Δεκαεννιαυγουστιάτικα μεζεδάκια | του Νίκου Σαραντάκου
Τη βδομάδα που μας πέρασε, της μεγάλης ραστώνης ας πούμε, είχαμε τον Δεκαπενταύγουστο. Πέρασε το ορόσημο, σήμερα έχουμε Δεκαεννιαύγουστο, εξού και ο τίτλος στα μεζεδάκια μας, που προβλέπονται κάπως ελλιποβαρή διότι κι εγώ νικήθηκα από τη ραστώνη αλλά κι εσείς που στείλατε λιγότερα αλιεύματα. Τέλος πάντων, προχωράμε.
Και ξεκινάω με κάτι εκκλησιαστικό, ίσως μια παρωνυχίδα. Φίλος στέλνει το εξής απόκομμα, που όπως βλέπετε είναι από χάρτινη εφημερίδα και επισημαίνει το «ποιμενικά καθήκοντα».
Νομίζω πως δίκιο έχει να το επισημαίνει, διότι μπορεί οι ιερείς και οι ιεράρχες να είναι ποιμένες, αλλά τα καθήκοντά τους τα λέμε «ποιμαντικά».
Επειδή όμως, διατί να το κρύψω άλλωστε, τα εκκλησιαστικά δεν είναι το φόρτε μου, αν κάποιος φίλος του ιστολογίου ξέρει καλύτερα, ας επιβεβαιώσει ή ας αντικρούσει.
* Φίλος στέλνει λινκ από άρθρο για τα αλσατικά κρασιά, όπου, ανάμεσα σε άλλα, διαβάζω:
Τα Riesling συνήθως είναι ξηρά, με έντονες οξύτητες, πλούσια σε αρώματα ανθών και φρούτων, με πικάντικες νύξεις και εμφανή πετρόλ νότες, ειδικά με την παλαίωση.
Στάθηκα, βέβαια, στο «εμφανή πετρόλ νότες». Και η μεν ακλισιά εύκολα επισημαίνεται και διορθώνεται, αφού είναι «νότες» θα είναι «εμφανείς».
Αλλά τι είναι οι πετρόλ νότες; Λοιπόν, είναι η βενζίνη. Πράγματι, τα κρασιά Ρίσλινγκ, όταν παλιώνουν, έχουν οσμή βενζίνης.
* Φίλος στέλνει τη φωτογραφία που βλέπετε (έκοψε τους αριθμούς) από πινακίδα αυτοκινήτου, μια φωτογραφία που ταιριάζει και με το προχτεσινό άρθρο του ιστολογίου, ενώ επαναφέρει τη συζήτηση για το πώς θα λέμε τον Hezze, το νέο μεταγραφικό απόκτημα του Ολυμπιακού.
Θα περίμενα, λέει ο φίλος, κάποιος αρμόδιος να είχε φροντίσει να μη δίνεται αυτός ο τριγράμματος συνδυασμός σε πινακίδες.
* Η Καθημερινή είχε συνέντευξη με τον Γάλλο μεγάλο σεφ Alain Ducasse, που βρέθηκε στην Κρήτη, συνδυάζοντας διακοπές με δουλειά. Στον τίτλο, το όνομα του Γάλλου σεφ είχε αρχικά μεταγραφεί «Άλεν Ντούκας», δηλαδή εντελώς λάθος στον τονισμό αφού κανονικά είναι Αλέν Ντυκάς -έτσι θα το έγραφα εγώ, διότι κρατάω το υ για να μεταγράφω το γαλλικό u και το γερμανικό ü (Μύλερ, ας πούμε).
Τελικά κάποιοι το είδαν και έγινε διόρθωση κατά το ήμισυ, το επώνυμο γράφτηκε Ντουκάς, σωστά τονισμένο στη λήγουσα, αλλά το όνομα έμεινε Άλεν, ίσως προς τιμήν του Γούντι Άλεν.
(Αν συμβατικά μεταγράφουμε με υ το u/ü, αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για τον Γούντι Άλεν ή τον Νικολά Σαρκοζί).
* Κι άλλη μια ακλισιά: Αθήνα – Πάτρα, λέει, με τρένο και λεωφορείο «μέσω Κιάτο».
