Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Το ντιμπέιτ στο καφενείον «Η μαγευτική Ελλάς» και τ’ αποτέλεσμα | του Χρήστου Καραμπέτσου



–  Άντε χαμένου!… θα μ’ πεις ισύ δεν έχ’ με πρόγραμμα, μεις η μεγάλ’ Φιλελεύθερ-Εθνολεύθερ Παράταξ της Ελλάδους. Σεις: – χαζουγιάνν’ – δεν έχετ’!.. Τέρα στραβούλιακα, δε θουρείς ντιπ;.. π’ αντιγράφ’ ούλ’ αντιγράφ’, ου προκουμένους σας (με το κασκόλ) τα θκα μας; την πουλιτική μας;…

Θες για τι γιωργούς, για τι εργάτες της Λάρ’σας, για τα πιδιά απού θα σπουδάζνε δωρειγιάν στα διωτικά σκουλειά;…

– Μπρε χαντακωμένου, μπρε μουσχάρ’ του παζαργιού, απ’ δε νουγάς ντιπ, δε γλεπς μπρε απού δε σας θέλει ου κόσμους;… Ου κόσμους δεν ξεχνά μπρεεεε!.. πάρτου χαμπάρ’!

Δεν ξεχνά τη Δεξιά. Μπορεί ν’ απουλησμονήσ’ του φακέλουμα του χορουφύλκα, τη ξουρία;

Ετσ’ να κάμεις, ν’ άνοιγες του στόμα σ’ να πεις κάτι τις, και γράπ’ σε γράπουναν με το πρώτου και σε φυλάκουναν στο πι και φι και σε ’σερναν κατόπι σιακάτ στουν Ωρουπό. Κι άντε να μετάβγεις απ’ αυτούνα τα μπουντρούμια.

Αμ’ κι τα πιδιά σ’, θε νάταν λερουμένα σ’ όλου τους το βιο ίσια τα τινάζουν κακήν κακώς ξενιτημένα άλλους στι Γερμανίες, άλλους στου Καναδά κι αλλούθε.

Ο μαστρο-Δήμος ο μαραγκός: Ακουρμάζονταν σιωπηλός της Μαγδάλος του Γιαννιό και τον Παναγή της Λαμπρο-Κώσταινας, που λογομαχούσαν ανούσια, τους αποδοκίμαζε μ’ ένα βλέμμα, κι ένα ειρωνικό χαμόγελο, ανάμειχτο με οίκτο, θλίψη, σαρκασμό, και ντροπή, για την τέτοια τους αμάθεια και κουζουλάδα, σκέτα βόδια οι μπουνταλάδες (σκέφτονταν).

Αναστέναξε δύο τρεις φορές απανωτά – σιγοπίνοντας μόνος παρέκει τη ρακή του. Ωσότου ’ρθουν στο καφενέ οι αργάτες κι οι καλφάδες του να τους τρατάρει.

Ο μαστρο-Δήμος είναι πέρφανος, δεν καταδέχτηκε απ’ τους πολιτικάντηδες κέρασμα (που πριν λίγο πέρασαν απ’ το καφενέ του μπαρμπα-Μήτρου του σακάτη).

Δε σηκών’ η αφεντιά του χειραψίες, ομωχαϊδέματα, χαϊδολογήματα και τα τέτοια, απ’ τα ματοβαμμένα χέρια των φονιάδων υφυπουργών, υπουργών και υποψήφιων βουλευτών. Το «φονιάδες των λαών» έχει ανεξίτηλα χαραχτεί στο λιοκαμένο μέτωπο του κρανίου του. Στο έχει του κατάσαρκα.

Ο Παναγής δίπλα με τον Γιαννιό συνέχιζαν την κοκορομαχία, ως ξένοι γάιδαροι, σε ξένον αχυρώνα.

Κι αλήθεια ξένοι (τα κόμματα του δικομματισμού, για τα οποία κόπτονται, δεν τους εκφράζουν διόλου – αλλά δεν το κατέχουνε αυτό οι μπούφοι). Κι οι δυο τους είναι μεροκαματιάρηδες, δηλαδή σταυρώνουν μεροκάματο στη χάση και στη φέξη, με πεντέξι εκτάρια άνυδρη γη ο καθένας τους και δέκα στερφολιόδεντρα, με μισή ντουζίνα λιανομαρίδα (χωρίς βρακί) ο καθείς.

Όμως μικροαστική συνείδηση: Σωρό ολόγιομο παχνί να φάνε τα παιδιά τους, και οι κότες της αυλής τους, όλες.

Τα παλικάρια του μαστρο-Δήμου έφτασαν με το υλικό στα χέρια, πάνοπλα, εξοπλισμένα με το Ταξικό τους Δίκαιο:

– Σύντροφε μαστρο-Δήμο, ο κάτω μαχαλάς ανέβηκε, είν’ ανεβασμένος, θ’ ανταποκριθεί στις απαντήσεις των καιρών.

– Δε θα χαθεί καμία ψήφος, δε θα χαραμηθεί το Ιερό τούτο Δικαίωμα των συντοπιτών μας στις χαβούζες του δικομματισμού.

– Η Νεολαία μας δεν ανέχεται τον κόσμο τους, αυτήν την ώρα οργώνει τα σχολειά, τις φάμπρικες, τα γιαπιά, σπίτι το σπίτι συζητά, σύσκεψη τη σύσκεψη τρανεύγει.

