Χρόνος ανάγνωσης περίπου:16 λεπτά

Ο Γιαναμάθης | της Άννας Τακάκη



Kείνους τους χρόνους τους καιρούς, –πάνε πολλά τέρμενα1 οπίσω– οι φαντάροι εκάνανε πολλά χρόνια στο στρατό. Σαν είχε φτάσει η ώρα ν’ απολυθούνε, γυρίζανε στα σπίτια τους κι εβρίσκανε τις γυναίκες τους ασούσσουμες2, αδύνατες και βασανισμένες, γιατί ’χανε να μεγαλώνουνε μωροκόπελα, που τους αφήνανε, είχανε και τη γης αμοναχές να τη δουλεύουνε για μια μπουκιά ψωμί.

Ο Γιαναμάθης εγύρισε στο χωριό του μετά από πέντε και βάλε χρόνια, που υπηρέτησε την πατρίδα. Είχε πιάσει εν τω μεταξύ κι ο πόλεμος και η κερά του δεν εκάτεχε το χάλι του, αν ζει ή επόθανε. Όταν τον είδε μια μέρα να προβαίρνει στην πόρτα, αξύριστος, ταλαιπωρημένος κι ελεεινός, εγανάχτησε να καταλάβει, ποιος ήτανε, εγανάχτησε να μπει στο νόημα, γιατί ’τανε και «πέντε βούγια δυο μουσκάργια3», που λέει κι ο γιαραντάνης4 λαός.

Το δε κοπελάκι του, που ’τονε γοργό5 πέντε χρονών, όταν έφυγε το ’φηκε στην κοιλιά της μάνας του και δα το βρήκε έτοιμο, μεγαλωμένο, ένα θηλυκουδάκι μελαχρινό κι ονόστιμο. Μόνο πως το μουτράκι του ήτανε του παντέρμου ωσάν του ποντικού από την αδυνατιά και τ’ αυτάκια του πετούσανε ορθά ωσάν του μαϊμουνιού. Μόλις τον είδε το κοπέλι κρύφτηκε στο μακροφούστανο της μάνας του.

-Έλα πα μικιό να δεις τον κύρη σου! Του λέει ο Γιαναμάθης και ντεροσπά6 ολότελα το κοπέλι, ως τον-ε θωρεί άγριο και κουρελιασμένο με τα γένια και τα μαλλιά και πάει και χώνεται στα μεσοπίθαρα7 της αποθήκης κι αγαναχτήσανε να το βγάλουνε όξω.

Με τα πολλά, κι αφού πρώτα επλύθηκε, εξυρίστηκε και σενιαρίστηκε ο νιοφερμένος πατέρας, εσύβασε το κοπέλι, να το βάλει στην ποδιά του. Του ’δωσε και μια καραμέλα, που του ’τυχε στην τσέπη, για να το γλυκάνει, κι εκίνησε και το κανάκιζε.

-Χαρώ τα ’γω τα χεράκια σου, κανακαράκι8 μου, απού ’ναι ωσάν τα λουλουδάκια!

Και η κερά του η Παρθενόπη, ως του γροικά του λέει:

-Μόνο κοντό9; Ας ήλειπε, κείνο, ο παπάς… Κι απόι…

Ο Γιαναμάθης δεν έδωσε σημασία, σε τούτα τα λόγια της κεράς του. Εκάτεχε πως ήτανε και ολίγον ανισόρροπη –ας είναι δα– και συνεχίζει τα κανάκια του κοπελιού:

-Χαρώ τα ’γώ τα ποδαράκια σου, απού ’ναι ωσάν τα βλασταράκια!

-Μόνο κοντό; ας μην ήτονε, κείνο, ο παπάς, κι απόι ήθελα να χει ποδαράκια! Ζουγλό10 ’θελα να ’ναι. Ανάπηρο να το ’χω επά να κείτεται.

