Τρικούβερτα γλέντια ανά την Ελλάδα | του Βασίλη Πλάτανου
Καρναβάλια κι αποκριάτικα ξεφαντώματα σ’ όλη την Ελλάδα γίνονται κάθε χρόνο. Πολλές αποκριάτικες εκδηλώσεις στην ηπειρωτική χώρα και τα νησιά μας. Το έθιμο γραφικότατο, πολύ εύθυμο και παλιό, μεταπολεμικά ξανάνιωσε, δεν υπάρχει περιοχή που να μην έχει το καρναβάλι της, το εύθυμο δόσιμο μέσα στον αγώνα και στην αγωνία για τη ζωή. Από τη Βόρεια Ελλάδα έως την Πελοπόννησο και τα νησιά μας, παντού οργανώνονται αποκριάτικες γιορτές μ’ έντονο τοπικό χρώμα, που δε μοιάζουνε μεταξύ τους. Η καθεμιά έχει την πρωτοτυπία, το χρώμα και το ενδιαφέρον της. Οι γιορταστές ξεχύνονται σ’ ένα αυθόρμητο και πηγαίο διονυσιακό γλέντι, αυτοσχεδιάζουνε και προσθέτουνε, κάθε χρόνο αρκετό «αλάτι» στις λαογραφικές εκδηλώσεις τους.
Ξεκινάμε για ένα ξέφρενο αποκριάτικο λαογραφικό ταξίδι και γλέντι σ’ όλη την Ελλάδα, με διονυσιακή διάθεση, για να γλεντήσουμε μαζί με τους γιορταστές, να γνωρίσουμε τ’ αποκριάτικα ξεφαντώματα, που είναι δεμένα με την ιστορία, την παράδοση και τη σύγχρονη ζωή στον τόπο μας.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – ΘΕΣΣΑΛΙΑ – ΒΟΙΩΤΙΑ
Στην Ξάνθη, οι τρεις τελευταίες αποκριάτικες μέρες είναι το αποκορύφωμα στις αποκριάτικες θρακικές γιορτές. Χορεύουνε θρακιώτικα λαϊκά συγκροτήματα και βραβεύονται τα καλύτερα. Οργανώνεται κρασοβραδιά στα ξανθιώτικα κουτούκια και βγαίνουν οι «Πιτεράδες», το «Γαϊτανάκι», η «Ξανθιώτικη βεγγέρα», τα «Προξενιά». Γίνεται αναπαράσταση με θρακιώτικα έθιμα από την αρχαία εποχή, τα χρόνια στη δουλεία και σύγχρονα. Οι γιορτές κλείνουνε με μουσική πανδαισία από τις φιλαρμονικές, η καθεμιά παίζει το «σκοπό» της. Οι νέοι από τη συνοικία Σαμακώβ καίνε τον «Τζάρο», καθαρά παλιό ξανθιώτικο έθιμο, που συμπληρώνεται με το «Γάμο στους Πιτεράδες». Σ’ ένα γάιδαρο καβάλα ανάποδα ο καμπούρης, που κουβαλά τα νυφιάτικα προικιά, κουρέλια και ξεσκισμένα μαξιλάρια, γεμάτα ψύλλους και κοριούς. Προπορεύονται ο γαμπρός, κορδωτός με μια κομπολόγα από ραφτάδικους μακαράδες, η νύφη μουστακαλού με σκορδοπλεξούδες, αντί για νυφιάτικο πέπλο, κι ο παραγαμπρός, στιβαρός, κοτσονάτος. Ο «γκαϊνταντζής» παίζει με το ζουρνά του τον οργιαστικό ρυθμό «ντίλι-ντίλι-ντίλι». Ανάμεσά τους ο «γκλανγκλάς» με κουδούνια λογιώ – λογιώ κρεμασμένα πάνω του, χοροπηδά, χορεύει. Προβοδός στην πομπή ο τραγόμορφος, με τη «σαπανίκα» και πατσαβούρα στο χέρι, που ρίχνει στους περίεργους λάσπες στα μούτρα τους και βαστά βούκινο, για να βγάζει στη φόρα τις πομπές του καθένα. Τα θρακικά δρώμενα ξεκινάνε από τα διονυσιακά και τις γιορτές στ’ αρχαία Άβδηρα, περνάνε στη δουλεία και ξαναζούνε διαμορφωμένα στην εποχή μας. Ένα απ’ αυτά είναι το «γαϊδουροράλι». Ξεκαρδίζεται ο κόσμος στα γέλια, γιατί βλέπει απίθανες κωμικές και σπαραχτικές σκηνές. Δίνεται το ξεκίνημα και ο γάιδαρος να μη φεύγει, να του ρίχνει ο καβαλάρης του νέφτι ή βενζίνη στ’ αυτί του ή στον κώλο του και ν’ αρχίζει τα κλοτσίσματα, να τραβά την ουρά του για να τον «φρενάρει», να τερματίζει στην… ταβέρνα, όπου κάθονται μαζί γάιδαρος και καβαλάρης και τα «κοπανάνε».
