Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Η μαντινιάδα η φταίχτρα (δεύτερο μέρος) | της Άννας Τακάκη


Την επαύριο, σαν εγύρισε από το μετόχι ο Αγησίλαος, καλεί το λεγάμενο στο σπίτι και του λέει φωνιαχτά και με μάνητα ότι ετουτα-νά δεν είναι πράματα σοβαρά και τίμια να γίνονται, να τα μαθαίνει ο κόσμος και να τους κατασύρνει1. Είναι ξεγιβέντισμα2 να μπαινοβγαίνει στο σπίτι της κοπελιάς, να το κατέχει όλος ο κόσμος κι εκείνος να μην έχει ένα σοβαρό σκοπό.

-Να την-ε στεφανωθείς, να μη λένε, μπλιο, τα στόματα των αθρώπω. Αλλιώς θα να ’χεις να κάνεις μετά ’μένα. Ήκουσες; Μη παίζεις άλλο μιαν αγαθή κοπελιά.

-Δεν είμαι ακόμη έτοιμος, Αγησιλάκι, μα α’ να δεις, πως σ’ ένα μήνα το πολύ θα την-ε στεφανωθώ.

-Δηλαδή, γάμου χαρές θα να ’χομε, Ηρακλάκι; Να δούμε, θέλει, νύφη τη Ζουμπουλιά μας;

-Ελόγου μου πάντως γαμπρός θα ντυθώ!

-Ετότεσας κι η Ζουμπουλιά μας νύφη. Εύγε, ωρέ κοπέλι! Αντρίκιες κουβέντες να λέμε!

-Αντρίκιες και σοβαρές, Αγησιλάκι!

Δεν περνά ένας μήνας και σκα3 η είδηση στο χωριό ότι ο Ηρακλής παντρεύεται.

-Είδες εδά που λέγαμε ό,τι εκορόιδευγε τη Ζουμπουλιά ο Ηρακλής; Να την-ε πάρει θέλει. Φαίνεται πως είναι αγαστρωμένη αλλιώς, κοντό, να μην ήπαιρνε μια παζαβή! Είχε να λέει η Φιλιά στη γειτονιά, μα κι εκεινής σαν να μην της τα ’χανε πει καλά.

-Δεν εκατάλαβες καλά, Φιλιώ. Αυτός έχει λογοστέσει μια ξενοχωριανή και θα γενεί ο γάμος, λέει, την αποπάνω Κεριακή. Μήδε αρραβώνας εγίνηκε, μόνο ο γάμος μια και καλή και μάνι-μάνι. Έχουνε, λέει, μεγάλο καλεσώνα4 στο διπλανό χωριό. Ετοιμάζουνε γλέντια και χαρές. Τον-ε χάνομε από ’παδά5 τον Ηρακλή. Στο χωριό τση κοπελιάς θα εγκατασταθεί, απού ’χει σπίτια και περιουσίες, αλώνια και μητάτα, πράματα και θάματα. Κι είναι και μια κοπελιά, ήκουσα, απού πατεί τη γή και βγάνει αθούς, και ξανοίγει τον ουρανό και λιάζει η μέρα.

-Ωρέ, μη μου πεις! Αλήθεια; Ε, το κακομοίτσικο, το ζαβό, το Ζουμπουλιώ, κι επόμεινε έρμο και παντέρμο. Κι αν είναι κι αγαστρωμένο; Εμένα δε μου το βγάνεις, απού το νου.

-Καλός είναι κι εκείνος! Να παίζει μιαν αγαθή κοπελιά. Ήκανε απού ’κανε τη δουλειά του, μα δεν είχε και τ’ αμέντε του, σκιας.

Την Κυριακή ο Ηρακλής ντύνεται γαμπρός. Βάνει την καινούρια του βράκα με το ζωνάρι, το πλουμιστό μεϊντανογέλεκο, τα ολοκαίνουρια άσπρα στιβάνια, το σαρίκι του, στολίζει και το σομάρι τση Κανελιάς του φοράδας με μια περαματιστή πατανία από την προύκα, που του ’χε η μάνα του – Θεός σχωρέσει τη – και καβαλικεύει απάνω πεσίχαρος να πάει στο χωριό, που τον περίμενε η νύφη κι όλο της το σόι για τη στεφάνωση.

