Χρόνος ανάγνωσης περίπου:14 λεπτά

Η θειάκω η Τάτα (πρώτο μέρος) | της Χαρούλας Βερίγου – Μπάντιου



Η θειάκω η Τάτα η καμαροφρύδα, που παράγγελνε να μην κακολογούν και να μην κρίνουν κανένα, που ορμήνευε πως περισσότερο ψωμί τρώγεται με το μέλι παρά με το ξίδι κι όταν έσμιγε με τα κούτσικα έλεγε κι έλεγε και δεν έβαζε γλώσσα μέσα της κι ανέβαινε η χαρά της κείνες τις λίγες στιγμές σαν τα δαχτυλίδια του καπνού στον ουρανό.

Η θειάκω, με το ρυτιδιασμένο σαν σταφίδα πρόσωπο και τα παχουλά σαν φρατζολάκια χέρια. Η θειάκω, που τις μικρές ώρες κρατούσε την αναπνοή της για ν’ ακούσει τα μυστικά που έφερνε ο άνεμος όταν είχε ολόγιομο φεγγάρι και τα αινίγματα του κόσμου όταν έπεφτε η βροχή στα φύλλα και στον τσίγκο της καλύβας και παρακάλαγε τη Μοίρα να μην της έχει γραμμένα άλλα βάσανα κι αν της είχε, νά ’κανε μια αβαρία να τα ’ριχνε στο ποτάμι να τα πάρει το ρέμα.

Ήταν χορτασμένη από φτώχεια, από ορφάνια, από σκοτωμούς, από πολέμους κι από τα φαρμάκια όχι μόνο της ζωής που έζησε, μα κι εκείνης που δεν έζησε, εκείνης που γλίστρησε σαν την άμμο μέσα απ’ τα χέρια της και πέρασε. Βάσανα, βάσανα, δεν ήθελε να ξέρει άλλα.

Είχε περάσει τα ενενήντα, σε λίγο κόντευε τα εκατό. Περίμενε να ’ρθει η ώρα της να παραδώσει το πνεύμα κι άνοιγε το στόμα και φυσούσε την πνοή της ανάμεσα από τα δυο δόντια πάνω και τρία κάτω που της είχαν απομείνει, θαρρείς κι έκανε πρόβα για να βγει η ψυχή κι ύστερα με το δάχτυλο ζωγράφιζε μια πεταλούδα εκεί πάνω στο φτενό κρύο τζάμι που θόλωνε από τη ζεστή ανάσα και καμάρωνε: «Τήρα, τήρα φτερά, τήρα ομορφιά!», ποιός ξέρει πώς την έβλεπαν τα δικά της μάτια την πεταλούδα ή την ψυχή; Αυτή ήξερε, η θειάκω η Τάτα που όταν ροβόλαγε με το καλάθι στις χωραφιές που μάζευε αγριολάχανα ήταν σαν τη μερωμένη πέρδικα που μολογά την αγάπη.

Έβγαινε στην αυλή το πρωί, πριν σηκωθεί ο ήλιος αυτή ορθή με τα τρίμματα του ψωμιού στα χέρια, να τα σκορπίσει στο καλντερίμι να ταΐσει τα πουλιά.

«Πουλ, πουλ, πουλ», τα καλούσε. Ένας ρούβελας μόλις την άκουγε έσερνε φτερό απ’ το φράχτη με τις περικοκλάδες, καταδέχονταν πεταρίζοντας τα χέρια της και τσιμπολογούσε τα ψίχουλα δίχως φόβο κανένα.

Έδιωχνε μια χοντρή γάτα που είχε: «Παρέκει εσύ, μην τα σκιάζεις, τσιτ τενιάρα, τσίτο από κει, έχεις γαλοτύρι στο τσουμπλέκι, ένα σκασμό τρως».

Ο κόσμος μέσα της μίλαγε μια άλλη γλώσσα, ο κόσμος μέσα της μια ανθισμένη αμυγδαλιά. Ήξερε την τέχνη να μαζεύει γύρω της τα παιδιά κι ας μην είχε δικά της.

