φίλοι Καλησπέρα σας.

Θεωρώ τιμή μου που βρίσκομαι στην εκλεκτή αυτή παρέα δημιουργών και παρουσιαστών του βιβλίου «αροδαμοί κι αγκαραθιές», στο οποίο είναι η βραδιά μας αφιερωμένη.

Χαίρομαι και ευχαριστώ τη συγγραφέα του βιβλίου κ. Άννα Τακάκη, όσο και την κ. Βαγγελιώ Καρακατσάνη που μου έδωσαν την ευκαιρία να χωθώ, από τους πρώτους, μέσα στα 22 διηγήματα που περιέχει το βιβλίο και έκπληκτος να απολαύσω το περιεχόμενο, την ουσία των πραγματευομένων του, αλλά και τη εξαιρετικά δοσμένη ιδιωματική γλώσσα του χωριού της κ. Τακάκη, της Ζήρου Σητείας.

Για οικονομία χρόνου αλλά και γιατί η παρουσίαση του βιβλίου έχει ήδη γίνει με άριστο τρόπο από τους προηγούμενους ομιλητές, θα αναφερθώ μόνο στα δυο πρώτα διηγήματα «Στους γάμους του Δημητρού» και στην «Μαρταρόγα», κυρίως για να φανερώσω το προσωπικό μου «κέρδος» από την ανάγνωση αυτών αλλά αντιστοιχεί στο «κέρδος» μου και εκ των υπολοίπων, βεβαίως. Κι αυτί επειδή το κάθε βιβλίο είναι ένα ταξίδι σ’ ένα πρωτόγνωρο κόσμο, που τον καλλωπίζει τόσο ο συγγραφέας, όσο και ο αναγνώστης του.

Μα πιο πολύ θέλω να αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο «περπάατησε» μέσα στο χώρο της Παράδοσης, του μύθου και του θρύλου η συγγραφέας, στον σεβασμό με τον οποίο χειρίστηκε ένα περίφημο υλικό, που επιβιώνει και «επεμβαίνει» στη ζωή ακόμη και σήμερα, στα χωριά κυρίως.

Και τρίτο, να αποκαλύψω το «ΜΕΤ αναγνωστικό» αποτέλεσμα της προσωπικής μου επαφής με τα διηγήματα. Το πολύτροπο αποτέλεσμα της «μετανάγνωσης», δηλαδή της αισθητικής ηδονής, του πλούσιου προβληματισμού και της αφύπνισης πολλών πνευματικών λειτουργιών που μου πρόσφερε η πιο προσεχτική τους ανάγνωση.

Να εξομολογηθώ ότι διαβάζοντάς τα, έρχονταν στο μυαλό μου απρόσκλητος, ο χρόνος που έζησα αρχές της δεκαετίας του 1990, στο μοναστήρι της Παναγίας της Ακρωτηριανής, στο Τοπλού, με τις ατέλειωτες ιστορίες των εργατών. Απίθανες αληθινές ιστορίες, τραγικές, κωμικές, συναισθηματικές, δοσμένες με γλαφυρή αφήγηση και παραστατικότητα, από ανθρώπους γνήσιους και καθαρούς.

Θυμάμαι την αμεσότητα, τη θέρμη μα και τη δροσιά του λόγου τους που μάγευαν την ομήγυρη εκεί στον προθάλαμο της τραπεζαρίας της Μονής ή στο γραφικό καφενεδάκι του «Λεβεδιού» έξω απ’ το φρουριακό μοναστήρι, πριν ξαναρχίσουν τις επίπονες εργασίες των κτιριακών αναστηλώσεων.

