Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Οργή Θεού! | του Δημοσθένη Βουτυρά



Όταν επέστρεψα σπίτι μου, ακόμα μου φαινότανε να βλέπω τη σφαγή των αρνιών. Άλλα απ’ αυτά να ’ναι γδαρμένα και κρεμασμένα, άλλα πάλι να σπαρταρούν στις βαμμένες από αίμα πλάκες, κι άλλα ριχμένα κάτω απ’ τον άνθρωπο με τα ματωμένα χέρια, δίχως καμιά φωνή να δέχονται το κοφτερό λεπίδι…

Είχα και το φίλο μου τον Πανάκο να μου λέει, να μου λέει γι’ αυτό. Και θα μου ’πε δέκα φορές:

-Σα να ετοιμάζεται μου φαίνεται, εορτή αγρίων για κάποιον αιμοβόρο θεό τους!.. Α, ο καημένος ο Χριστός, ο άκακος…

Και όμως δε διαμαρτυρήθηκε, που κι εγώ θυσίασα τον ωραίον άσπρον πετεινό μου. Κι αλήθεια, ήταν ωραίος πετεινός. Καμαρωτός, καμαρωτός βάδιζε. Και σαν ιππότης σωστός περιποιόταν τις όρνιθες, δικές του, ξένες. Είχε μια φωνή θαυμασία. Πολλές φορές κατά τα ξημερώματα, με ξυπνούσε απ’ το δυνατό χτύπημα των φτερουγιών του, κι άκουγα μετά το λάλημά του να ξεπετιέται μέσ’ στη βαθιά σιωπή.

Δυστυχισμένε πετεινέ!… Του ’κοψα το κεφάλι χωρίς να μου έχει κάνει ποτέ κακό…

Ο Πανάκος, είπα, δε διαμαρτυρήθηκε διόλου που τον έσφαξα. Ίσα, ίσα μάλιστα, τον πλησίασε, που τον είδε σφαγμένο, τον έπιασε απ΄ το ένα πόδι και τον σήκωσε για να δει αν είναι βαρύς. Και μιλιά γι’ αυτόν, για τον πετεινό δηλαδή όταν έτρωγε τις σάρκες του. Μόνο όταν χορτασμένος πια ξαπλώθηκε σε μια πολυθρόνα είπε κάνοντας το φιλόσοφο:

-Ματαιότης ματαιοτήτων! Δε μου λες ο πετεινός σου υπήρχε, ή δεν υπήρχε; Εγώ λέω, πως ήταν όνειρο!…

Σχεδόν ξημερώματα πήγα να κοιμηθώ. Και θα ’ταν η ώρα που ο πετεινός μου χτυπούσε τις φτερούγες του κι έστελνε έπειτα τη φωνή του ψηλά σα να πετούσε βέλος, κοντάρι στα σκοτάδια, για να τα διαλύσει, σύμμαχος πιστός ή ακροβολιστής της ημέρας.

Καθώς ετοιμαζόμουνα να πλαγιάσω, να, να τι ακούω; Τη φωνή του πετεινού μου! Ναι, ναι, λαλούσε μέσ’ στον ορνιθώνα. Τη γνώρισα τη φωνή του. Κι έπειτα άλλον πετεινό δεν είχα. Αλλά τι φωνή ήταν εκείνη τώρα; Είχε μέσα της ένα θυμό, μια μανία μεγάλη, μεγάλη…

Ταράχτηκα και με δυσκολία με πήρε ο ύπνος.

Ένα πρωί πήγα στο δωμάτιο του Πανάκου. Το δωμάτιό του βρισκόταν ψηλά στο πιο επάνω πάτωμα ενός τεραστίου ξενοδοχείου. Είχε παράθυρο όμως προς το δρόμο, και μ’ άρεσε να κάθουμαι σ’ αυτό και να βλέπω τους ανθρώπους, τα τραμ, τα αμάξια να κινούνται κάτω, μικρά σαν παιχνιδάκια.

Ο Πανάκος δεν ήταν στο δωμάτιό του, είχε βγει έξω. Ήμουν όμως γνωστός πολύ, και κάθισα στο παράθυρο να τον περιμένω.

Μα σε λίγο είδα τους ανθρώπους να τρέχουν, να μην περπατούν κανείς ήσυχα. Όλοι πήγαιναν εδώ και κει τρέχοντας.

-Μα τι τους έπιασε; ρωτούσα τον εαυτό μου.

Και καθώς έλεγα αυτά και κοίταζα αυτήν την κίνηση, το τρέξιμο, ήρθε ο Πανάκος χωρίς να το καταλάβω.

-Άκου δω, μου λέει.