Με σατιρικά αποκριάτικα τραγούδια αρχίζουνε κάθε βράδυ στην Κοζάνη οι λαογραφικές γιορταστικές εκδηλώσεις. Το αποκορύφωμα στο γλέντι γίνεται το τελευταίο αποκριάτικο Σαββατοκύριακο. Ανάβουνε τους «Φανούς» στους δρόμους, στις πλατείες. Το έθιμο «Κοζάνικος Φανός», είναι από τα λίγα που διατηρούνται αυτούσια στον τόπο μας. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, ξεκίνησε γύρω στα 1650, με τα «Ρογκατζιάρια», που η γιορτή τους γίνεται το Δωδεκάμερο, από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα. Τα ρογκατζιάρια, γιορταστές στους αποκριάτικους «Φανούς» στην Κοζάνη, είναι ομάδες μεταμφιεσμένων κωδωνοφόρων, που γυρίζουνε στους δρόμους, τραγουδάνε και χορεύουνε. Τα ρογκατζιάρια φορτώνονται κυπριακά κουδούνια, και καθώς πηδάνε, χορεύουνε με τους ήχους τους. Το κορμί τους, από το κεφάλι ως τα πόδια, το σκεπάζουνε με ψάθινη πανοπλία και στο στήθος τους κρεμάνε αλεπουδίσια ουρά. Στο πρόσωπό τους φοράνε την «καβούκα», ξύλινη βαμμένη μάσκα, γοργόνα στη μορφή, με μάτια και στόμα, για να βλέπει και ν’ ανασαίνει ο μασκαρεμένος, που φαίνεται τερατώδης, αλλόκοτος, σα μυθικός ήρωας. Το έθιμο οι «Φανοί» στην Κοζάνη, ύστερα από μικρή διακοπή, ξαναζωντάνεψε και φούντωσε μεταπολεμικά. Για τους «Φανούς» δεν υπάρχει καμιά ιστορική μαρτυρία, εκτός από την παράδοση και το θρύλο. Οι μασκαρεμένοι γιορταστές ανάβουνε τη νύχτα φωτιές με ξύλα στους δρόμους και στις πλατείες και γύρω σ’ αυτές τραγουδάνε και χορεύουνε με το φούντωμα, με κρασί και τσίπουρο. Μερικοί λαογράφοι και μελετητές, παρομοιάζουνε τους «Φανούς» με ανάλογες γιορτές στην αρχαία Ελλάδα, όπως ο «πυρρίχιος χορός», χωρίς τον πολεμικό χαρακτήρα του. Ο «Κοζάνικος Φανός» είναι αυτούσιο έθιμο – δρώμενο, με πολλή γραφικότητα και γιορταστική έξαρση.
Η Νάουσα γιορτάζει πρωτότυπα τις Αποκριές, με εκατοντάδες «Μπούλες» και «Γενίτσαρους», που ορμάνε και χορεύουνε στις δημοσιές, συντροφιά με «πατινάδες», ζουρνάδες, πίπιζες, νταούλια. Ο περίφημος «Χορός Μπούλα» γίνεται από τους φουστανελοφόρους Γενίτσαρους, που κρατάνε ραβδιά και γιαταγάνια και τις «μουστακαλήδισσες νύφες», τις Μπούλες. Ολοι στήνουνε πρωτότυπη σάτιρα. Το έθιμο «Χορός Μπούλα» συμβολίζει τον αγώνα που κάνανε οι Γενίτσαροι στην Επανάσταση. Κατεβαίνανε απ’ τα βουνά, μεταμφιέζονταν σε Μπούλες (νύφες), για να μη γνωρίζονται, κι όποιον, συμβολικά χαιρετούσανε, μαζεύανε χρήματα για τον αγώνα ενάντια στους Τούρκους.
