Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Αφρισμένη θάλασσα | της Άννας Τακάκη


Δύσκολα τα μετακατοχικά χρόνια. Φτώχεια, πίκρα κι απόγνωση. Ο Δημητρός, ένας νέος άνδρας οικογενειάρχης, πήρε τη μεγάλη απόφαση:

-Γυναίκα, θα πάω στα καράβια!

-Θα μπαρκάρεις, Δημητρό μου; κι ήντα κατέχεις εσύ από βαπόρια;

– Κατέχω όμως από καΐκια. Μούτσος θα πάω την αρχή, κι ύστερα βλέπομε…

Κάποια μυστικά της θάλασσας τα γνώριζε ο Δημητρός. Από μικρό κοπέλι τον έπαιρνε ο μπάρμπας του ο Ψαρογιάννης στο καΐκι, να ρίχνουνε τα δίχτυα και τα παραγάδια. Κι από φουρτούνες κάτεχε κι από μπουνάτσες και το κυριότερο δεν τον ανακάτευε η θάλασσα να ζαλίζεται και να κάνει εμετούς. Μπορεί να μην είχανε τα απαιτούμενα προς το ζειν, όμως κάποια ψάρια τα έφερνε στο σπίτι, να κάμει την γκαγκαβιά του, να φάει η φαμελιά. Μέχρι που μια μεγάλη θαλασσοταραχή επήρε το καΐκι του μπάρμπα-Γιάννη και το τσάκισε στα βράχια. Κι ούτε ψάρι, ούτε λέπι πια.

Ο Δημητρός αποχαιρετά τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του, το ένα βυζανάρικο ακόμη.

-Πού πας κύρη μου, πού μας αφήνεις έρμους και παντέρμους;

-Έγνοια σου, Σμαράγδω, θα σου στέλνω παράδες. Αν δε μεταπατήσω δε θα δούμε άσπρη μέρα.

Πήγε πρώτα από το μπακαλικάκι και ψώνισε βερεσέ τα πιο απαραίτητα. Να’ χουνε να τρώνε, να μην πεινάσουνε.

-Με το πρώτο μηνιάτικο που θα σου πέψω να ξεπληρώσεις τον μπακάλη, είπε στην κερά του κι έφυγε. Φίλησε τα παιδιά του τρεις φορές.

-Να σας δω γερά και μεγαλωμένα άμα γυρίσω!

Φίλησε και τη Σμαράγδω του. Κι εκείνη τον σταύρωσε, όπως έκανε και τότε που έφευγε για το μέτωπο.

-Στην ευκή του Χριστού και της Παναγίας να πας! Η χάρη του Αϊ Νικόλα να σε προστατεύγει!

Περάσανε μήνες. Χειμώνας καιρός. Ο βοράς να σφυρίζει δαιμονισμένα και να τρίζουν πόρτες και παραθύρια. Η Σμαράγδω στέκει στο παραθύρι και παρατηρεί τα μανιασμένα κύματα. Πώς θα περάσεις τέτοια θάλασσα, Δημητράκι μου; Ετούτη η στρίγγλα δεν παλεύγεται!

Εκείνος, μύρια μίλια μακριά δεν εκάτεχε πόσο και πώς πάλευε η νέα γυναίκα για να τα βγάλει πέρα. Γονέους δεν είχε για μια ανεβάσταξη. Μήτε αδέρφια. Τα κατασπάραξε ο πόλεμος. Έκανε την πλύστρα, τη ζυμώτρα, την εργάτισσα. Μπήκε σε μεγάλη αμάχη για να θρέψει τα παιδιά της. Είχε και τον πεθερό από την άλλη. Ένα πιάτο φαΐ παραπάνω…δε βαριέσαι! Μια μπουκιά λιγότερη από τα τέσσερα στόματα και μια η δική της, πέντε μπουκιές. Συν ένα κρομμύδι ακόμη κι ένα καύκαλο ψωμί τον φτάνουνε κανένα να θραφεί.

-Είχες κανένα μαντάτο από τον θαλασσινό μας;

-Κανένα, πατέρα. Μεγάλος είναι ο κόσμος κι αργεί να ρθει το μαντάτο.

Μετά από τρεις μήνες έρχεται γράμμα από τον ναυτικό τους, μαζί με την επιταγή. Ανάσανε βαθιά η Σμαράγδω.