Στράφηκα. Είχε το ύφος φοβισμένο.

-Τι είναι; Τον ρώτησα και σηκώθηκα και πήγα κοντά του.

-Βρε αδελφέ, μου είπε, κάτι συμβαίνει που δε μπόρεσα να το καταλάβω. Είδες, τους είδες πώς τρέχουν, πώς τρέχει ο κόσμος… Μα τι συμβαίνει!.. Δεν έμαθα!… Εγώ ήμουνα στο καφενείο κι έκανα ένα ποίημα, το ξέρεις, το τελείωνα, την ωδή στο Πιπέρι! Και κάνω μια σηκώνω σε μια στιγμή το κεφάλι μου και βλέπω έρημο το καφενείο. Όλοι πελάτες, υπάλληλοι, καφετζήδες όλοι είχαν χαθεί. Σηκώνομαι, κοιτάζω δω κοιτάζω κει… Μπα, κανείς, ψυχή. Βλέπω όμως έξω τον κόσμο να περνά τρέχοντας.

– Κάτι συμβαίνει, λέω, και βγαίνω έξω. Ρωτώ τον έναν, ρωτώ τον άλλον, κανείς δεν μ’ απαντούσε. Όλοι με βουλωμένο το στόμα τρέχανε. Επιτέλους, βρέθηκε και κάποιος καλός άνθρωπος και μου μίλησε.

– Δεν ξέρω, όμως, μου λέει τι συμβαίνει, αλλά κάτι σοβαρό συμβαίνει, πολύ σοβαρό και γ’ αυτό πάει ο κόσμος να μάθει. Πάει στη Νομαρχία.

Αυτά μόνο μου είπε και το ’βαλε στα πόδια. Το βάζω κι εγώ τότε στα πόδια κι έρχομαι δω. Ήξερα ότι θα ’σαι… Α, α! Για άκου! Μα τι γίνεται, τι συμβαίνει!…

Ένας θόρυβος, μια βουή τρομαχτικιά υψώθηκε ξαφνικά.

Τρέξαμε στο παράθυρο.

Λαός, πλήθος ερχόνταν τρέχοντας.

-Μα τι τρέχει, τι τρέχει; έκανε ο Πανάκος.

Και ο λαός γρήγορος σα ρέμα που κατεβαίνει μ’ ορμή, έφτασε και περνούσε. Γυναίκες, κορίτσια, άντρες, γέροι, παιδιά, νέοι. Και όλοι ανάκατα. Πλούσιοι, φτωχοί, κουρελήδες και καλοντυμένοι, κοντά ο ένας στον άλλον τρέχανε. Και όπως το ρέμα, που τρέχει, πέφτει σε λάκκους, βούιζαν κι αυτοί.

-Μα τι συμβαίνει; φώναζε ο Πανάκος μισοκρεμασμένος απ΄ το παράθυρο.

Πού ν’ ακουστεί η φωνή του! Εμείς βρισκόμαστε στα ύψη. Αλλά και αν δεν βρισκόμαστε κεί [δεν] θα μπορούσε ν’ ακουστεί απ’ την τρομερή βουή που άφηνε το πλήθος, και από μια άλλη καταχθόνια που άρχισε να ’ρχεται από μακριά!

-Πάμε κάτω, μου είπε ο Πανάκος, πάμε, πάμε και μεις!

Έκανα να φύγω, αλλά κάτι μ’ έσυρε και μ’ έκανε να μείνω. Είχα δει τον άγριο σοσιαλιστή Στράγκα να τρέχει δίπλα στον χιλιοεκατομμυριούχο Ποτηράκι. Και πιο κάτω μέσα σ’ ένα κύμα άλλο λαού, διέκρινα το γλωσσολόγο Φιλίντα να τρέχει κοντά στον εχθρό του το γέρο γλωσσολόγο Μαραδά. Ο Φιλίντας αν και παχύς έτρεχε σα να ’ταν παραγεμισμένος αέρα και βοηθούσε και το γέρο συνάδελφό του.

-Πάμε κάτω!… Τι κάθεσαι!… μου είπε ο Πανάκος και μ’ έσυρε απ’ το χέρι.

Βγήκαμε γρήγορα στο διάδρομο και διευθυνθήκαμε στην πόρτα. Τραβώ ν’ ανοίξω. Τίποτα. Ήταν κλεισμένη… Κλειδί επάνω δεν υπήρχε.

-Ε, διάβολε, λέω, είναι κλεισμένη η πόρτα!…

-Για στάσου απ’ εκεί, πώς είναι κλεισμένη!