Την προηγούμενη είχανε συνεννοηθεί με τους φίλους του και με τους συγγενείς για το ψίκι6. Να είναι μαζεμένοι όλοι την τάδε ώρα στον Πέρα Μύλο και να πάρει η γαμηλιώτικη πομπή τη μακρά στράτα για το χωριό της νύφης. Είχανε ένα λυράρη και κι ένα βιολάτορα, να παίζουνε τις κοντυλιές και μαντινιαδολόγους να τραγουδούνε μαντινιάδες του γάμου.

Ο Ηρακλής κλειδώνει το μπεκιάρικο σπίτι του και φεύγει με την Κανελιά του τ’ απομεσήμερο της Κυριακής, καβαλάρης, ντυμένος στα γαμπριάτικά του, στα καλά του. Σε λίγες ώρες θα ’ναι στεφανωμένος με τη Λαμπρινή του και θα λάμπρυνε κι αυτός από τα περίσσια κάλλη της.

Μα δεν το βάσταξε ν’ απογυρίσει και να μην περάσει από το σπίτι της Ζουμπουλιάς. Και δεν τον έφτανε, μαθές, να περάσει δίχως να βγάλει τσιμουδιά, καμπαετιλής7 απού ’τανε, μόνο κοντοσταίνει την φοράδα του, σταματά στην αυλόπορτα κι αρχινά τις μαντινιάδες:

Περνώ και σ’ αποχαιρετώ, Ζουμπούλι, Ζουμπουλιά μου,

π’ εσύ μου τη δροσέρευγες την άνυδρη καρδιά μου.

Μα στέρεψε η φλέγα8 σου κι αλλού βρήκα πηγάιδι…

Δεν επρόλαβε να τελειώσει τη δεύτερη μαντινιάδα και πέφτει κάτω ο γαμπρός αναίστητος σε μια λούζα9 αίμα. Κι η Ζουμπουλιά να κλαίει στην αυλή σαν το μικρό κοπέλι.

-Ήντα γίνηκε; Παναγία μου σώσε!

Κόσμος μαζώχτηκε, απ’ όλο το χωριό. Εσκοτώσανε τον Ηρακλή; Εκείνος, μαθές, επήγαινε για γαμπρός. Πού τον-ε πέτυχε, ωρέ, ο Χάρος;

Με δυο, τρεις, μπαλωτιές κι εσείστηκε όλο το χωριό. Ένας σκουφαλός10 εγενίκανε οι αθρώποι όξω από το σπίτι της Ζουμπουλιάς. Ετούτο απού ’γινε ήτανε απίστευτο.

-Όι, το παλικάρι, ω, κρίμας το λεβέντη! Ποιός τον-ε σκότωσε; Και γιάηντα, μαθές; Τέτοια μέρα, γάμου ώρα;

[Ακολουθεί η συνέχεια]

Γλωσσάρι

1 Κατασύρνω = κατηγορώ, διασύρω.

2 Ξεγιβέντισμα (το) = ξεφτίλισμα, ντροπή.

3 Σκα = σκάει.

4 Καλεσώνας (ο) = κάλεσμα του γάμου.

5 Επαδά, ’παδα = εδώ πέρα.

6 Ψίκι (το) = συνοδεία του γαμπρού ή της νύφης στο γάμο.

7 Καμπατλής (καμπαέτι) = αματωλός (αμάρτημα).

8 Φλέγα (η) = πηγή.

9 Λούζα (η) = λίμνη, λάκκος.

10 Σκουφαλός (ο) = σωρός, ανακάτωμα.

Άννα Τακάκη


Απόσπασμα από το βιβλίο «Αροδαμοί κι αγκαραθιές» της Άννας Τακάκη, Σβούρα Εκδοτική 2023, ISBN 978-618-86522-5-5


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:271