Κάθε λεπτό, κάθε δεύτερο, κάθε στιγμή ακόμα, είναι πολύτιμη για το Κόμμα, για τον άνθρωπο του μόχθου, για το μέλλον που αυτοί όχι μόνο θα το αντέχουνε, μα και θα το κατέχουνε, θα το χτίζουνε με την Αγαπημένη τους.

– Ένα γερό ράπισμα, στ’ αυτιά του τρικέφαλου Κέρβερου, θα ’ναι η έκβαση της μάχης μας τούτης, να μου το θυμηθείτε σύντροφοι.

– Εμπρός λοιπόν γρηγορείτε!… Ο καθείς στο πόστο του! ΠΑΜΕ!

***

Την πρώτη μετεκλογική μέρα: Γεννιούνταν και πέθαιναν ως Λερναία Υδρα οι κεφαλές και τα πλοκάμια των δίδυμων τεράτων (οι μεταγραφές δίναν και πέρναν). Τα θύματα περίμεναν – τα έρμα – στην μπάντα να τα ξεκάμνουν εντελώς, να πατήσουν (επιτέλους) την Πύλη της Παράδεισος (σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω).

Όμως, οι θηρευτές έπρεπε να τα βρουν πρώτα – πρώτα μεταξύ τους τι είχανε ίσα δικαιώματα, οι μούλοι κι εξάσκηση εξουσίας πάνω τους.

Πάνω στον ευκολόπιστο, τον πάντα προδομένο μας Λαό. Έπρεπε το συντομότερο να σμίξουν τα κουκιά τους, τι είναι λιγοστά – τούτη τη φορά – του καθένα χωριστά.

Έπρεπε πάση θυσία – κεντρο-δεξιά ή κεντρο-αριστερά – να συγκυβερνήσουν.

Έπρεπε κάποιος – έτσι, είτε αλλιώς – ν’ αρπάξει το μαχαίρι, η πίτα ήταν έτοιμη, άχνιζε απ’ το Βλογημένο Ιδρό των Πλαστουργών.

Τα τεράστια κομμάτια, βέβαια, θα τα γεύονταν – ως πάντα – οι γραβατωμένοι αμφίβιοι καρχαρίες, παντός καιρού, χρώματος κι αρώματος (το χρήμα δεν έχει μυρουδιά), το λένε μάλιστα οι ίδιοι.

Τα μεγαλύτερα απ’ τα υπόλοιπα της πίτας θα επενδύονταν σιωπηλά – σιωπηλά για τα ερχόμενα σφαγεία ανά τον κόσμο.

Και, τέλος, τα τρίμματα της πίτας θα δίνονταν γενναιόδωρα – ως πάντα – στους Μεγαλόχαρους Πλαστουργούς, αλλά και στους κάθε είδους Παναγήδες, που φρόντισαν για το ψήσιμο με το κουβάλημα των ψήφων.

Όσο για τους καρχαριοτρόφους, θ’ αμείβονταν ανά βάρδια, πακέτο το πακέτο, απ’ τας Ευρώπας του πολέμου: Με κότερα, βίλες, Μπαχάμες, πολυτελείς πουτάνες και τα τέτοια. Πανάξιος ο μισθός τους!…

Και η Ιστορία, βέβαια, δε θα τους παρακάμψει! Θα τους ανταμείψει!…

Θα τους σφραγίσει ως βούβαλους για τη σφαγή – με την καταδίκη των Αιώνων.

Υστερόγραφο: Το γερό ράπισμα που ’λεγε ο σύντροφος ποιητής (εργάτης του μαστρο-Δήμου) ήταν πια αμείλιχτο γεγονός, το Κόμμα εδραιώθηκε στη συνείδηση νέων μαζών.

Πάλλει (με το αίμα τους) σε μυριάδες καρδιές. Φτερουγίζει στ’ ασύνορ’ ορίζοντα δίχως ψεγάδι συγνεφιάς: Ολορόδινο από υγεία, ευρηματικότητα, και καλοσύνη. Κατακόκκινο απ’ το πάθος του για τον Άνθρωπο.

Χρήστος Καραμπέτσος


Ο Χρήστος Καραμπέτσος γεννήθηκε στο Στεβενίκο (Αγία Τριάδα) της Λιβαδειάς. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1982. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές, συνθέσεις, ιστοριογραφήματα. Συγκεκριμένα: 1983: «Η έγκριση του κόσμου». 1985: «Δοκιμασία» και «Τ’ άστρα άρχοντες». 1988: «Ο ρυθμός των παλμών της». 1993: «Ουρανοπορεία». 1998: «Το μέτωπο». Για το έργο του έχει διακριθεί στο Β΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Καλλιθέας το 1985. Έχει διακριθεί στους Δ΄ Πανελλήνιους Αγώνες Ποίησης «Δελφική Αμφικτιονία» το 1986 στους Δελφούς. Έχει πάρει το Β΄ Βραβείο Ποίησης του Εκπολιτιστικού Κέντρου Πολίχνης Θεσσαλονίκης («Επίκουρος»), το 1988. Επίσης έχει πάρει το Α΄ Βραβείο σε Παμβοιωτικό Διαγωνισμό Ποίησης Νέων απ’ το Μορφωτικό Σύλλογο Λιβαδειάς το 1989.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:376