Βρέθηκα τότε εκεί ως προσωπικός βοηθός στην ομάδα του υπέροχου αγιογράφου, που έχει φύγει πια από κοντά μας, του αείμνηστου Μανόλη Μπετεινάκη – ας είναι τούτη η αναφορά μου μικρό αντί-δωρο στη μνήμη του –, ο οποίος, παρά τη μεγάλη σωματική του αδυναμία, αγιογραφούσε με την ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτητική τεχνική της νωπογραφίας (φρέσκο), παράσταση την παράσταση, τη μοναστική τραπεζαρία, που μπορεί να θαυμάσει και σήμερα ο επισκέπτης της Μονής.

Σπρωγμένος λοιπόν από τις αφηγήσεις των εργατών, πήρα τότε τους δρόμους για τα χωριά της ορεινής Σητείας. Από το Χαμέζι και τη Σκοπή μέχρι τη Ζάκρο, τη Ζήρο και τον Ξερόκαμπο, γνώρισα ανθρώπους, ήθη συνήθειες. Βολοδέρνοντας στα σοκάκια και τις ρούγες της Ρούσας Εκκλησιάς, της Σίτανου, της Θριπτής, της Μαρωνιάς, του Ζου, των οικισμών του οροπέδιου του Χαντρά και πολλών ακόμη, ιδιαίτερα τα μεσημέρια, ένιωθα να με τριγυρνούν υπέροχες σκιές-παρουσίες και να μου ψιθυρίζουν ιστορίες για πράματα και θάματα που ζούσαν, θαρρείς, σαν αερικά μέσα σ’ αυτά τα στενά. Παντού ιστορίες και μαντινιάδες όμορφες, ερωτικές, σκωπτικές, φιλοσοφικές, που η ευαισθησία και το ταλέντο των Στειακών γεννά!

Όταν άρχισα να βυθίζομαι στον κόσμο των διηγημάτων της κ. Άννας, όλες αυτές οι μνήμες ξύπνησαν. Και είν’ αλήθεια πως στάθηκαν αρωγοί μου στο έργο που έπρεπε με ευλάβεια να «ψιμιθιάσω», χωρίς να ταράξω το ύφος, το χρώμα, την ομορφιά, την παραστατικότητα και τη ζωντάνια του λόγου. Να μην παραποιήσω την πηγαία έμπνευση, την κωμικότητα, τη γραφικότητα, τη σάτιρα, τη διδαχή, την ευγένεια ή και την αγριάδα, την πονηριά ή την αγνότητα, κάποτε-κάποτε και τη βαρβαρότητα που αναδείκνυε η κάθε ιστορία και που αυτό εξάλλου συνιστά τη μαγεία της.

Όταν πήρα λοιπόν ψηφιοποιημένο το βιβλίο από την εκδότρια κ. Βαγγελιώ Καρακατσάνη, την οποία ευχαριστώ και από εδώ, και ρίχτηκα με τα μούτρα, που λέμε, στο διάβασμα των διηγημάτων, και ήρθαν στη μνήμη μου όλα όσα είχα «συναντήσει» στα χωριά που προανέφερα, άρχισαν να ζωγραφίζονται οι μορφές των ηρώων της κ. Άννας ολοζώντανες από ένα παρελθόν μακρινό και να με περιστοιχίζουν, όπως (ας μου συγχωρεθεί ο παραλληλισμός) σ΄ ένα ομηρικό νεκρόδειπνο όπου οι σκιές ξανακερδίζουν τις ζωές τους, έστω και μόνο για να πουν τη δική τους ιστορία. Δραματική, τρυφερή, κωμική, σατιρική, ρομαντική, περιπαιχτική, εκδικητική, ντροπιαστική, λυτρωτική, προσβλητική, αυτοκαταστροφική, συμπονετική, πάντα όμως ανθρώπινη και πάντα μέσα στα πλαίσια της ανοχής, της ειλικρίνειας, της τιμιότητας και της ευγένειας, στοιχεία που διακρίνουν τη δημιουργό, στον τρόπο που πραγματεύεται το αφηγηματικό υλικό της. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια εποχή που αναζητά το έντονο και επιδεικτικό, απλώς για να εντυπωσιάσει, μακριά από την ουσιαστική ομορφιά της απλότητας.

