Μια χιονισμένη Πρωτοχρονιά | της Άννας Τακάκη
Γυρίζοντας πίσω την κλεψύδρα του χρόνου κάτι τέτοιες μέρες, έρχονται οι μνήμες οι μάγισσες να μου θυμίσουν μια Πρωτοχρονιά στο χωριό μου, μια λευκή κατάλευκη Πρωτοχρονιά του 1963.
Εκείνο το πρωί ξύπνησα κι ήταν όλα λευκά. Λευκά και παραμυθένια. Τα σπίτια, οι στέγες, τα δέντρα, οι φράχτες λες κι ήταν όλα ψεύτικα κι ονειρικά, ανέγγιχτα κι αμάλαγα στα αθώα μου παιδικά μάτια. Καθώς έβγαινα στην αυλή να θαυμάσω και να τρέξω λίγο στο χιόνι, τα ατίθασά μου πατουχάκια σχημάτιζαν όμορφα γαγλαδωτά σχέδια… Πόσο, πόσο χαιρόμουν το χιόνι!… Η στούπα (νυφάδες) σαν αφράτα κομμάτια βαμβακιού εξακολουθούσε να πέφτει και να στοιβάζεται στο ήδη παχύ, κάτασπρο στρώμα κι απάνω στα καστανόμαυρα μαλλάκια μου. Όταν έπαψε πια να ρίχνει και βγήκαν δειλά δειλά κάποιες ηλιαχτίδες, ντύθηκα καλά και πήρα την πιατέλα με τα πρωτοχρονιάτικα γλυκά που είχε ετοιμάσει η μάνα μου. Ανεβατά κουλουράκια, μελομακάρουνα, ξεροτήγανα, βασιλόπιτα. Τη σκέπασε με μια φαντή άσπρη πετσέτα, να την πάω «Καλή Χέρα» στην προγιαγιά μου και γιαγιά του πατέρα μου, την Αυγενιώ. Καθώς το σπίτι της ήταν στην άλλη άκρη του χωριού έπρεπε να διανύσω κάποιο δρόμο, μα δεν υπήρχε δρόμος. Ήταν όλα σκεπασμένα, κατάλευκα, κι ένιωθα να πατώ πάνω σε άσπρα πούπουλα. Ένιωθα σαν να καταστρέφω αυτόν τον κατάλευκο πίνακα καθώς τα μικρά ποδαράκια μου με τα πλαστικά μποτίνια χαλούσαν το πάλλευκο στρώμα κι άφηναν πάνω ζωγραφιστά τα σημάδια μου. Δεν μου άρεσε που τα ποδαράκια μου χαλούσαν αυτή την πάλλευκη ομορφιά, αλλά τι να έκανα να πετούσα; Αν και πετούσα κατά κάποιο τρόπο με τα κοριτσίστικα όνειρά μου…
-Κόπιασε παιδί μου στην παραστιά να πυρωθείς. Είπε η γριά γιαγιά κι ένας χειμωνιάτικος ήλιος λες και βγήκε από το γελαστό της στόμα με το που με είδε. Η γιαγιά άδειασε την πιατέλα, με φίλεψε με ό,τι είχε, μου ’δωσε πολλές ευχές και την δική της «Καλή Χέρα», δέκα δραχμές και μερικές καραμέλες.
-Μαγάρι παιδί μου, να ’χα παραπάνω… Στην ευκή του Θεού να πας, καλό χρόνο, να ’χετε!
Στο σπίτι ήταν έτοιμες ακόμη άλλες δυο «Καλές Χέρες», μια για τη θεια μου το Χαρικλειό και μια για την νονά τη Μαριγώ. Πάλι θα πατούσα πάνω στα πούπουλα, πάλι θα ’φηνα τα σημάδια μου. Μα καθώς περνούσε η μέρα, είδα πως είχαν αφήσει κι άλλοι τα σημάδια τους, μικροί και μεγάλοι. Κι έτσι όπως η στούπα άρχιζε ξανά να πέφτει έσβηνε τα σημάδια μας κι ό,τι χαλάσαμε. Το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα.
Από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο παγωμένος αέρας έδειχνε το δριμύ του πρόσωπο όπως κατέβαινε φουριόζος κι ανελέητος από την κεφάλα του βουνού. Ανέφαλα σταχτιά και μαύρα από βορειοανατολικά, παχιά και συγόμαρα που όλο πλήθαιναν κι αστραποβροντούσαν, δείχνανε πως ο καιρός θ’ αλλάξει πρόσωπο.
-Να δεις που άμα θα σιγανέψει θα ρίξει μια οργιά το χιόνι! Ετούτοσάς ο ανατολικός είναι ψακί! Γροικούσα και λέγανε ένα δυο μέρες πριν οι δικοί μου που κατέχανε καλά τα σημάδια του καιρού. Πολλές φορές οι χωριανοί ήτανε οι ίδιοι μετεωρολόγοι και πέφτανε διάνα στις προβλέψεις τους, όπως πρόβλεψαν κι αυτή τη χιονισμένη Πρωτοχρονιά.
Καλή χρονιά και εις έτη πολλά!
Άννα Τακάκη