Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Τα χαιρετίσματα μου στον Μπουρμπονίκο | του Μιχάλη Στρατάκη


 

Παραγγελιά έδωκα στη θειά μου τη Γιωργία, μόλις φτάξει στον παράδεισο, να βρει τον Μπουρμπονίκο και να του δώσει τα χαιρετίσματα μου.

Φαίνεται πως δεν εξέχασε την παραγγελιά μου η θειά μου, γιατί από ντα ψες ο Μπούρμπος έχει κάμει κονάκι του το νου μου και δε λέει να ξεπροβάλει από κεια.

Κι εγώ, άλλο πράμα δεν κάνω, εξόν να θυμούμαι μια λειτουργιά απού είχαμε καμωμένη στο δικό του κονάκι, στους Έρφους Μυλοποτάμου, ένα χρόνο πρίχου ποθάνει.

Ετότε σας απού τα πουλιά εβεγγερίζανε στα χέρια του και τη νύχτα εκάνανε φωλιές τους τα γένια και τα μαλλιά του κι εκειά εξημερωνότανε…

Στον ασκιανό της θεόρατης μουρνιάς είχε κάμει το κολάι του ο Μπουρμπονίκος, εκειά είχε στρωμένη την τάβλα για τη λειτουργιά, μα η βροχή του χάλασε τα σχέδια.

Αναγκαστικά, ο γιός του ο Αντρέας, που είχε στους ώμους του το φορτίο του διακόνου της φιλοξενίας, των ξενομπατών, των εδικών και του κύρη του, εμεταξέσυρε τα συμπράγαλα στο αυλιδάκι, κάτω από το μπαλκόνι κι εκεί εκάτσαμε.

Άναψε τσιγάρο ο Μπούρμπος, έσυρε την απαλάμη του στα μαλλιά και στα γένια του, δεν εκατάλαβα γιάντα εσφούγγιξε και τα μάθια του και επανέλαβε την πρώτη κουβέντα του.

«Καλώς τα νε τα νέφαλα

που φέραν τον αέρα,

και δροσερέψαν τα δεντρά

που ‘τανε μαραμένα»

Αυτό ήτανε το καλωσόρισμα του σε μένα και στη γυναίκα μου.

Με ξάνοιξε βαθειά στα μάθια και πάλευε να ξεχωρίσει τα μουστάκια από τα γένια και τα μαλλιά του, χωρίς να μιλεί. Ύστερα μου μίλησε.

«Θαρρώ πως σε κατέχω από κοπέλι» μου ‘πε.

Ο Αντρέας άρχισε να κουβαλεί στο τραπέζι τα πρώτα πιάτα.

Κατακόκκινες τομάτες και ξυλάγγουρα, βλήτα βραστά, χοχλιούς μπουμπουριστούς, πράσινες λαδολιές, παξιμάδια, κατσικίσιο τυρί, γραβιέρα, τυρομάλαμα, πιπεριές τηγανητές κι ένα μπουκάλι μουρνόρακη.

Όποιος δεν έχει πιεί μουρνόρακη, δεν κατέχει ίντα θα πει φωθιά.

Μόνο που ετούτη η φωθιά δεν καίει τα σωθικά του αθρώπου, μόνο τα ζεσταίνει.

Σαν κι εκείνη τη φλεγόμενη βάτο του Μωυσή γίνεται ο άθρωπος με τη μουρνόρακη. Μπορεί να λαμπαδιάζει, μα μήτε φυλλαράκι δεν καψαλίζεται.

Εκείνη η μουρνόρακη ήτανε και η γηθειά που έλυσε τα μάγια που κρατούσανε δεμένες τις γλώσσες μας.

Λυθήκανε τα πουλάρια και ντακάρανε να γλακούνε στα ασύνορα λιβάδια της αθρώπινης συνεννόησης και της ικανοποίησης της ανάγκης του αθρώπου να μιλήσει, ν’ ακούσει και ν’ ακουστεί.

Γιατί μόνο έτσι μπορεί η ψυχή του αθρώπου να καλπάσει κι αυτή η κακομοίρα στα λιβάδια τσ’ αθρωπιάς.

Αρχίσανε να καταφτάνουνε και οι μερακλήδες του ντουνιά, για να συμβάλουνε κι αυτοί στην τελετουργία της νιογέννητης φιλιάς και και να γευτούνε κι αυτοί το αντίδωρο των αλλεπάλληλων εκρήξεων των αθρώπινων συναιστημάτων.

Ήρθανε ο φίλος μου ο Γιάννης Ρακιντζής, ο Μιχάλης Καλαφάτης, οι δυό Μποτόνηδες Μποτονάκηδες του Γιάννη και του Μανούσου, ήρθε ο φίλος μου ο Κωστής Πυργιαννάκης από τον Κρουσσώνα γαμπρός του Μπουρμπονίκου, άντρας της κόρης του Βαγγελιώς, με τον πατέρα του, ήρθε ο βοσκός Δημήτρης Μαθιουδάκης, ήρθε ο κανακάρης του Μπούρμπου ο Νίκος με την αμπλά του τη Μάρσα, ένα χωριό ευτυχία μαζώχτηκε, για να τιμήσει αυτούς που το τιμούσανε.

