Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Γυναίκα και μουσική | από την αντζέντα της ΟΓΕ για το 2023 – 4ο μέρος


Μουσική. Ένα είδος τέχνης που προσφέρει ανυπέρβλητη αισθητική συγκίνηση στον ακροατή. Η καλλιτεχνική γλώσσα της μουσικής, σε σύγκριση με άλλα είδη τέχνης, είναι ολότελα ιδιόμορφη. Ωστόσο, όλα τα ανθρώπινα βιώματα και οι ιδέες βρίσκουν σε αυτή την πιο καθάρια, την πιο συγκινητική ενσάρκωσή τους. Η μουσική αναπτύσσει τον άνθρωπο κοινωνικά, αποκαλύπτοντας την πραγματικότητα, αλλά και τη σχέση του με αυτή.

Με αφετηρία κάθε είδους μουσικά έργα, η ατζέντα της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας για το 2023 επιχειρεί και πάλι μια ελεύθερη κατάδυση στην κοινωνική θέση των γυναικών στον τόπο και το χρόνο. Η επιλογή αυτών των έργων έγινε με κριτήριο τη συμβολή τους στην αποκάλυψη και νέων σταθμών στο συνεχιζόμενο ταξίδι μας.

Μέρος τέταρτο

συνέχεια από το προηγούμενο.


The thriller rag

Η μουσική Ragtime, πρόδρομος της τζαζ, αναδύθηκε από τις αφροαμερικανικές κοινότητες στο Νότο μετά τον αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Υπήρξε πολύ δημοφιλής στις ΗΠΑ μεταξύ 1897 και 1917. Με ρίζες στις παραδόσεις αφροαμερικανικών λαϊκών χορών, εξελίχθηκε στις δεκαετίες μετά τη χειραφέτηση των μαύρων, ενσωματώνοντας αφρικανικά και ευρωπαϊκά μουσικά στοιχεία.

Το Louisiana Rag θεωρείται από πολλούς ως το πρώτο πιανιστικό rag που δημοσιεύτηκε. Ήταν όμως το Maple Leaf Rag του Scott Joplin, δύο χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1899, που εκτόξευσε πραγματικά το είδος Ragtime και έγινε η βάση για τις επόμενες συνθέσεις. Εμείς ακούσαμε το Thriller Rag, μία σύνθεση της May Aufderheide, γιατί οι γυναίκες συνθέτες της rag ήταν πολλές και παραγωγικές. Το είδος πήρε μια ποικιλία μορφών, συμπεριλαμβανομένης της φωνητικής και της οργανικής μουσικής. Αναπτύχθηκε ταυτόχρονα με τα blues (και οι δύο μουσικές φόρμες είναι βασικά συστατικά της Jazz) και πήρε το όνομά του από τον κατακερματισμένο (κουρελιασμένο) ρυθμό που το ξεχώριζε από άλλα σύγχρονα στιλ. H καρδιά του Ragtime ήταν το Μιζούρι, χωρίς να εξαιρούνται η Νέα Ορλεάνη, η Νέα Υόρκη, η Φιλαδέλφεια, η Βαλτιμόρη, το Σεντ Λούις, το Μόμπιλ, το Λούισβιλ και το Μέμφις.

Μετά τη διακήρυξη της χειραφέτησης των μαύρων, το 1863, οι πρώην σκλάβες βρέθηκαν στη μέγγενη της «ελευθερίας των κερδών». Οι μαύρες γυναίκες είχαν πάντα τα υψηλότερα επίπεδα συμμετοχής στην αγορά εργασίας ανεξαρτήτως ηλικίας ή οικογενειακής κατάστασης. εξακολουθούσαν να δουλεύουν και μετά το γάμο, ενώ οι λευκές συνήθως εγκατέλειπαν. Η διαφορά αυτή οφειλόταν όχι μόνο στα προσδοκώμενα από τους εργοδότες κέρδη λόγω του μεγαλύτερου βαθμού εκμετάλλευσης των μαύρων γυναικών, αλλά και στις εργασιακές διακρίσεις κατά των μαύρων ανδρών. Οι χαμηλότεροι μισθοί και η λιγότερο σταθερή απασχόληση σε σύγκριση με τους λευκούς ανάγκαζαν τις γυναίκες να εργάζονται γιατί συχνά ήταν οι μοναδικές που έφερναν το οικογενειακό εισόδημα.

