Χρόνος ανάγνωσης περίπου:19 λεπτά

Τα γράμματα του πόνου… | του Αντώνη Κουκλινού


Ο κόσμος ετουτοσές δεν είναι σασμένος για τσι σωστούς αθρώπους!

Εκειουσάς απού σκέφτουνται με τη καρδιά και όχι με τη τζέπη.

Κιαμνιά φορά τα λάθη των αθρώπω, τα διορθώνει η χέρα του Θεού, το γραφτό που λέμενε.

Δυο λεβεντάντρες τση παντριγιάς, αδέρφχια, από καλό σόι που λέμενε, δουλευταράδες και μερακλήδες.

Από τσι καλούς γαμπρούς στα γυροχώργια.

Ούλες οι κοπελοπούλες θα πεις πως ήτονε υποψήφιες νυφάδες για τσι γονέους, μόνο να το πάρουνε απόφαση πχια θα φέρουνε στο σπίτι.

Δόξα το Θεό έχουνε τη μπόρεση να ζήσουνε και οι δυο, τσι γυναίκες απού θα διαλέξουνε.

Δυο χρόνους διαφορά ο γις από τον άλλο, μα τάξε πως τσί ’καμενε η μάνα ντος αντζιμπραγούς και μνιάζουνε ετοσονά πολύ.

Μνιάζουνε απόξω, γιατί από μέσα ντος, δε κουβαλούνε την ίδια καρδιά κι ασ’ επορίσανε από την ίδια κοιλιά που λένε.

Ο πλια μικιός είναι ευαίσθητος και πλια αγαπητερός, απού το μεγάλο.

Η καρδιά του αθρώπου, θέλει τη ζεστασά τσ’ αγάπης, του έρωντα και μνιαν αγκαλιά στα δύσκολά ντου να τον ανεβαστά να μη κακοπέφτει.

Και το ν’ ανοίξεις σπιτικό, να βάλεις μέσα τα όνειρά σου, είναι βέβαια ότι καλύτερο.

Μα να βρεις κι από την άλλη μπάντα, έναν άθρωπο απού χτυπά η καρδιά ντου ζεστά κι όχι σαν το σκεπάρνι απάνω στη μπρόκα.

Ερωτεύτηκε χωρίς να το καταλάβει κιανείς μνιαν ομορφονιά ο μικιός.

Πλατωνικός έρωτας εξεκίνησε και η κοπελιά έδειχνε κουζουλαμένη οντέ ’θελα παντήξουνε στη στράτα, τον έτρωγε με τα μάθια τζη.

Να ξεμοναχιαστούνε ήτονε η μοναδική ελπίδα, για να τα κουβεδιάσουνε κι από κοντά, μα δεν είναι εύκολο.

Το μόνο μέσο να του μιλήσει ήτονε τα γράμματα.

Εκάτεχε πως κάθε βολά απού θα κουτελώσουνε στη στράτα, θα του γνέψει που τού ’χει πάλι αφητό το ραβασάκι.

Γράμματα ο γης τ’ αλλού, απού εστάζανε το μέλι και ο σεβντάς εμεγάλωνε μέρα με τη μέρα.

Για να παντρευτεί ο μικιός έπρεπε να φύγει πρώτα ο μεγάλος απού το σπίτι κι απός να πάρει εκείνος σειρά.

Ετσά ’ναι οι νόμοι των αθρώπω και δε καταπαθιούνται εύκολα.

Ο καιρός περνά κι ο έρωντας εγίνηκε φουρτούνα, φουσκοθαλασσά και δε νταγιαντίζεται μπλιο, να πομένει κρυφός στο μπέτη ντου.

Επήρενε την απόφαση να το νε μολοσει στσ’ γονέους του και σκέφτεται ίντα λογιώς θα το πει και πως θα τσι μαλαγανέψει να μην του μανίσουνε.

Σαν εβράδιασε και κάτσανε στο τραπέζι να δειπνήσουνε, ήβρηκε το κουράγιο να το φέρει κουβέντα.

-Πατέρα θέλω να κάμωμε μνια κουβέντα, το σκέφτομαι καιρό κι αδέ σε πειράζει να την εκάμωμε εδά.

Πεθιέται η μάνα ντου και ρωτά…

-Γιάντα θα πειράξει τον αφέντη σου, ίντα παιδί μου συμβαίνει;

-Γυναίκα άστονε να μας επεί εκειονά που εξεκίνησε. Λέγε Γιώργη ίντα θες να μας επείς;

Εκοκκινήσανε τα μούτρα ντου μα επήρενε θάρρος.

-Μνια κοπελιά μ’ αρέσει και την εθελώ, με θέλει κι αυτή απού ’ναι κουζουλαμένη.

