Πως άρχισε ο γιορτασμός των Χριστουγέννων | του Σπύρου Κουζινόπουλου
Στα βάθη των αιώνων, χάνεται ο γιορτασμός των Χριστουγέννων, μιας από τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Από πολύ παλιά, στα μέσα του χειμώνα και πριν ακόμη καθιερωθεί η 25η Δεκεμβρίου ως γιορτή των Χριστουγέννων, συνηθίζονταν διάφοροι εορτασμοί. Τα Χριστούγεννα ήταν αρχικά μια κινητή γιορτή που γιορτάζονταν σε διάφορες ημερομηνίες στη διάρκεια του έτους.
Η επιλογή της 25ης Δεκεμβρίου, έγινε από τον Πάπα Ιούλιο τον Α τον 4ο αιώνα επειδή εκείνη η ημερομηνία συνέπιπτε με τα ειδωλολατρικά τελετουργικά για το χειμερινό ηλιοστάσιο. Η πρόθεσή του ήταν να αντικατασταθεί ο ειδωλολατρικός εορτασμός με τον Χριστιανικό. Ωστόσο υπάρχουν μαρτυρίες ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν στη Ρώμη στις 25 Δεκεμβρίου από το 336. Κι η ίδια αυτή μέρα ήταν κι η Πρωτοχρονιά.
Πολλά από τα έθιμα που συνδέονται με τα Χριστούγεννα όπως η ανταλλαγή δώρων τα κάλαντα, το δέντρο έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες. Σύμφωνα με μερικούς ερευνητές, οι χριστουγεννιάτικες γενικά δοξασίες και παραδόσεις, αποτελούν ένα μίγμα από κατάλοιπα της λατρείας του Σατούρνου (μιας θεότητας που ταυτίζεται με τον Κρόνο) κι άλλων δοξασιών που αναμίχθηκαν με τις χριστιανικές, για να ξεχαστεί στο πέρασμα των αιώνων η αρχική τους προέλευση.
Χριστουγεννιάτικα έθιμα στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα μία από τις πιο χαρακτηριστικές προετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων στο ζύμωμα του χριστόψωμου. Το Χριστόψωμο , όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Γιορτές της Ρωμηοσύνης» του Μιχ. Κ. Τσώλη, σε κάθε περιοχή φτιάχνεται σε διάφορες μορφές κι έχει διαφορετικές ονομασίες όπως: «το ψωμό του Χριστού», «Σταυροί», «βλάχες». κ.ά.
Το χριστουγεννιάτικο ψωμί το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία όπως αναφέρει η Αγγελική Μαστρομιχαλάκη, στο βιβλίο της «Χριστούγεννα- Πρωτοχρονιά-Θεοφάνεια». Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα, λέγοντας: «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει». Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ’ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πηρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας το τραπέζι το χριστουγεννιάτικο στρώνεται από την παραμονή. Σ’ αυτήν τοποθετούνται το Χριστόψωμο και ένα πιάτο με μέλι. Γύρω απ’ αυτό σκορπίζουν διάφορους ξηρούς καρπούς: καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια κτλ. Πρώτα κόβουν «του Χριστού το ψωμί». Ο πατέρας το σταυρώνει και λέει: Χρόνια Πολλά, και του χρόνου! Κόβει το ψωμί και μοιράζει από μία φέτα στον καθένα.
Στην αρχή θα φάνε μέλι και θα «υψώσουν το τραπέζι».
Στα χωριά της Βόρειας Ελλάδας όπως αναφέρει η Αγγελική Μαστρομιχαλάκη, στο βιβλίο της «Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Θεοφάνεια», από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι , ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο. Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα .
Ένα άλλο χριστουγεννιάτικο έθιμο είναι το πάντρεμα της φωτιάς όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Γιορτές της Ρωμηοσύνης». Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας την παραμονή των Χριστουγέννων παίρνουν ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, πχ πλάτανος και ο νοικοκύρης λέγει: «Παντρεύω σε φωτιά για το καλό της νοικοκυράς».
