Στο Νότο τ’ άστρο δε γερνά και η νιότη δεν παλιώνει | της Ζωής Δικταίου
Σε πήρε η νύχτα, πάνω στη μυλόπετρα μα δεν θέλεις να φύγεις. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Μακριά από τα φώτα. Ησυχία. Από τη θυρίδα του τοίχου κοιτάζεις. Είναι τόσο κοντά τ’ άστρα απόψε. Ένας ουρανός ανοιχτός σαν χάρτης, σε προκαλεί για ένα ακόμη ταξίδι. Πολλοί είναι εκείνοι που έφτασαν στο σημείο να πιστεύουν ότι τα άστρα μπορούσαν να αλλάξουν τη ζωή τους. Ανάμεσά τους κι εσύ, κάποτε…
Οι αποστάσεις τους άπειρες, μετριούνται σε χιλιάδες έτη φωτός, γι’ αυτό το φως που βλέπεις και απόψε, όπως κάθε φορά, μπορεί να είναι αυτό που ξεκίνησε το ταξίδι του από τα άστρα πριν από χιλιάδες χρόνια, μέχρι να σε συναντήσει εδώ και να συνεχίσει το ταξίδι του. Να λοιπόν γιατί όταν κοιτάξεις τον έναστρο ουρανό ξαναμπαίνεις στο παρελθόν, μακρινό ή κοντινό.
Τώρα περισσότερο ειλικρινής από ποτέ. Τα λες όλα με το όνομά τους, δίχως φόβο… Κάποτε, κοντινό παρελθόν, κάποιος σου είχε τάξει τον ουρανό με τ’ άστρα, πριν την υπόσχεση του «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο…» .
«Σύμφωνα με τον ψαλμωδό, ο θεός έφτιαξε, την σελήνην και τους αστέρας, δια να εξουσιάζωσιν επί της νυκτός», εκείνος το έλεγε, ο Αλέξανδρος και μετά είχε συμπληρώσει πως, ο ίδιος, ο ένας θεός, που εσύ αμφισβητούσες πειράζοντάς τον, στη διαθήκη του με τον πιστό Αβραάμ, είπε: «Ανάβλεψον τώρα εις τον ουρανόν και αρίθμησον τα άστρα, εάν δύνασαι να εξαριθμήσης αυτά· και είπε προς αυτόν, ούτω θέλει είσθαι το σπέρμα σου».
Γελάς λοξά. Εσύ αντί να θαυμάσεις τις γνώσεις του, ζητούσες να σου δείξει τον Αλντεμπαράν και το Σείριο κι ύστερα ρωτούσες αθώα για το Άλφα του Κενταύρου και τον Αντάρη, και αν ο ουρανός της Αλεξάνδρειας και της Πόλης έχει τα ίδια άστρα. Και σε γέμιζε φιλιά, στα χέρια, και στα μάτια…
«Στα μάτια λένε χωρισμός είν’ τα φιλιά…»
Θυμάσαι, χωρίς οδύνη τώρα πια. Πέφτουν της νύχτας χιλιάδες άστρα, ω! της αγάπης άπαρτα κάστρα, η νύχτα φταίει η ξελογιάστρα…
Τα άστρα πάντα ασκούσαν γοητεία στους ανθρώπους. Στη Βαβυλώνα τα σκάλισαν πάνω στους βράχους, στην Αίγυπτο τα ζωγράφισαν πάνω σε παπύρους, στην Αμερική τα σχεδίασαν πάνω σε δέρματα βουβάλων. Οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν μύθους για πρόσωπα και ζώα, τα οποία πίστευαν ότι απεικονίζονταν σε ομάδες άστρων, ή αστερισμούς και τους έδωσαν ονόματα, αυτά τα ονόματα με τα οποία είναι γνωστά ακόμη και σήμερα.
Τη Μεγάλη Άρκτο έχεις μάθει να την ξεχωρίζεις από παιδί. Αυτή είναι ο καλύτερος οδηγός σ’ αυτό τον φωτεινό χάρτη.