Ο Γιάννης Ρακιντζής εκουβάλιε ρακή και πολλώ λογιώ δικά του κρασιά, στους πρώτους μεζέδες προστέθηκαν, μουνουχότραγος τσιγαριαστός και κοκκινιστός, ένας λαγός κι άλλοι κι άλλοι κρασομεζέδες και ρακομεζέδες που δεν τσι βάνει ο νους του αθρώπου.

Ο Μπουρμπονίκος άρχισε ψιθυριστά να τραγουδεί μια μαντινάδα.

«Τσι μερακλήδες του ντουνιά

Θε μου ξεμνήστευγε τζη,

βάλε τζη στον Παράδεισο

και κρασοπότιζε τζη».

Μια αμήχανη σιωπή εσκέπασε την παρέα.

Κιανείς δεν εμίλιε. Μήτε ανάσαινε.

Ο Κωστής ο Πυργιανάκης, φανερά συγκινημένος έσκυψε στο αφτί μου και μου εξήγησε:

«Ενάμιση χρόνο έχει να τραγουδήσει, από τότε που επόθαναν μέσα σε μια βδομάδα η μάνα του και ο αδερφός του ο Μπουρμπογιώργης. Κι είχε πει πως δεν επρόκειτο να ξανατραγουδήσει ποτές του. Για σας τραγουδεί. Κι άμα θα φύγετε, θα πάει στο μνήμα τ’ αδερφού του να του απολογηθεί» μου ‘πε ο Κωστης κι εσκούπισε κατιτίς από τις κόχες των αμαθιών του, με τα δαχτύλια του.

Το Μπούρμπο δεν τον εθώρρουνα καθισμένο σε καρέκλα, μήτε να πατεί στη γης. Να αιωρείται τον εθώρουνα. Κι εσκούπισα κι εγώ κατιτίς από τις κόχες των αμαθιών μου.

Τέτοιο πολύτιμο χάρισμα, άθρωπος γεννημένος δε μου ‘χε δόσει σ’ ολόκληρη τη ζήση μου.

Και τούτο το χάρισμα θα το κρατώ ανάμεσα στα φυλλοκάρδια μου ίσαμε να ποθάνω.

Τελείωσε το τραγούδι ο Μπούρμπος και σηκώθηκε όρθιος. Τα μάθια του ετρέχανε σαν του μικρού κοπελιού. Εμπήκε μέσα στο σπίτι κι έκατσε με το Γιαννιό, το γιό του μακαρίτη του αδερφού του του Μπουρμπογιώργη, που ‘τανε το καμάρι του Μηλοποτάμου κι ολόκληρης της Κρήτης, μπροστά στις φωτογραφίες της μάνας και του αδερφού του.

Εγιάγυρε στο τραπέζι κι έκατσε σε μιαν άκρη.

«Γιάντα έκατσες απόμερα;» τον ερώτηξα.

«Άσε Μιχάλη μου, δε θέλω να ζαλίσω τσ’ αθρώπους» μου απάντησε.

Και μου ‘δειξε το ντουμάνι του καπνού που ‘βγαινε από την κάφτρα του στριφτού τσιγάρου του και εμύριζε μοσχολίβανο από τσ’ Αγίους Τόπους.

Μου ‘δειξε το εσωτερικό του κονακιού του και λευτέρωσε την ψυχή και τα μάθια του.

«Κάτω εψυχομάχιε η μάνα μου κι απάνω ο αδερφός μου. Κι έλεγα Θε μου πάρε πρώτα τη μάνα μου, για να μη δει το κοπέλι τζη ποθαμένο. Μ’ άκουσε ο Θιός και πρώτα έφυγε η μάνα μου. Σε μια βδομάδα έφυγε κι ο αδερφός μου» και δως του να τρέχουνε τα μάθια του, σαν του μικρού κοπελιού.

Ο Κωστής, ο γαμπρός του, άρχισε να ψιθυρίζει ένα ριζίτικο του Αποκόρωνα «’Μιαν αυγίτσα όξω βγήκα…μιαν αυγίτσα όξω βγήκα…» και ξάνοιγε τον πεθερό του.

Επήρε φωθιά η ψυχή του Μπούρμπου κι εντάκαρε να τραγουδεί

«Μιαν αυγίτσα όξω βγήκα

σε καλό στρατάκι εμπήκα…»

Πριν τελειώσει το ριζίτικο, είχε πάψει ο Θεός να λαντουρά τους Έρφους κι έπεψε τον ήλιο να τση στεγνώσει.

Και ξαναπήγε το πουλί κι έκατσε στη χέρα του και τονε ξάνοιγε στα μάθια.

Κι εγώ εθυμήθηκα μια μαντινάδα.

«Άμα στερέψουν τα νερά

και τα πουλιά διψάσουν,

να ‘ρθούνε από τα μάθια μου

να πιούν να ξεδιψάσουν».


Μιχάλης Στρατάκης

γραφιάς

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:121