Χρόνος ανάγνωσης περίπου:11 λεπτά

Η θειάκω η Τάτα (δεύτερο μέρος) | της Χαρούλας Βερίγου – Μπάντιου



[Συνέχεια από το προηγούμενο]

Όλη νύχτα αλάρωτη, δεν είχε κλείσει μάτι η καψερή.

Τη μια στιγμή της φαίνονταν η τσέργα βαριά, νόμιζε καίγονταν ως τα μηλίγγια, την άλλη φτενή την τίναζε οριό σύγκορμη κι έριχνε και τη βελέντζα με τον πυκνό φλόκο από πάνω για να ζεσταθεί. Άλλη μια φορά βαρυγκόμησε που κρατιόταν ακόμη στη ζωή, τι την ήθελε, καλύτερα να είχε σβηστεί μέσα στις τόσες συμφορές που είχε περάσει ξανασκέπτονταν σίγουρη πως δεν της περίσσευαν δυνάμεις κι αντοχές μήτε για τον εαυτό της, μήτε και για άλλους πια. Είχε σωθεί το λάδι στο δικό της το καντήλι. Τα έρημα τα γεράματα πονούν πιο πολύ κι από τη ρημαγή του χρόνου άμα δεν έχεις άνθρωπο μες στο σπίτι. Μια υποχρέωση είχε μόνο, κάτι που κλωθογύριζε στο μυαλό της κι έλεγε να ξεκορφίσει αύριο ο ήλιος και μετά να πράξει. Να ξημέρωνε μανάχα το πρωί, καινούρια μέρα, καινούριος χρόνος, να κάμει και τούτο το χρέος που ’χε βάλει με την καρδιά της για την Κρινιώ κι ύστερα ας έφευγε, έτσι κι αλλιώς ο Χάρος τον τελευταίο καιρό περνούσε πιο τακτικά, έπαιρνε κι από έναν κάθε φορά θαρρείς και το ’χε βάλει σκοπό να κλείσει μια- μια όλες τις πόρτες του χωριού.

«Μωρέ, όπως κληρονομά το χώμα και τη γλώσσα κανείς, κληρονομά και τα κουσούρια», της πέρασε από το μυαλό και κάπως γέλασε με τις μαύρες σκέψεις που ’κανε για το Χάρο, ανάμεσα στα κουσούρια τις είχε λογάριασε κι αυτές.

Κάποια ώρα, προς την αυγή της ήρθε ο ύπνος, σφάλισε βαριά τα βλέφαρα αποκαμωμένη. Κι ως τά ’κλεισε, τι ήταν τούτο τ’ όνειρο που ξέκοψε απ’ τα κιτάπια του καιρού και τις παλιές γραφές του βασανισμένου κόσμου και πώς βρήκε τρόπο και μπαστακώθηκε στη σκέψη της:

«Είχαν ξεκινήσει λέει τα δέντρα όλα και τα ψηλά και τα χαμηλά και τα ίσια και τα στραβά, πλατάνια και γκορτσιές και κουμπουλιές και παλιούρια και πουρνάρια με κάτι αγκάθια χοντρά και κατέβαιναν απ’ την πέρα ράχη, εκεί που ’χε γίνει ο πόλεμος και ξεθάβονταν μαζί με τις παλιές πληγές και τις βόμβες και οι ρίζες απ’ τα σπλάχνα της γης κι αυτά έριχναν τα φύλλα και τα ’παιρνε ο αγέρας που έφτανε παγωμένος και τα χόρευε ψηλά.

