Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Η Κλεοπάτρα και ο Γαλάζιος Πρίγκιπας | της Άννας Τακάκη



Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό ζούσαν εννιά παιδιά με τους γονείς τους. Ήταν μια πολύ φτωχή οικογένεια. Πολλές φορές τα παιδιά κοιμόταν νηστικά, γιατί δεν είχαν να φάνε. Ο πατέρας τους πήγαινε για κυνήγι, η μητέρα έβρισκε λίγα χόρτα, αλλά ήταν πολλά τα στόματα και δεν έφτανε το φαγητό. Σε λίγο καιρό η μητέρα θα γεννούσε ένα ακόμη παιδάκι.

-Τι να το κάνουμε κι αυτό άντρα μου; Θα δυστυχήσει το κακόμοιρο.

-Καθένα γεννιέται με την τύχη του, της απάντησε, ο άντρας της.

Ήρθε η ώρα να γεννήσει η φτωχή μητέρα. Άφησε την πόρτα του φτωχού σπιτιού ανοιχτή, ύστερα κάθισε ήρεμα σε μια καρέκλα και γέννησε ένα κοριτσάκι. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα μια γυναίκα με χρυσό φόρεμα και ασημένια γοβάκια. Στο ένα της χέρι κρατούσε ένα χρυσό τόπι, και στο άλλο μια χρυσή ρόκα.

-Ποια είσαι εσύ κυρά μου; Τι θες στο φτωχικό μου αυτή την ώρα; Ρώτησε η φτωχή μάνα.

-Είμαι η καλή μοίρα, είπε η γυναίκα. Έρχομαι την ώρα που γεννιούνται τα παιδιά και τους λέω: Να φοράς ό,τι φορώ και να κρατάς ό,τι κρατώ. Αλλά δεν προλαβαίνω να πηγαίνω σε όλα τα παιδάκια. Τώρα έτυχε να περνώ από δω έξω, άκουσα ότι γεννούσες και μπήκα μέσα.

Είπε η μοίρα και πήρε το νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά της και του είπε: Να φοράς ο,τι φορώ και να κρατάς ό,τι κρατώ. Μετά βγήκε έξω και χάθηκε.

Στο νεογέννητο κοριτσάκι δώσανε το όνομα Κλεοπάτρα και ήταν το πιο όμορφο και το ποιο έξυπνο από όλα τα άλλα παιδιά. Όμως μεγάλωνε και αυτό μέσα στη φτώχεια. Δεν είχε φουστανάκια, δεν είχε παπουτσάκια και πολλές φορές κοιμότανε νηστικό. Μετά από λίγο πέθανε και ο πατέρας τους και η μητέρα δεν μπορούσε να θρέψει όλα τα παιδιά της.

Όταν έγινε δέκα χρονών η Κλεοπάτρα είπε στην μητέρα της.

-Θα φύγω καλή μου μανούλα να πάω στην πολιτεία. Εκεί θα βρω μια δουλειά να κάνω να σας στέλνω και σε σας χρήματα να ζείτε.

-Στην ευχή μου να πας, παιδί μου! Και να προσέχεις. Δε φταις εσύ που γεννήθηκες φτωχό.

Το κοριτσάκι έβαλε το μπαλωμένο φουστανάκι του, τύλιξε λίγο ψωμάκι στο μαντηλάκι του, πήρε ένα παγουράκι με νερό κι έφυγε ξυπόλυτο για την πολιτεία. Περπατούσε μια μέρα και μια νύχτα ώσπου να φθάσει. Όταν είδε την πολιτεία της φάνηκε πολύ τεράστια! Εκεί είδε πολύ κόσμο στους δρόμους, είδε άμαξες με τους αμαξάδες και πολλά κτίρια. Όταν έφθασε στη μεγάλη πλατεία είπε σε έναν περαστικό.

-Πες μου, καλέ μου άνθρωπε, πού είναι το σπίτι του άρχοντα;

-Ποιο άρχοντα ζητάς απ’ όλους; Εδώ έχουμε τρεις.

-Δεν με νοιάζει όποιος κι αν είναι, είπε το κορίτσι.

-Να εδώ κοντά είναι ένας πύργος. Είπε ο άνθρωπος.

Η Κλεοπάτρα χτύπησε την πόρτα του μεγάλου πύργου και της άνοιξε ένας άνδρας.