Δυο, δίδυμα ήτανε, παιδιά όχι κορίτσια, τα είχε χάσει στη σαρμανίτσα λίγο καιρό πριν τον πόλεμο του ’22, δεν είχαν βγει ακόμη απ’ τα σπάργανα τα κακότυχα, τα είχε θερίσει η γρίπη όπως κι άλλα τότε πολλά, τόσο λίγο ήταν το γραμμένο τους, λίγο. Ύστερα από πέντε χρόνους είχε χάσει άλλο ένα, παιδί κι αυτό, στη γέννα, είχε δεθεί με το λούρο, πλάνταξε μολόγαγε η μαμή η Μιχαληβάβαινα, έτσι είχε πάει κι αυτό ούτε ανάσα δεν είχε προλάβει να

πάρει. Δεν έκαμε άλλο.

Είχε βαριά κατάρα λέγανε, απ’ τη μαυροπεθερά, τό ’χε, – το λέγανε οι μπάμπες στο μαχαλά -, το στόμα πικρό. «Να μην σου βρεθεί μήτε παιδί, μήτε κοπέλα, μάνα να μην τ’ ακούσεις ποτές, να σου γίνονται τα σπάργανα σάββανα κι η σαρμανίτσα κασέλα», τση ’λεγε και την έστελνε στον όξω από ’δω, στο διάγουλο το μεγάλο. Κι όμως, τούτη η θειάκω η Τάτα καλός άνθρωπος, πονετική με όλους, όσο ζούσε ’κείνη η στρίγγλα η πεθερά κουβέντα δεν της αντιγύρισε κι όταν πέθανε σκατόλακη δεν την είπε ποτέ κι ας της έπρεπε να την είχε αφήκει άταφη να την τρώγανε οι τζέρμπες τέτοια που ήτανε. Αυτή τη γιατροπόρεψε και δεν πέθανε το 40 που την είχε χτυπήσει η σφαίρα στον ώμο. Μετά, σαν της έρθαν τα χρόνια κι ανημπόρεψε τη γηροκόμησε κι όταν παράδωσε το πνεύμα, της έβγαλε εκείνο το μαύρο σκουτί που φορούσε κατάσαρκα για να πιάνουν οι κατάρες -είχε γίνει ένα με τη σάρκα της σου λέει -, άναψε φωτιά όξω πέρα στο λόγγο, εκεί τό ’ριξε μακριά απ’ ανθρώπους, μην πάει ο καπνός σε σπίτι και το ρημάξει, τόσο το φοβότανε εκείνο το παλιοσκουτί που ήταντο πιο σκούρο απ’ της Μεγάλης Παρασκευής το μεσοφόρι.

Όπως η κλώσα τα πουλιά, έτσι κι εκείνη σαν έβγαινε στο κατώφλι μετά το λιόγερμα έβαζε τα χέρια στη μέση και φώναζε: «Ω, παιδάκι! Παιδάκι γραμμένο, κάνε τσεδώ, έλα ορέ καμάρι τση θειάκως να σε ιδώ ψίχα». Κι αυτά, ως την άκουγαν μαζεύονταν όλα σε μια κάμαρη σπίτι, αυτό ήτανε το φτωχικό της, μια κάμαρη μα κάπως μεγάλη. Στη μέση του βορινού τοίχου είχε το τζάκι με τα πεζούλια αριστερά και δεξιά στρωμένα με μάλλινα χράμια. Στον ανατολικό ένα παραθύρι με τα κανάτια από μέσα κι από κάτω το κρεβάτι, ένα ράντζο απ’ αυτά του στρατού στρωμένο με φλοκωτή και τρία μεγάλα μαξιλάρια υφαντά. Στη μέση είχε ένα χαμηλό σοφρά και οχτώ κουτσούμπια. Εκεί κάθονταν τα κούτσικα. «Να ζεις να μας μολογάς, θειακούλα Τάτα», της εύχονταν όλα μαζί, ένα στόμα μια φωνή.

Κι όσα τους έλεγε, όλα αλήθεια ήταν, ένα σωρό ιστορίες κι όχι ιστορίες από το σωρό, παράξενα κακά πράματα και δυστυχίες που γίνανε στον κοσμάκη και συμφορές μεγάλες. Απίστευτα όλα, δυο πόλεμοι ήταν αυτοί κι ένας ο εμφύλιος, μα κοντά σ’ αυτά μολόγαγε και τα θάματα του παλιού καιρού όλα μαζί, από το ίδιο σακουλάκι της καρδιάς έβγαζε τα λόγια και πάντα μια καραμέλα για το τέλος, για να μείνει η γλύκα στην κορφή να λένε λογάκια ζαχαρένια.