«Αγαπημένη μου, σου γράφω από το Μέξικο. Μόλις δέσαμε κάβους στο αγκυροβόλιο. Είχαμε γαλήνια θάλασσα. Όλα πάνε καλά. Πήρα και προαγωγή. Από μούτσος έγινα ναύτης και σε λίγους μήνες γίνομαι λοστρόμος. Με τα χρήματα που σου στέλνω να ξεχρεώσεις πρώτα τον μπακάλη. Να πάρεις σοκολάτες και καραμέλες στα παιδιά, κι ό,τι έχουνε ανάγκη. Να μου τα προσέχεις. Χαιρετίσματα στον πατέρα. Σε φιλώ, ο Δημητρός σου».

Την άλλη μέρα πήγε στη Χώρα να εξαργυρώσει την επιταγή. Έκανε τον υπολογισμό: Τόσα για τον μπακάλη, τόσα για τα ρουχαλάκια των παιδιών, τόσα για τα παπουτσάκια τους. Πρώτη φορά θα βάζανε παπούτσια. Πόσο τα περιμένανε! Τόσα για τα στιβάνια του πεθερού, μη νιώσει κι αυτός παραγκωνισμένος. Πόσα περίσσευαν; Λίγες δραχμές, ίσα για να πάρει ένα μαντήλι λουλουδάτο. Δεν ήθελε να φορεί πια τα σκούρα και άχαρα μαντήλια. Δεν ήταν πια στον πόλεμο ο Δημητρός της. Στα καράβια ήτανε.

Το ίδιο βράδυ που γύρισε από τη Χώρα κάτσε και του ’γραψε με το φως της λάμπας. «Αγαπημένε μου Δημητρό, πόσο χαρήκανε τα παιδιά τα καινούρια τους ρουχαλάκια και τα παπουτσάκια! Μόνο πως δεν ξέρουν ακόμη να τα περπατούν και πέφτουν. Το μικρό μας το Νικολάκι αρχίζει να κάνει τα πρώτα του ζαλάκια. Τα μεγάλα όλο για σένα μου μιλούν κι αναστενάζουν. Να τελειώσει το μπάρκο και να ’ρθεις πάλι κοντά μας. Η αγαπημένη σου Σμαράγδω».

Περάσανε τρεις μήνες περάσανε έξι, πέρασε ένας χρόνος. Άλλο γράμμα δεν πήρε. Απάντηση καμιά. Τι να έγινε ο αγαπημένος της; Μην τον κατάπιε το μαύρο κύμα; Μην αρρώστησε στα ξένα; Ώσπου ήρθε το μοιραίο τηλεγράφημα.

«Μη με περιμένεις άλλο. Ζω στην Αμερική. Παντρεύτηκα μιαν άλλη. Σου στέλνω επιταγή για τα παιδιά».

Τι να την κάνει την επιταγή; Εκείνη ήθελε το Δημητρό της. Τον πατέρα των παιδιών της. Τι να τους πει τώρα και πώς να τα καλμάρει, που όλο τη ρωτούσαν πότε θα έρθει ο πατέρας τους; Να τους πει ότι πνίγηκε; Ναι, αυτό θα τους έλεγε. Ότι έγινε ναυάγιο και τον κατάπιε ένα κύμα θεριό. Πέτρωσε η καρδιά της έρμης μάνας. Μαρμάρωσε κι ο πεθερός. Τι θα έλεγε στον κόσμο; Άφησε γυναίκα με τέσσερα παιδιά για τα μάτια μιας ξωτικής νεράιδας; Βαρύ το χτύπημα σε μια μικρή κοινωνία.

Άνοιξε η μάνα το παράθυρο, να μπει λίγος αέρας. Ένιωθε να πνίγεται. Κοίταξε πέρα τη θάλασσα. Στο βάθος άφριζε. Ύστερα η φουρτούνα σίμωνε πιο κοντά στη στεριά. Σίμωνε ως στο κατώφλι της. Έτσι ήταν και η καρδιά της. Ίδια αφρισμένη θάλασσα.

[Ανέκδοτο, από τη συλλογή «ναυτικές ιστορίες»]

Άννα Τακάκη


[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι το έργο «Θαλάσσιο τοπίο και κύματα» (2021), ακουαρέλα σε χαρτί, 56 x 38 cm της Ρωσίδας ζωγράφου Σβετλάνα Λίλεβα (Светлана Лилеева Александровна), από τη Μόσχα.]


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.
Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.
Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.
Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.
Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.  

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:103