Μπροστά πήγαινε μια ανθισμένη αμυγδαλιά κι είχε δική της φωνή αλλιώτικη και τραγούδαγε κι έρχονταν κατά το χωριό, αυτή μπροστά, τ’ άλλα τα δέντρα στο κατόπιν της, θαρρείς και πήγαιναν ψίκι σε γάμο, μα απ’ όπου περνούσαν ερήμωνε ο τόπος και μούγκριζαν τα βουνά κι η γη μοιριολογούσε κι έτρεχαν τα ζωντανά του λόγγου προγκισμένα στο ποτάμι κι έπεφταν και πνίγονταν στα νερά για να γλιτώσουν. Κι ύστερα, ένα ζαβό κουνάβι με τις τρίχες ορθές στην πλάτη σκαρφάλωσε στον λεπτό κορμό της αμυγδαλιάς πριν φτάσουν στη δημοσιά και ροκάνιζε με μανία τα κλαράκια της κι αυτή σταμάτησε μεμιάς το τραγούδι κι έσυρε φωνή: « Όι, μαννούλα μου να μ’ έπαιρνες κι αν δεν με πάρεις τούτη τη φορά θα ’ρθω μαναχή μου» Και σκίστηκε ο ουρανός και την ώρα που έπεφτε τ’ αστροπελέκι στον ύπνο και στ’ όνειρο της, «όι μαννούλα μου να μ’ έπαιρνες κι εμένα», γούριαξε κι η θειάκω η Τάτα και πετάχτηκε πάνω με την ψυχή στο στόμα κι έναν πόνο σαν κάψιμο στο γκιόξι.

Έτριψε τα μάτια με την άκρη απ’ το μαντήλι της, έφερε ένα γύρο με το βλέμμα την κάμαρη, της φάνηκε πως δεν είχε φέξει ακόμη. Ανέβασε το φυτίλι στη λάμπα. Τ’ άψυχα πράγματα του φτωχικού ζωντάνεψαν τις από χρόνια κοιμισμένες μνήμες και τις περασμένες θύμησες. Κάπως σκιάχτηκε. Άλαλα της έκραιναν οι πεθαμένοι μέσα απ’ την κορνιζωμένη φωτογραφία. Γύρεψε το μαστραπά με το νερό. Ήπιε μια γουλιά. Δεν κατέβαινε κάτω. Πικρό, φαρμάκι ήταν αυτό που γεύτηκε κι όχι νερό. Της ήρθε αγκούσα. Ξερόβηξε δυνατά, έβαλε άλλη μια γουλιά στο στόμα, χειρότερα πικρό το ’νιωσε. Στη δεύτερη ή στην τρίτη ανάσα πήρε να ξεδιαλύνει τ’ όνειρο στο νου της. Δεν το ’χε για καλό. Σταυροκοπήθηκε. Κείνη η ανθισμένη η αμυγδαλιά με τα χιονάτα τ’ άνθη σαν κουφέτα η Κρινιώ της έκανε να ’ναι και το κουνάβι το ζαβό θα ήταν ο αδερφός της, ποιος άλλος;

«Ούι, τι κάθομαι η σκότεινη», συλλογίστηκε με το μυαλό φορτωμένο μαυρίλα απ’ τα φτερά της νύχτας που διάβαινε.

Έκαμε την πέρπερη φλοκωτή στην άκρη, σηκώθηκε.

«Αγάντα, Τάτα να προλάβεις το κακό πριν γένει», έδωκε εντολή στον εαυτό της. Άνιφτη ντύθηκε το πανωφόρι και σβαρίστηκε με το σκόπι ως την άλλη άκρη του μαχαλά. Πλησίασε στην πόρτα στο κατώι, γύρισε το σιδερένιο κλειδί δυο φορές, ξεκλείδωσε. Στις γρεντές είδε κρεμασμένη την τριχιά δεμένη θηλιά κι από κάτω ένα παλιοβάρελο. Κατάλαβε. Δάγκωσε τα χείλη μ’ εκείνα τα πέντε δόντια που είχε, μ’ αυτά, μέχρι που μάτωσαν.

Ίσαμε να διακρίνει την κοπέλα στη γωνιά, λουφαγμένη πάνω στ’ άχυρα κόντευε να καταπιεί η έρμη τη γλώσσα της. Τη βρήκε, με τα ρούχα σκισμένα, τα χέρια χιόνι κρουσταλλιασμένα απ’ το κρύγιο και το νου φευγάτο, παραλοϊσμένο.

Έσκυψε συμπονετικά. Τα μάτια της γέμισαν αλμύρα.

«Ω Κρινιώ, σ(χ)ήκου καμάρι, σ(χ)ήκου παιδάκι έρθα όπως σου μήνυσα», τη σκούντησε απαλά στον ώμο.

Άνοιξε το ένα το μάτι μόνο, τ’ άμοιρο το κορίτσι, το άλλο δεν μπόραγε, ήταν πρησμένο γεμάτο αίμα.