«Τι φέρνει η νύχτα, θειάκω;» ρώταγαν.

«Άστρα να τα μετρήσουμε παιδάκια γραμμένα και φεγγάρια να γλέπουμε το δρόμο», απάνταγε.

«Και πώς γλιτώσατε τόσους χαλασμούς;»

«Γλιτώσαμαν καμάρια, γλιτώσαμαν απ’ τα θηρία τα μεγάλα και τώρε όπως καταντήσαμαν θα μας φαν οι δικοί μας ψύλλοι», τούτους τους δικούς μας ψύλλους πάντα τους φοβότανε η δόλια είχαν δει κι είχαν δει τα μάτια της.

«Πόσες κακές ώρες έχει η ζωή;» ξαναρώταγαν.

«Όσα φέρνει μια ώρα, δεν τα φέρνει μια ζωή», αποκρίνονταν.

«Έχει συμπόνια ο Θεός, θειάκω;» την είχε ρωτήσει ένα βράδυ η Κρινιώ. Ορφανεμένο από μάνα ήταν το άμοιρο το θηλυκούδι, ζούσε με τον πατέρα και τον αδερφό της, στο τελευταίο σπίτι έξω απ’ το χωριό πέρα στη ράχη.

Δυο μαντραχαλέοι στοιχειά και μόνο που τους ίγλεπες σ’ έπιανε λιγοθυμιά. Κι ο ίσκιος τους μάναχα νά ’πεφτε πάνω σου σε τρόμαζε.

«Αν είχε παιδάκι μ’, θα μ’ είχε πάρει από χρόνους, μα αλησμονά κι αυτός, πού να προλάβει, Θεέ μου σχώρα με», της φάνηκε βαριά η κουβέντα που ξεστόμισε μα τώρα δεν μπορούσε να τη γυρίσει πίσω.

Μετά, γύρισε απότομα το ξεβαμμένο της βλέμμα στο κορίτσι. «Τι ρώτημα ήταν τούτο;» συλλογίστηκε και το κοίταξε άλλη μια φορά πιο πονετικά. Μικρό το καημένο, μικρό στην τελευταία τάξη του δημοτικού ήτανε. Γιομάτα νυχτερίδες της φάνηκαν τα μάτια του πριν τα χαμηλώσει στο πάτωμα. «Ούι, ούι τι γλέμμα έχει το δόλιο, δεν είναι μόνο η ορφάνια, δεν είναι», είπε από μέσα της κι άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το κεφάλι της Κρινιώς με στοργή.

Καμιά φορά χτυπούσαν τα μηλίγγια της από την ένταση κι η καρδιά της φτεροκοπούσε ίδιο τρομαγμένο πουλί. Τό ’χε για κακό σημάδι όταν τό ’νιωθε. Έτσι αισθάνθηκε και τότε. Μετά είδε που ήταν τόσα μάτια καρφωμένα πάνω της, της ερχόταν κάπως ντροπή, δεν της πήγαινε να σκιάζονται οι ψχούλες. Σηκώθηκε, έβρεξε τις παλάμες με κρύο νερό κι έκανε πως έστρωνε με τα χέρια το τσεμπέρι της. Είπε και δυο λόγια από μέσα της να ξορκίσει την κακιά ώρα. Για να της περάσει η αγκούσα πήρε και δυο βαθιές ανάσες.

«Ούτε καλμαλίνη, ούτε κινίνο, κρύγιο νερό, αυτό είναι το φάρμακο», δήλωνε κι άπλωνε τα χέρια και μοίραζε κανάκια και ξεστράτιζε την κουβέντα σ’ αυτά που δεν πονούσαν τόσο πολύ.