Εγούρλωσε τα μάθια ντου ο αδερφός του και σηκώνεται ορθός.

-Ίντα γροικώ απόψε…;

-Γυναίκα γυρεύγεις να μας εφέρεις από ντα δα; Δεν τη κουλατρίζεις τη μπαντέρμη σου και σου μύρισε παντριγιά;

Ξανοίγουνε οι γονέοι το μεγάλο να ξεφουσκώνει νευριασμένος και ποχασκώσανε.

Εσηκώθηκενε η μάνα και τον επχιάνει απού τη χέρα να κάτσει στη καρέκλα.

-Μη φωνιάζεις και μα σε γροικά η γειτονιά παιδί μου, εντάξει δεν είπενε πράμα κακό, για να σηκωθείς να του κενωθείς ετσά λογιώς. Εποστρατεύτηκε ο Γιώργης και δεν είναι άσκημο να σκέφτεται ν’ ανοίξει σπίτι.

Ο κύρης δε μιλεί μα δεν τού ’ρεσε εκειά απού πήγε η κουβέντα με το μεγάλο.

Ξανασηκώνεται πάλι κι αρχινά.

-Μάνα, αν’ είσαι με το γιο σου, πέτο μου να κατέχω. Θες να κουβαλήσει γυναίκα στο σπίτι, πρώτος ο μικιός; Για να ντακάρει το χωργιό να μας επαίζει; Να λένε πως είμαι ανάξιος να την εβρώ πρώτος, ετσά δε πρέπει να πάει ο σειράς μου; Κι απός ας κάνει ότι θέλει;

Ξανοίγει ο Γιώργης το κύρη ντου και του κάνει…

-Πατέρα εξεκίνησα να σου πω ίντα σκέφτομαι και δε μιλείς…

Έπχιασε το κανεβάτσι και σφουγγίζει τα χείλια ντου και του κάνει.

-Γροικάς το μεγάλο πως εμάνισε…

-Ίντα θέτε να κάμω πέτε μου και θα το κάμω.

-Κοπέλια μου είσαστονε και σας εθέλω μονιασμένα, βρείτε τα με όμορφο τρόπο.

-Και του λόγου μου συμφωνώ με τον αφέντη σας, παιδιά μου είσαστε και σας εθέλω αγαπημένα κι όχι οχτρούς για μνια γυναίκα.

Η κουβέντα εσταμάτησε εκειά που ξεκίνησε.

Το βούλωσε ο Γιώργης και κατάλαβε πως με τον άλλο δε θα τα βρούνε, εκτός και παντρευτεί πρώτος, να τον εξεφορτωθεί απού το σπίτι.

Επόμεινε όμως μνια ψύχρα μέσα ντου για τον αδερφό και τη προσβολή απού τού ’καμε στο τραπέζι, απού εσηκώθηκε να πάρει το λόγο και δεν εσεβάστηκε τσι γονέους του.

Ο κρυφός έρωτας δεν εφανερώθηκε τελικά και δε γνωρίζει κιανείς με πχια κοπελιά είναι ερωντοχτυπημένος.

Ούτε οι γονέοι τον ερωτήξανε, μνιας και η αντίδραση του μεγάλου δεν ήφηκε περιθώριο κιανένα.

Ο καιρός περνά και τα γράμματα πάνε κι έρχουνται στα κρυφά.

Ξεροσταλιάζει να την ειδεί να κάμει τη περασά τζη και να του δώσει το ραβασάκι γεμάτο αγαπολούλουδα και καρδιές.

Ο έρωντας είναι τα γράμματα τση καρδιάς, κάθε λέξη κι ένας χτύπος, κάθε φράση κι ένα όνειρο, κάθε γράμμα και μνια ελπίδα, μνιαν προσμονή πως θα ν’ έρθει ο καιρός απού θα σμίξουνε οι αγκαλιές.

Στο σπίτι και ειδικά στο τραπέζι την ώρα που θα κάτσουνε να φάνε, δε γροικάς κιχ… αχνιά μιλιά δε βγάνουνε σάμε να ποφάνε.

Ο μικιός δεν τολμά να ξαναμιλήσει και ο μεγάλος αποφεύγει ακόμη και το καλή μας όρεξη να πει.

Ετούτο να δε μπορεί να συνεχιστεί και πήρενε την απόφαση πως ήρθενε η γ’ ώραν του, να παντρευτεί και να βρει κι ο μικιός το σειρά ντου.

Μνιαν ημέρα εφώνιαξε τον προξενητή στο σπίτι και λέει στον αφέντην του, πως θα τον επέψει, να ζητήξει μνια κοπελιά, απού την εθέλει εδά και καιρό και ήρθενε η ώρα να τση το μολοΐσει.