Η κύρια απασχόλησή τους ιστορικά προσδιορίζεται στη χαμηλόμισθη γεωργική εργασία και στις –εξίσου χαμηλά αμειβόμενες– οικιακές υπηρεσίες. Ακόμη και μετά τη μετανάστευση στο βορρά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, οι περισσότεροι εργοδότες προσλάμβαναν μόνο μαύρες γυναίκες για τις οικιακές υπηρεσίες.

Οι εργασιακές σχέσεις των μαύρων γυναικών στο Νότο μετά τη χειραφέτηση, παρά τις συμβάσεις, ήταν υπόθεση του εργοδότη. Μία γυναίκα μπορούσε να προσληφθεί ως μαγείρισσα, αλλά να της ζητηθεί επίσης «να εργάζεται και στο χωράφι όταν είναι απαραίτητο»!…

Οι μαύρες γυναίκες εξαιρέθηκαν από οποιαδήποτε προνοιακή πολιτική ή επίδομα δόθηκε τις επόμενες δεκαετίες στις λευκές μητέρες. Το κράτος άργησε πολύ να τους αναγνωρίσει αυτή την ιδιότητα, προκειμένου να συνεχίσουν να εργάζονται στα σπίτια των εύπορων αστών, ενώ ήδη οι λευκές γυναίκες είχαν βγει στην αγορά εργασίας πιο εξειδικευμένες και με καλύτερους μισθούς. Οπωσδήποτε, οι τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα ανέδειξαν όχι το χρώμα, τη φυλή ή το φύλο αλλά το ταξικό στοιχείο ως το κυρίαρχο στη διαφοροποίηση, εφόσον η αστική τάξη ενισχύθηκε γενναία όχι μόνο με αφροαμερικανούς αλλά και με αφροαμερικανές.

Barbara Strozzi

Ξαναγυρνώντας στην αφετηρία μας, στις γυναίκες μουσικούς που, παρά τα εμπόδια, δεν υπήρξαν μόνο μούσες ή ερμηνεύτριες αλλά και δημιουργοί οι ίδιες, δεν είναι χωρίς νόημα να μνημονεύσουμε τις άγνωστες σήμερα στο ευρύ κοινό πρωτοπόρες της Αναγέννησης και του Μπαρόκ: την Μανταλένα Καζουλάνα, την Μπάρμπαρα Στρότσι, απόσπασμα από έργο της οποίας μόλις ακούσαμε, την Ελιζαμπέτ-Κλωντ Ζακέ ντε λα Γκερ.

Ας αναφερθούμε με συντομία και στις γυναίκες που, παρά το καλλιτεχνικό μέγεθός τους, έζησαν και δημιούργησαν στη σκιά ενός άλλου. Πόσο άχαρο και αμήχανο, αλήθεια, να είσαι αδελφή του Μότσαρτ ή του Μέντελσον, σύζυγος του Σούμαν ή του Μάλερ.

Η Μαριάνε Μότσαρτ έζησε κυριολεκτικά στη σκιά του αδελφού της. Η Μαριάνε, Νάνερλ χαϊδευτικά, ήταν το είδωλο του μικρού Βόλφγκαγκ. Οι δυο τους «περιόδευσαν» στις αυλές της Ευρώπης επιδεικνύοντας τις μουσικές τους ικανότητες, συνοδευόμενοι από τον πατέρα τους Λεοπόλδο, που υπήρξε για τα παιδιά του ένα είδος ατζέντη της εποχής. Δυστυχώς, οι κοινωνικές αντιλήψεις του 18ου αιώνα ως προς τη θέση της γυναίκας στην αστική οικογένεια δεν επέτρεψαν στη νεαρή μουσικό να συνεχίσει την «καριέρα» της. Σε αντίθεση με τον αδελφό της, που εναντιώθηκε, η Νάνερλ παρέμεινε εξ ολοκλήρου υποταγμένη στις επιθυμίες του πατέρα, ως προς τη σταδιοδρομία και την επιλογή συζύγου. Ακόμα και το πρώτο της παιδί ανατράφηκε από τον αυταρχικό παππού, ενώ ο μητρικός ρόλος της Μαριάνε, μέχρι το θάνατο του πατέρα της, περιορίστηκε σε περιστασιακές επισκέψεις! Υπάρχουν ενδείξεις ότι η Μαριάνε είχε προχωρήσει και στη σύνθεση. Επαίνους για το σχετικό έργο της βρίσκουμε σε επιστολές του αδελφού της. Ωστόσο, η ογκώδης αλληλογραφία του πατέρα Μότσαρτ δεν αναφέρεται ούτε στο ελάχιστο στις συνθέσεις της.