Τους έλεγε τότε, πως στ’ αυτιά της βούιζε η θάλασσα, αυτή έφταιγε, που είχε πάρει τον πατέρα της άναυλα μακριά στην Αμερική και πίσω δεν τον έφερε κι ας παρακάλαγε η μάνα της δεκαεφτά χρόνια, μέχρι που απόκαμε η μαύρη και πέθανε απ’ τον καημό. Η θάλασσα, αυτή πάλι έφταιγε που είχε φέρει έναν άλλο ξενιτεμένο δεκαπέντε χρόνους μεγαλύτερό της και της τον έδωκε γι’ άντρα η νούνα, αυτή η σοκακιάρα την είχε πάει μπουλωμένη νύφη στα γονικά του με το μουλάρι, τρεις ώρες δρόμο έκαμαν μέχρι να φτάσουν τότε. Μετά η θάλασσα τον ξαναπήρε μακριά, αφού δεν της έζηγαν τα παιδιά, αφορμή γύρευε. «Εσύ είσαι η αιτία, χαντακωμένη, δεν έχεις καλό ριζικό», της είπε ένα βράδυ και την άφηκε με τη μάνα και τον πατέρα του, σάματις ήτανε δικοί της γονέοι. Έφυγε και δεν ξανάηρθε, χαμπέρι δεν έστειλε με κανέναν, ποτέ.

Τι να ’κανε η μάγκουφη; Τους γηροκόμησε. Και να πεις ο γέρος έζησε λίγο δεν την δυσκόλεψε, είχε και το στόμα μαζεμένο, ήσυχος άνθρωπος ο σχωρεμένος, μα εκείνη η λώβα η πεθερά ξίκι να γένονταν η σκιωρεμένη, η κανούτα, ούτε με Θεό, ούτε με άνθρωπο ήθελε αλισβερίσι, δεν ταίριαζαν τα χνώτα της με κανένα.

Η ίδια δεν την είχε δει ποτέ τη θάλασσα, μόνο από μια φωτογραφία κι απ’ τις κουβέντες της νούνας είχε σχηματίσει γνώμη και δεν ήταν η καλύτερη. Κρύος ιδρώτας την έλουζε. «Αν κάνει και ξεχειλίσει…», συλλογίζονταν με τρόμο «τι ποτάμια και τι ρέματα, ούι ίσαμε εδώγια στα βουνά θα φτάκει, φίδι που μας έφαγε παιδάκια μ’» κι αναρίτσιαζε απ’ το φόβο της θάλασσας που δεν την ήξερε.

Είναι που καμιά φορά φυσάει στην ψυχή παγωμένος αέρας και τη γδέρνει, όπως τότε στην κατοχή που κρύβονταν από ράχη σε ράχη αρεντεύοντας στα τσέπια τούτης της άγονης γης στα χωριά της Μουργκάνας ζαλωμένη τα χαλκωματένια που ’χε πάρει προίκα. Της είχαν ματώσει τα ποδάρια μέχρι να φτάκει στη Χιμάρα, να βρει να τα πουλήσει για να πάρει μισό σακί αλεύρι, λίγο καλομπόκι, λίγο λάδι, να τα ζαλωθεί και να γυρίσει τον ίδιο δρόμο πίσω. Όπως τα κυνηγημένα αγρίμια, έτσι κι αυτή. Από γράβα σε γράβα κρύβονταν νηστική, κουρασμένη, αύπνωτη, δίχως στεγνή κλωστή λούφαζε μαζί με τις άλλες γυναικούλες και παρακάλαγε όλους τους αγγέλους να τις βοηθήσουν να γλιτώσουν.

«Να είχα πεθάνει τότε», παραμίλαγε. Απ’ το πουρνό κάτι δεν της πήγαινε καλά. Σημάδια, πολλά σημάδια. Μια κάργια δεν έλεγε να φύγει απ’ την αυλή, απ’ το παραθύρι την έδιωχνε, απ’ την πόρτα φανερώνονταν. Η άσπρη η κότα είχε γεννήσει ένα αυγό μεγάλο δίκροκο μα χωρίς τσόφλι. Η τσάφκα με το τσάι γύρισε κι έπεσε στο τραπέζι χωρίς να την αγγίξει χέρι. Στην καμινάδα λάλαγαν παράξενα οι φλόγες και τα κάρβουνα δεν κράταγαν πολύ αναμμένα, όσο που κοκκίνιζαν μαύριζαν και στάχτη δεν άφηναν.

