Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Η Κόρη στη θάλασσα | του Νίκου Λουκαδάκη


Θρύλοι και ιστορία των τοπωνυμίων


Ήφυγε το καλοκαίρι, εμπήκε το φθινόπωρο μα ο ήλιος, πυρωμένος ακόμη, μου χαμογελά σαν με θωρεί πρωί-πρωί να τονε ξανοίγω. Τέτοια εποχή ρέγομαι να σαλεύγω στη φύση μα οφέτος είπα ν’ αρχίξω απ’ αλλού. Έτσα μ’ έβγαλε η στράτα στην πολύβουη Χερσόνησο, για να ιδώ ίντα σημάδια αφήκανε οι ορδές των τουριστών που αλώσανε πάλι το κρητικό καλοκαίρι.

Εντάκαρα από την ανατολική μεριά της Χερσονήσου και προχωρούσα δυτικά βαδίζοντας στην παχτωμένη από τα μαγαζιά παραλιακή στράτα. Παραφορτωμένο με λογιώ-λογιώ χρώματα, ξενικές λέξεις, ξενομπασάρικα ήθη και φθιασιδώματα, το παλαιότατο φυσικό λιμάνι. Λιγοστοί μπλιο οι τουρίστες και γερόντοι μα πάλι μου χαλούνε τη βόλτα μου. Εγώ θέλω αμοναξά όταν σαλεύω στον τόπο και στον χρόνο, μα ο τόπος που διάλεξα, ποτέ δεν είχε ησυχία, πάντα πολύβουο ήταν τούτο το λιμάνι.

Η παραλία “Λιμανάκια” στη Χερσόνησο.

Σάλευα ανέγνοιος ξανοίγοντας τη θάλασσα και τα ξομπλιασμένα ακρογιάλια, ώσπου δίχως να το καταλάβω έφταξα δυτικά της Χερσονήσου, έκεια που λέμε «στα Λιμανάκια» και στάθηκα να πάρω μιαν ανάσα, κάτω από ένα κακοποδομένο αλμυρίκι. Ξάνοιξα δεξά-ζερβά, μόνο ξαπλώστρες είδα και γεροντάκια να γυαλίζουνε στον ήλιο σαν τσοι λαδοποντικούς. Στράφηκα στη θάλασσα κι έκεια στο βάθος είδα ένα βράχο που ‘μοιαζε σαν λεκανίδα, σαν σταμνί. «Α, να τηνε τη Κόρη στη θάλασσα, έβρηκά τηνε» , είπα. Γι΄ αυτήν είχα πάρει πρωί-πρωί τσι στράτες.

Η “Κόρη στη θάλασσα” όπως φαίνεται από τα “Λιμανάκια”.

Μη θωρείτε που σήμερο η θάλασσα απλώνεται έπαε παντού, μια φορά κι έναν καιρό ήτονε λέει απέραντος κάμπος κι είχε αμέτρητα αμπέλια. Ήτονε κι ένας μεγάλος νοικοκύρης που ‘χε τ’ αμπέλι του ίδια έπαε κι ήθελε μιλιούνια τσοι αργάτες για να του το μαζώξουνε. Δεν ήκουγες πράμα άλλο σ’ έτονέ τον τόπο, μόνο γλυκές φωνές και τραγούδια, τότεσας δηλαδή που ο τρύγος ήτονε πανηγύρι κι οι αθρώποι ήτονε χαρούμενοι με τα λίγα, όχι σαν εδά πού ‘ναι δυστυχισμένοι με τα πολλά.

Είχε που λέτε ο νοικοκύρης μια κόρη πεντάμορφη και καλόχαρη σαν τη γλυκιά αυγή. Επήγαινε σαφί πάνω-κάτω να βοηθά και σαν ερχόταν το σταύρωμα τση μέρας, έτρεχε να κουβαλεί το φαγητό και κρυγιό νερό με το σταμνί. Έκεινα λοιπόν τη χρονιά, ο νοικοκύρης αποφάσισε να ανοίξει ένα πηγάδι γιατί δεν νταγιάντιζε μπλιο να κουβαλεί νερό με τα σταμνιά και με τα μουλάρια. Ήβαλε λοιπόν αργάτες και ντακάρανε να σκάβουν. Εφτάξανε τόσονα βαθιά που τσοι ανεβοκατεβάζανε με τα σκοινιά.

Στο βάθος ο βράχος της “Κόρης” όπως φαίνεται από τη παραλία “Σαραντάρη” στη Χερσόνησο.

Απομεσήμερο ήφταξε και η κόρη με το σταμνί στον ώμο. Έκεινα την ώρα βρήκανε οι αργάτες νερό στο πηγάδι κι άρχιξαν να φωνιάζουν: «Νερό! Νερό!». Σίμωσε η κόρη, δίχως να κατεβάσει το σταμνί από τον ώμο, ποκρεμάστηκε στο πηγάδι και τι να δει, καταρράχτης έτρεχε το νερό. Γέμισε το πηγάδι, ξεχείλισε κι απλώθηκε το νερό παντού. Άδικα τση φωνιάζενε όλοι να φύγει από έκεια, η κόρη είχε παγώσει και δεν εμπόριε να κουνήσει.

Ο καταπράσινος κάμπος εγίνηκε θάλασσα και η κόρη πέτρωσε έκεια, να φυλά το πηγάδι που κιανείς μπλιο δεν το θωρεί, μόνο το πετρωμένο σταμνί τση Κόρης ξεπροβάλει από τη θάλασσα για να θυμούμαστε την ιστορία.

Λουκαδάκης Νίκος


Νίκος Λουκαδάκης

Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:196