Οι πιστοί στις παραδόσεις από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια που φεύγουν οι καλικάντζαροι, δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην κάνουν καλογήρους. Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα έβαζαν άλλοτε στο τζάκι δώδεκα αδράχτια για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι να μη κατεβαίνουν από την καπνοδόχο.
Στη Λήμνο την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων σφάζουν γουρουνόπουλα και το βράδυ της ίδιας μέρας χορεύουν. Στην Κεντρική Ελλάδα τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το «τάισμα» της βρύσης. Πηγαίνουν τα μεσάνυχτα ή προς τα χαράματα οι κοπέλλες στην πιο κοντινή βρύση και παίρνουν το αμίλητο νερό, αφού αφήσουν προηγουμένως εκεί βούτυρο, τυρί, ή ψημένο σιτάρι ή κλαδί ελιάς.
Στη Βόρεια Ελλάδα την παραμονή των Χριστουγέννων ανάβουν μεγάλες φωτιές στην πλατεία του χωριού ή της πόλης. Στην Ήπειρο, τη νύχτα, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, κάνουν τηγανίτες με άφθονα κοπανισμένα καρύδια που τις λέμε σπάργανα.
Έθιμα απ’ όλο τον κόσμο
Στη Σικελία οι χωρικοί βγάζουν τα μεσάνυχτα των Χριστουγέννων νερό από τα πηγάδια και ραντίζουν τα ζώα τους, γιατί πιστεύουν ότι το νερό αυτό είναι αγιασμένο, επειδή την ίδια ώρα γεννιέται και ο Σωτήρας του κόσμου.
Στη Σαρδηνία πιστεύουν ότι όποιος γεννηθεί τη νύχτα των Χριστουγέννων και μάλιστα τα μεσάνυχτα, φέρνει την ευλογία του Θεού όχι μόνο στους δικούς του αλλά και στους γείτονες των εφτά σπιτιών που βρίσκονται πιο κοντά στο δικό του
Στη Σερβία οι νοικοκυρές ραντίζουν τα τραπεζομάντηλά τους με κρασί για να μη ντραπούν οι φιλοξενούμενοί τους αν λερώσουν κάποιο.
Στη Ρωσία είχαν τη συνήθεια, τη νύχτα των Χριστουγέννων, να ντύνουν στ’ άσπρα μια κοπέλλα του σπιτιού και να τη βάζουν να παριστάνει την Παναγία.
Σε μερικές Βρετανικές περιοχές το έθιμο του γλεντιού σε κήπους με μηλιές την παραμονή των Χριστουγέννων είναι μια παραλλαγή μιας ειδωλολατρικής τελετής. Αφού σκοτεινιάσει, οι αγρότες πηγαίνουν στα περιβόλια, σχηματίζουν παρέες γύρω από τα παλαιότερα δέντρα και πίνοντας μπύρα τραγουδούν τα κάλαντα. Πυροβολούν στα κλαριά για να διώξουν τα κακά πνεύματα και πριν από χρόνια άφηναν τριγύρω γλυκίσματα για να καλοπιάσουν τα πνεύματα και να εξασφαλίσουν καλή σοδειά.
Στη Σουηδία την αυγή της 13ης Δεκεμβρίου η «Λουτσία» –σύμβολο του φωτός– συνήθως το μεγαλύτερο κορίτσι του σπιτιού, φορώντας ένα μακρύ λευκό χιτώνα και ένα στεφάνι από αναμμένα κεριά στα μαλλιά, πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, προσφέροντας ζεστό καφέ και κουλουράκια, ενώ τραγουδά παλιά κάλαντα με τον σκοπό του λαϊκού ναπολιτάνικου τραγουδιού «Σάντα Λουτσία». Οι θρύλοι της Λουτσίας γεννήθηκαν στις Συρακούσες της Σικελίας περίπου κατά το έτος 300 μ.Χ. Σε μερικές επαρχίες της Σουηδίας οι κάτοικοι των χωριών συνηθίζουν ανήμερα τα Χριστούγεννα να ρίχνουν έξω από τα σπίτια και τα χωράφια τους σιτάρι, για να γιορτάσουν μαζί τους και τα πουλιά.