Ήκουσε το μαντάτο ο Γιώργης και γελούσανε και τ’ αφθιά ντου…, επιτέλους ήβαλε νερό στο κρασί ντου και θα τ’ αδειάσει τη γωνιά, για να πάει να ζητήξει κι αυτός την αγάπην του.

-Και πχια κοπελιά θα πας να ζητήξεις γιε μου; του κάνει ο κύρης του.

-Τη καλύτερη του χωργιού μας θα ζητήξω πατέρα και την εθέλω απού ’μαι κουζουλαμένος, μα δε γατέχω αν με θέλει κι αυτή, εδά θα μάθωμε.

Εσηκώθηκενε η μάνα και τον αγκαλιάζει συγκινημένη.

-Όπχια θες θα πάρεις παιδί μου, μα και πχια γυναίκα θα πα να ζητήξεις εσύ και θα σου πει όχι.

Επήρε το λόγο ο προξενητής.

-Το προξενιό απού θα ξετελέψω σήμερο, θα νάνε από τα καλύτερά μου και θα σηκωθώ ντελόγω να πάω τση κοπελιάς το μαντάτο.

-Να πας και να πεις του Ρηνιού, πως την εθέλω γυναίκα μου!

Εσκοτείνασε η ψυχή του Γιώργη…

Παναγία μου, ίντ’ άκουσα, προξενιό θα πέψει στη κοπελιάς μου!

Έπεσε το σπίτι και τον επλάκωσε.

Πώς θα το κάμει, πώς θα αντιδράσει κοντώ η κοπελιά, πώς θα του πει όχι, απού θα την εβάλει μπροστά ο αφέντης τση;

Εμούρωσε στο κρεβάτι και σκεπάστηκενε από κορφής.

Χιλιομετανοιωμένος απού δεν είπενε το όνομα τση κοπελιάς όντεν άνοιξε κουβέντα, μπας και το προλάβει.

Παναγία μου ερωτευτήκανε την ίδια γυναίκα με τον αδερφό ντου, μα σάϊκα πρώτος και τελευταίος για τη Ρηνιώ θα νάναι ο Γιώργης.

Όπως κι όλας η κοπελιά είπενε όχι του προξενητή κι ας είχενε μάνητες ο κύρης τση, μα… τση το ξέκοψε.

-Θα πάρεις εκειονά απού θα σου φέρω για γαμπρό, θες δε θες και ογλήγορα μάλιστα.

Σαν επήρενε αρνητικό μαντάτο, από τον προξενητή, τούρθενε αποσκέπαση, για δεν το περίμενε.

Το ίδιο και η μάνα ντου, απού εθάργιενε πως ο γιος τση, είχενε στο τσεπάκι ντου όπχιαν ήθελε.

-Δεν πειράζει γιέ μου, αυτή θα χάσει το καλύτερο γαμπρό του χωργιού μας. Μη στενοχωράσε μα το τυχερό σου δε ντο χάνεις και πλια καλή θα βρεις… εσύ να σαι καλά.

-Μάνα αυτή για να μου πέψει ετσά νέτα σκέτα το όχι και να μη φρουκαστεί του πατέρα τζη, έχει αγαπητικό βρωμένο και δεν τη γνοιάζει πράμα. Να κάτεχα πχιος είναι ο αντίζηλός μου, να τον εκεράσω θέλει άνε ντον εμάθω, όπχιος και νά ’ναι.

Εσηκώθηκε ο κύρης του και του λέει…

-Δεν είμαστονε αθρώποι απού θα παρακαλέσωμε κιαμνιά γυναίκα και να μη ξανακούσω για κεράσματα, το θέμα έληξε.

Όσην ώρα τσι γροικά ο Γιώργης από μέσα χτυπά η καρδιά ντου ωσάν του λαγού.

Ο αδερφός του είναι ικανός να ξεσκαλίσει να μάθει πχιος τάχει με το Ρηνιώ κι αν εμαθευτεί, ο ίδιος ο αφέντης του θα τον εκάμει ξώπαιδο, θα τον εποβγάλει ντελόγω απού το σπίτι.

Πού θα βρει το κουράγιο να πνίξει το καημό ντου, δε γατέχει.

Εδά δε θα ξαναφήσουνε τη κοπελιά αμοναχή να πορίσει όξω και δε θα μπορεί να του γράψει ίντα σκέφτεται και πως θα το κάμουνε.

Α, δεν ήτονε ο αδερφός του στη μέση, θελα τση πει να κλεφτούνε να φύγουνε, μα δε γίνεται.

Η ζωή ντου εγίνηκε μαύρη κόλαση το κάθε μερόνυχτο για να περάσει και ο ύπνος έκαμε στάση και δεν του σιμώνει μπλιο.