-Ήντα κουζουλάδες είναι ετούτες-ας που λες, γυναίκα; Της απαντά, μα δεν την-ε παίρνει πάλι στα σοβαρά, γιατί το ’χε, πούρι, το κουσούρι να πετά τέτοιες παλαβοκουβέντες. Ο νους του ήτανε στο κοπέλι, απού το λαχτάριζε τόσα χρόνια και δεν το ’ποχόρταινε να το θωρεί.

-Χαρώ τα ’γώ τα ματάκια σου, κοπελιδάκι11 μου, από κεια φέγγω!

Λέει πάλι του κοπελιού και το χαϊδολογά.

-Κοντό, να μην είχε μάτια! Τον αποσώνει πάλι η κερά του. Στραβό ’θελα να ’ναι, κακομοίρη μου, αόμματο! Εσάσε κι ήρθε ο άγιος άθρωπος και του τα ’βαλε. Ο Θεός να τον έχει καλά και ν’ αργήσει να έρθει ο θάνατός του, απού μου ξετέλεψε γερό το κοπέλι.

-Τσ’ ομυαλούς σου τσοι χυμένους! Ήντα δουλειά ’χει, ωρή, ο παπάς στο κοπέλι μας;

-Ήντα δουλειά; Η σπορά σου ήτονε μισή. Έτσα μου ’πε ο άγιος άθρωπος. Ήφυγες και μου ’φησες μισό το κοπέλι στην κοιλιά, κι ήθελα να γεννήσω ένα παράουρο12, δίχως πόδια, δίχως χέρια, δίχως μάτια, δίχως αυτιά. Ένα κουτσούρι! Ήντα να το κάμομε, κακομοίρη μου, ένα κουτσούρι; Εσάσε και το κατάλαβε ο άθρωπος του Θεού κι ήρθε και μου το ’ποξετέλεψε.

– Εκειοσ-άς σου το ’πόσπυρε, δηλαδή;

-Ναίσκες! Τη μια ήρθε να του βάλει τα πόδια, την άλλη τα χέρια, την άλλη τα μάτια, την παράλλη τ’ αυτιά, τη μύτη, το στόμα.

-Ααα, έτσα τάξε μου, ε; Και δε μου λες, κερά, τ’ αυτιά του δεν εκάτεχε να του τα βάλει πλια μικιά; Γιάντα τα ’κανε έτσα μεγάλα; Για να πετούνε ορθά, ωσάν τα κέρατα;

-Δε κατέχω για κεινα-νά, κύρη μου, μα να σου πω, πούρι, και τ’ άλλο το πλια καλό;

-Ναίσκες! Όλο αυτιά ’μαι να τ’ ακούσω, που να με πάρει ο…

-Ύστερα ο ευλοημένος εμπαινόβγαινε επαδά κάθα βράδυ για να του βάλει, λέει, τον ομνυαλό. Γιατί ’θελε, πούρι σου, πολύ καιρό να πήξει κειος-ας, κι εγανάχτησα να τον-ε ξενεγκολληθώ13, αλλά να ’ναι καλά, ο βλοημένος άθρωπος, απού βγήκε σοϊκό14 το κοπέλι μας κι είδες το εδά ήντα έξυπνο είναι; Και τα ό,τι δεν κατέει! Ωρή συ Πηνελοπάκι, κάνε του πατέρα σου «τσίμπι τσίμπι ο κόρακας…» Πε του και το τραγουδάκι.

Το κοπέλι ξεθαρρεύγει και κινά15 και λέει το τροπάρι:

Τσίμπι, τσίμπι κόρακα,

πού τα πας τα πρόβατα;

Κάτω στα λαγόματα,

στα κοκκινοχώματα

για να φάνε χώματα.

Σφάζουν’ ύστερα τ’αρνί,

τρώει η νύφη το μερί,

κι ο γαμπρός την κεφαλή

κι όλη νύχτα κατουρεί

το παντέρμο τζη πουλί.

