Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Η ακαλλιέργητη | του Βαγγέλη Μαρνελάκη


– Ψεβία πως τα πας με το Ζαχάρη;

-Ήντα να σου πω δάσκαλε, καλός κι άξιος ο Ζαχάρης μου, κουβαλητής και δουλευταράς, αλλά δε με καλλιεργεί έτσα που πρέπει.

-Ήντα μου λες; Ακαλλιέργητη ε! και για ποιο λόγο τάξε;

-Όλο το κουρασμένο μου κάνει, όλο πως πονεί η κεφαλή ντου κι αν κιαμνιά φορά, κατέεις εσύ, στη χάση και στη φέξη, άστα δάσκαλε, εγράντυσα μου φαίνεται ολότελα!

-Μη στενχωργιέσαι Ψεβία μου μα, έπαε είμαστε εμείς.

-Ήντα υπονοείς δάσκαλε;

-Εσύ ήντα υποψιάζεσαι;

-Αν υπονοείς εκειόνα που υποψιάζομαι, ίδια δα να το ξεχάσεις.

-Γιάντα το λες ετούτονα Ψεβία μου; καλλιά να μένει το χωράφι σου χέρισο;

-Δάσκαλε, έπαε στο χωργιό λένε πως το αλέτρι σου είναι μικιό και δε ξεπατώνει ούτε τσ’ αστιβίδες και μένα το χωράφι μου είναι γεμάτο αγκουτσάκους.

Κόκκαλο ο δάσκαλος. Μεγάλη κουβέντα εξεστόμισε η Ψεβία. Να του θίξει έτσα λοής τον αντρισμό ντου; Εκοκκίνισε, εμπλάβησε, εγίνηκενε κίτρινος ωσά το αμανουσάκι από το κακό ντου, μα ήβαλενε την ορά στα σκέλια και εξαφανίστηκε.

-Για εκειέ μωρέ κάτι άντρες! Ου να μου χαθείς ανεμαζωξάρη!!!

Εφώνιαξε η Ψεβία οντέν ήστριβε τη γωνιά ο εραστής τση πεντάρας.

-Τίνος μπρε φωνιάζεις;

-Ώρα καλή Κατίκω, εκειούνε του ανεμαζωξάρη του δασκάλου. Ανέ το πω του άντρα μου εκείνονα απού μου ’πε, δα τονε μισερώσει ολότελα.

-Ντα ήντα σου ’πε;

-Να βάλει λέει το υνί ντου να μου κάνει το χωράφι μου.

-Ποιο υνί μπρε και ποιο χωράφι; Ντα έχει ο δάσκαλος ζυγάλετρα;

-Ε! κακομοίρα Κατίκω, δεν εκατάλαβες πράμα!

-Ήντα να καταλάβω;

-Το υνί, είναι το τέθοιο ντου και το χωράφι το τέθοιο μου.

Εγανάχτησε η Κατίκω να καταλάβει ήντα τση ’λεγε η Ψεβία.

-Εεε! τη μαγαρισά… ε! τον ελεεινό… κι είναι και δάσκαλος!

-Είδες εδά τουλόγου σου ένα δάσκαλο ανερούβαλο απού ’ρθε στο χωργιό μας; καλά, δεν εντράπηκε να μου πει τέθοια κουβέντα; Κατίκω, σε ξορκίζω, μη μπα και βγει πράμα από το στόμα σου; φονικό δα γενεί.

-Καταλαβαίνω σε καημένη Ψεβία, γιατί τα ’χω κι εγώ περασμένα. Έξε χρόνους ήτανε ο άντρας μου στο στρατό, τον ένα πόλεμο απάνω στον άλλο κι εγώ αμοναχή μ’ ένα κοπέλι στο βυζί μου. Κατέχεις πόσοι σα το δάσκαλο μου ρίχνουντανε; Μα εγώ βράχος, χαράκι απελέκητο και… αμπεγέντιστο!

Καινουργιοφερμένος ο δάσκαλος. Κιανείς δεν εκάτεχε από πού ’ρθε κι από πού κρατεί η σκούφια ντου. Πολλά ελέγανε γι τούτονα τον ανεμαζωξάρη κι άλλα τόσα του σέρνανε.

Τα ίδια ’κανε και στο σκολειό απού ’τανε και τονε σιχτιρίσανε. Κι αντί να βάλει μυαλό, εσυνέχιζε τα ίδια. Ο νους του και λοησμός του ήτανε να βρει κιαμνιά κακομοίρα, να τηνε ξεμοναχιάσει και να ικανοποιήσει το αμαρτωλό πάθος του, κι ήβρισκε πού και μια.

