Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Μπορεί να ’φταιγε και η ρακή | του Μιχάλη Στρατάκη


Αν μου ήτανε μπορετό, ετούτες τις αράδες δεν θα τις έγραφα σε χαρτί, μα θα τις σκάλιζα σε βράχο, για να μπορούνε να τις διαβάζουνε εκείνοι που γιγνώσκουν ά αναγιγνώσκουν…

Κατέχω πως δεν είναι πολλοί, μα μια μέρα πολλοί θα γενούνε…

«Εγώ, μρε, είμαι άθεος;» μου ’πε και τα μάθια του εγυαλίζανε από μάνητα.

«Ετόσονα με γατέεις, ετόσανα λες» επρόστεσε κι έβγαλε από τον κόρφο του το πακέτο με τα τσιγάρα.

Ένοιξε το πακέτο, Καρέλια άφιλτρο, κι έβγαλε ένα τσιγάρο. Το ’κοψε στη μέση και μου ’δωσε το ’να μισαδάκι.

«Μόνο άμα το μοιράζομαι καταλαβαίνω τη γλύκα ντου» μου εξήγησε, δίχως να ανιμένει ερώτηση.

Ανάψαμε τα μισαδάκια, εξανοίγαμε ο γεις τον άλλο δίχως να μιλούμε κι εγώ ήδη μετανοιωμένος ήμουνε που τον είχα πει «άθεο».

Επέρασε ώρα ίσαμε να μου ξαναμιλήσει.

Μόνο εκαταχτύπα την κατσούνα του στο στιβάνι του κι έσερνε τσοι τρίχες του μουστακιού του, απού ’τανε κίτρινες από τη νικοτίνη.

«Δεν είμαι άθεος, κατά που λες σύντεκνε, μόνο που ’χω τσοι δικούς μου θεούς» εξαναντάκαρε την κουβέντα, σαν είχε ξεμανίσει.

Αχνιά μιλιά δεν έβγαλα, μόνο επερίμενα ν’ ακούσω τα ποδέλοιπα απού ’χε να μου πει.

Εσηκώθηκε από την καθιά του, επήγε στην παραστιά κι έριξε δυο κούτσουρα στη φωθιά, ανέλωσε τα κάρβουνα και ξαναγιάγυρε σιμά μου με το μισοκαδιάρικο μπουκάλι τση ρακής ξαναγεμισμένο και δυο οφτές πατάτες στη χέρα του.

Σαν εγέμισε τα ποτήρια κι έσαξε τσοι πατάτες σπάζοντας τις με τη γροθιά του και ρίχνοντας απάνω τους λεμόνι και χοντρό αλάτσι, εντάκαρε πάλι να μου μαρτυρά την πίστη του.

«Γροίκα σύντεκνε, εγώ γράμματα δεν κατέω. Ίσαμε την Τρίτη του δημοτικού επήγα κι απόις στα όρη. Ίσα ίσα την αλφαβήτα έμαθα. Τα 24 γράμματα τσ’ αλφαβήτας γατέω κι αυτά είναι οι 24 θεοί που προσκυνώ» μου ’πε.

Μήτε λέξη δεν του αντιγύρισα, γιατί δεν ήθελα να τον-ε βγάλω όξω από τη στράτα που επορευότανε η σκέψη του.

«Ετούτοι-να είναι, σύντεκνε, οι 24 θεοί μου. Ετούτοι-να εσάξανε το ντουνιά κι εκάμανε τον άθρωπο άθρωπο, από οζό που ήτανε. Ετούτοι-να οι εδικοί μου θεοί εκάμανε τσ’ αθρώπους να μιλούνε και να μη πλαντούνε και τσοι κάμανε να κουβεδιάζουνε για να μη μακελλεύονται μεταξύ τους. Ετούτανα τα 24 γράμματα είναι οι θεοί απού παίρνουνε τσοι σκέψες, τσοι πεθυμιές, τα ’ρωτηματικά, τσ’ αγωνίες, τσοι φόβους, τσ’ ορμηνιές, τα πάθητα, τσοι πόνους και τσοι χαρές τ’ αθρώπου και τσοι ταξιδεύουνε στα μυαλά και στσοι καρδιές όλων των άλλων αθρώπων, κάνοντας τους καλύτερους. Άμα δεν υπήρχανε ετούτοινα οι θεοί, μήτε άθρωπος μήτε ντουνιάς θα υπήρχε σήμερο. Εκατάλαβες σύντεκνε;» με ρώτηξε ξανοίγοντας με στα μάθια.

«Παλεύω να ξεδιαλύνω τση κουβέντες σου για να καταλάβω» του απάντησα και αληθινά του μίλουνα.

Επίναμε, ετρώγαμε και εκαπνίζαμε μισαδάκια Καρέλια άφιλτρο, για κάμποση ώρα.

Εξαναντάκαρε να μου μιλεί.

«Ετούτονε σκέψου μόνο. 24 γράμματα όλα κι όλα είναι. Κι αυτά τα 24 γράμματα μπορούνε και γεννούνε ετόσες σας λέξες κι ετόσες σας κουβέντες, απού δεν τσοι χωρεί ο νους τ’ αθρώπου. Φτάνει ο ένας θεός να βρεθεί δίπλα στον κατάλληλο αδερφοθεό του. Μιλιούνια λέξες έχουνε γραφτεί ίσαμε εδά κι εκατομμύρια μιλιούνια θα γραφτούνε στη συνέχεια. Ξάνοιξε, σύντεκνε, πόσα βιβλία έχουνε γραφτεί κι έχουνε ανοίξει τα μάθια και τσοι καρδιές τ’ αθρώπου και σκέψου πόσα θα γραφτούνε ακόμη στον αιώνα τον άπαντα. Σκέψου πως μήτε επιστήμες θα υπήρχανε, μήτε τέχνες, μήτε γραφιάδες, μήτε αθρώποι που να μιλούνε θα υπήρχανε. Ακόμη ο άθρωπος θα μούγκριζε άμα δεν υπήρχανε ετούτοι-να οι 24 θεοί, σύντεκνε. Σκέψου το μια ολιά» μου ’πε και εξανάπιασε το μπουκάλι.

Και πάλι δεν του αντιγύρισα μήτε λέξη.

«Εγώ, σε τούτους-σας τους 24 θεούς πιστεύω και του λόγου σου πίστευε σε όποιο θεό θες, μα να θυμάσαι ετούτηνε την κουβέντα απού σου μαρτυρώ: Άμα δεν υπήρχανε οι εδικοί μου 24 θεοί, σύντεκνε, μήτε ο δικός σου θεός θα υπήρχε» είπε κι εκειά ετέλεψε η κουβέντα του.

Αλλάξαμε κουβέντα, εμιλήσαμε για πολλά άλλα, εκαλαμπουρίσαμε, εφάγαμε και ήπιαμε όσο ετράβα η ψυχή μας και στο ποδιαφώτισμα τση μέρας έφυγα από το μιτάτο.

Ακόμη εβολοδέρνανε στο μυαλό μου οι κουβέντες του φίλου μου του βοσκού, ακόμη δεν είχα καταφέρει να ξεδιαλύνω τ’ αξεδιάλυτα, μα πρίχου την πρώτη στροφή τση κατεβασιάς μου, σαν εγύρισα την κεφαλή μου να ξανοίξω το μιτάτο που ’τανε σκαρφαλωμένο στην κορφή, εθάρρουνα πως εθώρουνα, λέει, 24 ήλιους από πάνω του.

Μπορεί να ’φταιγε και η ρακή…

Μιχάλης Στρατάκης

γραφιάς


Μιχάλης Στρατάκης

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:243