Η Φάνι Μέντελσον, μεγαλύτερη αδελφή του Φέλιξ, σε ηλικία 15 ετών, βρίσκεται ήδη στη Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου, όπου το ταλέντο της εκτιμάται αμέσως από τον διευθυντή. Μουσική έγραφε από παιδί. Ο πατέρας της, αν και ανεκτικός, ποτέ δεν την υποστήριξε σε αυτή την δραστηριότητα. «Ίσως για τον Φέλιξ η μουσική να εξελιχτεί σε επάγγελμα, αλλά για σένα ούτε μπορεί ούτε πρέπει να είναι τίποτε παραπάνω από ένα στολίδι», της έγραφε σε επιστολή του. Ο ίδιος ο αδελφός της, άλλωστε, μπορεί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις να εξήρε τις επιδόσεις της στη σύνθεση και την ερμηνεία, όμως διαφωνούσε να δημοσιευτούν τα έργα της με το όνομά της. Στην ουσία, οικειοποιήθηκε ένα μέρος τους, έχοντας συμφωνήσει μαζί της να εκδοθεί με το δικό του όνομα. Αυτό του κόστισε κάμποσες αμήχανες στιγμές όταν, το 1842, προσκεκλημένος στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ από τη βασίλισσα Βικτόρια, δέχτηκε την παράκλησή της να τραγουδήσει μερικές από τις συνθέσεις του. Αναγκάστηκε τότε να παραδεχτεί ότι αυτές ανήκαν στην αδελφή του!

Η Κλάρα Βικ δεν έμελε ποτέ να γίνει γνωστή με το πατρικό της όνομα. Παντρεύτηκε τον Ρόμπερτ Σούμαν κι έκανε μαζί του οχτώ παιδιά! Ο πατέρας της δεν αποδέχθηκε τον δεσμό, γιατί πίστευε ότι ο γάμος θα ήταν εμπόδιο στην καριέρα της κόρης του! Δέσμια των αναγκών της μεγάλης οικογένειας και του ασθενούς συζύγου της, η μουσική σταδιοδρομία της Κλάρας περιορίστηκε στο βιοπορισμό και στην προώθηση των έργων του Σούμαν. Το συνθετικό της έργο περιλαμβάνει έργα για ορχήστρα (ανάμεσά τους ένα κοντσέρτο για πιάνο), μουσική δωματίου, τραγούδια και κομμάτια για σόλο πιάνο.

Όσο για την Άλμα Σίντλερ, που έγινε σύζυγος του Γκούσταβ Μάλερ, στάθηκε απόλυτη μούσα και πηγή έμπνευσης για το συνθέτη. Όμως, ευθύς εξαρχής, ο Μάλερ της απαγόρευσε να ασχολείται με τη σύνθεση. Απαιτούσε από εκείνη να περιοριστεί στα καθήκοντα της αφοσιωμένης συζύγου και μητέρας. Στην αυτοβιογραφία της, η Άλμα αναφέρει ότι με μεγάλη προσπάθεια κατόρθωνε περιστασιακά να τον πείθει να της επιτρέπει να γράφει (και πάντα με τον όρο ότι αυτός θα διορθώνει τις νότες της!)… Μέχρι το γάμο της με τον Μάλερ είχε συνθέσει λίντερ, ορχηστρικά κομμάτια και ένα ανολοκλήρωτο μέρος όπερας. Από τα έργα της έχουν επιβιώσει μόνο 17 λίντερ. Όσο ήταν εν ζωή, εκδόθηκαν 14. Δεν είναι σαφές αν συνέχισε να συνθέτει ύστερα από την έκδοση αυτών των έργων.