Και ο Πανάκος πιάνει το πόμολο, προσπαθεί το κουνά μανιακά. Μπα, η πόρτα, μια γερή πόρτα ούτε κουνιέται διόλου.

Γυρίζει σε μένα:

-Μα τι ’ναι αυτά, τι ’ναι αυτά! πού είναι αυτοί!

Κι αρχίζει να φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη:

-Κυρ Μανώλη!… Κυρά Μαριώ, Κώστα!…

Καμιά απάντηση. Η βουή του πλήθους…

-Θα’ναι κάτω όλοι!…

Πιάνει την πόρτα πάλι. Τα ίδια. Η πόρτα ακίνητη.

-Τι να κάνουμε; Με ρωτά.

-Ξέρω κι εγώ!…

-Τι ξέρεις και συ! Δεν ξέρεις τι είναι να μη μπορεί να μάθει κανείς τι συμβαίνει!…

-Ναι, έχεις δίκαιο. Μα δε μου λες, δεν είναι κανένα δωμάτιο με παράθυρο στη σκάλα, στην είσοδο;…

-Ναι, είναι ένα, αλλ’ είναι μικρό!…

-Να το δώ…

Πήγαμε. Το παράθυρο όμως ήταν μικρό, πολύ μικρό, δε χωρούσε να περάσει κανείς.

-Τι να κάνουμε; με ρώτησε ο Πανάκος.

-Να φωνάξουμε!… Στάσου να φωνάξω γω που ’χω δυνατή φωνή…

Κι ανοίγω το παραθυράκι κι αρχίζω να φωνάζω μ’ όλη μου τη δύναμη. Τίποτα όμως, καμιά απάντηση. Είχα απελπιστεί και ετοιμαζόμουν να τ’ αφήσω, όταν ακούω μια φωνή χοντρή να μου λέει:

-Μα δε φύγατε σεις ακόμα;

-Μα γιατί να φύγουμε, τι τρέχει; ρωτώ χωρίς να βλέπω με ποιον μιλούσα.

-Τι τρέχει!… δεν το μάθατε ακόμα!… Να, τα ζώα που τρώμε, βόδια, πρόβατα, βουβάλια, όλα, όλα που τα ’χαμε για φάγωμα, ξαγριωθήκανε, κάνουνε επανάσταση, και ρίχτηκαν στους ανθρώπους! Οργή θεού!.. Έρχονται κοπάδια καταπάνω μας!. Αχ και μ’ άρεσε τόσο πολύ το ροσμπίφ! Οργή θεού!.. Φευγάτε!…

-Μα μας έχουνε εμάς κλειδωμένους!..

-Κλειδωμένους!. Τι να σας κάνω, δε μπορώ!. Εγώ φεύγω!…

Όταν γύρισα κι είδα τον Πανάκο, τον είδα κατακίτρινο.

-Και τι θα κάνουμε τώρα; με ρώτησε.

-Να σπάσουμε την πόρτα!

Τρέξαμε πάλι στην πόρτα κι αρχίσαμε να πολεμούμε. Τίποτε δεν γινόταν όμως, η κλειδαριά ήταν γερή. Ιδρωμένοι, απελπισμένοι σταματήσαμε.

Αλλά τώρα δεν ακούσαμε κάτω στο δρόμο τη βουή του πλήθους, μόνο από πέρα, γύρω μου μουγκρητά άπειρα…

Πήγαμε στο δωμάτιο και κοιτάξαμε απ΄ το παράθυρο. Ο δρόμος ήταν έρημος. Κανείς, κανείς!

Τα μουγκρητά κι άλλες φωνές όσο πήγαιναν πλησίαζαν, πλησίαζαν. Ο αέρας εγέμισε απ’ αυτά…

Απ’ το παράθυρο φαινόταν και μια πλατεία. Και ξαφνικά βλέπω κάτι σα μαύρο κύμα, σα μαύρη θάλασσα να χύνεται μέσ’ στην πλατεία και να τη σκεπάζει.

-Βουβάλια, βουβάλια! είπα στον Πανάκο.

-Κοίταξε, κοίταξε! μού κάνει αυτός.

Απ’ ένα δρομάκι βόδια, ταύροι, χοίροι, βγήκαν και χύθηκαν στο μεγάλο δρόμο του ξενοδοχείου. Κι έτρεχαν μανιακά αφρίζοντας. Να και μαζί τους το άκακο αρνάκι αφρισμένο κι αυτό, να χτυπά τις πόρτες με τα κέρατά του…

-Να δεις, μου λέει ο Πανάκος, θα ρίξουν τα σπίτια!

