Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Ο Αντώνης Ανηψητάκης για το βιβλίο της Άννας Τακάκη «Αροδαμοί κι αγκαραθιές»


Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Πέμπτης 20 Ιούλη 2023 η εκδήλωση παρουσίασης του νέου βιβλίου της Άννας Τακάκη – Μαρκάκη «Αροδαμοί κι αγκαραθιές». Η εκδήλωση έγινε στην πιο δροσερή γωνιά της Σητείας, στον Δημοτικό Κήπο Σητείας στις 20:30 το απόγευμα. Ο Δημοτικός Οργανισμός Κοινωνικοπολιτιστικής Ανάπτυξης Σητείας ένταξε την εκδήλωση στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Κορνάρεια 23». Πλήθος κόσμου από νωρίς κατέφθασε στον Δημοτικό Κήπο για να παρακολουθήσει την παρουσίαση του βιβλίου. Εκ μέρους του ΔΟΚΑΣ παραβρέθηκαν ο πρόεδρος κ. Κωστής Λιμπερίου και η εντεταλμένη σύμβουλος πολιτισμού κα Μαρία Γιαννακάκη.

Για το νέο βιβλίο εκτενή κι εμπεριστατωμένη αναφορά και παρουσίαση έκαναν ο πολιτικός μηχανικός Αντώνης Ανηψητάκης και η εκπαιδευτικός και λογοτέχνιδα Μαρία Ζωγραφάκη.

Παραθέτουμε παρακάτω την παρουσίαστη του κ. Αντώνη Ανηψητάκη:

«Λένε πως ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας των εξατομικευμένων προϊόντων γενικώς , είτε πρόκειται για ρούχα, είτε για φάρμακα, είτε θα ‘λεγα και για βιβλία. Νομίζω ότι το βιβλίο της Άννας Τακάκη που παρουσιάζουμε σήμερα επιβεβαιώνει αυτή την άποψη, είναι δηλαδή γραμμένο κυρίως για ανθρώπους σαν κι εμένα, παραγγελιά με μια έννοια. Την ευχαριστώ λοιπόν για αυτή την εξατομικευμένη απόλαυση που μου χάρισε. Αν έχει μια αξία αυτή η παρατήρηση είναι γιατί μας απελευθερώνει από τις ιεραρχήσεις των ευπώλητων και των κλασικών και μας βοηθά να εστιάσουμε όχι στο διάσημο, αλλά στο εξατομικευμένα λειτουργικό, ξαναλέω τη φράση έργο λαού εξατομικευμένο. Περί αυτού πρόκειται, για ένα ατομικό δημιούργημα, της Άννας, πού εμπεριέχει πολύ λαϊκή σοφία και απευθύνεται κατ’ εξοχήν σε ανθρώπους που είχαν παρεμφερή βιώματα.

Ζήρος και Αρμενοχαντράδες, τα τρία χωριά του ωραίου οροπεδίου της Σητείας βρήκαν εμένα και την Άννα τέλη της δεκαετίας του 50 αρχές του 60 να μοιραζόμαστε παρόμοιες εμπειρίες. Η Άννα τις περιγράφει στα διηγήματά της, εμένα μου τις ανακάλεσαν τα διηγήματά της. Η Άννα, λίγο πιο μικρή, ήταν μόνιμη κάτοικος Ζήρου, εγώ λίγο πιο μεγάλος ήμουν παραθεριστής στο Χαντρά. Όχι δεν γνωριζόμασταν τότε. Μας έστελνε ο πατέρας μου τα καλοκαίρια με τη γιαγιά μου τη Βασιλεία, της μάνας μου τη μάνα στο πατρικό του στο Χαντρά, δίπλα στην Παναγία, στη μέση του χωριού. Στο Χαντρά έζησα λοιπόν 5-7 χρονών τη βουκολική ζωή του καλοκαιριού, όχι και πολύ μακρινή από την εποχή του Ομήρου και του Ησιόδου. Γεύτηκα το θερισμό, τριγύρισα με το το βολόσυρο στο Αλώνι του θείου μου του Ανεγνώστη, το λουναπάρκ σαν να λέμε της εποχής, ανέβηκα στο γάιδαρο και τη φοράδα του, πρόσεχα το σταμνί και το νερό, θυμάμαι τη δυσοσμία του στάβλου-τώρα τον συλλογιέμαι ως μονάδα ανακύκλωσης, αλλά και την ευωδιά του αχνιστού ψωμιού του φούρνου, έφτιαχνα με τους συνομηλίκους μου σφεντόνες και φουρνάκια και μαζεύαμε ρετάλια φιλμ από τις προβολές των πλανόδιων κινηματογραφιστών στο μεγάλο καφενείο.