Την κοίταζε με απορία, με φόβο, με απόγνωση. Μετά γραπώθηκε πάνω της κι έκλαιγε.

«Σώπασε, μωρέ παιδάκι, σώπασε», την κανάκεψε στην αγκαλιά της «σώπασε μην πάρει χαμπάρι ο αδερφός σου που κάλιο να μην τον είχες το διάτανο, κάλιο να ’χε ξεκουμπιστεί και να ’χε φύγει τότε που τον γύρεψαν να πάει στα καράβια, θα ’χες γλιτώσει», βγήκαν ψιθυριστά τα λόγια της θειάκως, με δυσκολία. Ο φόβος την κράταγε κι αυτή μαγκωμένη, ο φόβος.

Έβγαλε τη χρυσή λίρα, μια όλη κι όλη που ’χε κρεμασμένη στον κόρφο της, την είχε βρει κάποτε στο ρέμα, άνοιξε τη χούφτα του κοριτσιού την έκλεισε μέσα.

«Δεν έχω τίποτις άλλο παιδάκι, αυτή και την ευκή μου Κρινιώ, σ(χ)ήκου καμάρι, σ(χ)ήκου, φεύγα να σωθείς.

Σύρε απ’ την Καμίτσιανη και μετά πέρα απ’ το ποτάμι μισή ώρα δρόμο ως το γιοφύρι, να σκαπετήσεις απ’ τη λακιά του Μπάντιου, μη σκιάζεσαι, όσο να φτάκεις εκείγια η βροχή θα ’χει σβήσει τα χνάρια σου στο χιόνι, δεν θα σε βρουν. Σα βγεις στα σπίτια γύρεψε απ’ τη μπάμπω την Αλέξω του Μίχου να σου δώκει ένα κομμάτι ζυμωτό και λίγο τυρί, έχει φαμίλια, είναι καλή γυναίκα, πονετική κι ύστερα να κόψεις δρόμο, ρώτα τη μπάμπω να σου δείξει το μονοπάτι, να βγεις στο Γηρομέρι κι απέκει στο Φιλιάτι, κους Κρινιώ; Στο Φιλιάτι να γυρέψεις την Κασμιρία στο Νοσοκομείο, μια είναι, δεν έχει άλλη, μ’ έστειλε η θειάκω η Τάτα να πεις, ξέρει αυτή πού να σε πάει, ξέρει αυτή, η Κασμιρία θα σε βάλει στο ίδρυμα κι όταν διαβούν λίγα χρόνια θα ιδείς τύχη χρυσή, θ’ απαντήσεις το γραμμένο σου το καλό και θα ζήσεις, σ(χ)ήκου Κρινιώ μη χαντακώνεσαι εδώγια, σ(χ)ήκου πριν πάρει χαμπάρι ο… », δεν πρόλαβε να αποσώσει το λόγοτης όταν άκουσε πρώτα το τρίξιμο στον σκουριασμένο μεντεσέ της πόρτας κι αμέσως μετά τις βρισιές.

Ανάμεσα σ’ αυτά τα λόγια που δε λέγονται εύκολα μα κάποιοι τα ’χουν ψωμοτύρι ξεκαθάρισε: «Πού είσαι μωρή σκύλα να πέσεις γονατιστή στα τέσσερα; Έλα να σου κόψω ένα ντουμπίτσι τώρα που ’χω όρεξη και μετά θα σου δείξω εγώ άλλη μια φορά, να με μάθεις κι απ’ την ανάποδη».

Μπήκε μέσα. Συνέχισε να φτύνει κουβέντες βαριές, αυτός, που τον είχε αδερφό, ο σαϊτάνης, ο διάτανος.

Αναψοκοκκινισμένος κοίταξε τη θειάκω, αρχικά κάπως σαστισμένος και μετά με οργή. «Ξεκουμπίσου από μπρός μου, σκατόγρια», της φώναξε κι έπιασε τ’ αχαμνά του.

Η θειάκω δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια.

«Κάνε πέρα σου λέω», την απείλησε και ρίχνοντας της μια σπρωξιά την έριξε ανάσκελα στο πάτωμα. «Για να μάθεις και συ, να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουνε παλιοκούσ(χ)αλο», ούρλιαξε.

