Η αμαρτία | του Αντώνη Κουκλινού
Ζωηρό κοπέλι το Μιχελιό…
Τρίτο στη σειρά απού τα τέσσερα αδερφάκια ντου και μοναχογιός.
Τροζαμένοι ούλοι, γιατί ήκαμε τα δυο πρώτα θηλυκά και απίς ήρθενε ο κανακάρης έστρωσε η γ’ όρεξη του κύρη ντου.
Ήκαμε το γιο, και πετά απού τη χαρά ντου ο Κυργιάκος.
Καλά ναι τα θηλυκά σ’ ένα σπίτι, μα το σερνικό, αλήθεια είναι, πως δίδει άλλον αέρα τ’ αντρούς.
Το κοπέλι κλουθά τ’ αφέντη ντου στο μ-πόδα.
Η χαρά ντου να πιλώθει κι αυτό στσι δουλειές, με το δικό ντου σκαλιδάκι όντε σκάφτουνε το σόχωρο κι όντε βοσκίζουνε τα οζά, κλουθά του κουλουκιού να τα παντούνε να μη κάμουνε εζημνιές.
Αγλακά με τα στιβανάκια πάνω – κάτω γιατί εφίλεψε με το αρνί τση προβάτας και δε ξεχωρίζουνε ωσάν τ’ αδέρφχια.
Αργά όντε γιαγέρνουνε στο χωργιό, δε σολαΐζεται τ’ αρνί, μόνο φωνιάζει και θέλει τη παρέα του Μιχελιού.
Η αγάπη του κοπελιού με τ’ αρνί και το κουλούκι είναι ετόσονά μεγάλη, απού μόνο πως δε κοιμούνται μαζί.
Κοντοσιμώνει η Μεγαλοβδομάδα και σκουτουργιάζεται ο Κυργιάκος με το κοπέλι, πως θα το κάμει, απού θέλει να σφάξει τ’ αρνί, να περάσουνε τη Λαμπρή.
Ήδωκενε του κασάπη τ’ αποδέλοιπα και κράτηξέ ντο τελευταίο.
Εκουβεδιάζανέ ντο με τη γυναίκα στο σπίτι πως θα το σφάξουνε και ήκουσέντο το Λενιό.
Εγλάκανε ντελόγω και τό ’πενε του Μιχελιού.
-Μιχελιό έλα παέ να σου πω ένα πράμα, που ήκουσα να λέει ο πατέρας μου τση μάνας μου.
-Ίντα είπενε μωρή Λενιό πέ μου.
-Να σφάξει θέλει λέει… το αρνί σου, τη Λαμπρή.
Σάμε να το ’κούσει το Μιχελιό, ετροζάθηκενε.
Σάν ήρθενε ο αφέντης του απ’ όξω, του κενώθηκε.
-Ίντα λέει θα κάμεις; Το αρνί μου θα σφάξεις;
-Ναι Μιχελιό…, τη Λαμπρή σφάζουνε τ’ αρνί και τα Χριστόγεννα το χοίρο.
-Και θα σφάξεις το αρνί μου να το φάμε;
-Ετούτονά επόμεινε τελευταίο, τα άλλα τα δώκαμε του κασάπη.
-Άνε μου το σφάξεις, να το κατέχεις πως θ’ αρρωστήσω και θα ποθάνω.
-Μη γροικώ ανεμνιές, πως θα ποθάνεις…, τ’ αρνιά είναι για να τα σφάζουνε Μιχελιό, αλλιώς ίντα τά ’χομε; Να τα ταΐζομε μόνο; Δε θωρείς; Σε ούλα τα σπίθια αρνί θα σφάξουνε να φάνε τη Λαμπρή.
Το κοπέλι δε γροικά πράμα και δε δέχεται κουβέντα.
Δε κάνει άλλη δουλειά, μόνο ξημεροβραδιάζεται με τούτηνά τη σκέψη…, πως θα ’ποχωριστεί το αρνάκι ντου.
Πάει και το γκαλιάζει, το χαιδεύγει και το φιλεί ωσάν το μωροκόπελο.
Τσι τελευταίες μέρες, δε μιλεί κιανενούς κι η γ’ όρξή ντου εκόπηκενε μαχαίρι.
Μέσα ντου νοιώθει το πατέρα ντου κακό άθρωπο, ωσάν το φονιά…, δε θέλει να τον εθωρεί στα μάθια ντου.
Νηστεύγουνε για να μεταλάβουνε το Μεγάλο Σαββάτο, απού θα πάνε ούλοι μαζί, στην εκκλησία.
Το κοπέλι πάει στη μάνα ντου και την ερωτά…
-Μάνα γιάντα νηστεύγομε;
-Οι αθρώποι νηστεύγουνε να μεταλάβουνε Μιχελιό, για να τσι συγχωρέσει ο Θεός για τσ’ αμαρτίες απού κάνουνε.
-Κι ο αφέντης μου θα μεταλάβει;
-Ναι ούλοι θα μεταλάβωμε γιάντα ρωτάς;
-Να του πεις να μην έρθει στην εκκλησά να μεταλάβει…, ο Θεός δε θα του συγχωρέσει αυτουνού.
-Γιάντα Μιχελιό; Ούλους θα μας εσυγχωρέσει ο Θεός, ιντάνε ο πατέρας και δε θα του το κάμει;
-Τσι κακούς αθρώπους ο Θεός δε τζι ’γαπά κι αφού θέλει να μου θα σφάξει τ’ αρνί μου, να μη πάει να μεταλάβει.
