Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Ο κυνηγός στα όρη | του Νίκου Λουκαδάκη



 

Ήφυγ’ ο Κακοφλέβαρος, μπήκεν ο Καλομάρτης
κι η γης που κοιλοπόναγε, σέρνει μουγκρά μεγάλη,
να ξεχωστούνε τα μιαρά, ν’ ανελωθούν τ’ αγρίμια,
ν’ ανεσυρθούν οι όφιδες στων χαρακιών τη ρίζα,
ν’ ανεντρανίσουν τα πουλιά, ν’ απομυρμιδιαστούνε,
φτερό να παίξουν, ν’ ανεβούν εις τσι δεντροκορφάδες,
ν’ αρχίξουν το κελάηδισμα και το γλυκό τραγούδι,
ως τ΄ αρμηνεύγει ο έρωτας για να ζευγαρωθούνε.
Έτσα λογιώς ’νελώθηκε κι ο κυνηγός στα όρη
που από καιρό ’νεριάστηκε πως θα καλοσυνέψει,
θα μαϊνάρει ο καιρός, να πάψουν οι αφούρες,
να ξεμαργώσουν τα δεντρά, τα έχνη να σαλέψουν
και να πορίσουν τα πουλιά απ’ τ’ αοριού τσι τρύπες,
που ρέγεται να κυνηγά και να τα ξεσμιλιώνει.
Αποβραδίς επόσασε του κυνηγιού τα μπράτη
κι ήνοιξε το βουργιάλι του, το ψιλοξομπλιασμένο,
να βάλει δυο καυκιά ψωμί, τυρί μες στο λιοπάνι,
το παλαϊινό μαχαίρι του με τη καλή μανίκα
κι απόης τον λιόκουρνο σταυρό, που ’χε για φυλαχτό του,
να μην τον πιάσει ο φταρμός και το κακό αμάτι.
Στη θήκη του που ήσασε από χοντρή βακέτα,
ήβαλε τα φυσέκια του, τα καλογεμισμένα
και τον τσιφτέ ξεκρέμασε, τον μπιστικό του ορτάκη
απού σαφί τον είχενε ομορφολαδωμένο,
κι εντάκαρε κανακευτά να τονε βαβαλίζει,
να μην του σφάλει όντε θα βγει σύναυγα στο κυνήγι.
Αχάραχα σηκώθηκε, ήκανε το σταυρό του
κι απής εγοργονίφτηκε πόρισε στην αυλή του,
να λύσει το κουλούκι του, τον άγριο Καρτσώνη,
απού τον είχε πια καλά ’πο σερνικό κοπέλι,
για δε του γλύτωνε πουλί όντε ’θελα φερμάρει,
ούτε λαγός σαν ήβρισκε τη σκάρμη του στο χώμα.
Πριχού να φέξει κίνησε να βγει στο Δασονάρι
κι απόης να γύρει το Λαγκό απού ’ναι το κουτούτο,
έκεια που νεμαζώνουνται λοής πουλιά και έχνη,
για να ροζοναρίσουνε, κρυγιό νερό να πιούνε.
Φάσες του κουτελώνανε, τρυγώνια του παντίχναν,
μα τον τσιφτέ δε σήκωσε για να τα μπαλοτάρει,
μόνο την πετροπέρδικα στη βούργια του ρεγόταν
που ’ναι ξαθέρι των πουλιών, των κυνηγών λογάρι.
Ως ήφτανε εις το Λαγκό, σιμά στο Χαρακάκι,
σέρνει ο Καρτσώνης μια γαβγιά κι απόκειας κοκαλώνει,
ομπρός σε μιαν αγκαραθιά γοργοξεφουντωμένη
απού γροικούνταν τσάχαλο, σαν κάτι να σαλεύγει.
Γονάτισε ο κυνηγός στσ’ αγκαραθιάς τη ρίζα
κι είδε δυο πετροπέρδικες ομορφαγκαλιασμένες,
που γλυκοροζονάρανε και κρυφοκουβεδιάζαν
τσ’ αγάπης τσι κακοβολιές, τση εσμιγιάς τα πάθη.
Ήβγαλε αναστεναγμό απ’ τση ψυχής το σπήλιο,
κι ορθός ανεσηκώθηκε φωνιάζοντας του Χάρου:
Χάρε κακόσυρε, φονιά, τη χάρη δεν σου κάνω
να ξεταιριάσω τα πουλιά, να τα ξεζευγαρώσω,
ως με ξεταίριασες κι εμέ, απ’ τη γλυκιά μου αγάπη,
που ’μουνε συνοροργαμπρός κι ήκαψες την καρδιά μου,
μόνο θα κάμω ό,τι μπορώ τη σκάρμη να χαλάσω,
να μην τα βρούνε κυνηγοί, μήδε και πουλολόγοι».
Παίζει τ’ αέρα ο κυνηγός κι οι πέρδικες λαργάραν.

Λουκαδάκης Νίκος


Νίκος Λουκαδάκης

Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:200