Όμως σε αυτή την τρυφερή ηλικία, όπως λένε οι γλωσσολόγοι, σε αντίθεση με όλα τα άλλα όργανα του ανθρωπίνου σώματος που αναπτύσσονται αργότερα – πλην ίσως της ψυχής που διαμορφώνεται ακόμα νωρίτερα -το γλωσσικό όργανο βρίσκεται στο απόγειο του, σε αυτή την ηλικία μαθαίνει αβίαστα και με τέλεια προφορά και 2 και 3 μητρικές γλώσσες αν έχει τα ακούσματα, τις μαθαίνει προφορικά δηλαδή. Έτσι έμαθα κι εγώ τα κρητικά, το πλουσιότατο ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης που διάλεξε ο δίγλωσσος ο Κορνάρος – ήξερε και τα ιταλικά – για να γράψει το αριστούργημά του τέσσερις αιώνες νωρίτερα. Στην εκμάθηση βοηθούσαν σίγουρα και τα ακούσματα στην κωμόπολη της Σητείας, στο σπίτι, στο δρόμο, στο σχολείο, όμως τα καλοκαίρια του Χαντρά τα μαθήματα ήταν ταχύρρυθμα γιατί τα λόγια ή τα αστικώς καθομιλούμενα Ελληνικά σχεδόν εξέλιπαν. Άκουγες μόνο κρητικά.

Στα διηγήματα της η Άννα επεξηγεί 1000 περίπου τέτοιες λέξεις, διόλου λίγες, που με έκπληξη διαπίστωσα πως πολλές ενώ είχα να τις ακούσω 60 χρόνια, τις θυμόμουν, άλλες πάλι τις έβγαζα αβίαστα από τα συμφραζόμενα. Υπήρχαν όμως και αρκετές που δεν τις ήξερα και τις έγλυφα σαν καραμέλες ταξιδεύοντας στην προέλευση, την ετυμολογία τους, στον πλούτο του νοήματός τους. Λέξεις αρχαίες, ομηρικές, λέξεις βυζαντινές, αραβικές, λατινογενείς, τουρκικές, ιδιαίτερες Κρητικές σαν τη λέξη ας πούμε “κουνουπισμένος” όπου ο ανωφελής κώνωψ αποδεικνύεται ωφέλιμος γλωσσικά στην παρομοίωση της κίνησης του μεθυσμένου ανθρώπου. Οι γλωσσικοί προβληματισμοί και συνειρμοί που μου προκάλεσε η συλλογή ήταν απολαυστικοί, ενδεικτικά τρεις.

Συνειρμός πρώτος.

Πριν 20 περίπου χρόνια στο Καρύδι έγινε μια σημαντική ποιητική βραδιά. Ο σπουδαίος Κύπριος ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης είχε απαγγείλει ποιήματά του συγκινώντας το ακροατήριο. Στο τέλος της εκδήλωσης έγινα μάρτυρας τούτης της σκηνής. Ο Σοφοκλής, ένας Καρυδιανός, πλησιάζει συγκινημένος τον ποιητή και του λέει, «ξέρετε κύριε Χαραλαμπιδη τι σπουδαίο χάρισμα έχετε που μπορείτε να εκφράζετε αυτά που νιώθετε; Εγώ κάποιες φορές ξυπνώ τη νύχτα και κλαίω γιατί δεν βρίσκω τις λέξεις να πω στη γυναίκα μου τα όνειρά μου». Ε λοιπόν, 20 χρόνια μετά, ήθελα να ‘ταν κοντά η Άννα για να παρηγορήσει το Σοφοκλή δείχνοντας του πως η γλώσσα μας, το ιδίωμά μας έχει κι αυτό τη δυνατότητα να εκφράσει τα όνειρά μας, εφάμιλλα με τη λόγια γλώσσα του σπουδαίου ποιητή.

