Η αγάπη των αμαθιώ ντου… | του Αντώνη Κουκλινού
Το κομπολόι βαστά στα χέργια ντου κι όπως κομπολογά ένα, ένα ντοντίνι απού γλιστρά μέσα στα δαχτύλια ντου, είναι και μνια φιλοσοφημένη σκέψη.
Ανεκατώνουνται στη (γ)κεφαλή ντου ένα σωρό αθιβολές.
Τα χρόνια που περάσανε, είναι πολλά τα παντέρμα.
Σκέφτεται εκειουσάς απού ναι φευγάτοι από το ψεύτη (γ)κόσμο και δεν εφτάξανε τα γεραθιά.
Δεν επρολάβανε εγγόνια και δισέγγονα και δεν είδανε τα μαλλιά τση κεφαλής να ψαραίνουνε.
Στην αυλή ντου κάθεται κι ανημένει να περάσει κιανείς να πχιάσουνε τη κουβέντα…
Η ζωή φεύγει σα ντο τρεχούμενο νερό και στα ογδόντα μπλιό, δε θες να το πολυσκέφτεσαι, μα οντε θωρεί κιανένα συνομήλικο να κατεβαίνει το σοκάκι, πάει ο νούς του εκειά ντελόγο.
Κουμπίζει τη γ-κεφαλή ντου τα ίσα πίσω στο πλευρό τση καθέκλας και τ’ αμάτι ντου πέφτει στη ρογδιά.
Ένα ρόγδι το παντέρμο οσά ντο μικιό καρπουζάκι κρέμεται στο πλιά ψηλό κλαδί και χάσκει.
Ένας μ-ποντικός κολατσίζει ένα, ένα τα καρπούλια και τό ’χει σχεδόν ξεκουφαλιασμένο.
Σκέφτεται…
Ετόσες σάς μέρες σε ξάνοιγα να ροδοκοκκινίζεις και δεν ήκαμα ετσέ τη πατερίτσα να σε ρίξω, να σε ξεκαρπουλίσω για πχιώ τη ρακή μου, εδά σκιάς, χαλάλι σου μρε μ-ποντικέ..!
Συνειρμό κάνει με τσι άλλους μ-ποντικούς, απου του φάγανε τη μισή σύνταξη και δεν τον-ε φτάνει να βγάλει το μήνα.
Τον Αδάμη θωρεί να κατεβαίνει τα ίσα κάτω, με τη μ-ποδιά ντου γεμάτη οξυνίδες των ορνηθώ και του φωνιάζει…
-Μρέ Αδάμη, ίντα κάνεις έλα να σε ιδώ…
-Καλημέρα Αριστείδη κομπολογάς και το φιλοσοφείς πρωί, πρωί!
-Ίντα να κάμωμε τσ’ αμοναξές και τα γεραθιά…
-Δε καθίζω γιατί πάω να σάσω τα ζούμπερα, μόνο καλή μέρα να χομε.
Η κερά ντου μέσα γροικά τα νέα αποσβολωμένη και Σταυροκοπχιέται…
-Ω μυστιτέ μου Κύριε και ίντα μα σε καταράστηκενε οφέτος, ετόσεσάς φωθιές, πλημμύρες, σκοτωμοί κάθα μέρα, οι αθρώποι όσο (μ)πάει τά ’χουνε σαλεμένα λόγω τιμής.
Γροικάτηνε απόξω να βαταλαλεί και σηκώθηκενε να πάει μέσα.
-Ιντα φωνιάζεις μπρέ Αντιγόνη;
-Ξάνοιξε έπαέ τα χάλια μας και κουβέδιαζέ μου ύστερα γιάντα φωνιάζω.
-Δε σου ’χω πωμένο να μην την ανοίγεις τσι ταχινές να ταραχίζεσαι…
-Ώωω τσι κακομοίρηδες απου χάσανε τα σπίθια και τσι περιουσίες τονε, πονεί η ψυχή μου να τσι θωρώ.
-Και του λόγου μου στενοχωρούμαι μπρέ γυναίκα, μα ίντα μπορούμε να κάμωμε γερόντοι αθρώποι.
Εσίμωσε και πατεί το κομπί να κλείσει τη μπούκα τζη να μη βαταλαλεί και λέει τση κεράς του να πάνε όξω στην αντιλιαρίδα.
Επήρενε το πλεχτό και το μαξελαράκι τζη και του κλουθά να κάτσουνε παρέα.
Έχει τον εδικό τζη τόπο απού βάνει το μαξελάρι και κάθετε με τσι ώρες να πλέκει.
Την-ε ξανοίγει και τη παρατηρεί με τα γυαλιά χαμηλωμένα στη μύτη και το βελόνι στα δαχτύλια τζη να στριφογυρίζει τη (γ)κλωστή.
Η βέρα ντου στο μεσακό δαχτύλι τζη, σκιάς εξήντα χρόνους μόνιμα φορεμένη, σα να του λέει ξάνοιξέ τηνε! Εσένα παντρεύτηκε και δε ντο μετάνιωσε…
Ντελόγω ξανοίγει τη χέρα ντου, απού φορεί την εδικιά τζη και χωρίς να το καταλάβει την-ε πχιάσανε τα δαχτύλια ντου και εντακάρανε να τη χαϊδεύγουνε.
Σε ένα δευτερόλεφτο ο νούς του πάει σε εκειονά τον καιρό.
Την ερωτεύτηκε γιατί ήτονε πολύ όμορφη κοπελοπούλα και μερακλογυναίκα χορευταρού.
Κι εκείνη τον αγάπησε και δε ντου κακοκάρδισενε ποτές τση. Θυμάται πως την εθέλανε πολλοί κι ας είχανε προξενιά πεμπάτα τ’ αφέντη τζη, αυτή δεν ήθελε κιανένα.
Ο αγαπητικός τση ήτονε ο Αριστείδης και σ’ εκείνο χαλάλισε τα νιάτα τζη.
Όσο τη παρατηρεί τα μάθια ντου πάνε να βουρκώσουνε μα εκρατήθηκε.
Για μη ντο καταλάβει τση πχιάνει κουβέντα.
-Ίντα κοντώ θα τα κάμεις ετόσα νά πλεχτά μπρέ Αντιγόνη, απού δε σέρνουνται εδά και η θυγατέρα σου δε ντα θέλει.
-Το χούι δε κόβγιεται Αριστείδη δεν το κατέχεις; Μα και ίντα θες εδά; Να κάθομαι ετσά να σε ξανοίγω;
-Εγώ φταίω απού δε σού ‘μαθα τη κολιτσίνα, γη τη ξερή να παίζομε χαρθιά να περνά κι εμένα η γ’ ώρα μου.
-Έχεις το κομπολόι και ένοιασέ σε…!
Όσο γλυστρούνε οι χάντρες του κομπολογιού στα δαχτύλια ντου, όσες φορές και να τσοι μετρά και πάλι φτού κι απ την αρχή, τα μάθια ντου δε φεύγουνε από πάνω τζη.
Η αγάπη των αμαθιώ ντου, είναι ετούτηνέ η γυναίκα.
Γιατί σ’ ότι αγαπούνε τα μάθια, η καρδιά δε λέει όχι…
Αντώνης Κουκλινός