Από τη μεργιά τση κοπελιάς ακόμη χειρότερα.

Ο κύρης τση μέρα νύχτα το φυσά και δε κρυγιώνει και τση χτυπαρθουνίζει πως θα την παντρέψει να φύγει αλάργω από το χωργιό, να μην την έχει στα πόδια ντου, για δε θέλει να κουτελώνει με τσ’ αθρώπους να ντρέπεται, απού η θυγατέρα ντου δεν εδέχτηκε ετσά προξενιό απού τση πέψανε.

Οι νόμοι των αθρώπω!

Ντε και καλά να λουστείς εκειονά που σε θέλει κι ας μη ντον εθές εσύ.

Να κάμεις ότι θένε αυτοί, για να μη τζη προσβάλεις.

Να κάμεις τη καρδιά σου μυλόπετρα και ν’ αλέθει ότι θένε οι γ’ άλλοι.

Παρά τη θέλησή σου κάτω από ένα στεφάνι, να χρεωθείς ούλα τα αρνητικά του κόσμου.

Να κάμεις οικογένεια, με έναν απού δε θες, γιατί ετσά το επέλεξαν, για το καλό σου.

Νόμους απού δε τσ’ υπόγραψε κιανείς μας κι όμως είναι οι άγραφοι νόμοι στο βωμό της οικογενειοκρατίας.

Το Ρηνιώ δε κατάφερε να ξαναϊδεί το Γιώργη…

Ένα γράμμα όμως τού ’πεψε και του το ξεκαθάρισε.

Ότι και να γίνει δεν πρόκειται να παντρευτεί χωργιανό και προπαντός τον αδερφόν του.

Με όπχιον και να την επαντρέψει ο κύρης τση, δεν πρόκειται να στεργιώσει ο γάμος, για δε θα κάμει οικογένεια και προπαντός δυστυχισμένα κοπέλια.

Πως μνια ζωή θα τον έχει στη καρδιά τζη και όσα χρόνια τσή ’γραψε ο Θεός, δε θα του ξεχάσει.

Δυο ματωμένες καρδιές εξεχωρίσανε και ούλοι οι γ’ αποδέλοιποι είναι ευχαριστημένοι.

Επάντρεψε τη κοπελιά μ’ έναν έμπορα ξενομπάτη και ελαγιέψανε για τη χώρα.

Σαν τό ’μαθε ο Γιώργης ήπεσε σε κατάθλιψη και για να μην καταλάβουνε πράμα οι γ’ εδικοίν του, ήκανε πως πονεί το στομάχι ντου κι ετρύπωνε στα ρούχα, να κλαίει την αγάπη ντου στα ξένα χέργια.

Παντρεμένη η Ρηνιώ…

Για τον αφέντη και τη μάνα τζη πλέον, είναι μνια κυρία του καλού κόσμου κι ας μη θωρεί η καημέχαρη, μνιαν άσπρη μέρα.

Τση βάλανε το ζυγό, δίπλα σ’ έναν άθρωπο απού το μόνο που τον εγνοιάζει, είναι τα λεφτά και πως θα αβγατίζουνε κάθα μέρα.

Ακόμη και στο τραπέζι απού θα κάτσει να φάει, λεφτά κουταλομετρά ο νους του.

Με τη μπουκιά στη μπούκαν του, λέει το κοντό και το μακρύ ντου, πως θα κάμουνε κοπέλια και πως θα τω σε χτίσει σπιταρόνες και θα νάνε βασιλιάδες.

Κλεισμένη σ’ ένα σπίτι, να κάνει τη νοικοκερά σε τέσσερεις τοίχους, χωρίς αγάπη, χωρίς ελπίδα, το μόνο που την εκρατεί να μη τροζαθεί είναι η σκέψη του Γιώργη.

Εσκέφτηκε να του ξαναγράψει ένα γράμμα και να του ζητήξει να κάνει υπομονή μνιαν ολιά καιρό, να ξεθυμάνει μνιαν ολιά το πράμα να καταλαγιάσει και να ποξεχαστεί και να ναι σίγουρος πως δε θα ζήσει τη ζωή τζη ετσά που το διαλέξανε οι γ’ αποδέλοιποι.

Έκατσε κι έγραψε πεντέξε κόλλες γράμμα και το στέρεψε, να το βαστά όντε θα πάνε στο χωργιό να ιδεί πως θα το κάμει να του το δώσει.

Ο έμπορας εκανόνισε να κάμει πάλι τη γύρα στα χωργιά και επήρενε τη Ρηνιώ, να ιδεί τη μάνα τζη.