Συνειρμός δεύτερος.

Η γλώσσα, οι λέξεις δεν είναι απλώς μέσον έκφρασης νοημάτων, εμπεριέχουν νόημα καθεαυτές, νόημα με χυμούς λαϊκής σοφίας. Ψάχνουμε ας πούμε μια θέση στο δημόσιο, αλλά ποτέ δεν ψάχνουμε θέση στον ιδιωτικό τομέα, εκεί ψάχνουμε δουλειά. Άλλο θέση- κάθισμα κι άλλο δουλειά. Στον παλιότερο αυτό κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό μου για τη γλώσσα τα διηγήματα της Άννας μου πρόσθεσαν ένα νέο για τη σχέση Γλώσσας και Ιστορίας. Η Ιστορία γράφεται στις εθνικές γλώσσες με ιδιοτελή, συνήθως εθνικιστικό τρόπο. Δεν είναι εύκολο να γραφτεί μια Ιστορία που ξεπερνάει τους εθνικισμούς και να αναδεικνύει τον κοινό ουμανιστικό πυρήνα των παγκόσμιων ζητημάτων, οι εθνικισμοί, ακόμα και σήμερα που ζούμε το λυκόφως τους, αντιστέκονται, αρνούνται να ενσωματώσουν στο ιστορικό τους αφήγημα τον παγκόσμιο ουμανιστικό χαρακτήρα που έχουν τα σύγχρονα προβλήματα, όπως η κλιματική νάρκη, οι πανδημίες, οι ροές των ων μεταναστών που προκαλούνται από τις κοινωνικές ανισότητες. Το βιβλίο της Άννας ήρθε να μου δείξει πως στο πεδίο της κρητικής διαλέκτου, του ιδιώματος της Ανατολικής Κρήτης, έχει επιτευχθεί αυτός ο ζητούμενος από μένα οικουμενικός στόχος που αναδεικνύει τον ανθρωπισμό ως πρωτεύουσα αξία έναντι του εθνικισμού. Εννοώ τον αβίαστο και δημιουργικό τρόπο που και το τοπικό μας ιδίωμα ενσωμάτωσε και εμπλουτίστηκε με πληθώρα λέξεων από όσους ήρθαν στον τόπο μας, και τους κατακτητές. Αναφέρομαι στους Βενετούς που ήρθαν ως κατακτητές και έφυγαν ως βενετοκρητικοί αφήνοντας μας τον Ερωτόκριτο. Αναφέρομαι στους Οθωμανούς κατακτητές που έφυγαν ως Τουρκοκρητικοι παίρνοντας μαζί τους τον Ερωτόκριτο. Αναφέρομαι όμως και στο διήγημα της Άννας με το κουρσαράκι όπου η ανθρωπιά υπερβαίνει τη βία.

Συνειρμός τρίτος, συντομότερος.

Κατάλαβα καλύτερα το Διονύσιο Σολωμό, γιατί αγόραζε λέξεις. Το βιβλίο της Άννας μας τις χαρίζει γενναιόδωρα. Αν γινόταν να του το χάριζες Άννα ο κυρ Διονύσιος θα σε ευγνωμονούσε.

Ωστόσο αναστοχάζομαι και το περίφημο ερώτημά του «“Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;” Μήπως 200 χρόνια μετά αποκτά νέο νόημα, μήπως με το ανθρωπισμό που κρύβει η γλώσσα – αυτόν που σημείωσα πιο πριν – μας βοηθήσει να απελευθερωθούμε από τους ανιστόρητους πλέον εθνικισμούς που συνεχίζουν να κοκκινίζουν την Ιστορία ώστε να συνεννοηθούμε επειγόντως στη βάση της κοινής μας μοίρας. Συγχωρήστε μου την όποια υπερβολή, αλλά προχθές κινδυνέψαμε να καούμε στο σπίτι μας ένεκα της παγκόσμιας κλιματικής βόμβας.

Δυο λόγια για την απόλαυση της αφήγησης.