Ύστερα κινούνε όλοι τα γέλια και τα χωρατά. Και για μια στιγμή, σαν και να σουφρώσανε τα χείλια του Γιαναμάθη, όσο ελόγιαζε τα λεγόμενα της κεράς του, κι άρχιζε να το καλολογιάζει16

-Το λοιπός, Παρθενόπη, ο παπάς, έ;

Κατάλαβε ο έρμος πως «κάποιο λάκκον έχει η φάβα» και μεγάλο μάλιστα, και κινά ν’ ανεβαίνει το αίμα στην κεφαλή του. Εκοκκινήσανε αυτιά, μάτια, μάγουλα, μύτη, κι απού το στόμα σα να του ’βγαινε μια φουνάρα17.

-Και δε μου λες εδά, γυναίκα, της λέει αγριεμένα, πώς το κατάλαβε ο παπάτσουλας πως ήτανε μισό το κοπέλι μας;

-Μετά χαράς, να σου πω, κύρη μου. Ήρχουντανε επαδά μετά τη λειτουργιά κι επασπάτευγε18 την κοιλιά μου κι ήβανε τ’ αυτιά του απάνω τζη να δει αν-ε γροικήσει, λέει, του κοπελιού, μα δεν εγροίκα πράμα.

Εξάμωνε19 τα μάτια του, ωσά τον κόρακα απάνω κεια να το δει μα δεν εθώργειε πάλι πράμα. Ύστερα μου ’λεγε ν’ ανοίγω τα σκέλια μου κι εκειά ’πομέσα, λέει, τα θώργειε και τα γροίκα όλα! Τα χέρια του, τα πόδια του, τα μάτια του, τα αυτιά του, όλα! Κι απόι γυρίζει και μου λέει:

«Παρθενόπη, πλάσμα αγαθό… αμαρτία είναι να γεννήσεις… να δεις πως μου το ’πε το κοπέλι… α, τέκνο! Να γεννήσεις τέκνο λειψό, χώρις χέρια και χώρις πόδια, χώρις μάτια και στόμα. Ένα τερατάκι θα γεννήσεις, ένα τέρας αόμματο»!

-Ωρέ σώπα! τέτοια πράματα σου ’λεγε ο πονόψυχος; Κι απόι σαν εθώργειε κι ήτονε λειψό το κοπέλι, ήντα σου ’κανε δα ύστερα για να το συμπληρώσει; Μπάνα20 σου ’διδε κιανένα λιβανόχορτο;

-Όι, όι! Μου ’κανε ό,τι μου ’κανες και του λόγου σου. Να, ανέβαινε απάνω μου και ύστερα ήλεγε το Πάτερ ημών και κάμποσες άλλες προσευχές, μα δε κατέω δα να σου τσι πω κειες-ας. Μα η ουσία είναι, κύρη μου, ότι εβγήκε γερό το κοπέλι μας.

-Έτσα ε; Να σου τον-ε σάσω, θέλει εγώ, τον τραγόπαπα, πού δα μου πάει;

-Δηλαδή, θα βρει δα και το μπελά του από πάνω; Λέει άκακα η παντέρμη κι απονήρευτη γυναίκα του.

-Μην ανησυχείς, Παρθενόπη μου, κι εγώ θα πάω να τον ευχαριστήσω ιδιαιτέρως.

Περνά ο καιρός, κι ο Γιαναμάθης έχει μέσα του ένα κόμπο χιλιοσφιμένο, απού τον έσφιγγε, μα πως τον έσφιγγε! Να τον-ε πνίξει! Ένας κόμπος που του καθότανε στο λαιμό, να μην μπορεί να φάει και να πιει, να μην μπορεί να καταπιεί. Κι όπως συλλογούντανε του ’ρθε στο νου ένα τερτίπι.

