Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

O χαβαλές τσ’ αποκράς | της Άννας Τακάκη


Ξημέρωνε η Μεγάλη Αποκρά, η τελευταία Κυριακή τση Τυρινής. Το μεσημέρι συγκεντρωνότανε οι φαμίλιες στα σπίτια για ν’ αποκριγιώσουνε. Τη φορά αυτή το τραπέζι ήτανε γεμάτο μόνο από τυροκομικά. Κατουμέρια και νεράτες μυζητρόφτες, σκυφομακάρουνα με το ντόπιο βούτυρο, τυριά και γαλοτύρια, αθότυρο, μυζήθρα τση κουρούπας, χυλόφτα με το γάλα και στάκα. Το απογεματάκι μικροί και μεγάλοι ντυνότανε άλλοι με στολές των παππουδογιαγιάδω ντως, κι άλλοι με ό,τι τωσε λάχαινε. Τα κοπέλια τα ντύνανε Κρητικοπούλες και Κρητικούς και τωσε ζωγραφίζανε μουστάκια και γένια με το κάρβουνο. Τα κοριτσοπούλια ήτανε πασαλειμμένα με κοκκινάδια και πούδρες και κρεμούσανε τα ντοντίνια των μανάδων τως στ’αυτιά και στσι λαιμούς τως.

Μικρομέγαλοι, λοιπόν, ντυμένοι κι άντυτοι, μασκαρεμένοι κι αμασκάρωτοι εβγαίνανε στη βόλητα ενωρωπάς, με χωρατάδες και γέλια, πειράγματα και καμώματα. Το βράδυ καταλήγανε στο καφενείο με τα λυροντάουλα για το μεγάλο γλέντι.

Κατά το απογεματάκι ο Χαρίδημος με τον Κανελοκωστή ετρωγοπίνανε δίπλα στην παραστιά κι εβγάνανε τερτίπια για τα μασκαρέματα.

-Άιντε, εβίβα, ωρέ Χαρίδημε, και καλή σαρακοστή! Είπε βροντερά ο Κανελοκωστής κι εγέμοσε πάλι τα ρακοπότηρα ώσαμε που ’πιανε όλη την μποτήλια την τσικουδιά. Και είντα λες εδά, να μασκαρευτούμε θέλει; Μα πού δα βρούμε, μαθές τα συμπράγαλα να κάνομε τσι στολές;

-Εγώ, άντα χαζίρι, Κωστή, ήσφαξα ένα τράγο εδά παρά την άλλη κι έχω φυλλαμένη την προβιά με τα κέρατα και δα τα βάλω, να κάνω τον τραγαρά. Έχω και δυο τραγοκουδούνες από του παππού μου το χάκι και θα τσι κρεμάσω στο λαιμό μου και ετσά που δα πηγαίνω δα κάνουνε πούρι, μεγάλο χαλάπατο. Έχει να γενεί ένας χαβαλές απού δεν εξαναγίνηκε!

-Μα πρέπει δα να πχαίνεις και με τα τέσσερα κακομοίρη μου. Να μπορεί θες; Και πώς θα στέσεις κι εκειούσας τσοι ανέραϊδους τα κέρατα στη κορφή τση κεφαλής σου απού δα σου πέφτουνε;

-Να μη σε γνοιάζει ετουλόγου σου, Κωστή, και να μη λες ό,τι πρέπει να πηγαίνω με τα τέσσερα, γιατί οι τράγοι άμα θέλουνε πούρι σηκώνουντε και στα δυο πόδια. Εννοείς με;

-Ναίσκε, ναι, καλά το λες.

-Εγώ, άλλα βάρη, Χαρίδημε, δα μασκαρευτώ κατσουνοράδης διάολος και για πού θα διαολιστώ πλια πολύ, για θα μερέψω και θα γενώ πάλι άθρωπος, μα πλια καλός άθρωπος, σάικα. Γροίκα δα, φίλε μου: Να ντυθούμε θέλει μασκαράδες και θα πιάσομε τα σπίτια. Δε μπορεί να μη μας ανοίγουνε οι αθρώποι. Έτσά ’ναι κάθα χρόνο το έθιμο. Να πίνομε θέλει και κιαμιά ράκα που δα μασε κερνούνε και δα γενούμε φέσι μέχρι το βράδυ! Ετσά δε θ’ ανιώθομε και πολύ και δα κάνομε ό,τι κουζουλάδες μασε κατεβάζει η κούτρα μας. Κι απόι δα πάμε στση Θεοδούλας τσ’ αγαπητικής μου, μα ενωροπάς μιαολιά, να τηνε προλάβομε εκειδά πριχού να πάει στο γλέντι και με καστσιρμά δα τήνε συβάσω ετούτηνιέ τη βολά. Να μπούμε θέλει μαζί μέσα στο σπίτι τζη, να τση πούμε και του χρόνου, καλή σαρακοστή! Θα μασε κεράσει μια ρακή η κοπελιά κι απόι δα φύγεις εσύ να πομείνω ετουλόγου μου, να πετάξω κειουσάς τς’ ανάθεμους τα μασκαραλίκια κι απόι δα τηνε κινήσω τα γλυκόλογα και τα χαιδολοϊματα, να δεις εσύ ανέ κάνει τα κακορέξα τζη! Τρόπο θέλει η κάθα δουλειά, Χαρίδημε, τρόπο!