Το γοργό και χάριν έχει…

Σαν επήγανε στο χωργιό, είχενε τα μέντες τση και ήπεψε το γράμμα του Γιώργη μ’ ένα κοπελάκι απού του μηνύτεψε να μην το δώσει κιανενούς, μόνο στου Γιώργη τα χέργια.

Σαν επήρε το γράμμα έτρεμε σύγκορμος απού την αγωνία να το διαβάσει.

Εσφάλιξε πόρτες και παραθύργια να μην τον επάρουνε χαμπάρι και μαθαίνει τα νέα τση αγαπημένης του.

Ετροζάθηκενε ο κακομίτσης απού τη χαράν του…

Το Ρηνιώ ντου δεν έπαψε να τον αγαπά και πως ετούτονε τον άθρωπο θα τον επαραιτήσει, όσος καιρός και να περάσει.

Πορίζει όξω να ξεδώσει και να πάρει αέρα η ψυχήν του, ν’ αναντρανίσει ο νους του και να ξανασταθεί στα πόδια ντου.

Ετούτηνά η επαφή με τα γράμματα, εσυνεχίστηκε κάθε βολά απού ’θελα βρεθεί στο χωργιό τζη, να κατέχει πως τον εσκέφτεται και τον εθέλει.

Κι εκείνος ήκανε το ίδιο…

Κάθα μέρα τσή ’γραφε πως τη σκέφτεται και πως δε θα βάλει γυναίκα στη ζωή ντου και θα τη περιμένει όσα χρόνια και να περάσουνε.

Μέσα σε ούλα ετούτα να, ο αδερφός του εγύρεψε γυναίκα και του τη δώκανε.

Έκαμε το σπιτικό ντου κι επόμεινε ο Γιώργης αμοναχός στο σπίτι.

Η μάνα ντου έπχιασε το χαβά τζη, από την άκρα.

-Εδά απού εποκαταστέσαμε το μεγάλο, να μας επείς πχια είναι η κοπελιά απού θες, να πάμε να την εζητήξωμε.

-Εδά με σκεφτήκετε μάνα; Στη βράση κολλά το σίντερο, η κοπελιά ήβρηκε άλλο ντελικανή.

-Αν ήτονε καλός άθρωπος και σ’ αγάπανε και ήτονε κουζουλαμένη όπως έλεγες, δε ’θελα βρει αγαπητικό να σε παραιτήσει γιε μου…, δε πειράζει άλλη θα βρούμενε.

-Εδά δε θέλω πατριγιές εγώ και να μη μου το ξαναπείς. Εποκαταστέσετε το μεγάλο κι εκάμετε το χρέος σας, εμένα να με παραιτήσετε ορνικό μου.

-Ίντα λες; Ετούτανά να τα πεις και τ’ αφέντη σου να τα κατέχει, εμένα να μη μου τα λες…

-Εσύ την άνοιξες τη κουβέντα μάνα, όι εγώ.

Αποφασισμένος να μην αφήσει κουβέντα να πέσει χάμε, ο Γιώργης τόκαμε σαφές πως άμα και όποτε βρεθεί γυναίκα να του αρέσει, αυτός θα το αποφασίσει, κιανείς άλλος.

Η κατάσταση έχει ηρεμήσει στο σπίτι και το μόνο απού τον εγνοιάζει, είναι το Ρηνιώ ντου.

Ο καιρός περνά και οπλίζεται υπομονή με τα γράμματα τζη.

Το μόνο πράμα από τον εβαστά γερό και δυνατό είναι η αγάπη τζη.

Η μάνα τζη εντάκαρε να τση χτυπομουρίζει…

-Ίντα ανημένετε και δε μπομένεις μπλιό «βαρεμένη» πότες θα κάμετε κοπέλια;

Και μόνο από τό ’κουσε επήρενε φωθιά…

-Και ίντα θαρρείς πως είναι τα κοπέλια μάνα, κουτσουνικά, να μπω σε κιανένα μαγαζί να πάρω δυο τρία;

-Γροικάτε ίντα μου λέει η θυγατέρα μου! Μωρησή ετροζάθηκες; Λες να μη κατέχω ιντάνε τα κοπέλια; Εγώ σε γέννησα!

-Και πως με γέννησες, ίντα πάει να πει ετούτο να, πως θα μου κάμεις και κουμάντο στο κρεβάτι μου;

-Σαν να μη μου τα λες καλά και θα ν’ έχομε εξελίξεις… Θα μιλήσω τ’ αντρού σου να σε συνεφέρει, για δε σε θωρώ νά ’χεις όρεξη για οικογένεια.

-Να κάτσεις στο σπίτι σου και να μην ανεκατώνεσαι…, εγώ άνε κάμω κοπέλια θα τα κάμω όντε θα ν’ έρθει η ώρα μου.