Σκέφτεται πως ετούτος ο παπάς, που έμενε στο απέναντι χωριό, ήτανε προύχοντας με περιουσίες και υπάρχοντα. Είχε και τρεις θυγατέρες θροφανές21 και μια παπαδογυναίκα, σαν τη φρεγάτα. Αφήνει γένια, αφήνει μαλλιά, απού δεν εβλεπότανε ο κακομοίρης. Βάνει και ό,τι παλιά και κουρελιασμένα ρούχα είχε και πάει στην εκκλησά την ώρα που τελείωνε ο εσπερινός.

Λέει του, κλαημένος: «Παπά μου, δεν έχω να φάω δεν έχω να πιω, είμαι έρμος και παντέρμος στον κόσμο! Πάρε με φαμέγιο22 σου, να μου δίδεις μια μπουκιά φαΐ. Πάρε με, κι ό,τι δουλειά θες δα σου την-ε κάνω, ακόμη και καντηλανάφτη πάρε με, ακόμη και στο στάβλο βάλε με, να σου καθαρίζω τσι κοπρές. Δεν έχω ήντα να γενώ και πού να γείρω»!

-Και ποιος είσαι ετουλόγου σου, που δα σε βάλω στ’ αρχοντικά μου, πώς σε λένε;

-Γιαναμάθη, παπά μου, κι είμαι από τα καημένα χωριά. Έρμος και κατακαημένος είμαι, χωρίς ένα αποκούμπι κι ήρθα, να σου ζητήξω μια χάρη μπροστά στην αγιοσύνη σου.

-Και παντρεμένος είσαι μπρε;

-Ντα, δεν επρόλαβα ακόμη, παπά μου. Ό,τι κι εγυάειρα ο κακομοίρης από τον πόλεμο. Ήκαμα χρόνια τραματισμένος και ταλαιπωρημένος. Με ήντα κότσα23 εδά να παντρευτώ; Όλα σου λέω τα ’χασα. Και τσοι γονέους μου και τ’αδέρφια μου κι επόμεινα έρμος και παντέρμος.

Με τα πολλά, ο παπάς τον-ε λυπήθηκε και τον-ε παίρνει στη δούλεψή του. Εβρήκε του κατευθείας δουλειές να κάνει. Μια μέρα, που ξημέρωνε μεγάλη γιορτή κι είχε να λειτουργήσει σ’ ένα ξωμονάστηρο αλαργοπά24 από το χωριό του λέει:

-Γιαναμάθη, εγώ δα φύγω από σήμερο ενωροπάς να πάω να κάμω τον εσπερινό στον προφήτη Ηλία, μόνο εσύ να φέρεις αύριο το πρωί την παπαδιά με τσι θυγατέρες μου να λειτρουηθούνε και να τσι μεταλάβω. Αλλά πρέπει να τσι σηκώσεις πριχού να ξημερώσει, λίαν αυγή, γιατί θα να ’χετε και τρεις ώρες δρόμο.

-Μετά χαράς, παπά μου, να τσι φέρω. Και τα δυο μουλάρια δα ζέψω να τσι βάλω απάνω να μην πορπατούνε. Πήγαινε του λόγου σου στη δουλειά σου, πήγαινε στη λειτουργιά σου, κι εγώ δα τα φροντίσω τ’ αποδέλοιπα.

Φεύγει ο παπάς και μόλις εβασίλεψε ο ήλιος λέει ο Γιαναμάθης στην παπαδιά και στις κοπελιές να πάνε να θέσουνε ενωρίς, γιατί θέλουνε να σηκωθούνε τις βαθιές αυγές να φύγουνε και πρέπει να ’ναι ξεκούραστες για το πανεγύρι.

Μα, μόλις που τις είχε πιάσει ο πρώτος ύπνος, πάει και τις ξυπνά και τους λέει πως κοντεύει να ξημερώσει μόνο να σηκωθούνε, να ποσυναχτούνε25 και να φύγουνε. Πάει κι αυτός και σομαρώνει26 τα μουλάρια, στρώνει στα σομάρια δυο πατανίες27 με τα κούμαρα κι ανεβάζει τις κοπελιές απάνω. Οι κοπελιές με τα καλά τους τα φουστάνια, με τα χρυσαφικά τους και με τα ντοντίνια28 τους, ήτανε σωστές αρχοντοπούλες, μα και η παπαδιά δεν επήγαινε οπίσω.