Μεσαιωνικά έθιμα
Στη Βενετία, τον Μεσαίωνα, ο Δόγης κι ο λαός πήγαιναν την νύχτα των Χριστουγέννων στο γειτονικό νησάκι του Αγίου Γεωργίου να προσκυνήσουν το λείψανο του Αγίου Στεφάνου. Στην παραλία του νησιού περίμεναν βενετσιάνικες αρχόντισσες ντυμένες στα μαύρα και στολισμένες με κοσμήματα, για να υποδεχτούν τον Δόγη και να τον συνοδέψουν μέχρι το ναό. Μετά το τέλος της λειτουργίας όλη η λαμπρή συνοδεία έμπαινε στις γόνδολες και διασχίζοντας τα νερά ξαναγύριζαν στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου άρχιζε μεγάλο γλέντι, που συνεχιζόταν μέχρι το πρωί.
Στη Βαρκελώνη τον Μεσαίωνα είχαν ένα ωραίο χριστουγεννιάτικο έθιμο: την τελετή του παγωνιού. Τη σμέρα των Χριστουγέννων ο βασιλιάς έπαιρνε μέσα σε μια χρυσή πιατέλα ένα ψητό παγώνι, που θεωρείται ένα από τα πιο σπάνια φαγητά, και το μετέφερε στην τραπεζαρία. Τον ακολουθούσε σ’ αυτήν την πομπή ένα πλήθος από ευγενείς, υπηρέτες και σωματοφύλακες. Στην τραπεζαρία μέσα βρισκόταν η βασίλισσα. Ο βασιλιάς της πρόσφερε το παγώνι για να το μοιράσει σε όλους τους παρευρισκόμενους.
Όσοι δέχονταν την εξαιρετική αυτή τιμή, ήταν υποχρεωμένοι να ορκιστούν μπροστά στην ομήγυρη ότι θα προσπαθήσουν ν’ ανδραγαθήσουν στον πόλεμο ή στις ταυρομαχίες.
Χριστουγεννιάτικα έθιμα στη Βόρεια Ελλάδα
Έθιμα χαράς και αγάπης, παλιά που βγαίνουν από τα βάθη των καιρών αλλά και νεότερα έρχονται τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων να ζεστάνουν τις καρδιές των ανθρώπων. Έθιμα που αντέχουν στο χρόνο θα αναβιώσουν και φέτος σε κάθε γωνιά της Βόρειας Ελλάδας με αφορμή τα Χριστούγεννα.
Στη Φλώρινα έχει γίνει παράδοση να υποδέχονται τη γέννηση του Χριστού ανάβοντας τεράστιες φωτιές στις 12 τα μεσάνυχτα. Είναι οι φωτιές που συμβολίζουν τη φωτιά που άναψαν οι ποιμένες της Βηθλεέμ για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός.
Στην Πέλλα αναβιώνει το έθιμο της Κόλιντα Μπάμπω που έχει σχέση με τη σφαγή του Ηρώδη. Οι κάτοικοι της περιοχής ανάβουν το βράδυ φωτιές φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπω» δηλαδή «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο οι φωτιές ανάβουν για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή και να προφυλαχτούν. Ένα άλλο χριστουγεννιάτικο έθιμο, είναι οι σάρτες. Ένα μήνα πριν τα Χριστούγεννα σε κάθε γειτονιά μικρές παρέες παιδιών και νέων ηλικίας 12-20 ετών συγκεντρώνονται τα βράδια και μαθαίνουν να τραγουδούν το τραγούδι των Χριστουγέννων. Η κάθε ομάδα έχει και τον κουρατζή και την παραμονή των Χριστουγέννων με ένα φανάρι στο ένα χέρι και μια «γκούτσα», στην οποία θα κρεμάσουν τα δώρα, στο άλλο, βγαίνουν να τραγουδήσουν.