Ζώντας σε έναν χαώδη και ανόητο – χωρίς νόημα- κόσμο, ο άνθρωπος ανέκαθεν είχε ανάγκη να τον νοηματοδοτήσει. Με τι θρησκείες νοηματοδοτούσε τις μεταφυσικές αγωνίες του, με τις αφηγήσεις τις φυσικές. Έχω χαρακτηρίσει τον Ερωτόκριτο ως πολιτικό ευαγγέλιο που δίδασκε αρχές και τρόπους ζωής. Ανάλογα λειτουργούσαν και οι αφηγήσεις στα χωριά μας, αλλά την ίδια ανάγκη καλύπτουν και οι σύγχρονες πλατφόρμες της τηλεόρασης. με τις ταινίες και τις σειρές που προσφέρουν αφειδώς. Το διήγημα είναι ίσως η πιο πρόσφορη φόρμα αφήγησης διότι είναι σύντομο, μπορεί να εξιστορηθεί και να σχολιαστεί άνετα σε μια αποσπερίδα. Τέτοια νομίζω ήταν τα ακούσματα που ενέπνευσαν την Άννα, ώστε να τα μεταπλάσει σε διηγήματα ή να εμπνευστεί τα δικά της.

Κάποια είναι σπαρταριστά, εξωφρενικά τα χαρακτηρίζει η ίδια. Το πρώτο, “ο Γάμος του Δημητρού” πρέπει να βασίζεται σε πραγματικό γεγονός, όπου η οικογένεια με τις δυο κόρες την άσχημη και την όμορφη, προσπαθεί να πασάρει στον ερωτοχτυπημένο με την όμορφη νέο, την άσχημη. Θυμάμαι και τη σχετική μαντινιάδα από άλλη εξιστόρηση.

“Και σαν εποδιαφώτιζε Ιησούς Χριστός ενίκα / δεν ήτο η Θεόκλειτη μόν’ ήτο η Αννίκα”

Το πιο εντυπωσιακό διήγημα κατά τη γνώμη μου, είναι “η Μαρταρόγα”, σουρεαλιστικό τελείως, όπου η Άννα πλάθει έναν υπέροχο χαρακτήρα, τον Πολυνίκη, που βρίσκει τον τρόπο να ξεφτιλίσει τον προικοθήρα υποψήφιο γαμπρό. Η Άννα μου αποκάλυψε πως ενώ η ιστορία ήταν γνωστή, ωστόσο για τη δόμηση του συγκεκριμένου χαρακτήρα του Πολυνίκη, βασίστηκε στον ίδιο τον πατέρα της που ήταν και ο ίδιος ένας υπέροχος θεατρίνος, ο διασκεδαστής του χωριού, παρά τη συνεχή γκρίνια της μάνας της.

Όμως αρκετά είπα, σας προτρέπω να διαβάσετε το βιβλίο, που περιμένουν με μέγιστη αδημονία οι γέροντες της Ζήρου. Αδημονεί και η Άννα να δει την αντίδρασή τους, θα το αντιμετωπίσουν σαν αροδαμό που θα τους ευωδιάσει με μνήμες των νιάτων τους ή σαν αγκαραθιά που θα τους κάνει να σκεφτούν πως “καλύτερα τα αμίλητα παρά τα μιλημένα”. Στοιχηματίζω ότι θα κερδίσει ο Αροδαμός.

Ωστόσο ένα άλλο ερώτημα απασχολεί εμένα. Η ζωή και τότε και τώρα ορίζεται από τρεις δυνάμεις, τις ίδιες παρά τις τεράστιες αλλαγές που έχουν επισυμβεί. Τη δύναμη της λογικής που σχετίζεται με τον επιούσιο, τη δύναμη του παραλόγου που σχετίζεται με τον έρωτα και τη δύναμη της τύχης – μοίρας. Το ερώτημα που με απασχολεί είναι αν η συνολική ποιότητα ζωής είναι καλύτερη σήμερα ή τότε. Φοβάμαι πως οι σύγχρονες αγκαραθιές είναι ισχυρότερες από τους σημερινούς αροδαμούς. Ωστόσο το βιβλίο της Άννας μου δίνει μια κάποια αισιοδοξία, πέραν βέβαια από την απόλαυση για την οποία πρέπει να σας έπεισα ότι την βίωσα.»

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:407