Πήρανε το στρατί κι ήτανε ακόμη το φεγγάρι μεσούρανα. Ο Γιαναμάθης κάνει ότι ξανοίγει το φεγγάρι κι ύστερα τως-ε λέει:

-Γοργόνες μου, λαλείτε να πάμε σε κείνη τη σπηλιά που φαίνεται στη κορφή του βουνού.

-Γιάηντα, Γιαναμάθη μας;

-Κακομοίτσες μου, ήκαμα λάθος την ώρα και σας-ε ξύπνησα πολλά ενωρίς και θέλομε ακόμη μισή νύχτα μέχρι να ξημερώσει. Για κειόνα πρέπει να πάμε να ξωμείνομε στη σπηλιά κι αποδιαφώτιστα29 δα μισέψομε να πάμε στο μοναστήρι.

Ξεπεζεύγουνε, το λοιπός, όξω από τη σπηλιάρα, δένει τα μουλάρια, βγάνει τις πατανίες ο Γιαναμάθης και τις στρώνει χάμαι κι ύστερα τους λέει να θέσουνε, γιατί έχει ακόμη μισή νύχτα.

-Όσκες, εμείς φοβούμαστε και δε θέτομε. Φοβούμαστε τσι κλέφτες και τσ’ αφανταξές30. Λένε οι κοπελιές κι επουδενί το λόγο να θέσουνε.

-Γατέεις, Γιαναμάθη μας, μπορεί να μας-ε κλέψουνε τα χρυσαφικά μας. Επαδά είναι ερημιά και φοβούμαστε, λέει η Αλισάβα, η πλια μεγάλη.

-Ήντα λογάται, απού δα φοβάστε κοτζάμ γοργόνες! Αφού είμαι εγώ επαδά, ήντα φοβάστε, φρεγάτες μου; Για τα χρυσάφια σας, να μην έχετε καθέλου έγνοια. Να, επαδά στον πόρο31 τση σπηλιάς δα στέκω να σας-ε παραφυλάσσω. Ελόγου σας να κοιμηθείτε, γιατί ταϋτέρου είναι πανεγύρι και πρέπει να ’σαστε ξεκούραστες και φρέσικες.

Με τα πολλά ο Γιαναμάθης τις σύβασε κι εθέσανε και, σαν τις επήρε για τα καλά ο ύπνος κι ερουχαλίζανε, πάει σιγά-σιγά και τους βγάνει όλα τα χρυσαφικά και τα χώνει στις τσέπες του. Μόλις άρχισε να σκα η αυγή32 από την απέναντι κεφάλα, τις ξυπνά για να φύγουνε να πάνε στο μοναστήρι.

Σηκώνονται όλες μαζί και θωρούνε πως τους ελείπανε ολονών τα μαλάματα. Ξυπνά πρώτα η μια και κινά τις φωνές:

-Παναγία μου, κι εκλέψανέ μου τα χρυσαφικά! Κι εμένα λέει η άλλη, κι η άλλη. Η δε μάνα τους έκανε σαν αγοησμένη33

-Ε, του λόγου σου, δε μας ήλεγες ότι ήθελα να στέκεις στον πόρο; Ποιος επήρε τα χρυσαφικά μας; Λέγε, Γιαναμάθη! του χύνονται όλες μαζί.

-Μα εγώ, καλές μου, δεν εκούνησα από τον πόρο.

-Κι εδά, ευλοημένε, ήντα δα πούμε του παπά; Αλίμονό μας! Έχει να γενεί και η παπαδιά…

-Αλήθεια σας-ε λέω! Εγώ ο κακομοίτσης ήστεκα όλη τη νύχτα στον πόρο τση σπηλιάς κι είχα το νου μου για ληστές και δαίμονες, μα να σας-ε πω ένα πράμα; Εγώ κατέχω ήντα γενήκανε.

