Εμύριζε ασβέστη, πετρόλαδο, ρίγανη και ιδρώτα η προσμονή του Πάσχα | του Μιχάλη Στρατάκη
Εμύριζε ασβέστη, πετρόλαδο, ρίγανη και ιδρώτα η προσμονή του Πάσχα, στα παιδικάτα μου. Κι αν δε μπορώ να καταλάβω Πάσχα από τα μεγαλώματα μου κι ύστερα, οφείλεται στο ότι δε μου ξαναπαντήξανε, συντεριασμένες οι τέσσερις μυρωδιές.
Βασανιστικά μου λείπουνε κι απελπισμένα τσ’ αναζητώ, όπως βασανιστικά μου λείπουνε κι απελπισμένα αναζητώ εκείνα τα χρόνια απού εβλάστιζε η ψυχή μου και τηνε πότιζε η αμόλευτη παραμυθομάνα, η φαντασία μου.
Εθάρρουνα πως δεν επρόκειτο να αναστηθεί ο Χριστός, άμα η μάνα μου δεν ασβέστωνε τη νοικιασμένη κάμαρα μας στα Καμίνια του Μεγάλου Κάστρου.
Εφώνιαζε και τον Γιάννη του Τζαβολιού να τση συντράμει ν’ ασβεστώσει το ταβάνι, που δεν το ’φτανε, μα και δεν είχε εκείνη να τη στρογγυλή βούρτσα με το μακρύ κοντάρι, απού ‘χε ο Γιάννης.
Θε μου κι ίντα μυρωδιά έβγανε εκειοσάς ο ασβέστης και πόσο ανοίγανε τα αρθούνια μου για να τηνε βοηθήσουνε να φτάξει το ντελόγο στην παιδική ψυχή μου.
Και σαν εστέγνωνε ο ασβέστης κι εντάκερνε να αστραποβολά το σπίτι, ετότε σας ήμουνε σίγουρος πως ο Χριστός θ’ αναστηνότανε, γιατί του άρεσε κι αυτουνού η μυρωδιά και το αστραποβόλημα του ασβέστη.
Για ν’ ασπριστεί το σπίτι, όλο το φτωχικό είναι μας είχε μεταφερθεί όξω, στο αυλιδάκι.
Το διπλό κρεβάτι των γονέων μας, ένα στενό κρεβάτι, ένας καναπές, μια κασέλα, ένα τραπέζι και κάποιες καρέκλες με ψάθα απού ετσιμπούσανε όποιον εκαθότανε κι εφόριε κοντό πατελονάκι, αυτά ήσανε όλα κι όλα τα μπράτη μας.
Κι όλα λουζότανε στο πετρόλαδο. Για να καθαρίσουνε, να απολυμανθούνε και να γυαλίσουνε, μας έλεγε η μάνα μας.
Δική μας δουλειά ήτανε το πετρολάδιασμα, όση ώρα η μάνα καταγινότανε με το ασβέστωμα.
Εβαστούσαμε τα τρία κοπέλια από ’να κανεβάτσι, το βουτούσαμε στον τενεκέ με το πετρόλαδο και δως του τρίψιμο στα έπιπλα, ίσαμε να φέξουνε.
Θε μου κι ίντα μυρωδιά έβγανε εκειονά το πετρόλαδο κι ας έκανε τα δαχτύλια μας να παπουδιάζουνε και να γεμίζουνε τρυπαλάκια.
Παστρικότητα κι Ανάσταση εμύριζε το πετρόλαδο, ετσά επίστευα κι αλοίμονο του όποιου θα μου ’λεγε πράμα άλλο.
Κι όση ώρα ετρίβαμε τα έπιπλα, μια ρίγανη ίσαμε μια αγκαλιά ποδίπλα μας, εμοσκοβόλα όπως δε μοσκοβολούνε όλα μαζί τα λούλουδα του Παραδείσου, ετσά επίστευα κι αλοίμονο του όποιου θα μου ’λεγε πράμα άλλο.
Κατά τ’ απογεματάκι, άμα η μάνα είχε σφουγγαρίσει το τσιμεντένιο πάτωμα και το ‘χε καθαρίσει από τον ασβέστη που ’πεφτε από το ταβάνι, όλα τα μπράτη μας, τα μοσκοβολημένα με το πετρόλαδο, ένα ένα ξαναμπαίνανε στη θέση τους κι ανοίγανε το δρόμο στην τέταρτη μυρωδιά του Πάσχα, στη μυρωδιά του ιδρώτα.
Όχι πως δεν γινόμαστε όλοι μας μούσκεμα στον ίδρω από το πρωί, μα στο τέλεμα του χρέους ερχότανε στη μύτη μου η μυρωδιά του παλαίματος και πράμα άλλο δεν τηνε θαρρούσα, εξόν την επιβεβαίωση πως εκάμαμε όλα όσα έπρεπε να κάμομε, για να μπορέσει ο Χριστός ν’ αναστηθεί.
Γιατί, άμα δεν το κατέχετε, ο ίδρως του αθρώπου, πολλώ λογιώ μυρωδιές βγάνει. Ανάλογα με την αιτία απού τονε προκαλεί. Άμα η αιτία είναι το τέλεμα του χρέους, η μυρωδιά ξεπερνά σε μοσκοβολιά και το αγιορείτικο μοσκολίβανο.
Ασβέστης, πετρόλαδο, ρίγανη και ιδρώτας.
Αυτά ήτανε τα τετραθέμελα της Ανάστασης των παιδικάτων μου.
Γιαυτό και επίστευα πως ο Χριστός Ανέστη, κι αλοίμονο του όποιου θα μου ’λεγε πράμα άλλο.
11/3/23
Μιχάλης Στρατάκης
γραφιάς
Μιχάλης Στρατάκης