Σε άλλες περιοχές, οι γυναίκες ετοιμάζουν λαχανοσαρμάδες που συμβολίζουν τα τυλιγμένο στα σπάργανα Χριστό, πίτα λαδερή, τουρσί και κομπόστα με χριστόψωμο. Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν ακόμη την «καρβαβίτσα» με τα εντόσθια του γουρουνιού που έχει σφαχτεί ενώ το έθιμο επιβάλει να μαγειρεύεται και κότα γεμιστή ενώ στο τραπέζι πρέπει να υπάρχει πίτα γλυκιά και σιτάρι βρασμένο με ζάχαρη. Στο δείπνο ο πατέρας σπάει το χριστόψωμο στο κεφάλι του και αν το δεξί κομμάτι είναι πιο μεγάλο σημαίνει πως η νέα χρονιά θα πάει καλά.
Χριστουγεννιάτικα έθιμα στην παλιά Κρήτη
Οι αγροτικές δουλειές είχαν στην παλιά Κρήτη πάνδημο χαρακτήρα, αφού όλοι ασχολούνταν μ’ αυτές. Κι έτσι έχει δίκιο ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίος, όταν λέει χαρακτηριστικά ότι «τότε συντελούνταν στον τόπο μας μια ανεπανάληπτη συναυλία των αγρών» που παιζόταν από τους παππούδες μας όλο το χρόνο στο λιομάζωμα, στο θέρος, στ’ αλώνι, στον τρύγο. Κάτι που δε γίνεται πια…
Αυτή η σκληρή ζωή των παλιών Κρητικών, ωστόσο, γλύκαινε στις «χρονιάρες μέρες», στις μεγάλες δηλαδή γιορτές της Χριστιανοσύνης γύρω απ’ τις οποίες κυλούσε η τροχιά του χρόνου και η ζωή έπαιρνε φως και νόημα απ’ τον πανηγυρισμό τους.
«Τούτες οι μέρες το’ χουνε, τούτες οι γ’ εβδομάδες
κι απούχει φίλο τον καλεί, δικό τον περμαζώνει
κι απούχει αγάπη στα μακριά γράφει γραφή και πέμπει».
Πραγματικά οι παππούδες δεν είχαν άλλο ημερολόγιο για να μετρούν τις μέρες και τις μετρούσαν με την καμπάνα της εκκλησιάς και τις γιορτές των Αγίων που τις περίμεναν σαν κάτι το ξεχωριστό, γιατί τις βίωναν σαν κάτι ξεχωριστό, με έθιμα, με οικογενειακές συγκεντρώσεις, με πανηγύρια, πράγματα που, όπως λέει χαρακτηριστικά, «ξυπνούσαν τη ζωή, την ανασήκωναν από το χώμα που ήταν και την έκαναν γιορτή, πανηγύρι». «Η ζωή», συνεχίζει «ίσως να ήταν τα χρόνια εκείνα μικρή και κοντινή, μα οι άνθρωποι της φτάνανε απ’ όλες τις μεριές και τρυγούσαν τους ανθούς και τους καρπούς της».
Χριστούγεννα στην Κρήτη
Απ’ την παραμονή τα παιδιά γυρνούσαν από πόρτα σε πόρτα και λέγανε τα κάλαντρα, δηλαδή τα κάλαντα. Οι μεγαλύτεροι προετοιμάζανε την ψυχή τους και πηγαίνανε να «ξαγορευτούν» (να εξομολογηθούν) στο γέροντα κι ύστερα όταν συναντιόταν με τους συγχωριανούς λέγανε τι τους παρήγγειλε να κάνουν, και ζητούσαν συγχώρεση, συνεχίζοντας έτσι το πανάρχαιο έθιμο της φανερής εξομολόγησης.