Λέτε να είναι έλξη από το Κιότο, την παλιά πρωτεύουσα της Ιαπωνίας; Πάντως, φίλοι που έχουν σπίτι στο Κιάτο λένε κανονικά «του Κιάτου».
(Βέβαια, ο σταθμός του Κιάτου δεν βρίσκεται στο Κιάτο αλλά στο Πάσιο, δυο χιλιόμετρα πιο πέρα).
* Κι ένα μεταφραστικό, αλλά από γλώσσα που δεν την ξέρουμε όλοι. Το Πρώτο Θέμα (και άλλα μέσα) μεταφέρει ανάρτηση του Έντι Ράμα για την υπόθεση Μπελέρη, όπως και την απάντηση του φυλακισμένου Μπελέρη. Στη μακροσκελή ανάρτησή του, που ξεκινάει με το ελληνικό ρητό Νόμω πείθου, αλλά στη συνέχεια είναι γραμμένη στα αλβανικά, προφανώς, ο Έντι Ράμα λέει, σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση:
Αλλά ποιος και πώς μπορεί σήμερα να απελευθερώσει από τη φυλακή έναν Αλβανό υπήκοο ελληνικής υπηκοότητας, ο οποίος ως υποψήφιος δήμαρχος κατηγορείται από την Ειδική Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς και του Οργανωμένου Εγκλήματος ότι διέπραξε το αδίκημα της εξαγοράς ψήφων -για το οποίο ο Ποινικός κώδικας της Αλβανίας είναι σαφής και δραστικός – ενώ σύμφωνα με την αμετάβλητη απόφαση στα τρία στάδια της δίκης, θα πρέπει να κρατηθεί μέχρι το τέλος της δικαστικής διαδικασίας εναντίον του;!
Η ελληνική υπηκοότητα δίνει στον Αλβανό πολίτη που κατηγορείται από την SPAK και κρατείται υπό προφυλάκιση από τα δικαστήρια της χώρας, διαφορετικό καθεστώς από άλλους 48 Αλβανούς πολίτες με αλβανική υπηκοότητα, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων δημάρχων του κόμματός μου, που σήμερα κρατούνται με τις κατηγορίες του ίδιου σώματος; με πανομοιότυπες αποφάσεις των ίδιων δικαστηρίων;!
Τα μαύρα είναι δικά μου. Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Ο Αλβανός υπήκοος μπορεί βέβαια να έχει (και) ελληνική υπηκοότητα (δηλ. ιθαγένεια) αν και οι δυο χώρες δέχονται τη διπλή ιθαγένεια, αλλά εν προκειμένω ο Μπελέρης δεν έχει ελληνική υπηκοότητα/ιθαγένεια, ελληνική εθνικότητα έχει. Ελληνική υπηκοότητα/ιθαγένεια είχε ο αντίπαλος του Μπελέρη, ο Γιώργος Γκόρος, και του αφαιρέθηκε επί υπουργίας Κοτζιά.
Στο αλβανικό κείμενο ο Ράμα χρησιμοποιεί τον όρο kombësia – εθνικότητα από το komb – έθνος, λαός. Η ιθαγένεια θα ήταν shtetësi, όπως είναι στις αλβανικές ταυτότητες -όλα αυτά μου τα λέει ο αλβανομαθής υπηρεσίας, εγώ απλώς βρήκα περίεργες τις αναφορές σε «ελληνική υπηκοότητα» και θέλησα να το ψάξω.
Βέβαια, για να είμαι δίκαιος, με τους όρους αυτούς υπάρχει αρκετό μπέρδεμα σε πολλές γλώσσες.
* Κι άλλο ένα αλβανικού ενδιαφέροντος. Σύμφωνα με τον Σκάει, η Ιταλίδα πρωθυπουργός έκανε διακοπές στην Ιταλία και μάλιστα πλήρωσε και τον λογαριασμό Ιταλών τζαμπατζήδων
Aλλά τότε πώς βγήκε φωτογραφία με τον Έντι Ράμα; Φαίνεται πως και ο Ράμα θα πήγε διακοπές στην Ιταλία.