«Μπούλα» σημαίνει νύφη με το πέπλο. Στον πολύ παλιό αυτό χορό, που χορευότανε στη Νάουσα στην τουρκοκρατία, ορισμένες κινήσεις αποκτήσανε συμβολικό χαρακτήρα. Το σπαθιούψωμα συμβόλιζε τον μυστικό όρκο στον απελευθερωτικό αγώνα. Χορεύεται με μάσκες. Στην προετοιμασία για τον επαναστατικό αγώνα, κατεβαίνανε οι αγωνιστές από τα βουνά τη νύχτα, την Αποκριά, μασκαρευόντανε, κι έτσι είχανε την ευκολία να κουβεντιάζουνε με τους συγγενείς και φίλους, απαρατήρητοι. Ο χορός χορεύεται κι από κορίτσια κι είναι παραδοσιακός στη Νάουσα, η «Κρινίτσα». Με την παράδοση, τον χόρευαν οι γυναίκες καθώς πέφταν από τους καταρράχτες, για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Λέγεται πως η αρχηγός στις γυναίκες λεγότανε Κρινιώ, απ’ όπου πήρε τ’ όνομά του ο χορός.
Στο Αμύνταιο, το τελευταίο αποκριάτικο Σαββατοκύριακο και την Καθαροδευτέρα, μαζεύονται οι κάτοικοι απ’ όλα τα χωριά στη Βορειοδυτική Μακεδονία και για δυο μέρες αφήνονται σε ομαδικό καρναβαλίστικο παραλήρημα, με πολλούς μακεδονίτικα μασκαρεμένους, φαγοπότια, τραγούδια και χορούς.
Πατροπαράδοτα έθιμα με μασκερεμένους γίνονται τις Αποκριές στον Τύρναβο. Γύφτικος γάμος, φισέκια, κουνέτα, βαρελότα, που χαλάνε κόσμο. Την Καθαροδευτέρα τρικούβερτο γλέντι, το «Μπουρανί», και το βράδυ λαϊκό δικαστήριο στην πλατωσιά, όπου δικάζεται ο «Μασκαράς», κρεμιέται σε κρεμάλα. Παίρνουν μέρος οι «Μπουρανίδες». Όλοι οι αμαξοκαραγωγιάδες και τα «γομάρια», κάτω από τα πενήντα χρόνια. Την τελευταία Αποκριά, στον Τύρναβο οι γιορταστές ανάβουνε τις πρωινές ώρες, στο πλάτωμα ή στο σταυροδρόμι, φωτιά και βράζουνε σε μεγάλη χύτρα ή καζάνι, το φαγητό για την Καθαροδευτέρα, το «μπουρανί», χορτόσουπα αλάδωτη από σπανάκι, λίγο ρύζι και ξίδι για να νοστιμίζει. Καθώς το μπουρανί βράζει στη φωτιά, η συντροφιά διασκεδάζει, πίνουνε και ξεστομίζουνε άσεμνα τραγούδια και πειράγματα για τους περαστικούς και τους συντρόφους τους. Γύρω στη φωτιά και στο μπουρανί που μαγειρεύεται, στήνουνε αποκριάτικο χορό. Σαν τελειώσει το μαγείρεμα, οι γιορταστές παίρνουνε το μπουρανί και πηγαίνουνε στην εξοχή, όπου τρωγοπίνουνε και συνεχίζουνε τα βωμολοχικά τραγούδια και τ’ άσεμνα πειράγματα, που θυμίζουνε τους «γεφυρισμούς» και τα «εξ αμάξης», που κάναν οι αρχαίοι.