Πέταξε μια χούφτα λιβάνι στο τζάκι για τον παλιό χρόνο που ’φευγε, να πάει στο καλό, έτσι το συνήθιζε απ’ τον καιρό που έζηγε με τη βάβω της. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Καρτέραγαν ν’ αλλάξει ο χρόνος. Τι καρτέραγαν δηλαδή; Σάματις είχε να φέρει τίποτις άλλο

από φτώχεια κι ο καινούριος; Τα κούτσικα είχαν πάει να της πουν τα κάλαντα. Την είχαν αφήσει τελευταία, για να καθίσουν με την ησυχία τους, να τους πει ιστορίες για μάγισσες, στοιχειά και ξωτικά και για τα γριτζούνια που τριγύριζαν στον απάνω κόσμο και πείραζαν άντρες και γυναίκες κι έκλεβαν τους τεντζερέδες με το φαΐ κι αφού τό ’τρωγαν έβαζαν τ’ αγγιά στα κεφάλια κι άρχιζαν τον πετροπόλεμο κι όταν λάλαγε ο πέτος την αυγή, στο τρίτο κουκουρίκου άνοιγε η γη και τα κατάπινε.

Τα τήραξε, τα καλησπέρισε με συμπάθεια όπως πάντα, γύρεψε το τρίριγο σακούλι να τα φιλέψει, ένα ρόιδο, μια καραμέλα, δυο καρύδια, καμιά μαραγκούλα, ένα γκορτσάπιδο, τίποτις άλλο δεν της βρίσκονταν.

Μπήκαν μέσα, πήραν τα κουτσούμπια απ’ τον παλιό σοφρά σίμωσαν κοντά στο τζάκι στριμώχτηκαν να ζεσταθούν. Τσούγκρισαν τη φωτιά πετάχτηκαν σπίθες. «Τήρα οχτροί, θειακούλα, πρτς, πρτς, πρτς…», μιμήθηκαν τον ήχο που έκαναν οι σπίθες κι έβαλαν τα γέλια, μικρά παιδιά.

«Όξω το κακό, μωρέ παιδάκια, όξω απ’ την πόρτα, στα όρη στ’ άγρια βουνά οι οχτροί, κάντε ζέφκια ψχούλες μου, πυρωθείτε», είπε αυτή και γέλασε μαζί τους.

Άπλωσαν τα χέρια που είχαν μαραγκιάσει απ’ το χιονόνερο στη στια, πυρώνονταν μ’ ευχαρίστηση. Είδε η θειάκω που ένα κουτσούμπι είχε μείκει πλάι στο σοφρά μαναχό.

«Ποια ψχούλα λείπει;» απόρησε και κρατήθηκε με το σκόπι ορθή. Μετά μέτρησε και ξαναμέτρησε τα κεφάλια, να βεβαιωθεί. «Εφτά κεφάλια, οχτώ κουτσούμπια», ψιθύρισε σιγανά. Πήγε πιο κοντά τους. Απίθωσε το πιάτο με τα καλούδια στο παραγώνι. Τα ξανατήραξε ένα-ένα.

«Ορέ καμάρια τση θειάκως, κείνη που τη λένε Κρινιώ δεν τη γλέπω, πού είναιτη;» ρώτησε.

«Την κουμπούρεψε ο αδερφός της θειάκω, την έχει κλεισμένη στο κατώι, πήγε προψές στο ποτάμι να πλύνει τα σκουτιά και της τα ’πήρε το ρέμα, γύρισε ζαλωμένη με τ’ άδειο κοφίνι κι έφαε φάνταλα για δυο ζωές», αποκρίθηκε ο Τσέλης και ρούφηξε τη μύτη του.

«Έχει το μάτι πρησμένο τούμπανο και στο ριζαύτι αίματα, δεν κραίνει, την είδα απ’ το παραθύρι κρυφά», συμπλήρωσε η Τσιβή του Κιτσογιάννη που την είχε μότριμα.

«Ούι, μωρέ παιδάκια, το μαύρο και τ’ αχάρητο το θηλυκό, τι τού ’γραφε του δύστυχου με δαύτον τον κρεμανταλά που τού ’λαχε γι’ αδερφός», αναστέναξε η θειάκω κι έπιασε με τα χέρια το κεφάλι της.

