Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Η χαμένη μαγεία των Χριστουγέννων | της Τιτίνας Δανέλλη


Από τη στιγμή που κρύωσε λίγο ο καιρός, που άναψαν τζάκια και καλοριφέρ, που έριξε μερικές σταγόνες νερό ο ουρανός, που οι καυτές αναμνήσεις του καλοκαιριού απομακρύνθηκαν, από την πρώτη κιόλας στιγμή, αρχίσαμε να τα σκεφτόμαστε. Τι άλλο; Τα Χριστούγεννα, φυσικά. Ο καθένας μας διαφορετικά. Άλλος με νοσταλγία και προσμονή κι άλλος με δυσφορία και μελαγχολία. Τι σημαίνει πια, για μας, η 25η Δεκέμβρη; Είναι τα φώτα που αναβοσβήνουν διακριτικά στο στολισμένο δένδρο τόσο σημαντικά; Είναι το γιορτινό καλοστρωμένο τραπέζι, που μας γεμίζει ευφορία, είναι το δώρο των Χριστουγέννων, που μας έδωσε χαρά κι ας εξανεμίστηκε στη στιγμή; Είναι τα κάλαντα, που μας διασκεδάζουν, είναι ίσως και η πράσινη τσόχα και οι μάρκες, που, για το «καλό», αναμένουν …τον τυχερό; Ναι, όλα αυτά κι άλλα πολλά, ή κάτι από αυτά είναι σημαντικά για μας. Κάτι σπουδαιότερο, όμως, λείπει… Ναι, απουσιάζει η μαγεία. Μα, πού στο καλό πήγε; Πού χάθηκε;

Ο καθρέφτης μάς εξηγεί: «Η μαγεία πήγε να συναντήσει το αθώο βλέμμα, το μαγεμένο, το συνεπαρμένο, το παιδικό, το αθώο, το ονειροπαρμένο. Εκείνο το βλέμμα, που τη σκιά της καρέκλας τη μετέτρεπε σε ομάδα καλικαντζάρων, που εισέβαλαν στο σπίτι… Εκεί πήγε η μαγεία. Αν θες να την αναζητήσεις και να τη συναντήσεις, μας συμβουλεύει ο καθρέφτης, τότε «κάνε βουτιά στο παρελθόν»».

Ξεκινάμε, λοιπόν, το ταξίδι. «Αποσκευές» μας, οι αναμνήσεις και λίγα, αλλά εκλεκτά βιβλία. Ο συνδυασμός των δυο θα μας οδηγήσει στο παρελθόν. Τα Χριστούγεννα, επιτέλους, είναι εδώ. Τα έθιμα είναι εδώ, τα κάλαντα είναι εδώ. Και η μαγεία, όπου να ‘ναι, θα φανεί. Πάμε;

Χριστούγεννα στο Βυζάντιο

Μπροστά μας, είναι ανοιχτός ο Α τόμος της σειράς «Ελληνική Δημιουργία» των εκδόσεων «Παπαδήμα», με τίτλο «Ελληνικές γιορτές». Ο Φαίδων Κουκουλές, καθηγητής Πανεπιστημίου, έγραφε το 1950:

«Η εορτή της του Χριστού γεννήσεως, εορτή γενεθλίων καλουμένη και κατά τον Χρυσόστομον «πασών εορτών σεμνοτάτη και μητρόπολις πασών» δε θα είναι, ίσως εις πολλούς γνωστόν ότι, ως αυτοτελής εορτή, δεν εορτάζετο κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνας. Τότε, κατά την 6ην Ιανουαρίου, από του τέλους της τρίτης εκατονταετηρίδος, εορτάζετο μόνον η εορτή της Επιφανείας, με αυτής δε συνεορτάζετο και η της γεννήσεως του Χριστού».

Και συνεχίζει ο συγγραφέας με πολλές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για το πότε ορίστηκε, επισήμως, η 25η του Δεκέμβρη ως μέρα γενεθλίων του Χριστού. Στην Ανατολή, λέει, η γιορτή των Χριστουγέννων εισήχθη κατά το τελευταίο τέταρτο του Δ μ.Χ. αιώνα και αξίζει κανείς να αναλογιστεί ότι στην πατρίδα του Χριστού μόλις το 433 άρχισε να γιορτάζεται ιδιαίτερα.

Στην Τουρκοκρατία

Στον ίδιο τόμο, ο Βύρων Κωνσταντάρας γράφει για τα Χριστούγεννα και την Παράδοση στην Τουρκοκρατούμενη Αθήνα: «Τις γιορτινές μέρες που προσμένουμε, γιομάτες από χαρές και συγκινήσεις, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτων, το Δωδεκαήμερο, που ιδιαίτερα ο μικρόκοσμός μας το προσμένει με ανείπωτη χαρά, είναι η συνέχεια από μια αρχαία ελληνική γιορτή και παράδοση. Μια γιορτή που παρέλαβε από την ειδωλολατρία ο Χριστιανισμός. Και με μερικές μεταλλαγές, τη θέσπισε δική του και από τις πιο χαρωπές».