Κι όλα αυτά με μια γλώσσα ζωντανή, τη γλώσσα του χωριού της συγγραφέως, της Ζήρου, που γέννημα – θρέμμα του, τη μελέτησε και την κατέχει τόσο ώστε να τη χρησιμοποιεί με μεγάλη ευαισθησία, γνώση και περισσή μαστοριά. Εξαιρετική και η παράθεση λεπτομερούς λεξιλογίου με τις ιδιωματικές λέξεις και φράσεις που λάμπουν στα κείμενά της.

Άρχισα λοιπόν να ανασύρω το κάθε διήγημα, ως μια σκηνή ενός συνεχόμενου θεατρικού έργου, αυτόνομη και ταυτόχρονα ενταγμένη σε μια σύνθετη παράσταση του χτες ενός τόπου που ακόμη και σήμερα πεισματικά ξεδιπλώνει τις παραδόσεις και τις μνήμες του στις βεγγέρες και στις καθημερινές συνάξεις στα καφενεία και στις αυλές, τ’ απομεσήμερα αργιών και σχόλης.

Μέσα από την παραστατικότητα της αφήγησης – μέγα προτέρημα της παρούσας συλλογής – ένιωθα να ξεδιπλώνεται ένας ολόκληρος κόσμος – ένας «μέγας μικρόκοσμος», κατά τον Ελύτη.

Γνωρίστηκα με τον τυφλά ερωτευμένο Δημητρό και την πεντάμορφη αράχνη – Ερωφίλη του πρώτου διηγήματος, βίωσα την αγωνία των γονιών της «ασκημονιάς» δεύτερης κόρης και την αγωνία της να παντρευτεί, κατανόησα τη «συνωμοσία» της οικογένειας, διασκέδασα με την επινόηση και περιγραφή του «τερτιπιού», λυπήθηκα με την απόγνωση της «ανεπιθύμητης» κόρης, γνώρισα τα ήθη και έθιμα του γάμου, κι ας επρόκειτο για γάμο – απάτη, παρακολούθησα με κατάνυξη την ιεροτελεστία και το ακόλουθο λαϊκό γλέντι, παραξενεύτηκα με την ακατανόητη ανοχή του Δημητρού αλλά και ικανοποιήθηκα με την επαναστατική, βίαιη αντίδρασή του μετά την αποκάλυψη της «πλεκτάνης» που του έστησαν «πεθερικά» κι «αγαπημένη» και αποδέχτηκα την τελική κάθαρση που δίνει ο λαός μας ως λύση στην αδικία.

Στο δεύτερο διήγημα ολόγυμνη η ταξική δόμηση της κοινωνίας του μικρού χωριού! Η μικρή δεκάχρονη Μαριάνθη που ρίχτηκε στη δουλειά για την επιβίωσή της, που πεντάρφανη από τα δεκαπέντε της, παντρεύτηκε και χήρεψε στα δεκάξι, που στα δεκαεφτά της έγινε προσφύγισσα σ’ άλλο χωριό για να βρει δουλειά κι απάγκιο, που έπεσε σε χέρια που εκμεταλλεύτηκαν τη δουλειά, την ψυχή και το κορμάκι της, και που μωρομάνα εγκαταλελειμμένη και διωγμένη κι απ’ τους ομοίους της γιατί τόλμησε να έχει κι όνειρα και ν’ ατενίσει μια χαραμάδα ουρανό. Ποιος είπε πως το δίκιο αργά ή γρήγορα νικάει στον κόσμο; Όποιος το ’πε είναι μέγας απατεώνας. Το δίκιο το παίρνει πάντα αυτός που ’χει την εξουσία πάνω στον αδύναμο. Το παίρνει ο δυνατός, κι ας λένε πως η δικαιοσύνη είναι θεόστραβη. Θεόστραβη, θεόστραβη, αλλά πώς γίνεται να προτιμά να πηγαίνει πάντα με το μέρος των δυνατών; Έτσι κι η Μαριάνθη λίγο καιρό μετά που γέννησε το παιδί του αφεντικού της πέθανε αφήνοντας το μωρό στα χέρια μιας καλής φτωχιάς γριούλας – της τελευταίας του χωριού –, της Χαρίταινας, που το ανέθρεψε σαν δικό της… Κι αυτό το κοριτσάκι που στα μικράτα του γνώρισε την αντιπάθεια των συνομηλίκων, που ποδοπατήθηκε σαν παιδί από τη βαρβαρότητα της φτώχειας και των ανθρώπων που θεωρούσαν πως εκείνοι βρίσκονταν ένα σκαλάκι πιο ψηλά από κείνο, όταν μεγάλωσε κι άλλαξε ριζικά η ζωή του, ανταπόδωσε όλη εκείνη την αντιπάθεια και την περιθωριοποίηση που είχε γνωρίσει, με αγάπη και συγνώμη για τον τόπο που γεννήθηκε, αν και ορφανή και εγκαταλελειμμένη απ’ τον ίδιο της τον πατέρα. Αλλά είπαμε… Τυφλή η ταξική δικαιοσύνη!