-Ντροπή να λες ετσά κουβέντες για το πατέρα σου, άνε σε ’κούσει να τον ελες ετά, θα σε μαλώσει.
Το κοπέλι τό ’δεσε σκουλαρίκι με τη μεταλάβωση και πήγε στου παπά το σπίτι.
Το θωρεί ο παπά Μανώλης και το ρωτά, ίντα γυρεύγει.
-Ήρθα να σου μολοΐσω παπά Μανώλη, οφέτος να μη μεταλάβεις τον αφέντη μου.
-Γιάντα μρέ Μιχελιό; Αφού κατέχω πως νηστεύγει.
-Ναι νηστεύγει, μα εκειονά απού θα μου κάμει, είναι αμαρτία μεγάλη.
-Ίντα θα σου κάμει, πέμου κι εγω θα τον εβρώ να τον εμαλώσω.
-Το αρνί μου θα σφάξει τη Λαμπρή, να το φάμε…, αυτό δεν είναι αμαρτία; Γιάντα νηστεύγει αφού θα το σφάξει; Φονιάς δε θάνε;
-Ώφου κουβέντες τσι γροικώ από ’να κοπελάκι και ίντα απάντηση να του δώσω, απού δεν έχω.
Εντολαντίστηκε ο Παπά Μανώλης και πχιάνει το δάσκαλο και του ξεφουρνίζει τη κουβέντα του κοπελιού.
-Εδά που σε γροικώ παπά Μανώλη, εντολαντίστικα και του λόγου μου και δεν έχω απάντηση να σου δώσω, μόνο θα πα να πχιάσομε το Κυργιάκο να μην το κάμει.
-Εσκέφτηκα και το άλλο δάσκαλε…, να πα να βρω αρνί απ’ τ’ αδερφού μου το κουράδι, να του το πάω να το σφάξει, για να γλυτώσει του κοπελιού.
-Καλή ναι η σκέψη σου παπά, μ’ αν’ είναι και το κάμεις θα το πλερώσομε μαζί.
Εκάμανέ ντο…, ήβρηκε τ’ αρνί ο παπάς και το πάνε παρέα με το δάσκαλο στο σπίτι του Κυργιάκο.
Εφωνιάξανέ ντου να πορίσει όξω και του κάμανε χαρτί και καλαμάρι, ούλη την ιστορία.
Ορμήνεψέ ντου ο δάσκαλος να μη πει κουβέντα και να καλοπχιάσει το Μιχελιό και να του πει πως εμετάνοιωσε και δε θα σφάξει το αρνί ντου.
-Το κοπέλι σου έχει μεγάλη αγάπη και δέσιμο με τ’ οζό και να μη τολμήσεις να του το χαλάσεις, άνε ντο κάμεις να κατέχεις πω θα σε μισήσει και δε θα στο ξεχάσει για πολύ καιρό.
-Παπά Μανώλη ίντα μου λες επαέ…, σ’ έπχιασε να μη με μεταλάβεις;
-Ναι Κυργιάκο και ήφηγε μανιζμένο, απού δεν είχα να του δώσω απάντηση.
-Μπρε γυναίκα πόρισε μωρή όξω, ν’ ακούσεις επαέ πράματα με το κοπέλι μας.
Σαν ήκουσε η κερά ντου τα καθέκαστα του κάνει.
-Δεν ήθελα να στο πω για να μην τον εμοτσάρεις, μα οψές με ρώτανε κι εμένα πως τσι κακούς αθρώπους, δε τζι μεταλαβαίνουνε οι παπάδες.
-Παπά Μανώλη, που ’χεις το αρνί, να στο πλερώσω, πέ μου πόσο κάνει.
-Κυργιάκο με το δάσκαλο το ’γοράσαμε και στο κάμαμε δώρο να περάσετε τη Λαμπρή. Εδίδαξέ μας το Μιχελιό και μα σ’ ήβαλε τα γυαλιά που λένε. Για να μην το ιδεί το κοπέλι το Μεγάλο Σαββάτο θα πας να το ζητήξεις από του αδερφού μου…, κατέχει αυτός.
Το μάθημά ντου επήρενε για τα καλά…
Ήπχιασε με το σιργούλιο το κοπέλι και του ’δωκε να καταλάβει, πως θα του κάμει το χατίρι να κρατήξουνε το αρνί αζωντανό, να το χει δικό ντου να το μεγαλώσει.
Σαν ήκουσε το κοπέλι πως δε θα το σφάξει, επετάχτηκενε απάνω και σπα όξω.
Αγλακά στου παπά Μανώλη, να του πει να μεταλάβει το κύρη ντου και πως δεν είναι κακός άθρωπος τελικά!
Μνια παιδική ψυχή ταυτίζεται με το καλό.
Πολλά πράματα θελά ’τονε πλια όμορφα στη ζωή μας, άνε θωρούσαμε πότες πότες με τα μάθια τω γ-κοπελιώ μας.
Θα μου πεις εδά…
Ένα άλλο αρνί επήρε τη θέση ντου, στο τραπέζι…, αυτό δε ν’ είναι αμαρτία;
Και του λόγου μου ξω τη γ-κεφαλή μου σε τονά το πράμα, μα δεν έχω να σας εδώσω απάντηση σαν το παπά Μανώλη και το δάσκαλο!
Κατέχω όμως πως η ψυχή του Μιχελιού, εσυγχώρεσε τον αφέντη ντου!
19/4/23
Αντώνης Κουκλινός
[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι η ελαιογραφία με τον τίτλο «Little Friend», της Αμερικανίδας ζωγράφου Rebecca Lee που ζει στο Payson του Utah]
Αντώνης Κουκλινός