Αυτό το τελευταίο δεν τ’ άκουσε η θειάκω. Είχε κιόλας λιγοθυμήσει. Την κοίταζε σωρό στο πάτωμα και χαχάνιζε.

Μετά έπιασε την Κρινιώ απ’ τα μαλλιά. Της άστραψε ένα γερό χαστούκι. Μάτωσε το στόμα της.

«Και τώρα η σειρά σου», έγρουξε και ξανάπιασε επιδεικτικά τ’ αχαμνά του.

«Μη ορέ, σ’ έχω αδερφό, ένα αίμα είμαστε, ορέ δεν κάνει, λυπήσου με, τι λόγο θα δώσεις στο Θεό ορέεε…», σπάραξε κι έτρεμε σύγκορμη.

Της έκλεισε το στόμα μ’ ένα τσόλι που έσκισε απ’ τη φούστα της, να μην ακούγεται. «Πέσε στα τέσσερα σκύλα», την πρόσταξε κι είχε κιόλας λύσει το ζωνάρι απ’ το πανταλόνι του.

Τα δάκρυα κύλαγαν ασταμάτητα στα μάγουλα του κοριτσιού. «Έπρεπε να είχα βρει το κουράγιο και να ’χα κρεμαστεί από τα χτες, τώρα θα ’χα γλιτώσει μανούλα μου», σκέφτηκε με οδύνη και με ντροπή που δεν είχε βρει το θάρρος χτες, να ’χε τερματίσει το μαρτύριο κι ας μην ήταν αυτή που έπρεπε να ντρέπεται.

Έξω είχε πιάσει η βροχή. Ακουγόταν που χτυπούσε στον τσίγκο, «τσινγκ, τσινγκ, τσινγκ», όλο και πιο δυνατά. Πήρε να στάζει στο κατώι. Η πρώτη σταγόνα έπεσε πάνω στα χέρια τση θειάκως. Δεν την κατάλαβε. Ούτε τη δεύτερη, ούτε την τρίτη ένιωσε. Απ’ την τέταρτη και μετά έπεφταν διπλές, πότε στα χέρια και πότε στο πρόσωπο της. Κάποια στιγμή συνήλθε, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε γύρω. Τούτο που ’γλεπε δεν ήταν κακό όνειρο. Ζύγισε τη δύναμη της. Σηκώθηκε, με τα χίλια ζόρια μα σηκώθηκε. Έπιασε ένα τσαπί που βρέθηκε δίπλα της, πλησίασε, με την ανάποδη τού κατάφερε πρώτα μια στη μέση και μετά άλλη μια στα πισινά.

Βόγκηξε απ’ τον πόνο αυτός. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη βρωμοδουλειά του ο διάτανος. Έπειτα, έλυσε τα χέρια του απ’ το λαιμό της Κρινιώς κι έπεσε διπλωμένος απ’ τον πόνο στο πλάι.

«Μισοχωρίστηκα σκύλα», είπε ξέπνοα.

Η θειάκω η Τάτα τον κοίταζε φαρμακερά. Το βλέμμα της γεμάτο θειάφι. Δεν είχε λύπηση για τούτο τον αφορεσμένο, τον άχρηστο. Καλά του ’κανε. Τώρα στέκονταν από πάνω του και τον φοβέριζε μ’ ένα σκουριασμένο παλιομάχαιρο πως θα του ’κοβε τ’ αχαμνά και θα τα ’δινε του σκύλου του Μερτζάνη, να τα φάει.

Η Κρινιώ ήρθε σιμά. Έτρεμε ακόμη. Αγκαλιάστηκαν.

Τη σκέπασε με το πανωφόρι της η θειάκω. «Ποδέσου και σύρε στο καλό, παιδάκι μ’ κι όπως είπαμαν, άει ψχούλα μ’ και καλή χρονιά, Πρωτοχρονιά ξημέρωσε, παιδάκι γραμμένο, σύρε στο καλό, η Κασμιρία ξέρει μην τ’ αστοχήσεις, η Κασμιρία στο Νοσοκομείο, δεν έχει κι άλλη στο Φιλιάτι κι αν θυμηθείς κάποτε άναψε μια λαμπαδούλα για τ’ εμένα, άει νά ’χεις την ευκή μ’».