Δεν τό ’φηκε να περάσει μνιαν εβδομάδα και ήκαμέν το πράξη.

Ήπχιασε το γαμπρό και τού ’πενε γιάντα δε βάνουνε μπροστά να κάμουνε κοπέλι και σαν τό ’κουσε, εστρούφηξε ντελόγω.

-Δε γατέχω ίντα εσκέφτηκες, μπας και θαρρείς πως εγώ φταίω; Τη θυγατέρα σου να πας να ρωτήξεις…, μάνα τζη είσαι πλια καλά θα τα βρείτε.

Φωθιές άναψε στο αντρόϊνο που ανακατεύτηκε η πεθερά.

Εντακάρανε τα πρώτα αννέφαλα και οι πρώτες φασαρίες.

Όι εγώ φταίω, όι εσύ φταις, ένας καθημερνός καυγάς και μνιαν ανελομή.

Εφτάξανε στο σημείο να πάνε να κάμουνε εξετάσεις και η προσευχή του Ρηνιού στη Παναγία ήτονε να μη μπορεί να κάμει κοπέλι.

Έλα μου όμως απού ο Θεός βρίχνει τη λύση εκειά απού σε φέρνει η ζωή στο αμήν.

Έβγαλε ο γιατρός το πόρισμα κι ο έμπορας πέρα από τα λεφτά, σφαίρες δε διαθέτει.

Άσφαιρος και με τη βούλα του γιατρού, εδά το βούλωσε και δε βγάνει σφήνα.

Η πεθερά δεν εξαναπάτησε τα πόδια τζη και ήκαμε να μιλήσει με τη θυγατέρα τζη καιρό, για δεν έχει μούτρα να την εξανοίξει.

Οι καυγάδες ήτονε καθημερνή και σκόλη το πρώτο θέμα στο σπίτι, ’σαμε απού ’φταξε η δουλειά στο διαζύγιο.

Η μάνα με τη κόρη στα μαχαίργια και το παράξενο είναι πως ο αφέντης τση εκατάλαβε το λάθος του.

-Ρηνιώ μου εγώ φταίω…, δεν ήπρεπε να βγιαστούμενε και τα ξέτελα είναι πως σε χαντάκωσα να σε παντρέψω μ’ έναν άθρωπο απού δε σου άξιζε. Μα φταις και του λόγου σου απού επέταξες ετσά καλό προξενιό και μ’ ανάγκασες να κάμω εκειονά απού δεν ήθελα.

-Εδά πατέρα, εγίνηκε ότι εγίνηκε, μ’ αναγκάσετε να βάλω στεφάνι μ’ ένα ξένο, έναν άθρωπο απού δεν γατέχει μόνο να μετρά λεφτά και ο Θεός ούλα ετούτανά τα θωρρεί και μας εκρίνει.

Γροικά η μάνα, μα δε βγάνει άχνα, γιατί θα κόψει το αίμα τζη… να χει μνια χωρισμένη θυγατέρα στο σπίτι μέσα και άντε δα να την αποκαταστέσεις.

Ήμαθε τα μαντάτα ο Γιώργης και κάνει το Σταυρό ντου χαχαλιές.

Επχιάσανε τόπο οι μετάνοιες και οι προσευχές του.

Το Ρηνιώ ντου ήρθενε στο χωργιό, εξέμπλεξε με το καλό κι εδά θα βάλουνε μπροστά το σχέδιο.

Εντακάρανε τα γράμματα πάλι κάθα μέρα…

Εφούντωσε ο έρωντάς του και δεν τον εκουλαντρίζει μπλιο.

Και να φανταστείς πως δεν την έχει φιλήσει ποτές του, δεν την έχει αγκαλιάσει ακόμη κι όμως νοιώθει τη μυρωδιά τζη και μόνο στη σκέψη τζη μεθεί ο νους του.

Η μάνα ντου θωρεί το γιο τζη πως έχει πάρει τ’ απάνω ντου, άνοιξε η γ’ όρεξή ντου και δεν τον εβάνει ο κόσμος μπλιο μούδε το σπίτι τον εστένει.

Από την άλλη το Ρηνιώ δε θωρεί την ώρα απού θα πχιάσει το γράμμα ντου να διαβάζει και να χάνουνται τα λογικά τζη από τη μέθη του έρωντα και την αγάπη απού ’χουνε ο γης τ’ αλλού.

Ο κύρης τση δεν έπαψε να ’χει στο νουν του, πως πρέπει να τση βρει ένα σωστόν άθρωπο να βρει το σειρά τζη επιτέλους.

Ο καιρός περνά ωσάν το νερό ο παντέρμος.