Όταν γυρίσουν από την εξοχή στην πόλη, οι γιορταστές κάνουν κάποιον βασιλιά, βάφουν το πρόσωπό του μαύρο, φοράνε στο κεφάλι του φέσι και στήνεται λαϊκό δικαστήριο. Ο βασιλιάς δικάζει και βάζει πρόστιμα. Κατόπιν τον ανεβάζουν σε γάιδαρο, όπου κάθεται ανάστροφα, κρατά απ’ την ουρά το ζωντανό και τον γυρίζουνε στην πόλη με διάφορα άσεμνα φερσίματα και λόγια. Στα χέρια τους οι γιορταστές κρατάνε πήλινους φαλλούς, ξύλινους ή από καρότα και χειρονομούνε άσεμνα. Στο τέλος, δικάζεται ο «Μασκαράς» και το κρεμάνε στο πλάτωμα. Στον Τύρναβο γλεντάνε πολλά μερόνυχτα. Πάνω στη μανία για διασκέδαση, οι Τυρναβίτες λένε την παροιμία: «Καλώς ήρθε κι ο Βαγιός/ καλή… Σαρακοστή να ‘χουμε!» Βγήκε από το εξής περιστατικό: Μια παρέα Τυρναβίτες το ‘ριξε τις Αποκριές στο γλέντι για καλά. Ταιριάσανε τόσο όμορφα, ώστε με μερικά σταματήματα συνεχίσανε ως τα Βάγια. Τότε πια θυμηθήκανε πως έπρεπε να «σαρακοστέψουνε», κι είπανε αυτή τη φράση.
Στον Ορχομενό τις τελευταίες μέρες γίνεται παρέλαση με άρματα, που σατιρίζουν τοπικά γεγονότα και καίγονται μπόλικα πυροτεχνήματα. Τα βράδια τρικούβερτο γλέντι με μασκαρεμένους, πολλές ψησταριές και μπόλικο κρασί.
ΖΑΚΥΝΘΟΣ – ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ – ΚΕΡΚΥΡΑ
Η Αποκριά στη Ζάκυνθο με τις «Φιέστες» της, στάθηκε, στα παλιότερα χρόνια, περίοδος για να εκδηλωθεί και ν’ αναπτυχθεί το λαϊκό θέατρο, και διατηρήθηκε ως τις μέρες μας. Με φαγοπότια, τραγούδια, χορούς, μασκαρεμένοι θίασοι, «μπουλούκια», μουτζουρωμένοι και με «μωρέτες», άντρες με γυναικεία ρούχα και γυναίκες με αντρικά, μεταμφιεσμένοι σε γαμπρούς και νύφες, γυρίζουνε στους δρόμους και παρασταίνουνε κωμικές σκηνές, παίζουνε λαϊκά θεατρικά έργα κι απαγγέλλουνε με στόμφο και σε τραγουδιστό ύφος, πειραχτικούς, σατιρικούς στίχους. Ειδικά το λαϊκό θέατρο στη Ζάκυνθο, αποτελεί συμπλήρωμα στο Καρναβάλι. Οι «Ομιλίες», οι υπαίθριες λαϊκές θεατρικές παραστάσεις υπήρξανε και είναι ακόμα βιώματα στους «ποπολάρους», αποτελούνε τις καλύτερες από τις αποκριάτικες διασκεδάσεις. Μόνο άντρες δίνουνε λαϊκές θεατρικές παραστάσεις στα «καντούνια» και στις «ρούγες». Τα έργα που παίζουνε αρέσουνε και συγκινούνε το λαό. Την πρώτη θέση έχει ο «Ρωτόκριτος», διασκευασμένος στο ζακυνθινό ιδίωμα, πολύ συντομευμένος. Σύγχρονοι λαϊκοί ποιητές εμπνέονται «Ομιλίες» από περιστατικά που γίνονται τώρα στο νησί και σηκώνουνε διακωμώδηση. Καυτηριάζουνε, με το γνωστό ζακυνθινό πνεύμα, σύγχρονα πρόσωπα και πράγματα και ο κόσμος που τ’ ακούει και βλέπει σκηνές τους να γελοιοποιούνται, γελά με την καρδιά του. Κάνουνε ακόμα αναπαραστάσεις με τα πιο γνωστά, χαρακτηριστικά λαϊκά πανηγύρια στο νησί, όπως είναι ο Αη Λύπιος, η Ανάληψη. Οι περίφημες «Ομιλίες», το ιδιότυπο ζακυνθινό θέατρο, αναπτύχθηκε μ’ επίδραση από το κρητικό θέατρο και την «Κομέντια ντελ Αρτε», στο 17ο και 18ο αιώνα. Η αρχή έγινε με διασκευασμένα έργα από την κρητική λογοτεχνία, όπως «Ερωτόκριτο», «Ερωφίλη», «Θυσία του Αβραάμ» και άλλα. Αργότερα, δημιουργηθήκανε οι ζακυνθινές ομιλίες, όπως «Θάνατος στον Κατήγορο», «Χρυσαυγή», «Κρίνος και Ανθία», «Μυρτίλος», «Μυρτιά» κλπ. Με τον καιρό, η λαϊκή ζακυνθινή δημιουργία απαλλάσσεται από τις επιδράσεις.