Αν όμως διαβάσουμε το άρθρο, θα δούμε ότι το περιστατικό με τους τζαμπατζήδες έγινε στην πόλη Μπεράτ, η δε πόλη Μπεράτ, το Μπεράτι, βρίσκεται στην Αλβανία. Μην προκαλέσουμε και διπλωματικό επεισόδιο, φίλοι του Σκάει! Κι έτσι εξηγείται και η φωτογραφία με τον Ράμα όπως και το ότι πήρε για προσβολή το πιστόλιασμα που έριξαν οι συμπατριώτες της και έφυγαν χωρίς να πληρώσουν.
* Ένα αγόρι έχασε στο Πήλιο αν όχι τα πάντα, πάντως το λούτρινο πάντα του, και ανάρτησε σχετική αγγελία, στην οποία γράφει, ανάμεσα σε άλλα:
Σας παρακαλώ, βοηθήστε με να τον βρω. Οι γονείς μου θα ανταμείψουν τον ανεύρετη και με 250 ευρώ
Ελπίζω να μη μείνει ανεύρετο το πάντα, αλλά ο ανεύρετης δεν πρόκειται να το βρει, ούτε καν ο ανευρέτης.
Θα ανταμείψουν τον ευρέτη, μάλιστα. (Υπάρχει και σχετικός νόμος που προβλέπει υποχρεωτικά εύρετρα, αλλά δεν ξέρω αν έχει εφαρμογή στα… πάντα).
Ή, όπως έλεγαν τα παιδιά στα χρόνια μου, τότε που μιλούσαμε μπαμπά μας γλώσσα, «θα ανταμείψουν αυτόν που θα το βρει».
* Mια καταπληκτική προσθήκη στις δέλτους της Νομανσλάνδης, όπως την κατέγραψε ο Εαρίων στη Λεξιλογία (μεταφέρω κοπυπαστηδόν):
Βίκτωρ Λούντορουμ, ο πολυνίκης αθλητής της Νομανσλάνδης.
Κυκλοφορεί ως προσφορά από την εφημερίδα Βήμα η βιογραφία του Αριστοτέλη Ωνάση (Πίτερ Έβανς, Ωνάσης, ο Έλληνας μεγιστάνας), ανατύπωση παλαιότερης έκδοσης του 1988 από τις Εκδόσεις Κάκτος. Διάβασα από περιέργεια τις πρώτες πενήντα σελίδες, γεμάτες ανακρίβειες και απόλυτες παρανοήσεις της ιστορικής πραγματικότητας, οφειλόμενες είτε σε άγνοια του συγγραφέα είτε σε ηθελημένη συσκότιση («παραμυθιάσματα») που σκορπούσε ο βιογραφούμενος για το παρελθόν του. Εντάξει ως προς αυτά, αλλά και η μεταφορά από το πρωτότυπο στα ελληνικά προκαλεί γέλια, για τις πολλές αστοχίες της (μεταφράστρια Στέλλα Κωνσταντινέα). Για να μη σας κουράζω, προσπερνώ ελαφρότερα ατοπήματα (π.χ. ο ιστορικός αθλητικός σύλλογος Πέλοψ της Σμύρνης γίνεται Πέλλος, ο Κασαμπάς, ανθούσα κωμόπολη κοντά στη Σμύρνη, 58 χιλιόμετρα απόσταση, γίνεται η Κασάμπα, «750 μίλια ανατολικά της Σμύρνης» (!), το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών αποδίδεται «Αθηναϊκό Κέντρο Μελετών της Μικράς Ασίας», που σημαίνει ότι η μεταφράστρια δεν το είχε ακούσει ποτέ της, κ.ά.), και επικεντρώνομαι στο ένα και μοναδικό πολύτιμο πετράδι:
Καλός κολυμβητής, κωπηλάτης και παίκτης του γουότερ-πόλο, ο Αρίστος έγινε μέλος της αθλητικής λέσχης Πέλλος (σ. 23) …
Δεν κατάφερε να γίνει ο Βίκτωρ Λούντορουμ στους καλοκαιρινούς αγώνες της λέσχης του (σ. 28)»
Ο Βίκτωρ Λούντορουμ δεν είναι κανένας αθλητής πρότυπο της εποχής εκείνης (1922), ούτε κανένας αστέρας του Χόλυγουντ σαν τον Τζόνι Βαϊσμίλερ, είναι η λατινική έκφραση victor ludorum, που σημαίνει νικητής των αγώνων (εδώ ίσως με την υπερτονισμένη έννοια του πιο τιμημένου νικητή όλων των αγώνων μιας διοργάνωσης).
