Είχενε το χάζι ντου | του Αντώνη Κουκλινού
Εστεκούλιζα στη μ-πόρτα να λιαστώ μνια ολια, μνιας και πρόβαλε ο ήλιος ωσάν τον κλέφτη, οπίσω από τ’ ανέφαλα.
Περαστικός εκοντοστάθηκενε ο μπάρμπας να με καλημερίσει κι επχιάσαμε τη κουβέντα.
-Καλημέρα ανίψο… ίντα μρε γίνεται πως τα πας.
-Καλά τα λέμε μπάρμπα… εβγήκα όξω να λιαστώ σαν το χοχλιό χαχαχα!
Ξανοίγει με στα μάθια και βάνει τη χέρα ντου τη μ-ποδιά που φορεί και βγάνει από μέσα, ένα πορτακάλι.
Σα ντη ντανάλια το γράπωσε στη χούφτα ντου.
Καρφώνει το χοντρό δαχτύλι στο φάλι του πορτακαλιού και ντακέρνει να το καθαρίζει.
Ένα, ένα τα πορτακαλόφυλλα τα ξαναβάνει στη μ-ποδιά και σαν το ποκαθάρισε τ’ ανοίγει και μου δίδει το μισό.
-Μα φάε να ιδείς, απού ’ναι γλύκισμα ανίψο…, ίδια δα τό ’κοψα.
Έπχιασα μνιαν ασκελίδα να τη βάλω στη μπούκα μου, μα ήτονε πολλά μεγάλη και βγάνω από τη τζέπη μου ένα τσακάκι να την εμοιράσω.
Θωρώ τονε πως παρατηρεί το μαχαιράκι…
-Μπάρμπα μα ξάνοιξε ’παέ ένα τσακάκι απού μου το δώκανε.
Πχιάνει ο μπάρμπα Γιώργης το μπιτσάκο και βάνει το δαχτύλιν του στη λάμα.
-Ανάλεμά το αδέ κόβγει τον αέρα μπρε ανίψο…, έχει το χάζιν του…, δω μου το άνε θες να κόβγω το τυρί και να ξεπασουλίζω το κριάς, απού δεν έχω αντόδια.
Ήδωκά του το… χελάλιν του τ’ αθρώπου απού το χρειάζεται.
-Πάρε το μπάρμπα μα γω άνε θέλω θα βρω άλλο.
-Ηηηη, να σαι καλά μπρε Αντωνιό…, να το πάρω θέλει λόγω τιμής, γιατί μού ’ρεξε.
Εδίπλωσε τη λάμα και τόβαλε στη τζέπη ντου.
Πάει να φύγει και κοντοστένεται…
-Δε μού ’ρχεται να φύγω ετσά, ανήμενέ με δυο λεφτά.
Σε μνιαν ολιά ώρα νάτονε και βαστά μνιαν αγκινάρα, με το λίκι, μακρύ, μακρύ.
Βάνει τη χέρα ντου στη μ-ποδιά και βγάνει ένα μικιό μπουκαλάκι ρακή και βαστά και δυο ρακοπότηρα.
-Πχιάσε το ποτήρι να σου βάλω μνια ρακή…, βαστώ κι ένα κομμάτι τυροζούλι να γκινιάσω το μπιτσακάκι, απου μούδωκες, για να σάσει η δουλειά ντρέτα.
Εμπήκαμε μέσα στο μαγαζί να κάτσομε, είπχιαμε άλλες δυο ρακές με την αγκινάρα, εφάγαμε και το τυρί.
Όσην ώρα τα καθάριζε, μού ’κανε…
-Μα γιάε πως κόβγει…, έχει το χάζιν του λόγω τιμής…
Σαν ήπχιαμε τα ρακάκια μας, διπλώνει το μαχαίρι και το στερεύγει στη τζέπη ντου.
Σηκώνεται να φύγει, με ξανοίγει στα μάθια και μου κάνει….
-Έλεγα να δώσω όξω, να πορίσω στον ήλιο και ήκοψα το πορτακάλι από την αυλή μου, μπας και βρω παρέα να το φάμενε μαζί και είδες; Ήβρηκα την καλύτερη. Πάω δα, για θα με γυρεύγει η κερά μου, να κάμομε μεσημέρι.
Όσο τον εξάνοιγα κι εποκόλωνε τη στράτα, τον εκαμάρωνα λόγω τιμής.
Ίντα αθρωπχιά κουβαλεί μέσα ντου και τηνε διαθέτει ολόψυχά ντου, χωρίς να γυρεύγει πανωπρούκια.
Ζήτημα θα ναι, άνε γατέχει να γράψει το όνομά ντου, μα τα γράμματα τση ψυχής του ξεπερνούνε ούλες τσι σπουδές του κόσμου…!
Αντώνης Κουκλινός
[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι η φωτογραφία «Γέρος Κρητικός» του Μιχάλη Νικηφοράκη (E.FIAP)]
Αντώνης Κουκλινός