Τα ξερά κουκιά | του Μιχάλη Στρατάκη
Εκειά που ανεμογύριζα στην αγορά του Μεγάλου Κάστρου, τα μάθια μου εσκαλώσανε σ’ ένα τσουβάλι με ξερά κουκιά κι εκειά επομείνανε, παίρνοντας παραμάσκαλα και το νου μου.
Δε πα να χάλιε η αγορά από την τραβάγια των μπακάληδων και των περασάρηδων, εγώ πράμα δεν εγροίκουνα.
Ο νους μου είχε ξαναμολάρει στση κορφές και στα πατοφάραγγα, καβάλα σ’ ένα κουκί και θυμούντανε κι αναστορούντανε και εσυγκινούντανε.
Μέχρι και τον αρχαίο παππού μας τον Δάσκαλο Πυθαγόρα εσκέφτηκα και το πόσο παραξηγήθηκε η προσταγή του να απέχουν οι μαθητές του από τα κουκιά (κύαμους τα ονομάτιζε).
Τα τυχερά παιχνίδια, το κουμάρι και το μπαρμπούτι εννοούσε ο κακομοίρης, μα αλλιώς ερμηνεύτηκε η προσταγή του.
Τα τυχερά παιχνίδια και τση ψήφους, απού «κουκιά» ελεγόντουσαν και το ίδιο λέγονται και σήμερο, εννοούσε, μα ποιος τονε καταλάβαινε.
Εθώρουνα, λοιπόν, το σακούλι με τα ξερά μισιριωτάκια τση λασιθιώτικης γης και ομπρός από το νου μου εστελιώθηκε τραπέζι μέγα και τρανό, που ‘χε απάνω του αμέτρητα πιάτα με κουκιά, μαγερεμένα ετσά όπως τα ‘χω γευτεί στη ζήση μου, ψημένα από πιτήδεια χέρια.
Κουκιά γιαχνί, κουκιά στιφάδο, κουκιά κοκκινιστά, αγκινάρες με κουκιά, κουκόφαβα, κουκιά με ασκρολίμπρους, κουκιά νερόβραστα και βρεχτοκούκια για τη νηστεία τση σαρακοστής, κουκιά γινομένα στραγάλια στην πυροστιά, κουκιά ξερά, χλωροκούκια, ακόμη και σαλάτα από τσ’ αθούς και τση κορφές των κουκιών είδα ομπρός μου.
Αυτά μας μεγαλώσανε, αυτά μας αναθρέψανε σ’ εκείνα τα πέτρινα χρόνια, απού ‘τανε τόσο να σκληρά, όσο σκληρά είναι και τα ξερά κουκιά, ξεματισμένα ή αξεμάτιστα.
Αλάργεψε ο ανεμογύρης νους μου ίσαμε το χωριό μου τση Γκαγκάλες τση Μεσσαράς και ξανάδα ομπρός μου τον Μπουνταλογιάννη, που μόνο κουκιά έτρωγε.
Εκουβάλιε, ο μαύροκακομοίρης, με το σταμνί νερό στση νοικοκυρές από τη βρύση τση πλατέας κι αυτές τον καλοχερίζανε κουκιά.
Όχι γιατί δεν είχανε πράμα άλλο να του δώσουνε για πλερωμή, μα επειδή εκατέχανε πως ο Μπουνταλογιάννης μοναχά ξερά κουκιά ήθελε να τρώει.
Ετσά πορεύτηκε, μ’ ένα σταμνί στον ώμο και με κουκιά στη μπούκα του, ίσαμε που τον εβρήκανε σκοτωμένο μέσα στο καταχείμωνο στο δρόμο για τη Βαγιωνιά, από ατύχημα είπανε.
Μα πλιό ευτυχισμένο άθρωπο, δεν είχα γνωρίσει στα μικράτα μου, από τον Μπουνταλογιάννη.
Ίσως η ευτυχία του οφείλονταν μοναχά στα κουκιά, αφού αυτό που ήθελε για να ‘ναι ευτυχισμένος, όλοι οι Γκαγκαλιανοί του το χαρίζανε απλόχερα.
Γιατί, σάμπως ίντ’ άλλο είναι η ευτυχία, παρεχτός να κατέχεις ίντα γυρεύεις και να γυρεύεις μόνο αυτά που μπορείς να βρεις;
Κουκιά μπορούσε να βρει ο Μπουνταλογιάννης και μόνο κουκιά εζήτα.
Γιαυτό ήτανε ευτυχισμένος, ετσά πιστεύω.
Αναμάζωξα το νου μου από το ξέφρενο ποδοβολητό του, επόσυρα τα μάθια μου από το σακούλι με τα ξερά κουκιά και τα ‘στρεψα κατά τον ουρανό, χαμογελώντας.
Στον Μπουνταλογιάννη εχαμογελούσα, απού εκάτεχα πως εξάνοιγε κι αυτός το ίδιο σακούλι, με τα ίδια ξερά κουκιά στην αγορά του Μεγάλου Κάστρου.
19/3/23
Μιχάλης Στρατάκης
γραφιάς
Μιχάλης Στρατάκης