-Ανάθεμά σε Κωστή, πώς τα ξετρέχεις όλα άμα θες. Εσύ ωρέ, λω πως είσαι μεγάλο κεφάλι και δε σου φαίνεται. Λω πως δε μοιάζεις εσύ του δαιμοναρά εικεινουγιά που θες να μασκαρευτείς. Ετουλόγου σου είσαι του Θεού άθρωπος. Μπας κι ήπρεπε να ντυθείς παπάς; Πήγαινε δα κι ανέ σε κονέψει, έχει καλώς! Αλλιώς και σε πετάξει όξω έχω να κάμω γέλια…..

-Και είντα, διαολοφορεσά δα βρεις να βάλεις;

-Κοντό και δε θα βρω… απάτε μέσα από την αποθήκη θα κατσικανταρέψω να βρω το ρασίδι του παππού μου, απού’ναι μακρύ μακρύ κι έχει και μια κουκούλα σα ντο μουζωμένο ανηφορά. Εδώκανέ μου και μια μασκάρα που άμα τήνε δεις, Χαρίδημε, ντεροσπάς. Λω πως είναι ο ίδιος ο ντουχιουμάνης. Να βαστώ, θέλει, και μια κατσούνα από πίσω. Κι απόι δα ξεφαρδουκλώσομε μια κοπανιά στο χορό κι έμου θα τσοι ντεροσπάσομε τσι χορευτάδες με τσι λυράρηδες, έμου θα λυθούνε από τα γέλια. Και είπαμε ε; ορισμένοι-ορισμένοι τηνε θέλουνε τη ραβδιά!

-Κι εγώ, άντα χαζίρι, είπε ο Χαρίδημος, δα να ’χω χωσμένη μια μπαστόνα μέσα από τσι προβγιές και θα δίδω και κιαμιά ραβδιά, κι όποιον πάρει ο χάρος!

-Εβίβα, ωρέ, Κωσταντάκι!

-Εβίβα, Χαριδημάκι! Καλή αποκρά να περάσομε!

– Πάω δα, και όπως είπαμε, ε; Έχει να γενεί μεγάλος χαβαλές!…..

Ο Χαρίδημος με τον Κανελοκωστή ντυθήκανε όπως είχανε μελετημένα, βάλανε και τσι μασκάρες ντως κι εβγήκανε ενωρωπάς στη βόλητα. Απ’ όπου περνούσανε ξετρουμίζανε τον κόσμο, κι όλο το χωριό είχε να λέει για ένα τραγαρά κι ένα κατσουνοράδη που κρατούσανε και δυο βεργούρες και φοβερίζανε. Τα μικιά κοπέλια εκλαίγανε, μος τσοι θωρούσανε, οι νέοι εγελούσανε και οι μεγάλοι ανερωτούντανε: «Ωρέ, είντα θέλουνε να μασε παραστήσουνε δα και τούτοινιέ; Παντέρμη διχαλόβεργα!…