Ο μεγάλος δρόμος είχε πλημμυρίσει από ζώα. Και δεν άργησε να μπει σ’ αυτόν και το πλήθος των βουβάλων. Και τρέχαν, τρέχαν όλα τα ζώα μουγκρίζοντας και φαινόντανε να ζητούνε να βρούνε τον άνθρωπο…

-Να κρυφτούμε! μου λέει ο Πανάκος.

Θέλησα να τον ακούσω, αλλά τα γαλανά μάτια ενός βουβαλιού, που, απλώνοντας το λαιμό του σα χήνα που ζητά να δαγκάσει, έτρεχε, με είδαν…

Ακούσαμε κάτω δυνατά χτυπήματα στις πόρτες.

-Θ’ ανεβούν απάνω!.. Πού να πάμε;…

-Στα κεραμίδια!..

Γρήγορα ανεβήκαμε στην ταράτσα και απ’ εκεί στηρίζοντας μια σκάλα στον τοίχο βρεθήκαμε στα κεραμίδια.

Πετάξαμε τη σκάλα κάτω και περιμέναμε.

Ακούγανε θόρυβο, κρότους μεγάλους μέσ’ στο σπίτι. Θα μας ζητούσαν…

Σκεφτόμουνα πως εκεί δεν θα μπορούσαν να μας πειράξουν ούτε ακόμα οι τράγοι. Πώς θ’ ανέβαιναν;

Πάνω όμως σ’ αυτό που σκεπτόμουνα, μόλις είχα τελειώσει αυτή τη σκέψη, τι βλέπω;

Ένα κοπάδι πουλερικά, πετεινούς, όρνιθες, διάνους, πάπιες να ξεφυτρώνουν απ’ τα κεραμίδια ενός σπιτιού και πετώντας με άγριες φωνές να έρχονται κατεπάνω μας.

Ένας άσπρος πετεινός έτρεχεν εμπρός. Ο δικός μου!… Μα δεν τον είχα σφάξει;

Ποιόν να πρωτοχτυπήσω; Είδα τον Πανάκο να πέφτει ανάσκελα σαν τις γάτες, για να αμυνθεί καλύτερα, να κλοτσά. Ένας πετεινός μού ρίχτηκε με τα νύχια στο πρόσωπο.

Ξύπνησα. Ήταν το γατάκι μου που ’χε ανεβεί στο κρεββάτι μου κι έπειτα θέλησε να σκαρφαλώσει και στο πρόσωπό μου…

Δημοσθένης Βουτυράς


Δημοσθένης Βουτυράς. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1872 και πέθανε στην Αθήνα το 1958. Διηγηματογράφος από τους πρωτοπόρους του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα. Το 1875 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι και αργότερα στον Πειραιά. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες που ψυχογραφούνται στα διηγήματά του ή τις νουβέλες του είναι εργάτες, βιοτέχνες, άνεργοι, θαμώνες λαϊκών καπηλειών, μικροαστοί. Ο Βουτυράς είναι ο πρώτος που επιχειρεί να αλλάξει τη νεοελληνική ηθογραφία, καθώς στρέφει το ενδιαφέρον του προς τις κοινωνικές ομάδες που συγκροτήθηκαν στις δεκαετίες 1900 και 1910 και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Ένας πρωτοπόρος της νεωτερικής λογοτεχνίας, που κατέγραψε, με συγκλονιστικά ρεαλιστικό τρόπο, τις αλλαγές στην ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα και την επέλαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· επέλαση που παρήγαγε την εξαφάνιση των παλαιότερων κοινωνικών στρωμάτων και την εμφάνιση του προλεταριάτου ως βασικής κοινωνικής τάξης. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του διανοούμενο της εποχής, αλλά έναν «εργάτης του πνεύματος» που παρήγε διηγήματα, δεν σύχναζε σε λογοτεχνικά σαλόνια, αλλά αντίθετα συναναστρεφόταν καθημερινά στις ταβέρνες με ανέργους, εργάτες και ευρύτερα ανθρώπους του λαού.

Ήταν ένας κλασικός και συγχρόνως πρωτοπόρος συγγραφέας της νεωτερικής ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο του αποτελείται από εκατοντάδες διηγήματα και δεκάδες νουβέλες που καλύπτουν ευρύ φάσμα θεματικών και τεχνοτροπίας και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Εγραψε περισσότερα από 400 διηγήματα. Τα σημαντικότερα είναι: «Λαγκάς», «Παπάς ειδωλολάτρης», «Οι αλανιάρηδες», «Θρήνος των βοδιών», «Στους άγνωστους θεούς», «Κάλπικοι πολιτισμοί», «Νύχτες μαγείας», «Τρικυμίες» κ.ά.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:128