Γράφει, ακόμη ο Βύρωνας Κωνσταντάρας, ότι και τότε, όπως και τώρα, τα παιδιά πήγαιναν στον κάμπο της Αττικής κι έκοβαν μια μεγάλη κλάρα από ελιά ή από δάφνη και έβγαιναν και τραγουδούσαν τα «καλημέρα» τους, δηλαδή την «Ειρεσυώνη» τους,όπως την έλεγαν. Ακόμα και εκείνα τα τρομερά χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι Αθηναίοι άρχιζαν τις προετοιμασίες των Χριστουγέννων μια εβδομάδα νωρίτερα. Καθάριζαν τα δίπατα σπίτια και το ανώγι και το κατώγι, έτσι ώστε την ημέρα των Χριστουγέννων να λάμπουν στην κυριολεξία. Το σπίτι, όπως και στην αρχαία εποχή, όφειλε να είναι κατακάθαρο, να αστράφτει, για το καλό του χρόνου… Έπλαθαν το φύλλο για τις πίτες, που δεν ήταν άλλες από τις πατροπαράδοτες πλακούντες. Εκτός από τις πίτες κατασκεύαζαν και τα πανάρχαια «φοινίκια» ή κάλανδα. Το πιο αρχαίο, όμως, γλύκισμα ήταν ο «σήσαμος ο πλακούς»,κάτι σαν το σημερινό παστέλι. Στις γιορτινές ημέρες, κάθε αθηναϊκό σπίτι έπρεπε να κάμει, τουλάχιστον, ένα γλύκισμα.

Ακόμη και ο πιο φτωχός γυρνούσε σπίτι του μ’ ένα δισάκι, έστω κι αν ήταν γεμάτο μόνον από πέτρες. Γιατί, όσο φτωχοί κι αν ήταν οι Αθηναίοι, ήταν πολύ περήφανοι και ποτέ δε ζητούσαν τίποτε και δεν ήθελαν τον οίκτο. Άφησαν και ένα γνωμικό που λέει: «Μέσα σ’ άδεια δισάκια τέτοιες μέρες μπαίνει ο σατανάς…».

Το Δωδεκαήμερο

«Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί», λέει το παλιό το τραγουδάκι… Άλλαξε τόσο πολύ στ’ αλήθεια; Όλα κινούνται, όλα εξελίσσονται, τις περισσότερες φορές προς το καλύτερο. Ευτυχώς. Όλα κινούνται, αλλά η ανάγκη του ανθρώπου είναι να γλεντήσει, να μοιραστεί τη χαρά, να διασκορπίσει τη θλίψη. Να ανακαλέσει στη μνήμη στιγμές χαρούμενες, ευτυχισμένες. Περασμένες. Θα ‘θελε να ξαναζούσαν τα καλικαντζαράκια,να τρυπώνουν από το τζάκι, από την καμινάδα ή από τη χαραμάδα.

Πέθαναν οι καλικαντζάροι; Όχι βέβαια, απλώς, η παιδική αθωότητα έσβησε. Ωριμάσαμε, γεράσαμε, χάσαμε τον αυθορμητισμό μας. Αυτό είναι. Τις μέρες του Δεκέμβρη, που τα νερά είναι …αβάφτιστα, οι καλικάντζαροι ανέβαιναν από τον Κάτω Κόσμο στον Πάνω. Στο δικό μας κόσμο. Τα χρόνια, που κάθισαν πάνω στην πλάτη μας, τους εκτόπισαν. Και εκεί, που κάποτε τρέμαμε την παρουσία τους, τώρα θλιβόμαστε για την απουσία τους.

Ανοίγουμε το βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη, «Το Δωδεκαήμερο: Παλιά Χριστουγεννιάτικα Ηθη και Εθιμα» (εκδόσεις «Παπαδήμα») και αναζητούμε τους καλικαντζάρους. Εκεί σίγουρα θα τους βρούμε. Διαβάζουμε: «Ο αρχηγός τους, ο κουτσός, και ο τρικέρατος κουτσοδαίμονας, αυτός που είχε το γενικό πρόσταγμα, πίστευαν πως έμενε στο «ζοργιό» των νερόμυλων κι εκεί συγκεντρώνονταν όλοι (σ.σ. οι καλικάντζαροι) και έπαιρναν τις αποφάσεις τους».

Καθώς προχωρούμε την ανάγνωση, μαθαίνουμε ότι πίστευαν σε πολλές γωνιές της χώρας μας, για τις δαιμονικές, αλλά τρισχαριτωμένες φανταστικές αυτές υπάρξεις.