Το διήγημα της «Μαρταρόγας» μάλλον στα ευθυμογραφήματα ή στις φαρσοκωμωδίες καλύτερα, πρέπει να καταταγεί. Πρόκειται για ένα διασκεδαστικό και ταυτόχρονα ψυχαγωγικό διήγημα με πρωταγωνίστρια μια «θροφανή» και «βυζωμένη» αίγα (κατσίκα) που διεκδίκησε ο μελλοντικός γαμπρός στο «παζάρεμα» της όμορφης και νεαρής κοπέλας που πήγε να ζητήσει για σύζυγο. Η διαδικασία του ερωτεμού, τα αρραβωνιάσματα, τα παζάρια της προίκας, ο γάμος με την αίγα, το ξεφτίλισμα της πλεονεξίας και του πλεονέκτη, η διακωμώδηση της τελετής, το μάθημα αξιοπρέπειας και το τελικό γλέντι, συνθέτουν με τη μαστοριά της κ. Άννας ένα πρωτότυπο και ψυχαγωγικό ανάγνωσμα με αρκετά μηνύματα κοινωνικά και πολιτικά.

Θα μακρηγορούσα πολύ αν παρουσίαζα ξεχωριστά το κάθε διήγημα. Εξάλλου η προσωπική σχέση αναγνώστη – αναγνώσματος είναι μοναδική, καθώς ο κάθε αναγνώστης πλάθει τον δικό του κόσμο, αυτόν που συνυφαίνεται με τα προσωπικά του βιώματα. Και πράγματι ο αναγνώστης δεν παρασύρεται απλά στην ηδονή της ανάγνωσης. Η μεγάλη μαστοριά της κ. Τακάκη κινητοποιεί ευεργετικά και τη φαντασία του, ώστε να δώσει και τις δικές του προεκτάσεις.

Με δυο λόγια όμως και τα είκοσι δύο διηγήματα είναι πρωτότυπα, πραγματικές ιστορίες που γράφτηκαν πάνω και με κορμιά ανθρώπων σαν κι εμάς, ζωές και πραγματικότητες παλιότερων εποχών που παρέμειναν στις μνήμες των επιγόνων ως σημαντικά στιγμιότυπα ζωής, ευρηματικότητας, αλήθειας, δημιουργικότητας και ευφυΐας.

Πραγματικότητες που έχουν περάσει στον χώρο του μύθου ή του θρύλου.

Όλα τα διηγήματα είναι χρωματισμένα από τον πλούσιο συναισθηματικό χρωστήρα της συγγραφέως, με την ευγένεια της ψυχής της, το ειλικρινές και καθαρό βλέμμα της, την ευαισθησία και τον σεβασμό απέναντι στη παράδοση και στον τοπικό ιδιωματικό λόγο.