Το βράδυ, χτυπούσε διπλοκάμπανο στην εκκλησία για τη μεγάλη γιορτή και η μυσταγωγία της Θείας Γέννησης συνέπαιρνε όλους. Η λειτουργία τελείωνε με τις ευχές από καρδιάς, ενώ στο σπιτικό τραπέζι περίμενε όλη την οικογένεια η ζεστή σούπα. Οι νεκροί ήταν κι αυτοί παρόντες αυτή τη μεγάλη μέρα και παίρνανε το πιάτο τους από τη σπονδή που έκανε η μητέρα ή η γιαγιά ρίχνοντας στο θυμιατήρι σούπα, κρασί και κρέας. Πανάρχαια ελληνικά έθιμα που μπήκανε στη χριστιανική παράδοση σε μια ιστορική συνέχεια χιλιετιών.
Πριν τα Χριστούγεννα βέβαια είχαν προηγηθεί οι απαραίτητες προετοιμασίες: Το σφάξιμο του γουρουνιού, είχε φτιαχτεί το πρόσφορο, είχαν αγοραστεί καινούργια στιβάνια, είχαν βγει απ’ την κασέλα, η επίσημη φορεσιά, το σαλβάρι, το μιτανογέλεκο που μύριζαν κυπαρίσσι. Ανήμερα των Χριστουγέννων γινόταν επισκέψεις στους Μανώληδες, αποσπερίδες γύρω απ’ το γιορτινό τραπέζι.
Σπύρος Κουζινόπουλος
[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι έργο του ζωγράφου Γιώργου Σικελιώτη (1917-1984)]
Ο Σπύρος Κουζινόπουλος γεννήθηκε στην πόλη των Σερρών το 1947. Στα σαράντα πέντε χρόνια που άσκησε το δημοσιογραφικό λειτούργημα εργάστηκε σε πολλές εφημερίδες, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς της Θεσσαλονίκης και της Aθήνας ως συντάκτης, αρχισυντάκτης και διευθυντής σύνταξης, ενώ υπήρξε ανταποκριτής επί μία δεκαπενταετία του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων στη Βόρεια Ελλάδα, με αρμοδιότητα στον βαλκανικό χώρο. Για τις ιδέες και την αρθρογραφία του συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε από τη Χούντα. Το 1974 ήταν υποψήφιος βουλευτής με την Ενωμένη Αριστερά στον νομό Σερρών. Διετέλεσε μέλος του προεδρείου της ΕΣΗΕΜΘ και πήρε μέρος σε διεθνή δημοσιογραφικά συνέδρια και συναντήσεις. Τιμήθηκε με μετάλλια και διακρίσεις για τη συμβολή του στη διαβαλκανική συνεργασία και τη βοήθειά του στην ομογένεια. Σε δική του ιδέα στηρίχθηκε η δημιουργία, το 1991, του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, του οποίου υπήρξε γενικός διευθυντής μέχρι τη συνταξιοδότησή του, τον Δεκέμβριο του 2008. Το 1994 ίδρυσε την Ένωση των Βαλκανικών Πρακτορείων Ειδήσεων, της οποίας διετέλεσε επί δεκαπενταετία γενικός γραμματέας. Έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης» (1976), «Φάκελος Τουρκία» (1983), «Ελευθερία – Η άγνωστη ιστορία της πρώτης παράνομης οργάνωσης και εφημερίδας της Κατοχής» (1986), «Η εκτέλεση της Ειρήνης (Υπόθεση Νικηφορίδη)» (1988), «Το μεγάλο άλμα: Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης» (1997), «Γκεόργκι Δημητρόφ – Σελίδες από το απόρρητο ημερολόγιο» (1999), «Υπόθεση Αλόις Μπρούνερ – Ο δήμιος των Εβραίων της Θεσσαλονίκης» (2005), «Τα παρασκήνια του Μακεδονικού ζητήματος (Μαρτυρίες πρωταγωνιστών, άγνωστα έγγραφα και ντοκουμέντα)» (2008), «Δράμα 1941, μια παρεξηγημένη εξέγερση» (2011), «Οι μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ού αιώνα» (2013), «Μελανές κηλίδες στην ιστορία της Θεσσαλονίκης» (2017), «Σελίδες Κατοχής» (2018), ενώ συμμετέχει στο συλλογικό έργο «Σκιές και ταμπού της ιστορίας» (2020).