Αφού μπήκανε σε κάμποσα σπίτια και οι νοικοκεράδες τσοι κερνούσανε τσικουδιά, και τως ευχόντανε «καλή Σαρακοστή», πήρανε το δρόμο σχεδόν κουνουπισμένοι να πάνε στο σπίτι τση Θεοδούλας. Ο Κωστής εγάτεχε πως οι γονέοι τζη ελείπανε στο μετόχι που ’χανε τα οζά, και η Θεοδούλα ως σηνήθως ήτονε στο σπίτι αμοναχή. Ό, τι κι ήρχισε να μοχριάζει και οι κοπελιές με τσι μανάδες τως επηγαίνανε στο καφενείο που ήρχιζε τ’ αποκριάτικο γλέντι. Εκείνια την ώρα ο Κανελοκωστής με τον Χαρίδημο χτυπούνε το κερκέλι τση πόρτας τση Θεοδούλας. Η κοπελιά που είχε βαρμένη τη νυχτικιά τζη, ανοίγει κατσά κατσά το πανωπόρτι, μα με το που θωρεί τούτουσάς τσοι μασκαράδες, βγάνει ένα Ααα! Παίζει μια βρονταρά και το ξανακλεί. Οι δυο άντρες θωρούνε το φόβο τζη μέσα από τσι μασκάρες, αλλά δεν εβγάλανε λέξη μη μπα ξεφανερωθούνε. Χτυπά το πανωπόρτι ο Κωστής με τη μπαστόνα ντου, ξαναχτυπά, μα…πράμα.

-Την παζαβή, είντα φοβάται; Τα κέρατα γή την κατσούνα; Δε γατέει, κοντό, πως είμαστε αθρώποι; Κι εγώ’λεγα, ωρέ Χαριδημάκι, πως ήθελα να μασε χωρατεύγει, και να μασε ανερωτά ποιοι είμαστανε. Ας ήθελα μπάρε να μασε κεράσει ένα ρακάκι.

-Δε σου ’τρεξε κακομοίρη μου! Μπάταρε δε σου πήε καλά τούτονά το τερτίπι απού ’βγαλες.

-Κι εγώ ελόγιαζα δα πως ήθελα να’ναι φουνταλλαμένη για το χορό. Γιάντα φορεί τη νυχτικιά; Με τσ’ όρνιθες δα δέσει, η βραδιά απου’ναι Ανερωτάται ο Κανελοκωστής.

-Μπορεί να πονεί η κεφαλή τζη, μπορεί να πονεί ο λαιμός τση, μπορεί… να πονεί ο κάλος τση κοπελιάς. Μη κολλάς εδά ατέ στα σύμπορτα κι άιντε να πάμε θέλει στο χορό να κάνομε και μιαολιά χάζι με τσ’ άλλους μασκαράδες… να πετάξομε και κιαμιά ταινία, χαρτοπόλεμο…άιντε και ξα τση!

Οι δυο φίλοι, παίρνουνε κάτω το τσαρσί κι ώσαμε να ποκωλώσουνε θωρούνε από την άλλη στράτα ένα μασκαρεμένο που φόργιε μια μακρά γαμπαδόλα κι από πάνω ένα πλεχτό σάλι. Είχε κι ένα τσεμπέρι στην κεφαλή, σα να τονε γυναίκα, αλλά το ζάλο ντου ήτονε, πούρι, αντρίστικο.

-Ε, συναδέρφι!… του φωνιάζουνε, άιντε να κάμομε θέλει παρέα. Μα ο μασκαρεμένος δεν εμίλησε μόνο ήδωσε ένα τζιρίτι κι ήφηγε.

-Πού πάει, ωρέ, τούτοσάς και γλακά ετσά, ίδια πως τονε ζυγώνουνε; για να δούμενε..

Τονε παίρνουνε από πίσω χωστά και θωρούνε να προσάφτει στο σπίτι τση Θεοδούλας και να χτυπά το χαρκοκέρκελο τση πόρτας τση. Η κοπελιά ανοίγει ντελόγω και τονε κονεύγει μέσα. Ο Χαρίδημος με τον Κωστή επομείνανε σα τσι μαρμαροκωλόνες στη κάτω μπάντα.

-Είδες ό,τι είδα; Λέει ο Κωστής του Χαρίδημου. Λάκκον έχει η φάβα!

-Ωρέ η φάβα έχει λάκκο, και μεγάλο, ζάβαλε! Ετουλόγου μας είντα γυρεύγομε επαδά; Άιντε κακομοίρη, να πάμενε θέλει στο καφενείο. Τοιάνα ώρα, που θωρείς, θα να ’χει ανάψει το γλέντι με τα λυροντάουλα. Άιντε γιατί θα μπει η γυναίκα με την κόρη μου στην έγνοια, τοιάνα ώρα που δεν εφάνηκα ακόμη.

-Πήαινε ετουλόγου σου Χαρίδημε, πήαινε!… Εγώ επογλέντησα, λέει με παράπονο ο Κανελοκωστής και πετά χάμαι τη μασκάρα…

(Κρητικές παλιές Ιστορίες)


Άννα Τακάκη

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:68