Αξίζει νομίζω να μπει κι αυτός στη χορεία των μεγάλων προσωπικοτήτων της Νομανσλάνδης.
* Κι ένα χτυπητό μεταφραστικό για το τέλος.
Όπως βλέπετε, ο Μαλίκ τάδε «αυτοκτόνησε πετώντας τον εαυτό του μπροστά σε ένα τρένο». Κι ύστερα, υποθέτω, πήρε ένα άλλο τρένο και γύρισε σπίτι του.
Πρόκειται βέβαια για χονδροειδή κατά λέξη μετάφραση του throwing himself in front of a train.
Aλλά δεν το λέμε έτσι, παιδιά. Εντάξει, το κατάπιαμε το «να προσέχετε τους εαυτούς σας», αλλά μην τους πετάτε και μπροστά σε τρένα!
* Λοιπόν, καλό Δεκαεννιαύγουστο, τα λέμε το άλλο Σάββατο!
10/08/2023
Νίκος Σαραντάκος
https://sarantakos.wordpress.com/
Ο Νίκος Σαραντάκος γεννήθηκε στο Παλαιό Φάληρο το 1959. Σπούδασε χημικός μηχανικός και αγγλική φιλολογία. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων και άλλα βιβλία. Δουλεύει μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα σε Λουξεμβούργο και Ελλάδα. Ενδιαφέρεται για τη φρασεολογία, την ετυμολογία και τη λεξικογραφία καθώς και για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά. Δημοσιεύει τα κείμενά του, γλωσσικά και άλλα, στο ιστολόγιό του sarantakos.wordpress.com/ και στο sarantakos.com. Σε μια άλλη ενσάρκωση, γράφει στα αγγλικά και στα γαλλικά για το μπριτζ (το παιχνίδι).
Τα βιβλία του:
«Για μια πορεία», διηγήματα (1984, β’ έκδ. 1988) εκδ. Σύγχρονη Εποχή
«Μετά την αποψίλωση», διηγήματα (1987, β’ έκδ. 1989) εκδ. Σύγχρονη Εποχή
«Μότσαρτ-Αλληλογραφία» (1991, β’ έκδ. 2001) εκδ. Ερατώ
«Το αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων» (1997) εκδ. Δίαυλος
«Γλώσσα μετ’ εμποδίων» (2007) εκδ. του Εικοστού Πρώτου
«Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία» (2009) εκδ. του Εικοστού Πρώτου
«Λέξεις που χάνονται» (2011) εκδ. Το Βήμα
«Λόγια του αέρα» (2013) εκδ. εκδ. του Εικοστού Πρώτου
«Οπωροφόρες λέξεις» (2013) εκδ. Κλειδάριθμος
«Η γλώσσα έχει κέφια» (2018) εκδ. του Εικοστού Πρώτου
«Μύθοι και πλάνες για την ελληνική γλώσσα» (2019) εκδ. ΕΑΠ
«Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» (2020) εκδ. Του Εικοστού Πρώτου
Έχει κάνει την επιμέλεια στην έκδοση των βιβλίων:
«Συμποσιακά», του Κώστα Βάρναλη,
«Αττικά: 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για την Αθήνα και την Αττική», του Κώστα Βάρναλη,
«Τα δεκατρία ντόμινα και άλλες ιστορίες», του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,
«Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ», του Κώστα Βάρναλη,
«Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες», του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,
«Γράμματα από το Παρίσι», του Κώστα Βάρναλη,
«Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες», του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,
«Κάπου περνούσε μια φωνή», του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,
«Η νοσταλγία του Γιάννη», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,
«Famous Bridge Records», του David Bird,
«Bridge Hands to Make You Laugh…and Cry», του David Bird.