Μνιάν ημέρα στο ντουκιάνι ο Γιώργης καθούμενος να πχει το γ-καφέν του, εμπήκενε μέσα ο πατέρας του Ρηνιού.

-Κέρασέ τον, εκάνει του καφετζή δυνατά…

Επήρενε μνια καρέκλα και πάει στο τραπέζι του Γιώργη.

-Να κάτσω να πχιούμενε Γιώργη το καφέ παρέα;

-Να κάτσεις γιάντα να μη κάτσεις…, γι αυτό σε κέρασα Στρατή.

-Να σου πω…, Γιώργη…, εζήτηξά σου την άδεια γιατί σε ντρέπομαι…, ούλη την οικογένειά σου σας εντρέπομαι και το λόγο τον εκατέχεις πχιος είναι.

-Να μη με ντρέπεσαι δεν ήκαμες πράμα κακό…

-Ναι εγώ δεν ήκαμα…, ας όψεται η θυγατέρα μου, απού δεν ήθελε να συμπεθεργιάσωμε κι από τότες σας δε μπορώ να συνηφέρω, τα ξέτελά μας τάμαθες πρέπως.

-Στρατή δε φταίει η θυγατέρα σου, άλλοι φταίνε…

-Ίντα λες Γιώργη πχιοί φταίνε και δεν εγίνηκενε το προξενιό;

-Δεν είναι ώρα και ο τόπος επαέ να μάθεις, μα σου δίδω το λόγο μου πως θα στα πω.

-Εδά μ’ άναψες φωθιές Γιώργη…, δε μπορώ ν’ ανημένω θέλω να μάθω.

-Όι Στρατή, θα στα πω στο σπίτι σου μπροστά στη Ρηνιώ.

-Πε μου πότες θα νά ’ρθεις να κατέχω Γιώργη.

-Δε με γνοιάζει κι απόψε ανέ σου ταιργιάξει νά ’ρθω.

-Νά ’ρθεις θα σ’ ανημένω να πχιούμενε κι ένα κρασί.

Σαν επήγε στο σπίτι λέει τση κεράς του να ετοιμάσει ένα μεζέ αργά, για θα ν’ έχουνε μουσαφίρη.

-Πχοιός θα ν’ άρθει και θα του κάμεις το τραπέζι Στρατή;

-Έχομε να κάμομε μνια κουβέντα με το Γιώργη, το παραλίγο συμπέθερο, απού δεν ήθελε η θυγατέρα μας.

Γροικά από μέσα το Ρηνιώ και ντακάρανε να τρέμουνε τα πόδια τζη.

Επιτέλους ο Γιώργης θα αναλάβει να ξετελέψει τη δουλειά και να ξεφανερώσει την αλήθεια.

Σαν εβράδιασε νά ’σου το Γιώργη στο σπίτι.

Λεβέντης και καλοντυμένος αστράφτει λεβεντιά και παλικαργιά.

Η γκιλότα με τα στιβάνια και το μαύρο ποκάμισο, τον εκάνουνε ντελικανή απ’ τσι καλύτερους του χωργιού.

-Καλώς το Γιώργη, πέρασε μέσα…

Σαν εμπήκενε μέσα με το καλησπέρα, ο νους του είναι στο Ρηνιώ.

Τάξε πως ανοίξανε ο παράδεισος και μπήκενε μέσα, γιατί θωρεί τη κοπελιά να κάθεται στο ντιβάνι να κεντά.

-Καλώς σας ήβρηκα Στρατή…

-Έλα κάτσε να τα πούμενε…, γυναίκα φέρε το κρασί.

-Στρατή ήρθενε η γ’ ώρα να μάθεις την αλήθεια, γιάντα το Ρηνιώ είπενε όχι στο προξενιό, γιατί δε φταίει η θυγατέρα σου.

-Και πχοιός φταίει μπρε Γιώργη πε μου!

-Ο έρωντας φταίει Στρατή, αυτός τά ’καμε ούλα που γενίκανε.

-Πχοιός έρωντας; Να μου πεις να κατέχω, για θα με κουζουλάνεις ετσά που τα λες.

-Το Ρηνιώ κι εγώ αγαπχιούμαστονε εδά και χρόνια…, μη βγιαστείς να μανίσεις… τη κόρη σου την εσεβάστηκα και το σπίτι σου και μούδε τη χέρα τζη ’χω πχιασμένη.