Γύρισε κοίταξε όξω απ’ το σπασμένο τζάμι μακριά. Είδε το φεγγάρι που είχε υψωθεί πέρα στη δασωμένη πλαγιά, μα κι αυτό φτωχό σαν κι ο μαχαλάς της φάνηκε έτσι όπως λαμπύριζε αμυδρά μέσα στη γαλάζια ομίχλη που είχε κατέβει απ’ τα ψηλά. Τα σκυλιά αλύχτησαν δεμένα στον άλυσο. Κάποιος πέρασε βιαστικά. Δεν τον γνώρισε.

Είχε μάλλινο μακρύ πανωφόρι και την κατσούλα κατεβασμένη ως το τσαούλι. «Κρύγιο, μανούλα μ’», τον άκουσε που έλεγε κι έτριψε και η ίδια τα χέρια της θαρρείς κι είχαν μαργώσει πιότερο ξαφνικά.

Της κακοφάνηκαν τα νέα για την Κρινιώ. Είχε ξανακούσει πως την βάραγε δίχως έλεος ’κείνος ο σαϊτάνης ο αδερφός της. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Θυμήθηκε και κάτι άλλο κι αντραλεύτηκε ως το μεδούλι. Πέρυσι το χινόπωρο, κάτω στο βιρό του Λήγια ήταν που τον άκουσε να τη μαλώνει και φώναζε αυτό το βαριόμοιρο: «Βοήθεια, βοήθεια!» Έσυρε τα πόδια της κι είχε φτάσει ως εκεί στη νεροτριβή. Τον είδε τότε με τα μάτια της να της βουτάει το κεφάλι μέσα στο νερό.

Φώναξε κι αυτή δυο φορές: «Βοήθεια, βοήθεια!». Θα την είχε πνίξει το κακό το ζαγάρι αν δεν προλάβαινε ο Φωτομπάλης που έτυχε να περνά με το γομάρι του φορτωμένο ξύλα. Αυτός τού ’χε ’δώκει μια με τη μαγκούρα κι έτσι γλίτωσε το κορίτσι.

«Τι βάσανα τράβαγε το δύστυχο και δεν μίλαγε, το κράταγε ο φόβος κλεισμένο μέσα στο καβούκι του. Έρμη Κρινιώ», σκέφτηκε με βαριά καρδιά.

Πήγε ήρθε μέσα στο σπίτι, θυμωμένα άσκοπα βήματα.

Κατόπιν έφερε τον ψήστρη, έριξε μια χούφτα καλαμπόκι, λίγο λάδι, λίγο αλάτι, το γύρισε πάνω απ’ τις φλόγες στο τζάκι, πήρε να σκάει αυτό. Τους γέμισε το πιάτο κοκόσια, έβαλε τον ψήστρη δεύτερη φορά.

«Κοκοσάρες, θα φάμε κοκοσάρες», καταχάρηκαν τα κούτσικα. Τα μάγουλα τους είχαν ανάψει.

Πήρε ένα πάνινο σακούλι η θειάκω, το γέμισε ως απάνω με τα δεύτερα κοκόσια, τά ’βαλε στα χέρια του Αντρίγια που έκρινε πως ήταν ο πιο κατάλληλος για το θέλημα: «Να τα πας κρυφά, απόψε κιόλας στο κατώι, στην Κρινιώ και να της μολοήσεις από τ’ εμένα, πως αύριο το πουρνό θα σβαριστώ και θα πάω να τη βρω, να μη χολεύεται να της πεις και να με καρτερεί. Κους παιδάκι γραμμένο;» με γλύκα το ρώτησε.

«Κούγω, θειακούλα, κούγω», αποκρίθηκε αυτό και σηκώθηκε με καμάρι, με περηφάνια να φύγει πρώτο απ’ τ’ άλλα για να κάμει το θέλημα.

[Συνεχίζεται]

Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου


[Από το βιβλίο «Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα», 2018, Εκδόσεις Φίλντισι, ISBN 978-618-5101-49-7]


Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου

Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Σβούρα-αρτ, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.

Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:

– Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
– Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
– Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
– Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
– Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
– Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
– Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
– Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
– Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
– Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
– Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
– Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
– Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:851