Εσύ όμως επιμένεις ν’ απλώνεις το χέρι για ν’ αγγίξεις την καρδιά του Σκορπιού. Δέκα χιλιάδες άστρα στη χούφτα σου…
Κλείνεις τα μάτια για μια μόνο στιγμή, χωρίς να περιμένεις άλλα φιλιά. «Λασίθι, ανοίγεις πανιά…», ψιθυρίζεις και χαμογελάς. Σε κλάσματα δευτερολέπτου θα τ’ ανοίξεις ξανά. Το βλέμμα ψηλά. Κι ύστερα:
«Στο Νότο τ’ άστρο δε γερνά και η νιότη δεν παλιώνει
στο σύθαμπο τση μοναξιάς, τ’ όνειρο φως απλώνει», δική σου μαντινάδα…
Το ξημέρωμα, πριν την ξαφνική άλικη βροχή, σε μια σταγόνα θα συναντηθείς μ’ εκείνη τη μνήμη και θα δακρύσεις. Στην αγέννητη αχτίδα που κοχλάζει κάπου πιο μακριά προς την Αλόιδα, πικρός ο νόστος αυτής της προσμονής, αγιάτρευτος, θα γεμίσει μέλι το βλέμμα. Δεν πειράζει λέει ο Αυγερινός στο φευγιό του, δεν πειράζει η αγάπη κι ας έχει τόσο πόνο…
Όμορφη ήταν η νύχτα! Μ’ ένα φυλλαράκι δυόσμο στα χείλη θα ξυπνήσεις. Η ζωή κυλά γοργά, ένα ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω. Και να θυμάσαι, τ’ άστρα δεν ξέρουν να κρατούν μυστικά. Την αυγή τα κρεμούν στις χρυσές φτερούγες του ήλιου. Εσύ γύρισες στο Λασίθι, γιατί γυρεύεις λυτρωμό.
Δεν θα βρεις άλλα μάτια να ξεχαστείς, όχι πια. Τώρα όμως, ήρθε η ώρα να τραγουδήσεις, να πεις ευχαριστώ, όπως τότε:
«Με το φεγγάρι περπατώ δυοσμαράκι μου
με τ’ άστρα κουβεντιάζω
σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά.
Άνοιξε το παραθύρι σου δυοσμαράκι μου
το κρυσταλλένιο τζάμι
σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά.
Που ’χω δυο λόγια, δυο λόγια να σου πω
δυόσμε τρίκλωνε
κι ύστερα κλειστό πάλι
σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μα τι να πω
κι ύστερα κλειστό πάλι σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,
σ’ αγαπώ μα τι να πω.»
Ένας σμήνος κοράκια ανηφορίζουν φέρνοντας τα πέρατα κοντά. Στο πέταγμα τους, μετά την ξαφνική βροχή εσύ παίρνεις την κατηφόρα μαζί με τις στιγμές. Μια παρέα περιηγητών θα σε προσπεράσουν με τα ποδήλατα. Όσο εκείνοι θα κάνουν το γύρο του Οροπεδίου, εσύ θα σταματήσεις στο Λαγού.
Το χωριό οφείλει το όνομα του στον πρώτο οικιστή, που λεγόταν Θωμάς Λαγός. Το επίθετο αυτό δεν σώζεται σήμερα, ούτε στο χωριό Λαγού, ούτε σε άλλο χωριό του Οροπεδίου. Σώζεται όμως στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στην Ιεράπετρα και κάπου πιο μακριά, σε μια άλλη γειτονιά που επισκέπτεσαι συχνά, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, εκεί ο Βασίλης, σου είχε στείλει στο μαντήλι του, την ωραιότερη ευχή και έπιασε: «Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα»
Γύρω από το μικρό αυτό χωριό έχουν βρεθεί διάφορα αρχαϊκά αντικείμενα, αγγεία και συλημένοι θολωτοί τάφοι, που μαρτυρούν ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από τα αρχαία χρόνια.
Εσένα σε περιμένει η Όλγα, και ο Παντελής στο Πολιτιστικό Κέντρο «Νόστος». Θα σε ξεναγήσουν στη μόνιμη έκθεση ζωγραφικής ενός ακόμη ξεχωριστού ανθρώπου, του Γεωργίου Παναγιωτάκη. Στα έργα του, δεν θα βρεις ζωγραφικές τάσεις, ούτε θα ανακαλύψεις ζωγραφικά ρεύματα όσο και αν προσπαθήσεις. Δεν είναι επαγγελματίας ζωγράφος, όχι. Η ζωγραφική είναι η ενασχόληση που του επιτρέπει τα τελευταία χρόνια, να εκφράσει την αγάπη του για το Λασίθι, την Κρήτη και όχι μόνο.