-Παναγία μου, ίντα μου λες απόψε;… Εσύ ’σαι αιτία και είπενε το όχι…, εδά κατάλαβα γιάντα ετσίνα το κοπέλι και δεν το κάναμε καλά… Και γιάντα δε μου τό ’πες να κάμω κολάι να μη ντην επαντρέψω;

-Ντα επρόλαβα; Απού στο πατρικό μου είχαμενε τα δικά μας; Και που να κάτεχες; Εγώ έκαμα την αρχή να το πω στσ’ εδικούς μου (πριχού το προξενιό) να ξεφανερώσω το μυστικό μου και πέσανε να με φάνε γιατί θελα φάω λέει τη σειρά του αδερφού μου και δεν επρόλαβα μούδε τη κουβέντα να ξετελέψω για δε με φήκανε και πόμεινε το πράμα στάσιμο, σάμε απού μα σε ξεφούρνησε το προξενητή στο σπίτι ο αδερφός μου και εκειά τελειώσανε ούλα. Ίντά ’θελα κάμω; Να πω πως την ίδια γυναίκα θέμενε κι οι δυό; Και δε φτάνει ετούτο να μόνο…, το χειρότερο είναι που μαθαίνω σε λίγες μέρες πως τση βρήκετε γαμπρό να την επαντρέψετε. Από τη μνιά μεργιά δε μπορώ να μιλήσω εξ αιτίας του αδερφού μου κι από την άλλη εσείς εγλακούσετε να την εξεφορτωθείτε.

Γροικά κι η μάνα τζη αποσβολωμένη τη κουβέντα και τση κόπηκενε η μιλιά.

Όσην ώρα κουβεδιάζουνε, το Ρηνιώ σκυμμένο στο πλεχτό ντου, τρέχουνε τα μάθια ντου ποταμός το δάκρυ.

Θωρεί τηνε ο αφέντης τση ν’ ανεστουλουχά και σηκώθηκε απάνω.

Εγονάτισε μπροστά τζη και τση φιλεί τα χέργια.

-Παιδί μου ίντα πήγα και σού ’καμα, νοιώθω ο χειρότερος πατέρας απέναντι στο κοπέλι ντου, μα πού να τα κατέχω και πού να τα φανταστώ ούλα ετούτα να;…

-Στρατή! κάνει η μάνα τζη, ούλοι εκάμαμε λάθη και τα πλέρωσε η θυγατέρα μας, εδά πέτε μου ίντα θα ποκάμωμε να διορθώσωμε ότι μπορούμε σκιας.

-Ο Γιώργης θα μας επεί γυναίκα…, αυτός έχει εδά το λόγο.

-Εγώ θέλω το Ρηνιώ και δε με γνοιάζει ότι και να γενεί, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα, θα την επάρω να εξαφανιστούμε.

-Όι ετσά, δε θα εξαφανιστείς και δε θα πας ποθές. Ίδια απόψε θα πάω στου πατέρα σου να τα μάθει ούλα κι αυτός κι ο αδερφός σου κι εμένα δε με γνοιάζει ότι και να πούνε, αρκεί να τω σε κάμω ο ίδιος τη κουβέντα, μούρη με μούρη να τα ξεκαθαρίσω. Απόψε θα ξωμείνεις επαέ, γιατί σε θέλω γαμπρό μου και δε σε ποβγάνω απού το σπίτι μου και να κατέχεις πως εμπήκες με το σπαθί σου κι όχι με προξενητάδες.

-Ρηνιώ μου σήκω παιδί μου να ετοιμάσεις του Γιώργη να φάτε κι εγώ θα πάω να κάμω το χρέος μου.

Ίντα ευτυχία εμπήκενε ξαφνικά σε τούτο νε το σπίτι!

Οι ξεκάθαρες κουβέντες εβάλανε τέλος στο μαρτύριο, δυο ερωτευμένω αθρώπω.

Ο Γιώργης δε χορταίνει τα μάθια τση καλής του, το χαμόγελό τζη εφώτισε ούλο το σπίτι και το πρώτο φιλί έσταζε γλύκα του μελιού.

Εσηκώθηκε το Ρηνιώ και φέρνει στο τραπέζι τα γράμματα του Γιώργη.

Τα γράμματα του πόνου, τσ’ αγάπης, μα και τση απελπισίας του, όντεν ένοιωθε πως τη χάνει.

Εδιάβαζε εκείνη εγροίκανε κι η μάνα τζη και κλαίγανε από χαρά ετούτηνά τη φορά ούλοι μαζί.

Τα λάθη πλερώνουνται, μα και συγχωρούνται κιόλας.

Τα κουβεδιάσανε τα συμπεθεργιά κι εποκαταστήθηκε η μεγάλη αδικία.

Οι νόμοι των αθρώπω, δεν εκαταφέρανε να τα βάλουνε με τσι νόμους τση καρδιάς, γιατί το καλό πάντα θα βλογάται…

Φλεβάρης του 2022

Αντώνης Κουκλινός


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:55