Υποτυπώδης, πρωτόγονη, προαισθητική θεατρική μορφή είναι ο «Χωριάτικος Γάμος» ή «Γαϊδουροκαβάλα», που φέρνει την κωμωδία «Χάσης», γραμμένη από τον Δημήτρη Γουζέλη, στα 1795, κι αποτελεί αποκορύφωμα στο λαϊκό ζακυνθινό θέατρο. Η παράδοση συνεχίζεται. Από τον 17ο αιώνα φτάνει έως σήμερα με τα ζακυνθινά «μπουλούκια» να παίζουνε διασκευασμένα έργα από το κρητικό θέατρο, αλλά και ντόπια, δημιουργήματα από απλούς ανθρώπους, εργάτες κι αγρότες, παιγμένα στις Αποκριές επίσης από απλούς ανθρώπους στην ταβέρνα, στα χωράφια και στη θάλασσα. Στη Ζάκυνθο, οι Αποκριές τελειώνουν το απόγευμα, την Τυρινή, με το «Πόβερο Καρναβάλι», το λυπητερό, το θλιμμένο καρναβάλι, που γίνεται, με δημοτικά έξοδα, πανηγυρικά η κηδεία στον Καρνάβαλο.
Στην Κεφαλονιά, Ληξούρι κι Αργοστόλι, χοροί με μασκαρεμένους κι άλλες αποκριάτικες εύθυμες και σατιρικές εκδηλώσεις. Σε πανεορταστικό χαρούμενο περιβάλλον οργανώνονται γιορτές για τον Καρνάβαλο, με άρματα, χορούς μασκαρεμένων. Οι τοπικές χορωδίες στο νησί χαρίζουνε χαρούμενες βραδιές από αξέχαστα παλιά κεφαλονίτικα τραγούδια.
Στην Κέρκυρα «μάσκαρες» παντού, μέρα και νύχτα, στους δρόμους, στις πλατείες, που πειράζουνε τους περαστικούς, στα νυχτερινά κέντρα, στους χορούς, όπου γίνονται πολλές «μάντσιες», δηλαδή γκάφες, καθώς οι γυναίκες φοράνε «ντόμινο», δε φαίνεται τίποτα απ’ το πρόσωπο και το σώμα τους. Εκεί, κάποιος μπορεί να χορεύει με τη μάνα ή την αδερφή ή τη γυναίκα του και να της λέει ερωτόλογα. Οι φιλαρμονικές δίνουνε ξεχωριστό γιορταστικό τόνο με τις εμφανίσεις τους την Αποκριά και με τα χαρούμενα προγράμματα που παρουσιάζουνε.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Το τελευταίο αποκριάτικο Σαββατοκύριακο στην Πάτρα είναι η κορωνίδα με τις εκδηλώσεις, την περίφημη παρέλαση με άρματα, τα «Μπουρμπούλια», ο σοκολατοπόλεμος, ο χείμαρρος με πυροτεχνήματα κι ο «Γελιοβασιλιάς». Η μεγάλη πομπή, μάκρος πέντε χιλιόμετρα, αποτελείται από πολλά σατιρικά και καλλιτεχνικά άρματα, με φυσικά λουλούδια, μαρκαράτες σε διάφορες παραστάσεις και μουσικές. Με άρματα – φρούρια, απ’ όπου γίνεται ο σοκολατοπόλεμος.