-Καλημέρα κύριε! Εσύ είσαι ο άρχοντας;

-Όχι, εγώ είμαι ο υπηρέτης. Ο άρχοντας δεν είναι εδώ, είναι όμως η αρχόντισσα. Εσύ τι θέλεις, μικρό κορίτσι και ξυπόλυτο εδώ;

-Έρχομαι από πολύ μακριά. Είμαι πεινασμένη και κουρασμένη. Φώναξε σε παρακαλώ την αρχόντισσα.

Η αρχόντισσα μόλις είδε το κοριτσάκι το λυπήθηκε. Του έφερε νερό να πλυθεί και του έβαλε να φάει .

-Καλή μου αρχόντισσα, της είπε, θέλω μια δουλειά. Είμαστε δέκα παιδιά ορφανά και η μαμά μου δεν μπορεί να μας θρέψει.

Η αρχόντισσα λυπήθηκε το κορίτσι και του έδωσε να κάνει δουλειές στον μεγάλο πύργο. Η Κλεοπάτρα δούλευε όλη μέρα και το βράδυ πήγαινε στο σχολείο. Ο άρχοντας με την αρχόντισσα ήταν πολύ ευχαριστημένοι με την καλοσύνη του κοριτσιού, την εξυπνάδα και την προκοπή του.

Και η Κλεοπάτρα όμως ήταν ευχαριστημένη, γιατί χόρτασε την πείνα της και είχε και κάποια χρήματα να πάρει ό,τι θέλει και να στείλει και στα φτωχά αδέλφια της. Τώρα μπορούσε να αγοράσει ρούχα και παπούτσια. Περνούσε ο καιρός και το κορίτσι μεγάλωνε. Κι όσο μεγάλωνε η Κλεοπάτρα, γινόταν όλο και πιο όμορφη, πιο έξυπνη, και πιο χαριτωμένη. Όμως ο άρχοντας είχε δυο γιους και φοβήθηκε μην ξεμυαλίσει κανέναν και τον παντρευτεί. Έτσι συμφώνησαν με την αρχόντισσα να την διώξουν από τον πύργο.

Η κοπέλα πήρε το βαλιτσάκι της και έφυγε, πολύ λυπημένη. Ρώτησε που είναι το σπίτι του άλλου άρχοντα και χτύπησε την πόρτα. Της άνοιξε ο ίδιος ο άρχοντας.

-Καλέ μου κύριε, θέλω μια δουλειά. Είμαστε δέκα παιδιά ορφανά και η μάνα μου δεν μπορεί να μας θρέψει.

Ο άρχοντας την λυπήθηκε και της έδωσε δουλειά. Αλλά όσο περνούσε ο καιρός γινόταν ακόμη πιο όμορφη πιο έξυπνη και πιο χαριτωμένη. Η αρχόντισσα φοβήθηκε μην της ξεμυαλίσει τον άνδρα και την έδιωξε από τον πύργο.

Η Κλεοπάτρα πήρε πάλι το βαλιτσάκι της και έφυγε πολύ λυπημένη. Ρωτά πού είναι το σπίτι του τρίτου άρχοντα. Χτυπά πάλι την πόρτα. Της ανοίγει μια κοπέλα με μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια.

– Θέλω να μιλήσω στον άρχοντα, της είπε.

-Εγώ είμαι η κόρη του. Με λένε Αναστασία. Εσύ ποια είσαι;

-Είμαι μια φτωχή κοπέλα και ψάχνω για δουλειά. Είμαστε δέκα παιδιά ορφανά και η μάνα μου δεν μπορεί να μας θρέψει.

Το ακούει ο άρχοντας, που τη λυπήθηκε και της έδωσε δουλειά στον μεγάλο πύργο.

Όσο περνούσε ο καιρός η Κλεοπάτρα γινόταν ακόμη πιο έξυπνη πιο όμορφη και πιο χαριτωμένη. Κι η αρχοντοπούλα που ήταν λιγότερο έξυπνη και άσχημη, άρχισε να τη ζηλεύει. Της έδιδε να κάνει όλο και πιο πολλές δουλειές. Της μιλούσε άσχημα και την κορόιδευε που ήταν φτωχή. Η Κλεοπάτρα όμως έκανε ότι την διάταζε, μελετούσε τα μαθήματά της κι ήταν πάντα χαρούμενη και γελαστή.

Μια μέρα, κάποιος χτύπησε την πόρτα του μεγάλου πύργου. Η Κλεοπάτρα άνοιξε και είδε ένα όμορφο παλικάρι με ωραία γαλάζια στολή και χρυσά κουμπιά. Ήταν ο Γαλάζιος Πρίγκιπας, που ήρθε να πάρει την αρχοντοπούλα του πύργου. Ο πατέρας του ο βασιλιάς είχε στείλει το προξενιό. Την ήθελε πριγκίπισσα για τον γιο του.