-Ήντα γενήκανε, Γιαναμάθη μας;

-Τα πουλιά σας τα φάγανε, κακομοίρες μου, κι είναι εδά ατά μέσα στην κοιλιά σας.

-Τα πουλιά μας τα φάγανε; Πώς;

-Γοργόνες μου, στοιχειωμένη, λένε, πως είναι η σπηλιά, γιατί μια πριγκιποπούλα, που αποκλείστηκε επαδά στα χιόνια πριν από πολλά χρόνια, ήπαθε κι αυτή το ίδιο.

-Κι εδά, πώς θα πάμε στο πανεγύρι χωρίς χρυσά, χωρίς μαλάματα; Λέει η Αγαθόκαλη, η πλια μική.

-Γροικάτε εκειέ; Τα πουλιά μας, λέει, τα φάγανε! Γιάηντα, μαθές; Επεινούσανε; Πώς θα τα βγάλομε εδά όξω, λέει κι η μάνα τους.

-Κατέχω εγώ ένα τρόπο, μα θέλει, καημένες μου, απομονή. Έχω μια καλή ντανάλια, πρώτο πράμα εργαλείο, και θα σας τα βγάλω όξω, μόνο από δα και πέρα πρέπει να προσέχετε, γιατί είναι επίφοβο να σας τα ξαναφάνε.

-Δηλαδή, ήντα πρέπει να κάνομε; Ανερωτούνε όλες μαζί.

-Πρέπει να βαστάτε το πουλί σας με τα δυο σας χέρια από δα και πέρα, γιατί εδά, που γλυκάθηκε, δε θα σας αφήσει ένα!

-Έλα Γιαναμάθη, άιντε δα να μας τα βγάλεις πρώτα, λέει η πρωτοκόρη, κι εμείς από δα και πέρα θα να ’χομε τ’ αμέντε34 μας.

-Πού την έχεις την ντανάλια;

-Έπαέ ’ποκάτω την-ε βαστώ, αλλά πρέπει πρώτα να βγάλω τση μάνας σας. Ε, Αντρομάχη, ήντα λες;

-Φέρε ογλήγορα την ντανάλια σου, κι άιντε παλικαρά μας! Εμείς θέλομε τα μαλάματά μας, ο κόσμος να χαλάσει!

Τη βάνει κάτω, το λοιπός, της κάνει κανονικά «τη δουλειά», δήθεν ότι βγάνει τα χρυσαφικά, και της τα δίδει ένα-ένα από την τσέπη του. Το ίδιο έκαμε και στις τρεις θυγατέρες της, που εδείχνανε να φχαριστιούνται, σαν εξαναβρίσκανε τ’ ακριβά τους μαλάματα.

-Γιάετε δα, τους λέει, μόλις εκαβαλικέψανε στα μουλάρια. Τα χέρια σας να μην τα βγάνετε από τα πουλιά σας. Και στην εκκλησά να τα βαστάτε καλά, γιατί εκειά ’ναι πλια επίφοβο, να σας τα ξαναφάνε.

Φτάνουνε, εν τέλει, στο μοναστήρι, στέκονται στη λειτουργία και μέχρι να τελέψει, αυτές εβαστούσανε και με τα δυο τους χέρια τα πουλιά τους.

Εθύμιαζε ο παπάς κι αυτές το χαβά τους! Βαστούσε το θείο δισκοπότηρο ο παπάς, αυτές το ίδιο. Έλεγε το Πάτερ Ημών ο παπάς, νταχά μπετέρι35!.. Μήδε σταυρό εκάνανε, μήδε μεταλάβωση πασκάσανε.