Το Πατρινό Καρναβάλι περιλαμβάνει: Το κυνήγι για τον «Κρυμμένο θησαυρό», αποκορύφωμα. Χοροβραδιά, τα «Μπουρμπούλια», με ντόμινα και μάσκες. «Καρναβάλι για μικρούς», με παιδιά. Τσίκνισμα» την Τσικνοπέμπτη, όπου οι «Λαϊκοί Τύποι», οι «Μασκαρεμένοι» και το «Σουλάτσο» κυριαρχούνε. «Ειδώματα», παραδοσιακά προξενιά, ανάμεσα σε σόγια. Ο τζίτζικας, σύμβολο στο Πατρινό Καρναβάλι. Τα «Μουσικά Καρναβαλικά Φεγγάρια». Καρναβαλικό εργαστήρι για την τέχνη. Χορός με τους χαρταετούς. Στην παρέλαση χρώμα, κέφι, ζωντάνια, χορός. Και τα πατρινά σπίτια είναι καρναβαλίστικα στολισμένα, όταν στην πόλη μπαίνει η «Βασίλισσα». Στις πλατείες χορεύουν οι μασκαρεμένοι ελληνικούς και σύγχρονους χορούς και διαγωνισμός για το «Κωμικό σχήμα». Τη νύχτα καίγεται ο «Γελιο- βασιλιάς», εξιλαστήριο θύμα για τ’ ανθρώπινα αμαρτήματα.
Στη Σπάρτη αποκριάτικα γλέντια στους δρόμους και τις ταβέρνες. Παρέλαση με άρματα και μασκαρεμένους στον κεντρικό δρόμο και η πόλη στολισμένη όμορφα.
Στις Κροκεές πιο τολμηρό το Καρναβάλι, με φαλλικά έθιμα και διονυσιακές γιορτές. Εκτός από τα άρματα και τους μασκαρεμένους στην παρέλαση, μεγάλο ξεφάντωμα τις νύχτες στα σπίτια και τις ταβέρνες, με αποκριάτικα τραγούδια, χορούς.
Στη Μεσσήνη, στις αποκριάτικες γιορτές, οργανώνονται ιδιόμορφα λαϊκά πανηγύρια γύρω από μεγάλες φωτιές. Οι μαρκαρεμένοι μαζεύονται γύρω από λαμπαδιασμένα κούτσουρα, που καθώς καίνε δίνουνε εξωτικό χαρακτήρα στη γιορτή με τους χορούς απ’ τους μασκαρεμένους. Γύρω στις φωτιές απαγγέλλονται σατιρικοί στίχοι και γίνονται πειράγματα. Την τελευταία Κυριακή παρέλαση με άρματα φαλλικά και τοπικά θέματα. Καίγονται μπόλικα πυροτεχνήματα και χορεύουνε φουστανελοφόροι. Στην κεντρική πλατεία, στη Μεσσήνη, κρεμάνε τον «Μασκαρά» από τις μασχάλες. Η παράδοση λέει ότι η κρεμάλα συμβολίζει τους απαγχονισμούς που έκανε ο Ιμπραήμ, στη θέση Αργαστηράκι, στους απροσκύνητους Ελληνες στη δουλεία.
ΛΕΣΒΟΣ – ΣΚΥΡΟΣ
Στη λεσβιακή Αγιάσο «όλα βγαίνουν στη φόρα», με διονυσιακό γλέντι και τσουχτερές κουβέντες. Στην αρχή, όμιλοι με νέους, ντυμένοι βρακοφόρες τοπικές φορεσιές και σαλβάρια, τραγουδάνε τη «Σούσα», μια καθαρά βυζαντινή μελωδία, που πρωτοβγήκε στη σκλαβιά. Το Αγιασώτικο Καρναβάλι είναι περίφημο στην Ελλάδα για την ελευθεροστομία του, τον καυτό και πηγαίο πνευματώδη αστεϊσμό, με εύθυμη διάθεση που εκδηλώνεται με άκακη ειρωνεία και προκαλεί στους άλλους διασκέδαση κι ευχάριστη διάθεση, για τις γνήσια λαϊκές φάρσες και το δηκτικό πείραγμα. Οι Αγιασώτες υπερηφανεύονται για το καρναβάλι τους, γιατί έχει μεγάλη ιστορική παράδοση. Δε διακόπηκε ποτέ. Ούτε στην τουρκική σκλαβιά και στη γερμανική κατοχή. Είναι γνήσια λαϊκό. Δεν υπάρχουν οργανωτικές επιτροπές, μεγάλες προετοιμασίες. Οι μεταμφιέσεις, τα μασκαρέματα, όλα τα σατιρικά τραγούδια, με μπόλικες βωμολοχίες, που συνοδεύονται με άσεμνες κινήσεις, αναπαραστάσεις από σεξουαλικές πράξεις, όλα είναι αυτοσχέδια, αυθόρμητα. Οι Αγιασώτες έχουνε στο αίμα τους το δηκτικό και πειραχτικό πνεύμα. Η βωμολοχία φουντώνει όσο προχωρεί το γλέντι. Στις ομαδικές εκδηλώσεις γίνεται ποιητικός αγώνας, με αριστοφανικούς διαλόγους. Αυτοσχέδια, την ίδια στιγμή, ο ένας απαντά στον άλλο, με πιο τσουχτερές, πειραχτικές κουβέντες, στο δεκαπεντασύλλαβο.