Ο δρόμος ήταν έρημος ακόμη. Ένα κουβάρι σύννεφα μαζώχτηκαν πάνω απ’ το χωριό κι έριχναν με το τουλούμι. Γύρισε η θειάκω τουρτουρίζοντας στο σπιτάκι της, στεγνή κλωστή δεν είχε, μα με τη συνείδηση ήσυχη ήρθαν και βούρκωσαν από χαρά τα μάτια της.

«Θα τον βρεις το δρόμο, Κρινιώ, άει κοπελίτσα μου γραμμένη σύρε στο καλό και μη ματαγυρίσεις», μονολόγησε.

Έβαλε δυο λιανά ξύλα στο τζάκι και τρία κουκουνάρια.

Απ’ τη θαμμένη σπίθα στο κοιμισμένο μέσα στην αθάλη κάρβουνο ξύπνησε και φούντωσε η φωτιά. Έριξε από πάνω ένα ριζάρι από πλάτανο κι ένα χοντρό κούτσουρο.

Κατέβασε απ’ τον τοίχο τη μικρή σκάφη την πελεκητή να πιάσει το προζύμι να φτιάκει λουκουμάδες. Θά ’ρχονταντα κούτσικα να της κάμουν το ποδαρικό.

Ξημέρωνε σε λίγο.

Μακάρι και στις καρδιές των ανθρώπων!» ευχήθηκε η θειάκω.

Πέρασαν τα χρόνια. Παραμονή Πρωτοχρονιάς ήταν πάλι, σούρουπο κι έβρεχε. Μια κούρσα είχε σταματήσει στα πλατάνια στην κάτω πλατεία. Η γυναίκα που βγήκε με την κόκκινη ομπρέλα και σεργιάνισε στους έρημους μαχαλάδες δεν θύμιζε τίποτα στους λιγοστούς ανθρώπους που καλησπέρισε. Την πέρασαν για ξένη.

Ξένη είχε νιώσει κι η ίδια. Όλα την πονούσαν. Στη μεγάλη βρύση έσκυψε να πιεί νερό. Οι θύμησες επέστρεφαν πικρές και της έφερναν αναφιλητά και δάκρυα.

«Το νερό μόνο με θυμάται. Αλήθεια λένε πως το νερό δεν ξεχνά», συλλογίστηκε.

Για ένα χρέος είχε γυρίσει, για τη μνήμη της θειάκως.

«Η θειάκω η Τάτα», ψιθύρισε με ευγνωμοσύνη, με συγκίνηση και της φάνηκαν τα λόγια τα μόνα γνωστά σ’ ένα τοπίο που μιλούσε πια μια άγνωστη γλώσσα στην καρδιά της.

Από μακριά, γύρισε και κοίταξε τελευταία φορά πριν φύγει. Ούτε μια, ούτε δυο, μα εκατόν έξι λαμπαδούλες αναμμένες, όσα και τα χρόνια της θειάκως της Τάτας, που μπορεί να είχε φύγει πια απ’ τη ζωή μα είχε αφήσει παντού την ευχή και την αγάπη της και η Κρινιώ το ήξερε καλά αυτό, ήξερε πού χρωστούσε η ψυχή της.

Την ώρα που έκλεινε την ομπρέλα ένα περιστέρι ήρθε στραταρίζοντας στα πόδια της. Πήρε το πακέτο με τα μπισκότα από την τσάντα της, τά ’τριψε στα χέρια, τα σκόρπισε στο καλντερίμι.

«Πουλ, πουλ, πουλ», κάλεσε και τ’ άλλα πουλάκια με το βλέμμα υψωμένο στον ουρανό.

Ένα σύννεφο είχε αφήσει να φανεί για λίγο το φεγγάρι.

Ένα χέρι κι ένα άγγιγμα την ξάφνιασε με οικειότητα κι ύστερα θα ορκιζόταν πως άκουσε γνώριμη τη φωνή να της ψιθυρίζει :«Καλή Πρωτοχρονιά…»

Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου


[Από το βιβλίο «Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα», 2018, Εκδόσεις Φίλντισι, ISBN 978-618-5101-49-7]


Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου

Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Σβούρα-αρτ, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.

Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:

– Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
– Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
– Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
– Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
– Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
– Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
– Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
– Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
– Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
– Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
– Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
– Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
– Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:312