Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Ο γυρισμός | της Άννας Τακάκη




Προπαραμονή των Χριστουγέννων. Ότι κι είχανε γιαγύρει ο Μανώλης με την Φιλιά από το μετόχι που πήγανε να μαζώξουνε τσ’ ελιές τως. Ένα μήνα είχανε κάνει εκειδά. Είχανε συνεπάρει και όλα τως τα ζούμπερα. Όρνιθες, κούβους, το χοίρο και την κατσίκα, τα βούγια, το γάιδαρο. Κοντοσιμώνανε οι Γιορτές.

Ήντα να πρωτοκάνει δα η έρμη γυναίκα; Να ανεπιάσει το προζύμι για τα χριστόψωμα, γή να κάμουνε τα σφαγάρια ντως; Το χοίρο πούρι τον ανεθρέφανε για τον-ε σφάξουνε την παραμονή τω Χριστουγέννω. Το μισό θα μαγερεύγανε φρέσικο, οι μέρες απού ’τονε, και τον άλλο θα τον-ε κάνανε τσιγαρίδες και σύγλινα, να τον έχουνε τον αποδέλοιπο χρόνο. Να κάμουνε και τσ’ οματιές και λουκάνικα με τα άντερα, να κάμουνε και πηχτή με τη χοιροκεφαλή. Μα που ’χε και το Μανώλη και γιόρταζε τη μέρα τω Χριστουγέννω, ήπρεπε να προλάβει να σάσει και τα γλυκίσματά τζη, μελομακαρούνες, ξεροτήγανα και πατούδα. Πολύ τραβάγια επερίμενε τη Φιλιά. Μα σα προκομμένη γυναίκα όλα τα προλάβαινε. Δεν είχε δα και τη φαμελιά γιατί δυο γιους απού ’χε ελείπανε. Ο μικιός, ο Πετρής, ήτανε ταξιδιάρης στσοι θάλασσες. Όπου γιας ένα χρόνο ήτανε μπαρκαρισμένος. Γράμμα του δεν είχε παρμένο εδά και δυο μήνες και το ’χε καημό η μάνα. Σε ποιο ξένο τόπο θα ’κανε τα Χριστούγεννα, σε ποια πελάη του κόσμου, δεν εκάτεχε. Για θα τον-ε θαλασσοδέρνανε τα κύματα, για σε κιανένα λιμάνι, ξένος μέσα στσοι ξένους; Ο πρωτογιός τση, ο χωροφύλακας, ήτονε παντρεμένος, παιδιωμένος, κι έμενε στη Βόρειο Ελλάδα. Θα ’κανε το κολάι τζη να τως-ε πέψει τα πεσκέσα τζη, και την καλή χέρα για την Πρωτοχρονιά.

Την άλλη μέρα την παραμονή τω Χριστουγέννω, η Φιλιά με το Μανώλη εσηκωθήκανε από τσοι βαθιές αυγές. Νύχτα ήτανε ακόμη, μα είχανε να κάμουνε του κόσμου τσοι δουλειές. Να σφάξουνε το χοίρο, να ξομπλιάσει και να ψήσει τα χριστόψωμα η Φιλιά, να ποσινάξει το σπίτι και να κάμει τα γλυκά. Σαν εταχτοποιήσανε το σφαγάρι κι ανάψανε το φούρνο για τα χριστόψωμα, λέει η Φιλιά του κυρίου τζη:

-Πήγαινε δα ετουλόγου σου Μανώλη στο καφενείο, και δε σε χρειάζομαι άλλο. Μπορεί να μας-ε καλέσει ο γιος μας στο κοινοτικό τηλέφωνο. Όπως μας-ε τηλεφώνησε κι οπέρυσι παραμονή Χριστουγένω, ανεστοράσαι; Σ’ έγνεμα με βάνει που δεν ήστειλε οφέτος μήδε κάρτα μήδε γράμμα. Όφου παιδί μου και κάθε που θα γροικώ τον αέρα με πνίγει η στενοχώρια. Πέψε γιε μου ένα γράμμα, γή ένα τηλεγράφημα να ησυχάσω!

-Μπάνα θαρρείς, γυναίκα, πώς είναι εύκολο να τηλεφωνεί γή να πέμπει γράμματα και κάρτες απού τσοι θάλασσες; Μπορεί να κάνει ένα δυο μήνες να πιάσει λιμάνι. Κάνε μια σταλιά υπομονή. Δεν είναι δα και πρωτόμπαρκος…

-Εγώ του ’λεγα να λείπει από τσοι θάλασσες, γιατί ’ναι μάγισσες κι όποιος γλυκαθεί δε μεταγυαγέρνει γλήγορα. Κοντά ένα χρόνο λείπει εδά. Πώς να μην έχω έγνοια; Θεργιό είναι η θάλασσα κι ας μαγεύγει. Θεργιό, που δεν το κάνει καλά μήδε κι ο Θεός. Πώς θα ’ρθούνε πάλι τούτεσάς οι γιορτές, χωρίς τον Πετρή μου;