Τους κάνει γρυλιές36 ο παπάς, νοήματα, αυτές πράμα! Ανάβει, ξανάβει ο έρμος εκειδά, που τις θωρούσε όλες σε τέτοια στάση, μα είχε και τη λειτουργιά. Στη μέση να την αφήσει;

Κι ήτανε οι εκκλησιαζόμενοι ουκ ολίγοι. Κόσμος περίεργος, που ξάνοιγε τις γυναίκες να κρατούνε το «πράμα τους» μέσα στην εκκλησά κι εσαστίσανε όλοι. Περγελούσανε, εξανοίγανε ο γεις τον άλλο κι εσιγομουρμουρίζανε.

Θωρούσε τα, πούρι, όλα τούτα ο παπά-κύρης τους κι εκόντευε να σπάσει το θυμιατό από τα νεύρα του. Άφριζε από το κακό του! Σαν ετέλεψε η λειτουργιά κι έδωσε ο βλοημένος και το αντίδωρο, τις παίρνει παραπέρα και τους βάνει τις φωνές!

-Σα δε ντρέπεστε! Ήντα πράμα ήτονε, ωρή, αυτόνα που κάνετε;

Εξεγιβεντίσετέ37 με, ανεράιδες! Να μη κάμετε σταυρό, να μη πάρετε μεταλάβωση, να μη φάτε αντίντερο, μόνο να μου κάνετε τούτονά το γίβεντο38, που κάνετε, να σας-ε θωρούνε οι γ-αθρώποι! Ρεζίλι με κάμετε, αθεόφοβες! Ρεζίλι! Πού το μάθετε, τούτο-να το πράμα;

-Ο Γιαναμάθης μάς το ’πε, πατέρα μας, να το κάνομε, γιατί εχάσαμε τα χρυσαφικά μας στη σπηλιά, που μας-ε πήγε να θέσομε. Τα πουλιά μας, λέει, τα κατάπιανε κι εκάτσε, ο παντέρμος άθρωπος, και μας τα ’βγαλε ένα-ένα από την κοιλιά.

-Στη σπηλιά σας-ε πήγε; Οϊδά! και πώς σας τα ’βγαλε, δα ύστερα; Λέει ξεσταμένος ο παπάς.

-Ήβανε ένα καλό εργαλείο από κάτω μας και μας τα ’βγανε ένα-ένα.

-Και για να μη μας τα ξαναπάρουνε, μας είπε να βάλομε τη χέρα μας στο πουλί μας να το βαστούμε, του λέει κι η μάνα.

Ο Γιαναμάθης, που στεκότανε παραπέρα, θωρεί όλη τούτη τη σκηνή με τον παπά εξαγριωμένο και χαίρεται από μέσα του. Πήδους παίζει από τη χαρά του, γιατί θαρρεί πως εβρήκε το δίκιο του.

Ξεναγκασμένος ο παπάς κοντοσιμώνει εκεί που ’κανε δήθεν ο Γιαναμάθης τον ανέγνοιο και τον-ε ρωτά.

-Και για να ’χομε δα καλό ρώτημα, ωρέ κοπέλι, πώς το κάτεχες ελόγου σου πως τα πουλιά ντως τα φάγανε τα χρυσαφικά; Αλλά και για να ’χομε και δεύτερο ρώτημα, πώς εκάτεχες και τως τα ’βγαλες δα ύστερα;

-Έτσα που κάτεχες κι ελόγου σου, παπά μου, πως ήφησα το κοπέλι μου δίχως χεράκια και ποδαράκια, δίχως αφτάκια και ματάκια κι εκάτεχες να του τα ’ποσώσεις39. Και για να μάθεις ακόμη ένα, παπά μου, όπως ήβαλες και του λόγου σου τα χεράκια και τα ποδαράκια και τα ματάκια του κοπελιού μου, έτσα ήβγαλα κι εγώ τα χρυσαφικά από τη γυναίκα σου και τσι θυγατέρες σου.