Κιαδέ μιλούσανε οι παθούσες, ήτανε γιατί εντρέπουτανε ή εφοβούντανε τα ξεκουτσιά τω χωργιανώ. Άσε απού τσοι φοβέριζε άμα είχανε κοπέλια στο σκολειό πως ήθελα να τ’ αφήσει στην ίδια τάξη ανέ το μολοήσουνε.

Παντρεμένος-απάντρευτος, κιανείς δεν εκάτεχε. Ολομόναχος εγύριζε ωσά του παπά το σκύλο απίς ετέλευγε το σκολειό και επαρακάζευγε τσοι γυναίκες.

Δεν ήτανε άσκημος άντρας, μα ούτε και γέρος. Άρρωστος ήτανε από μια κακή αστένεια.

Είχενε σασμένες μερικές γυναίκες στο χωργιό κι είχενε γλυκαθεί απ’ ότι φαίνεται, για κειόνα ερίχτηκενε και στη Ψεβία απού την είχενε μπεγεντισμένη από καιρό. Κι ήτανε και μια γυναικάρα η σφαμένη, να τηνε πιείς στο ποτήρι. Όποτε την ήβλεπε ήρχιζε: «Κι ήντα -ντελικάτη γυναίκα είσαι συ και σα και σένα δεν είδα ποτέ μου, και η ομορφάδα σου μ’ έχει κουζουλαμένο», και άλλα πολλά.

Η Ψεβία όμως δεν εχαμπάριαζε από τα παινέματα και τα ψεύτικα τα λόγια τα ωραία του δασκάλου και τον ήβανε στη θέση ντου με το τρόπο τζη. Εκεινού όμως δε του καλόρθε και το ’βαλε σκοπό αμέτι μουχαμέτι να τηνε σάξει. Τρόπο γύρευγε, ευκαιρία και τηνε βρήκε ο αθεόφοβος.

Οντέν ερρώστησε το πρώτο κοπέλι τση Ψεβίας από δηλητηριασμένους αμανίτους, το τάξανε στην Αγία Αναστασία απού ’ναι προστάτιδα των δηλητηριάσεων και όποτε επερνούσε από την εκκλησία τζη όξω από το χωργιό, ήμπαινε μέσα κι ήναφτε ένα κερί.

Ο διάολος ο δάσκαλος απού την επαρακάτσευγε μέρα νύχτα, μος την είδε κι ήμπαινε στην εκκλησία, εχώστηκε πίσω από μιαν ελιά και τηνε περίμενε. Ήτυχε όμως να τονε δει ο δραγάτης απού του ’χενε μολοημένα η γυναίκα ντου η Κατίκω τα ξετελέματα ντου κι από τότεσας του ’χενε μάνιτα.

Μος εβγήκε η Ψεβία από την εκκλησία τση μούνταρε ο δάσκαλος. Τση ’κλεισε το στόμα και τηνε παρέσυρε στη παραβολή. Δεν επρόλαβε όμως να τση κάνει πράμα γιατί επρόβαλε ο δραγάτης με τη κατσούνα ντου.

-Εσύ ’σαι μωρέ διαόλου γόνε απού θες να καλλιεργείς τσοι γυναίκες μας; Ε! το παντέκλερο για καλλιεργητή, εδά δα σου καλλιεργήσω ’γω για τα καλά τη κατίνα σου.

Ήκαμε ντου τα παΐδια πάσπαλος.

Μετά δέκα χρόνια, στσοι 4 του Δεκέμπρη, η Ψεβία με τον άντρα τζη επήανε στη Καρδίτσα απού ορκιζότανε ο πρώτος τους γιός φαντάρος. Έτυχε να γιορτάζει την ίδια μέρα ο πολιούχος τση Καρδίτσας Άγιος Σεραφείμ κι όξω από την εκκλησία ήτανε τρείς διακονιάρηδες και η Ψεβία… ανεγνώρισε τον ένα, το δάσκαλο.

Αγαπώ σας.

Βαγγέλης Μαρνελάκης


Ο Βαγγέλης Μαρνελάκης γεννήθηκε στο Θραψανό Ηρακλείου Κρήτης το 1952. Ακολούθησε τον στρατιωτικό κλάδο και ως ελεγκτής αεροσκαφών υπηρέτησε σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Από το 1974 γράφει ανελλιπώς. Από τα 37 βιβλία που έχει γράψει έχουν εκδοθεί τα βιβλία «Θραψανιώτες και Ιποδόριοι», «Η κοκέτα», «Οι Τουρκοκρητικοί» και «Τα κρίνα των ενδογήινων».

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:90