Επιθυμεί να κάνει γνωστό μέσα από ην τέχνη ό,τι νοσταλγεί, ό,τι σκέπτεται, ό,τι αγαπά. Καταφέρνει να εξωτερικεύσει όλα όσα πλημμυρίζουν το δικό του εσωτερικό κόσμο και σε αντάλλαγμα, ζητά από εσένα να συμμετέχεις, να μεταλάβεις την όραση και να αισθανθείς την ομορφιά και το χρέος που και εκείνον απασχολεί.
Οι καμβάδες του, ανθρώπινο δημιούργημα μεν, αλλά η ουσία των απεικονίσεων τους αποτελεί βαθιά στοχαστική έκφραση και ανακοίνωση της ψυχής. Συγκινείσαι! Αναγνωρίζεις πως ο απώτερος στόχος του ερασιτέχνη εραστή της τέχνης, είναι όχι να αντιγράψει τη ζωή, αλλά να αναπαράξει τον ουσιαστικότερο, το βαθύτερο χαρακτήρα της, κόντρα στη λήθη. Τα έργα του, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν στο γενέθλιο τόπο, αποτελούν συνεκτικό κρίκο της σκέψης με τον χρόνο, την ιστορία, τη συνείδηση, το Οροπέδιο. Η απλότητα και η αθωότητα κυριαρχούν σε όλα τα έργα. Το πνεύμα της αλήθειας και της αγνότητας βγαίνει αβίαστα, ήσυχο, όπως προβάλει μια ρόδινη αχτίδα την αυγή, ή το θυμίαμα από τα ιστορημένα παραπονεμένα άγια πρόσωπα της μνήμης μας.
Εδώ είσαι, στο Λαγού, στο Λασίθι, εδώ να ξέρεις, δεν τραγουδά ποτέ η λήθη…
Από το ψηλό παράθυρο που στέκεσαι, κι άλλος ποδηλάτης, μοναχικός και κάποιας ηλικίας παρατηρείς, αλλά δεν εκπλήσσεσαι. Με το παλιό, ψηλό του ποδήλατο μόλις έστριψε στο πλάτωμα του δρόμου. Στο Οροπέδιο θα συναντήσεις και εκείνους που δεν ξέχασαν την αθωότητα και την ελευθερία που προσφέρει μια βόλτα, μια διαδρομή με ποδήλατο. Κάποιοι, επιμένουν α λα παλαιά. Ακόμη και τις σκοτούρες και τις ευθύνες τους, τις φορτώνουν σ’ ένα ποδήλατο, ξεχύνονται στις στράτες χτυπώντας το μεταλλικό κουδούνι δίπλα από το φρένο, με τη σιγουριά πως δυο ζάντες μπορούν να σηκώσουν όλα τα βάρη…
Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουν, με αφορμή ένα παλιό ποδήλατο…
Το Αριστειδάκη, ο Βάγγουρας, ο Καψιλίδης, ο Χαραλάμπης ο Χαρπάς, ο Μανώλης ο Μπαρτζόλας, ο Μύρος, ο Μπαντόλης, ο Καραμέλλος, ο Ματζαβής, ο Χριστός από το Κάτω Μετόχι, ο παππά Νικόλης, η Δεσποινιά η χήρα από το Πινακιανό!
Ανοίγεις δισταχτικά την πόρτα στο παλιό σκολειό. Η ονειροπόληση είναι δυνατότητα της ψυχής. Μαζί με τη σκόνη, στη νοσταλγία σου θα βρουν τρόπο και θα μπουν παλιοί χάρτες, τετράδια, μαυροπίνακες, γραφές, φωτογραφίες, πένες, κιμωλίες, μελανοδοχεία, βιβλία. Λείπουν οι φωνές, μα από εκεί που είναι θα σου μαρτυρήσουν αυτά που δεν έχουν χαθεί, αυτά που είναι κρυμμένα μέσα σου.
Γυρεύεις τον παράδεισο, εκείνο το τοπίο που η χαρά σου τρέχει με σαντάλια στα πόδια και λευκά φτερά στους ώμους. Δεν είναι χαμένος, όχι, βάλε μια φωνή και θα δεις να γυρίζει μαγικά πίσω. Τώρα σού μήνυσε η αγάπη. Με καλοσιδερωμένο πουκάμισο σε περιμένει. Αύριο, μην αργήσεις.
Και, μην ξεχνάς, στο Λασίθι δεν έχεις ανάγκη από πυξίδα, στο Λασίθι έρχεσαι για να μην χαθείς.
Κέρκυρα 21 Μάη του 2020
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.
Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:
– Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
– Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
– Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
– Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
– Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
– Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
– Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
– Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
– Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
– Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
– Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
– Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
– Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα