Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Προς Κορινθίους | της Άννας Παπαδάκη Σωτηριάδη


Ο Μανούσος αγαπά τη Λάυλα. Ο Μανούσος αγαπά τη Λάυλα.

Θέλει να πάρει τη μπογιά που περίσσεψε του πατέρα του από τα βαψίδια της μάντρας και να το γράψει σε κάθε τοίχο του χωριού, ο Μανούσος αγαπά τη Λάυλα και δεν μπορεί να της το πει, γιατί δε μιλεί τη γλώσσα της την καταραμένη, που ’ναι όλο αλαχαλουάλαλα κι ούτε κι αυτή μιλεί τη γλώσσα τη δική του.

Ο Μανούσος είναι δεκάξι χρονώ, τα κωλομέρια του έχουνε γράψει ώρες καθισιού σε σχολικό θρανίο για να γεμίσουνε ούτε τρεις βδομάδες σωστές, ο Μανούσος έχει μαλλάκια χρυσόξανθα ενός χερουβείμ και πετσί λιόψητο σαν του χταποδιού έξω από παραλιακή ταβέρνα, γιατί είναι βοσκάκι κι όλη μέρα γυρίζει στα βουνά. Οδηγεί τ’ αγροτικό από τα δώδεκα που μακρύνανε τα πόδια του αρκετά για να φτάνει τα πετάλια και καπνίζει από τα δεκατέσσερα, φωνάζει η μάνα, μα ποιος την ακούει.

Ο Μανούσος αγαπά τη Λάυλα, την προσφυγούλα, που ήρθε με τη φαμίλια της και μένει στο σπίτι απέναντι από το δικό του, η πιο μεγάλη είναι από τ’ αδέρφια της, συνομήλική του, τα άλλα τρία είναι μικρά, αγοράκια που όλο παίζουν στο αυλιδάκι με γέλια και φωνές μα δεν ξεμυτίζουν παραέξω, πότε η αδερφή τους η μεγαλύτερη, πότε η μάνα τους βγαίνουν στο σκαλοπάτι και τα κοιτάνε κι όλο κάτι τους φωνάζουν στη γλώσσα τους. Ακούει και τη μάνα τους που τη φωνάζει, Λάυλα, Λάυλα κι έμαθε το όνομά της, ένας φίλος του που σκαμπάζει από τέτοια του είπε ότι βρήκε στο ιντερνέτ πως Λάυλα θα πει νύχτα- έχασε ένα χτύπο η καρδιά του Μανούσου, νύχτα, σαν τα μάτια της τα μεγάλα, τα ολόμαυρα, που θαρρείς κι όπου να ’ναι θα στάξουνε δροσιές, που τονε κοιτάνε κλεφτά όταν περνά κι αμέσως γυρίζουν αλλού κι ένα χρώμα αλλιώτικο απλώνει στο ροδάκινο του προσώπου της.

Όταν ακούστηκε πως η κυβέρνηση θα φέρει πρόσφυγες στο χωριό, οι χωριανοί ξεσηκωθήκανε, πού θα τους έβαζαν τους αλλόφυλους, τους αλλόθρησκους, γύρευε τί αρρώστιες θα κουβαλούσαν στο χωριό, όλο τέτοια λέγανε στα καφενεία. Ύστερα φέρανε τούτη την οικογένεια μόνο, τους βάλανε στο σπίτι απέναντι το αδειασμένο, γιατί τα κοπέλια του Βαρδάκη που πέθανε λείπουνε στην Αμέρικα τώρα και πόσα χρόνια κι ούτε ποτέ θα γυρίσουνε.

Ο πατέρας του έφτασε ως το γραφείο του βουλευτή να φωνάζει που του φέρανε τους ανεμαζωξάρηδες στην αυλή του μέσα, «με ρωτήξετε, μωρέ, εμένα αν έχω όρεξη να θωρώ κάθε ταχυνή τσι κελεμπίες τως και τσι γυναίκες τως μπαμπαρολιασμένες με τσι μαντήλες;» έλεγε και ξανάλεγε. Μα ο βουλευτής που ήτανε ντόπιο παιδί και μαθημένο στα χούγια των ψηφοφόρων δε σάλεψε μήδε βλέφαρο, «γιάντα, Μιχάλη κι η γιαγιά σου φορούσε τη μπολίδα, ούτε εκείνη ήθελες να τη θωρείς;» του ’πε και τότε ο πατέρας του δεν ξαναμίλησε.

Μα τη γκρίνια δεν την άφησε, έμπαινε κι έβγαινε στο σπίτι με το μούτρο σκοτεινό και τη μουρμούρα, όλα του φταίγανε, τα κοπέλια τους που κάνανε φασαρία, οι γυναίκες που όλο έπλεναν την αυλή και χύνανε τα νερά στο δρόμο, ο άντρας που φορούσε φουστάνια και τονε καλημέριζε με το κεφάλι και με τα χαλικούτικά του. «Γειτονέψαμε με τσι χαλικούτηδες», έλεγε κι έβραζε. Η μάνα δεν έβγαζε μιλιά, την έβλεπε μόνο ο Μανούσος που κοιτούσε απέναντι μέσα από το παραθυράκι της κουζίνας με το βλέμμα της το γνοιασμένο, άνθρωποι, έλεγε το βλέμμα της, άνθρωποι κυνηγημένοι και αναγκεμένοι.

«-Στασώ, ήντα μπρε ήπαθε ο κόκοράς μας και δεν κράζει; -Η ζουρίδα η αναθεματισμένη μας τον ήπνιξε, Μιχάλη μου», μα ο Μανούσος την ήξερε την αλήθεια, την είχε δει τη μάνα που χτύπησε την πόρτα των γειτόνων με μια σακούλα πλαστική βαριά-βαριά, τα ξαφνιασμένα χαμόγελα και τα νεύματα της άλλης γυναίκας, τη συννενόηση με τα μάτια και τα χέρια που απλωμένα απάνω στην καρδιά έλεγαν ευχαριστώ ξανά και ξανά. Κι ύστερα η μάνα μπαίνοντας στο σπίτι και βρίσκοντας το Μανούσο μπάστακα, με μάτια ανταριασμένα που δήλωναν «μήτε κουβέντα» του είπε «δε μπορώ γω να σκέφτομαι πως είναι μάνα και δεν έχει να ταΐσει τα κοπέλια τση», τσάμπα η προειδοποίηση, ο Μανούσος δε σκόπευε τίποτα να πει έτσι κι αλλιώς, ήθελε μόνο να την αγκαλιάσει, μα ντρεπόταν.

Ο Μανούσος αγαπά τη Λάυλα, μα πώς να της το πει, πώς, πού τη διδάσκουνε τη γλώσσα της, να τρέξει να τη μάθει, ο πιο καλός ο μαθητής είναι η καρδιά που αγαπά, να μην το ’χε παρατήσει λέει το σχολειό τόσο νωρίς, να ήξερε τώρα δυο πράματα παραπάνω, να μην ένιωθε τέτοιο κούτσουρο απελέκητο, ίσως να μπορούσε να σκεφτεί μια λύση. Κοίταζε και ξανακοίταζε την κοπέλα που ερχόταν μια φορά τη βδομάδα κι επισκεπτόταν τους γειτόνους, οδηγούσε ένα αμάξι με κρατικές πινακίδες που το άφηνε στη μικρή πλατεία κι ερχόταν με τα πόδια, την καλωσόριζαν εγκάρδια κι εκείνη ανταπέδιδε το χαιρετισμό στη γλώσσα τους, τη ζήλευε ο Μανούσος, ζήλευε που εκείνη η ξένη κοπέλα μπορούσε να πει στη Λάυλα ό,τι της ερχόταν στο μυαλό κι η Λάυλα να καταλάβει. Μα αφού το σκέφτηκε πολύ, η ζήλεια ξαφνικά του πέρασε – δεν πα’ να μιλούσε η κοπέλα και όλες τις γλώσσες του κόσμου, στην καρδιά της μέσα τίποτα δεν φυλούσε για τη Λάυλα του κι η γλώσσα καταντά ένα τίποτα αν δεν έχεις ανάγκη να πεις αυτό που κρύβεις στην καρδιά σου.

Βιόλα μου ξενομπάτικη/ στο φτωχικό μου κόπια’

Γιατί ήβαλα στ’αμέντε μου /πως θα σε κάμω ντόπια,

ωωωωπ, πρωτοκραξάρικο πετεινάρι η φωνή του Μανούσου καβαλίκευε τις κοντυλιές των Κουνάληδων και τα μαρσαρίσματα του αγροτικού, βράδυαζε, πλαντούσε να μπει στο σπίτι, γύριζε άσκοπα με τ’ αμάξι στο χωριό, σφίγγοντας ολοένα τους κύκλους γύρω από τη γειτονιά του ασυναίσθητα, σαν ερωτοχτυπημένος καρχαρίας.

Εεεεεε, ο Μανούσος αγαπά τη Λάυλα, γρικάτε μωρέ χωριανοί; Τα σπίτια άναβαν ένα ένα τα φωτάκια τους, τα γιασεμιά ξεχείλιζαν από τους μπαξέδες κι έστρωναν τα σοκάκια νυφιάτικα και στην κεφαλή του Κάστελου αποπάνω απ’ το βουνό κρεμάστηκε ο χαλκάς ενός καινούργιου φεγγαριού. Ζαλίστηκε ο Μανούσος ξαφνικά και δεν ήξερε από τί, ένιωθε κάτι μέσα στο στέρνο του να μεγαλώνει τόσο που του ήρθε πως θα σπάσει στα δυο, χωρίς τρόμο το σκέφτηκε, με μια χαρά που όλο μεγάλωνε, που δεν την είχε ξανανιώσει. Στρίγγλιζαν τα λάστιχα του αγροτικού στα καλντερίμια, κατσούλια φρικαρισμένα έσπευδαν δεξιά αριστερά να γλιτώσουν, που και που το κεφάλι καμιάς γιαγιάς πρόβαινε από καμιά πόρτα να δει από πού ο σαματάς και να σταυροκοπηθεί μουρμουρίζοντας.

Κι είδε από μακριά το παραθύρι της που φέγγιζε, φάρου φως μέσα στη μαύρη νύχτα, Λάυλα-νύχτα- ο Μανούσος αγαπά τη Λάυλα, το πόδι του πάτησε το γκάζι, αχ και να ’δινε μια να σφηνωθεί καταμεσής στην καρδιά της. Μετά όλα σβούριξαν γύρω από το κεφάλι του, τελευταία εικόνα ο τοίχος του σπιτιού της Λάυλα που ερχόταν καταπάνω του με ορμή, ο χτύπος, τα γυαλιά που σπάζανε, ο στεναγμός της λαμαρίνας που τσαλακώνει, όλα μέσα σε μια στιγμή κι ύστερα σιωπή. Κι ύστερα φωνές και πατήματα, τη φωνή της μάνας του που στρίγγλιζε άκουγε κι από κοντά άλλες ομιλίες που δεν καταλάβαινε.

Το κοπέλι, το κοπέλι, ώφου Παναγία μου, χέρια τον τράβηξαν έξω από τα τσαλακωμένα σίδερα, χέρια τον έψαχναν, σωπάτε μωρέ, η φωνή του πατέρα του, δεν έχει πράμα, μήτε δεν εξαιμάτωσε, μια κουτουλιά ήτανε μόνο- μόνο πως εχάλασε τον τοίχο των ξένων αθρώπω.

Πολέμησε ν’ ανοίξει τα μάτια ο Μανούσος, μια χαραμάδα ήτανε το μόνο που κατάφερε, το πρώτο που είδε ήτανε τα μάτια της Λάυλα νοτισμένα από άγνωστη βροχή.

Πολέμησε να ξεκολλήσει και τα χείλια, Λάυλα, πήγε να πει, εγώ σ’ αγαπώ Λάυλα, όμως τα χείλια του απομείνανε κολλημένα κι άλαλα, ένα άηχο πθθθ βγήκε μόνο.

Μα τα μάτια της άστραψαν ξαφνικά λες κι ο Μανούσος είχε πραγματικά μιλήσει κι εκείνη τα είχε καταλάβει όλα και τα ροδάκινα στα μάγουλά της σε μια στιγμή μέσα ωρίμασαν τέλεια.

Άννα Παπαδάκη-Σωτηριάδη


Η Άννα Παπαδάκη-Σωτηριάδη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μεραμπέλο. Ήταν παντρεμένη με το γλύπτη Νίκο Σωτηριάδη και έχει δυο παιδιά. Το Σεπτέμβρη του 21 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Το Ύψιλον της Λύπης» (ISBN: 978-618-01-4056-9).

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:67