Τον παπά τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Μια φούντωση εγίνηκε η μούρη του, κι ύστερα εκιτρίνισε κι επόμεινε σούζος! Εκατάπιε τη γλώσσα του κι από κει και πέρα δεν εξαναλειτρούησε.

Μην κάμεις, μη σου κάμουνε, μη πεις να μη σου πούνε.

Την ξένη πόρτα κουρκουνείς40, την εδική σου σπούνε,

…που λέει και ο γιαραντάνης λαός.

Παλιά μυθοπλασία.
Από την αφήγηση της αείμνηστης
Γεωργίας Τσαμπανάκη
Δάφνη, Σητείας 


Γλωσάρι

1 Τέρμενα (τα), τέρμινα = απροσδιόριστος μοιρολατρικός χρόνος.

2 Ασούσσουμος (ο) = άσχημος, αγνώριστος, αλλαγμένος εμφανισιακά.

3 Έκφραση για να χαρακτηρίσουν το μέγεθος της βλακείας κάποιου.

4 Γιαραντάνης, (ο) = δημιουργός (παραφθορά από τούρκ. Yaratan).

5 Γοργό = γρήγορα, παρά λίγο.

6 Α-ντεροσπώ = τρομάζω.

7 Μεσοπίθαρα (τα) = τα πιθάρια μεσαίου μεγέθους.

8 Κανακαράκι (το) = μικρό και χαϊδεμένο.

9 Κοντό = ερωτηματικό επίρρημα.

10 Ζουγλό (το) = ελαττωματικό, στα πάνω ή στα κάτω άκρα.

11 Κοπελιδάκι = μικρή κοπελίτσα.

12 Παράουρο (το) = ελαττωματικό.

13 Ξενεγκολλούμαι = ξεκολλώ, ξελευτερώνουμαι.

14 Σοϊκός (ο) = σωστός, καλής ποιότητας, καλής γενιάς.

15 Κινά = αρχίζει.

16 Καλολογιάζω = εξετάζω, σκέπτομαι με προσοχή.

17 Φουνάρα (η) = μεγάλη φωτιά, φλόγα.

18 Πασπατεύγω = ψαχουλεύγω.

19 Ξαμώνω = σημαδεύω, καρφώνω με το μάτι.

20 Μπάνα = μήπως.

21 Θροφανός (ο) = ευτραφής, παχύς.

22 Φαμέγιος (ο) = υπηρέτης, δούλος.

23 Κότσα (τα) = αντοχές.

24 Αλαργοπά = από κάπως μακριά.

25 Αποσυναχτούνε = ετοιμαστούνε.

26 Σωμαρώνω = βάζω το σαμάρι.

27 Πατανία (η) = είδος υφαντού κλινοσκεπάσματος.

28 Ντοντίνια (τα) = στολίδια.

29 Αποδιαφώτιστα = αξημέρωτα.

30 Αφανταξά (η) = φάντασμα.

31 Πόρος (ο) = είσοδος.

32 Να σκα η αυγή = να ξημερώνει.

33 Αγοησμένη (η) = έξαλλη, δαιμονισμένη.

34 Τ’αμέντε σου = την προσοχή σου.

35 Νταχά μπετέρι (ιδ. φρ.) = δεν παίρνει χαμπάρι, πέρα βρέχει.

36 Γρυλιά (η) = νόημα με τα μάτια, το άγριο βλέμμα.

37 Ξεγιβεντίζομαι = ντροπιάζομαι.

38 Γίβεντο (το) = ντροπή, ρεζίλι, κακή πράξη.

39 Αποσώνω = συμπληρώνω.

40 Κουρκουνώ = χτυπώ δυνατά και σείω.

Άννα Τακάκη


[Απόσπασμα από το βιβλίο της Άννας Τακάκη «Αροδαμοί κι αγκαραθιές», Σβούρα εκδοτική, 2023, ISBN 978-618-86522-5-5.]


Άννα Τακάκη

Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:

Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:374