Woody Guthry This land is your land

«Σιχαίνομαι ένα τραγούδι που σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι άχρηστος. Σιχαίνομαι ένα τραγούδι που σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι απλά γεννημένος για να χάνεις. Καταδικασμένος να χάνεις. Ότι είσαι άχρηστος για όλους, για οτιδήποτε. Επειδή είσαι πολύ γέρος ή πολύ νέος ή πολύ παχύς ή πολύ λεπτός, πολύ άσχημος ή πολύ το ένα ή το άλλο. Τραγούδια που σε ταπεινώνουν ή σε κοροϊδεύουν για την τύχη σου. Εγώ είμαι στο δρόμο για να παλέψω ενάντια σε αυτά τα τραγούδια μέχρι την τελευταία μου ανάσα και την τελευταία σταγόνα του αίματός μου. Είμαι στο δρόμο για να τραγουδήσω τραγούδια που θα σου αποδείξουν πως αυτός είναι ο δικός σου κόσμος και πως ακόμα κι αν σου έχει φερθεί σκληρά και σε έχει κλωτσήσει κάτω μια ντουζίνα φορές, ό, τι χρώμα και αν είσαι, ό, τι είδους άνθρωπος και αν είσαι, εγώ είμαι στο δρόμο για να πω τραγούδια που θα σε κάνουν να νιώσεις περηφάνια γι’ αυτό που είσαι και γι’ αυτό που κάνεις. Τα τραγούδια που γράφω φτιάχνονται για όλους τους ανθρώπους που είναι σαν κι εσένα…»

Η θέση του Γούντι Γκάθρι, του Αμερικανού τραγουδοποιού, που γεννήθηκε το 1912 στην Οκλαχόμα, σε φτωχή αγροτική οικογένεια, κι αναγκάστηκε να παρατήσει νωρίς το σχολείο για να βγει στη βιοπάλη, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνες. Γι’ αυτό, ως αφετηρία του φετινού ταξιδιού μας, επιλέξαμε μουσικά έργα ταξιδευτές. Όχι μόνο τραγούδια, αλλά και έργα από κάθε μουσικό είδος που όμως δεν μοιάζουν με τις νανουριστικές μελωδίες των Σειρήνων. Δε γνωρίζουν τη χώρα των Λωτοφάγων όπου παραμονεύει η λησμονιά οραμάτων και προσδοκιών. Είναι αυτά που αφηγούνται την τιτάνια προσπάθεια των εργαζόμενων ανθρώπων να ξεκολλήσουν τη ζωή από τη μιζέρια της.

Κάθε μουσικό έργο και κάθε τραγούδι ανήκει στην εποχή του, αλλά μπορεί να φτάσει και πολύ πιο πέρα από αυτήν. Υπάρχει μουσική που απλώς εκφράζει το βάλτο της ασημαντότητας, των ατομικών μικροφιλοδοξιών. Υπάρχει όμως κι η μουσική, υπάρχουν τα τραγούδια που έχουν διάθεση να πετάξουν. Να ξεφύγουν από τα βαλτόνερα. Να ταξιδέψουν. Αυτά τα γενναία τραγούδια είναι τα δικά μας τραγούδια…

«Δεν ξέρω αν τα περισσότερα τραγούδια γράφονται, όπως λένε, σε δύσκολες στιγμές. Θέλω να πιστεύω, πάντως, πως ονειρεύονται τις πιο ευτυχισμένες», λέει ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο ρεμπέτης τραγουδοποιός που έγραψε την «Πειραιώτισσα» και τη «Φαληριώτισσα».

Ευτυχισμένες στιγμές κατοικούν και στα όνειρα τα δικά μας…

Όμως η ευτυχία ποτέ δεν μετακομίζει από το όνειρο στην πραγματικότητα αν δεν βάλουμε το χέρι μας κι εμείς… Γι’ αυτό πιστεύουμε στον καθημερινό αγώνα. Γι’ αυτό βρισκόμαστε ανυποχώρητα στις επάλξεις του και, με οδηγό την τέχνη που έχει τη δύναμη να μας κινητοποιήσει, μαθαίνουμε το χθες, παρεμβαίνουμε στο σήμερα, παλεύουμε συλλογικά για ένα καλύτερο αύριο…


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:74