Μος ήρχισε να βραδιάζει, ήβγανε μια κρυγιάδα ο βοράς απού σου ετρύπα τα κόκαλα. Κι άρχισε να σφυρίζει δαιμονισμένα από τον ανηφορά. Τα ανέφαλα πυκνά και μαύρα σκοτεινιάσανε πλια γλήγορα τον ουρανό κι η Φιλιά ήναψε τη λάμπα τζη, ήναψε και την παραστιά κι εκάτσε να συβράσει. Τα χριστόψωμα ψημένα, ζεστά ακόμη, τα πατούδα πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη και οι μελομακαρούνες με το μέλι και την κανέλλα εμοσκοβολούσανε στην πιατέλα. Τα κοπέλια του χωριού εβγήκανε στσοι δρόμους κι επιάσανε τα σπίτια να λένε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. «Καλήν εσπέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας»… Ετούτα τα παντέρμα σαν τα πετραμυγδαλάκια ήτονε και δεν εχαμπαριάζανε από κρυγιάδα, μηδέ αν τα ’πιανε κιαμιά μπόρα. Φτάνει που λέγανε τα κάλαντα κι εβαστούσανε το φαναράκι ντως να θωρούνε, και το καλαθάκι ντως να τως-ε βάνουνε οι νοικοκερές τα καλολοείδια. Καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες, καραμέλες, κι αν είχε κιανείς κιαμιά δραχμή.

– Και του χρόνου, κοπέλια! καλά Χριστούγεννα! Δίδει τως κι αυτή καραμέλες, καρυδοαμύγδαλα, και δυο δραχμές που ’χε στον πορτομανέ τζη.

Ο βοράς εκόντευγε να πάρει τον ανηφορά, κι όσο εφύσα, τόσο την ήπιανε η έγνοια. Άχι, παιδί μου, άχι παλικάρι μου, και κοντό ο κύρης σου να μου φέρει απόψε ένα χαμπέρι σου. Πέψε μου, σκιας, ένα σημάδι πως είσαι καλά. Ήντα Χριστούγεννα έρχονται για μας, άμα λείπουνε τα κοπέλια μας;

Μα γιάντα αργεί κι ο Μανώλης μου να ρθει με τόσηνιά κρυγιάδα; Ω, κι ας μου ’φερνε απόψε το καλό χαμπέρι από τον Πετρή μας.

Μετά από μια ώρα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο κύριός τση. Ανεσηκώνεται η κερά του να δει ανέ κρατεί πράμα χαρτί γή μπας και γροικήσει πράμα αθιβολή του, μα ως είδε τα μούτρα του το κατάλαβε.

-Πράμα ε; Μήδε τηλεγράφημα σκιας;

-Πράμα γυναίκα. Είπα σου θάλασσα είναι. Δεν είναι εύκολο. Αν είναι στην άλλη άκρα τση γης, μούδε ασύρματος δεν πιάνει.

-Η Χάρη του Χριστού ας το βοηθήσει το ξενιτεμένο μου. Πράμα άλλο δεν μπορούμε να πούμε ούτε και να κάμομε. Άιντε δα, άντρα μου, να βράσομε ένα φλισκούνι να το πιούμε να μαλακώσουνε τα μέσα μας κι απόι να πα να θέσομε. Να σηκωθούμε το πρωί να πάμε στην εκκλησά, να κάμωμε το σταυρό μας ν’ ανάψωμε τα κεριά μας κι έχει ο Θεός.

Την άλλη μέρα ανήμερα τω Χριστουγέννω, αχάραγα, επαίζανε οι καμπάνες τσ’ εκκλησάς. Η Φιλιά με το Μανώλη, επήγανε από τσοι πρώτους. Μαζί με τα Χριστόψωμα είχε ζυμώσει και δυο πρόσφορα και τα πήγε να βλοηθούνε. Τέλειωσε η λειτουργιά, μεταλάβανε άντρας και γυναίκα, πήρανε το αντίντωρο, ευχηθήκανε με τσοι χωριανούς και εις έτη πολλά, και πηγαίνανε στο σπίτι ντως. Χρόνια πολλά Μανώλη, να ζήσεις! Να τον-ε χαίρεσαι Φιλιά, καλό δέξιμο και στο ναυτικό σας! Πήρανε ευχές πολλές από συγγενείς και χωριανούς. Χριστούγεννα ήτονε, μεγάλη γιορτή. Ο Μανώλης εκίνησε να βάνει φωτιά στον ξυλόφουρνο για το ψητό κι η Φιλιά είχε να ετοιμάσει τα μεζεδικά, γιατί θα περνούσανε με τα λυροντάουλα οι χωριανοί τ’ απόγεματάκι να τως ευχηθούνε, όπως το εσυνηθίζανε σε ονομαστικές εορτές.