Και ενώ κινούνται στον απροσδιόριστο χρόνο του παρελθόντος, – όσο κι αν φαίνεται παράδοξο στις μέρες μας – αποτελούν τμήμα ζωντανό της ιστορίας του τόπου. Γιατί έτσι διασφαλίζεται η συνέχεια.

Γιατί έτσι γεννιούνται τα παραμύθια. Κι αλίμονο στον λαό που σταμάτησε να γεννά μύθους και παραμύθια. Και τρισαλίμονο στον λαό που έχει ιστορίες, μύθους και παραμύθια και τα αφήνει να χαθούν.

Με τις ιστορίες της κ. Τακάκη συνειδητοποιούμε πως μέσα σ’ αυτούς τους κόσμους υπάρχουμε σαν τους «αροδαμούς» και τις «αγκαραθιές», όσο οι επίγονοι μάς θυμούνται ή όσο εμείς φροντίζουμε να κληροδοτήσουμε κάποια άφθαρτα στοιχεία που περιέχει ο λαϊκός μας πολιτισμός.

Κλείνοντας, θα σταθώ λίγο στον τίτλο «αροδαμοί κι αγκαραθιές». Γνωρίζω, όπως όλοι μας, πως αροδαμός λέγεται ο αναπτυσσόμενος βλαστός, το πιο δροσερό, το πιο ζωντανό μέρος του φυτού, που υπόσχεται ευζωία, ακμαιότητα και υγεία. Μ’ ένα λόγο, υπόσχεται τη θάλλουσα ζωή, συμβολίζοντας ίσως και την αθανασία του. Από την άλλη, η αγκαραθιά είναι ένας σκληρός και πεισματάρης θάμνος με ισχυρό ξυλώδη κορμό, που φυτρώνει σε ξερά και άγονα εδάφη. Το κιτρινωπό του χρώμα ταιριάζει με το ξερό και βραχώδες περιβάλλον που ζει, αναπτύσσεται και θεριεύει. Η σκληράδα και η αντοχή του υπόσχεται και εξασφαλίζει την αθανασία του.

Δυο διαφορετικά φυτά, που ζουν κάτω από διαφορετικές και αντίθετες περιβαλλοντικά συνθήκες, με διαφορετικά χαρακτηριστικά: τρυφερό κι ευαίσθητο το ένα, σκληρό και τραχύ το άλλο, υπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Υπόσχονται την αθανασία κάτω από τις πιο αντίθετες, πρόσφορες και αντίξοες συνθήκες ζωής.

Αυτός νομίζω τελικά πως είναι και ο κεντρικός στόχος της κ. Άννας Τακάκη με την προσφορά των «παιδιών της» στο αναγνωστικό κοινό! Να πει με τον δικό της σαγηνευτικό τρόπο πως γνωρίζουμε ότι «όλοι μας έχουμε το κεφάλι μέσα στο στόμα του λύκου»! Όμως ο καθένας μας οφείλει με το έργο, τη ζωή και τη δημιουργικότητά του, με τον βλαστοσυρμό δηλαδή του «αροδαμού» και τη σκληράδα της «αγκαραθιάς» του, να διατρανώνει: «Όχι, λύκε, δε σε φοβάμαι»!

Γιατί «Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασις μου.» (Καβάφης)

Τελειώνοντας, πριν σας απαλλάξω απ’ το άχθος της φωνής μου και των μεγαφώνων, και σας ευχαριστώ πολύ για την ανοχή σας, θα ήθελα – με τη σύμφωνη γνώμη σας – να διαβάσω ένα οκτάστιχο ποίημα του Καβάφη, που μου ’φερε στο μυαλό το βιβλίο της κ. Άννας Τακάκη, την οποία ξανά ευχαριστώ.

Φωνές

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρα, μας ομιλούνε,
κάποτε μες στην σκέψη, τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας-
σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει.

Ευχαριστώ»


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:462