-Γεια και χαρά σου ωραία μου αρχόντισσα, Αναστασία! Είπε ο Γαλάζιος Πρίγκιπας με χαρά.

-Δεν είμαι εγώ η αρχόντισσα, κύριε.

-Και που είναι η αρχόντισσα, δεσποινίς;

-Τώρα παίρνει το μπάνιο της. Περιμένετε να την φωνάξω.

-Εσύ ποια είσαι ωραία μου κοπέλα; Πώς σε λένε;

-Εμένα με λένε Κλεοπάτρα και είμαι μια από τις υπηρέτριες εδώ στον πύργο, είπε στον πρίγκιπα με τη γαλάζια στολή.

Μετά από λίγη ώρα ήρθε η αρχόντισσα, ντυμένη στα αρχοντικά της φορέματα, και στολισμένη με τα ακριβά της κοσμήματα.

-Γαλάζιε μου Πρίγκιπα! Πόσο χαίρομαι που ήρθες στον πύργο μου! Είπε όλο χαρά η αρχόντισσα.

Ο πρίγκιπας όμως έδειξε να μην χαίρεται για την Αναστασία, αλλά για την Κλεοπάτρα.

Την άλλη μέρα ο Γαλάζιος Πρίγκιπας έστειλε μια χρυσή άμαξα στον πύργο και είπε στον αμαξά να ζητήσει την Κλεοπάτρα και να την βάλει στην άμαξά του, να την φέρει στο παλάτι.

Ο άρχοντας και η αρχοντοπούλα θύμωσαν πάρα πολύ με τα καμώματα του πρίγκιπα και ζήλεψαν πολύ την Κλεοπάτρα.

-Ακούς εσύ; Να ζητήσει σε γάμο μια υπηρέτρια;

Έξω από το παλάτι περίμενε ο Γαλάζιος Πρίγκιπας. Κατέβασε την Κλεοπάτρα από την χρυσή άμαξα και την πήγε στο βασιλιά και στη βασίλισσα για να την γνωρίσουν.

Εκείνοι όμως θύμωσαν πολύ. Μάλωσαν το γιο τους που διάλεξε μια φτωχή υπηρέτρια αντί για την αρχοντοπούλα. Έτσι έδιωξαν την Κλεοπάτρα από το παλάτι. Παρόλο που εντυπωσιάστηκαν με την ομορφιά της κοπέλας και τους καλούς της τρόπους, δεν την ήθελαν για τον γιο τους, επειδή ήταν μια φτωχή υπηρέτρια.

Όμως ο Γαλάζιος Πρίγκιπας την αγαπούσε και δεν ήθελε να την χάσει. Της είπε να πάει στην άκρη του μεγάλου δάσους και να τον περιμένει. Εκείνος ήρθε με το άλογό του και την πήρε και φύγανε σε μια άλλη και πολύ μακρινή πολιτεία. Εκεί την έκαμε γυναίκα του και μείνανε μακριά από το βασίλειο του πατέρα του.

Η Κλεοπάτρα τώρα πια ήταν μια πριγκίπισσα. Όμως αντί να ζει στο παλάτι ζούσε σε ένα μικρό σπίτι, μαζί με τον αγαπημένο της πρίγκιπα. Γέννησε και ένα αγοράκι και ήταν πολύ ευτυχισμένη.

Μια μέρα είδαν έξω από το σπίτι τους μια μεγάλη χρυσή άμαξα. Την είχε στείλει ο βασιλιάς, που είχε μετανιώσει και τους ζητούσε να γυρίσουν πίσω στο παλάτι. Ο βασιλιάς είχε γεράσει πια και έπρεπε να αφήσει το βασίλειο στο γιο του.

Έτσι ο Γαλάζιος Πρίγκιπας έγινε βασιλιάς και η πριγκίπισσα Κλεοπάτρα έγινε βασίλισσα. Το φτωχό κορίτσι είχε στο τέλος μια χρυσή μοίρα.

Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Άννα Τακάκη


[Την εικόνα που συνοδεύει το παραμύθι σχεδίασε ο εικονογράφος Αλκέτας Λεοννάτος για το παραμύθι της Άννας Τακάκη, μολύβι σε χαρτί, 01/2023]


Άννα Τακάκη

 

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:393