Κάποια χρονιά θέλησε η Εκκλησία να απαγορεύσει το Αγιασώτικο Καρναβάλι. Η αστυνομία πήρε αυστηρά μέτρα, αλλά ο λαός έδειξε αφοσίωση κι αγάπη στο έθιμο και δεν υπάκουσε. Οι χωροφύλακες γίνανε ακροατές και θεατές στα λαϊκά δρώμενα.
Στη Σκύρο, τραγόμορφοι κωδωνοφόροι μασκαρεμένοι γυρίζουνε στους δρόμους, ζωσμένοι με πολλά μικρά και μεγάλα κουδούνια, με τσομπάνικο ραβδί στον ώμο, ταρακουνάνε τη μέση τους και δημιουργούνε δυνατό αρμονικό άκουσμα. Οι μιμικές κινήσεις με τα κουδούνια και τα ραβδιά θυμίζουνε αρχαίο διθύραμβο για το Διόνυσο ή τον Απόλλωνα, με πρωτόγονο ορχηστρικό άκουσμα. Οι μασκαρεμένοι είναι «Γέροι» και «Κορέλες». Ο Γέρος έχει ζωόμορφο πρόσωπο, με μάσκα από προβιά, με δυο τρύπες για τα μάτια. Το μισό κορμί του σκεπασμένο με κάπα, κι αυτή από προβιά κατσικίσια. Η Κορέλα, μασκαρεμένος άντρας με παλιά γυναικεία ρούχα, ψεύτικες κοτσίδες και στήθια και αραχνοΰφαντο μαντίλι στο πρόσωπο. Χορεύει γύρω από τους Γέρους. Στο σκυριανό Καρναβάλι βγάζουνε την «Τράτα», όπου οι ψαράδες έχουνε φαλλούς στο πρόσωπο και στο σώμα τους, και λένε σατιρικούς στίχους με πολλή αθυροστομία.
5/3/2006
Βασίλης Πλάτανος
Ο Βασίλης Πλάτανος ήταν δημοσιογράφος- συγγραφέας και λαογράφος. Γεννήθηκε το 1934 στην Άντισσα της Λέσβου. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Μυτιλήνη δούλεψε σε ψαροκάικα και απέκτησε ναυτικό φυλλάδιο. Φοίτησε στην σχολή δημοσιογραφίας του Σπύρου Μελά και στη σχολή σκηνοθεσίας του Πέλου Κατσέλη.
Με τη δημοσιογραφία ξεκίνησε να ασχολείται το 1950 από τη Μυτιλήνη. Αργότερα εργάστηκε ως καλλιτεχνικός και πολιτιστικός συντάκτης στις εφημερίδες «Αυγή», «Νίκη», «Νέα», «Μεσημβρινή», «Εξόρμηση», «Ελευθεροτυπία» και «Ριζοσπάστης», ενώ υπήρξε και συνεργάτης πολλών περιοδικών.
Ο Βασίλης Πλάτανος εκτός από την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία άφησε πίσω του πλούσιο λαογραφικό και συγγραφικό έργο. Για το σύνολο του έργου του είχε βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών, την εταιρία Λεσβιακών Μελετών, την ΕΡΤ και τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Μερικά από τα βιβλία του είναι: «Τρανές Λειτουργιές», «Εξοχή Ελληνική», «Εν Πλω», «Διάψαλμα», «Προσκυνητάρι της Αίγινας» και «Μαχαιροθαλασσόκρινα». Ο Βασίλης Πλάτανος υπήρξε άνθρωπος τίμιος, σεμνός, εργατικός και ταυτόχρονα ένας ακούραστος ερευνητής του λαϊκού μας πολιτισμού. Έφυγε από τη ζωή την 19 Μάη 2011 σε ηλικία 77 ετών.