Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Τα ντολμαδόφυλλα και τα λοιπά γεγονότα | της Ιφιγένειας Μανουρά


Τη μια εκείνη την άλλη εγώ, δεν μας βόλευε να πάμε για ντολμαδόφυλλα. Προχθές επιτέλους αποφασίσαμε εγώ με την αδελφή μου την Πανωραία να πάμε, να μαζώξουμε και να τα συντηρήσουμε, για να φτιάχνουμε ντολμαδάκια. Φτάνουμε στο αμπέλι της, αλλά ίντα ήτανε αυτό που αντικρίσαμε με την πρώτη ματιά!!! Τόσουσάς βλαστούς δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Φανταστείτε ότι με φτάνανε στο μπόι. Θα μου πείτε τώρα, σιγά το μπόι 1,70 με δεκάποντο τέλος πάντων, απλά το αναφέρω για να έχετε μια εικόνα της κατάστασης εις την οποία ευρίσκετο το αμπέλι. Μπήκαμε σε δίλημμα, να κόψουμε τσοι βλαστούς ή να μαζόξουμε μόνο φύλλα, γιατί και τα δυο δεν μπορούσαμε να τα κάνουμε ταυτόχρονα. Αποφασίσαμε λοιπόν να κόψουμε τσοι βλαστούς και να ‘ρθούμε πάλι σε μερικές ημέρες να βρούμε τα φύλλα. Αλλά πριν να ξεκινήσουμε ήδη ήμασταν κουρασμένες και απογοητευμένες, πώς θα κόβαμε τόσουσάς βλαστούς, οι οποίοι με την πρώτη επαφή, αντιληφθήκαμε ότι ήτανε μεστομένοι και δεν κοβότανε μόνο με μαχαίρι. Εγώ ευτυχώς ως προνοητικό ον κρατούσα 2 μαχαίρια και ένα εφεδρικό.

Αρχίζουμε το κουβεντολόι και δεν ξεχάσαμε ούτε ένα γνωστό, συγγενή ή φίλο και να μην τον τιμήσουμε με την αθιβολή ντου. Έτσα εφτάξαμε στη μέση σχεδόν του αμπελιού και δεν το καταλάβαμε. Κάτσαμε λίγο να ξεκουραστούμε και με το που σηκωθήκαμε, άρχισαν τα προβλήματα. Έχουμε κοριζάσει τση δίψας, έχομε ποθάνει τση πείνας, – δεν είχαμε σκεφτεί να πάρουμε λίγο νερό μαζί μας και κανένα φρούτο, μια που υπολογίζαμε ότι θα χρειαστούμε καμιά ωρίτσα μόνο – έχομε ξεροψηθεί από τον ανελέητο ήλιο και τα χέρια μας έχουν πληγιάσει από τα μαχαίρια.

-Πάμε να φύγουμε και θα ‘ρθούμε άλλη ώρα να τελειώσουμε δεν αντέχουμε άλλο.

-Αφού ήρθαμε Πανωραία θα το ξετελέψουμε δε φεύγομε.

Σε κάποια στιγμή τη βλέπω να καβαλικεύγει τσι κουρμούλες και να γλακά τα ίσα κάτω φωνάζοντας.

-Βοήθεια βοήθεια μια ακρίδα!!

-Πανωραία όντε θα αποφασίσεις να σταθείς ποθές πάρε με τηλέφωνο να μου πεις πού είσαι, να ‘ρθω να σε αναμαζώξω.

Εναμαζόχτηκε κάποια στιγμή και αρχίσαμε πάλι. Σε λίγο λέω.

-Κάτσε να βάλω λίγη μουσική να αναπάρουμε μια ουλιά. Ένα παλιό κινητό που χρησιμοποιώ σαν ραδιόφωνο μού έλεγε ότι τα ακουστικά δεν είναι συμβατά με την συσκευή. Το καινούργιο κινητό – τρόπος του λέγειν καινούργιο το παλιό του κουπελιού μου δηλαδή – δεν έχει ραδιόφωνο. Τι να το κάνει άλλωστε το ραδιόφωνο η νεολαία για να ακούει δεύτερο; Πήγα στα αγαπημένα και βρήκα μουσική που είχε το κοπέλι αποθηκεύσει. Ό,τι θες από Βέρτη, Σφακιανάκη, και όλοι οι «μεγάλοι» καλλιτέχνες του μουσικού στερεώματος. Τι να βάλω, τελικά, καταλήξαμε στον Βέρτη. Τι κλάψα και απελπισία βρε παιδάκι μου ήταν αυτό το πράμα, αλλά παρά καθόλου, κάτι ήτανε και αυτό. Συγκεντρωθήκαμε στη μουσική και κάποια στιγμή μού λέει η αδελφή μου.

-Δεν μασε φτάνει η δυστυχία μας, πεινούμε, διψούμε, πονούμε, έχουμε ξεροψηθεί σα φρατζόλες και γρικούμε και τις κλάψες του Βέρτη έλεος!!! Έκλεισα τη μουσική και τότε κατάλαβα και ‘γω ότι ήμουνε στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Αρχίζει πάλι η μουρμούρα «πάμε να φύγουμε δεν αντέχω άλλο» κλπ.

-Α, κάτσε να γυρέψω το φεγγάρι να το δούμε να ανέβει η ψυχολογία μας. Ψάχνω στον ουρανό το φεγγάρι πράμα – αυτό εβγήκε τελικά στις 5 το απόγευμα – και όπως κάνω πάνω να το ψάξω, πέφτω σα τη μουσκάρα τα ίσα πίσω και εντάκαρα και εμούγγριζα σα το σφαμένο βούγι.

-Ώφου και έσπασα πάλι το μπόδα μου, ώφου δουλειά την έπαθα. Η αδελφή μου επόθανε από το φόβο τζη.

– Ώφου δουλειά, πε μου δα ίντα θα σε κάμω επαέ στα κατσάβραχα, και πού να φωνάξω για βοήθεια, ποιος θα μας σε ’κούσει; Λέω θες να δεις να βάλει τσι φωνές να ξεγιβεντιστούμε ντίπι. Σηκώνομαι σιγά σιγά και ντακέρνω τα γέλια.

-Ίντα καημένη να σου πει κιανείς, πράμα, μα γω θαρρείς πως θέλα σκάσω, έπαε εσκεύτηκα να σε παντονιάρω να φύγω τοσεσάς φορές που σου ‘πα να πα φύγομε και δε γροικάς. Επολεμίσαμε με τα χίλια βάσανα και εξετελέψαμε και αφού ευχηθήκαμε και του χρόνου, επήραμε δυο αγκαλιές βλαστούς η κάθε μια, να βγάλουμε σκιάς μερικά φύλλα και τση λέω:

-Είδες δα να ‘χε κιοτέψουμε δε νετελειώναμε. Και αντί να πει «ναι καλά το λες» μου λέει.

-Και δα ποιος θα βγάλει την ανηφόρα μέχρι το αμάξι. Ανηφόρα 50 μέτρων!!!

Ιφιγένεια Μανουρά

Ιφιγένεια Μανουρά

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:68