Το μυαλό τση Φιλιάς όμως ήτονε στον ταξιδιάρη τζη, μα ήντα μπορούσε να κάνει; Το μεσημέρι ήστρωσε το οικογενειακό τραπέζι. Δυο αυτοί, δυο οι γονέοι τζη και δυο τα πεθερικά τζη. Έξε πιάτα στο τραπέζι, μα τση ρθε η απεθυμιά να βάλει άλλο ένα για τον ξενιτεμένο ντως. Κι ένα ποτήρι με το κρασί, να του ευχηθούνε κι ας ήλειπε. Σαν ήρθε η ώρα, εκάτσανε όλοι να φάνε και να πιούνε. Χρόνους πολλούς! Στην υγειά και του Πετρή μας! Αφουρτούνιαστες θάλασσες να ’χει! Είπανε πρώτα απ’ όλα κι ετσουγκρίσανε το ποτήρι του. Στην υγειά των κοπελιώ και των εγγονιώ μας, καλή ντως ώρα! Ύστερα εκόψανε το χριστόψωμο, είπανε στ’ όνομα του Θεού, κι εκενώσανε στα πιάτα κι ετρώγανε. Μα τση Φιλιάς δεν επήγαινε κάτω η μπουκιά. Πού να ’σαι παιδί μου, κι ήντα να κάνεις; Έχεις να φας; Έχεις να πιεις; Που να ’σαι κανακάρη μου, λεβεντογιέ μου; Ανεστέναξε η πικρομάνα. Κι ύστερα εσείστηκε η πόρτα, θαρρείς από τον αναστεναμό τζη. Κι ύστερα ήνοιξε η πόρτα θαρρείς από τη μάνιτα του βορά και το μπογάζι. Κι ύστερα μια φωνή βροντερή ετράνταξε όλο το σπίτι

-Μάνααα, πατέρααα ήρθα!

Και τα ξεφωνητά χαράς ολονώνε, εγενίκανε ψαλμός χριστουγεννιάτικος!

-Ονειρεύγομαι κοντό, γή αλήθεια είναι; φωνιάζει η μάνα.

Γιε μου, βλαστέ μου, αντάρτη τω κυμάτω, πώς αντίντιρες τα πέλαγα; Να το πιάτο σου, σε περίμενε, Πετρή μου.

-Λεβέντη μου, καλώς ώρισες! του λέει κι ο κύρης του και τονε σφίγγει στον κόρφο ντου.

Οι παππουδογιαγιάδες όλοι εσηκωθήκανε και του κάνανε μια μεγάλη αγκαλιά κι όλοι μαζί εκλαίγανε από χαρά.

-Γιάντα παιδί μου δε μας ειδοποίησες και μας ήφαε η έγνοια;

-Έκπληξη, μάνα μου, Δώρο χριστουγεννιάτικο ήθελα να σας-ε κάμω.

-Λεβέντη μου, υγιέ μου θαλασσομάχε! Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, να μας-ε πεις για τα ταξίδια σου. Μεγάλο πεσκέσι ετούτος ο ερχομός σου!

-Πατέρα μου, πολύχρονος! Ήκαμα τα πάντα για να βρίσκομαι αυτή τη μέρα τση γιορτής στο πατρικό μου. Μακρινό το ταξίδι μου. Ξεμπάρκαρα από την Ιαπωνία.

-Από τη Γιαπωνία; Πώς και δε μας ήφερες, μωρέ Πετρή, κιαμιά Γιαπωνεζούλα; Χωρατεύγει ο κύρης του. Για να σε δω, μπρε. Γερός κι αμπρατσωμένος μου φαίνεσαι! Εμέστωσέ σε η θάλασσα, παλικαρά μου. Άιντε δα να τσουγκρίσομε. Πάντα γεια μας! Καλώς όρισες γιε μου! Τρώτε και πίνετε, εδά μωρέ! Χαρές έχομε!

-Εβίβα μας, χρόνια πολλά! γιορτή μεγάλη έχομε σήμερο, τριπλή γιορτή! Εις υγείαν Πετρή μου! Λέει κι η μάνα κι αστράφτουνε τα μάτια τζη.

Το βράδυ ήρθανε οι χωριανοί με λύρες, με λαούτα και βιολιά να ευχηθούνε στον εορτάζοντα και είπανε τα καλοσωρίσματα και στον νιοφερμένο θαλασσινό ντως. Στο γιορτινό τραπέζι ήτονε του κόσμου τ’ αγαθόκαλα από τη χρυσοχέρα τη Φιλιά. Οι μαντινιάδες εδίδανε και πέρνανε, κι εκάνανε κι ένα τσαμπάκι στο χορό οι γλετζέδες, μαζί με το νιοφερμένο.

Οι στειακές κοντυλιές ανεντρανίζανε καρδιές κι οι ευχές πολλές.

-Και εις έτη πολλά! Να ζήσεις Μανώλη! Φιλιώ να τον-ε χαίρεσαι! Καλώς εδεχτήκετε και το λεβέντη σας! Πάντα γεια! και του χρόνου!

Δεκέμβρης 2023

Άννα Τακάκη


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:509