– Στην Αγιοπηγή της Καρδίτσας, στο Βλαχόπουλο Πυλίας, καθώς και σ’ άλλα μέρη πίστευαν πως τα «καλικαντζάρια» κατοικούσαν στον Κάτω Κόσμο, κι όλο το χρόνο τρώγανε το στύλο της Γης για να τη ρίξουν. Μα, σα γεννιόταν ο Χριστός, δεν προλάβαιναν να τελειώσουν το έργο τους και θυμωμένα για το χαμένο κόπο τους, ν’ ανεβαίνουν στον Απάνω Κόσμο, κοιτούσαν πώς να βγάλουν το άχτι τους στους ανθρώπους….

– Στην Ικαρία πίστευαν πως οι «καλικατσέροι» έρχονται με… καρυδότσεφλα και παλιοκάικα από τη θάλασσα και τις νύχτες του Δωδεκαήμερου κατεβαίνουν στα σπίτια απ’ τα «φουάρα» και κάνουν κακό στους ανθρώπους, αν τους βρίσκουν μόνους. Γι’ αυτό και δε ‘βγαιναν μόνοι τη νύχτα, παρά μονάχα με παρέα…

– Στη Χίο πίστευαν πως οι καλικάντζαροι όλο το Δωδεκαήμερο γύριζαν ελεύθεροι στο νησί και πολλές φορές κάθονταν στα λίγγια – στο σβέρκο – των ανθρώπων και ρωτούσαν: Στούμπος η μόλυβδος; Ο άνθρωπος ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει αμέσως σ’ ένα από τα δυο, χωρίς να χάσει καιρό. Αν έλεγε «στούμπος», τότε φεύγανε. Αν όχι, του σφίγγαν πιο πολύ τα «λίγγια».

– Στη Ζάκυνθο πίστευαν πως οι καλικάντζαροι ήταν ψυχές πεθαμένων. Στο Ρωμανού της Λήμνου, πίστευαν πως ήταν ανθρωπάκια με ουρές, στραβά πόδια και μεγάλα αυτιά και δόντια. Στη Νάξο πίστευαν πως οι καλικάντζαροι μαγάριζαν τα φαγητά… Σε κάθε περιοχή και ένας καλικάντζαρος, πιο σατανικός, πιο έξυπνος και πονηρός από τους άλλους. Έτσι, η φαντασία των απλοϊκών ανθρώπων και των αθώων παιδιών έπλαθε τους μικρούς αυτούς σατανάδες, τους έδινε ζωή και έκανε και τη δική τους ζωή πιο περιπετειώδη. Μέχρι την ημέρα των Φώτων, που εκείνα «τρομαγμένα» αποχωρούσαν μόνα τους, τραγουδώντας: «Φεύγετε, να φύγουμε!

έρχετ’ ο ζουρλόπαπας

με την αγιαστούρα του/

και με τη βρεχτούρα του…».

Παραμονή και ανήμερα

Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν, και είναι ακόμα, μέρα κουραστική, αλλά και μαγευτική, γεμάτη προσμονή. Σε αντίθεση με άλλες ημέρες της Σαρακοστής, που κυλάνε ή μάλλον κυλούσαν ήρεμα και αργά, αυτή η μέρα παρουσίαζε κάτι το ξεχωριστό. Κάτι νευρικό, το ανυπόμονο. Ήταν και είναι. Είναι, ευτυχώς, τα παιδιά που ξεσηκώνουν τον κόσμο με τα κάλαντα. Είναι τα τελευταία ψώνια, αφού όλο και κάτι ξεχάσαμε να αγοράσουμε, όλο και κάτι θυμηθήκαμε την τελευταία στιγμή. Ζούμε σε μια εποχή καταναλωτισμού. Αλλά τότε, στα παλιά τα χρόνια κάθε νοικοκυρά, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας, ζύμωνε δυο – τρία και τέσσερα μεγάλα χριστόψωμα, με καθάριο ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι κι ένα αρνόψωμο στον ταβά. Μόνον τα σπίτια που πενθούσαν, αυτά μόνον, δε ζύμωναν. Ταιριάζει το πένθος στη χαρά; Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και μια μικρή παραλλαγή είχε το χριστόψωμο.

– Στα χωριά της Πρέβεζας βάζανε ένα νόμισμα μέσα στο χριστόψωμο για να δουν τον τυχερό.

– Στη Λευκάδα έφτιαχναν τα χριστόψωμα με αλεύρι, λάδι, καρύδια, σταφίδες και μπαχαρικά. Μαζί μ’ αυτά έφτιαχναν κι ένα σταυρό με το ίδιο το ζυμάρι, και μέσα του κρύβανε τον τυχερό παρά…

– Στα χωριά της Καρδίτσας, έφτιαχναν μεγάλες κουλούρες και για το γελαδάρη, τον παπά και το σιδερά του χωριού.

– Στην Κρήτη, τις κουλούρες, που ήταν για τον τσοπάνο, τον παπά και τον σιδερά, τις ονόμαζαν «σταυριά», γιατί ήταν πλουμιστές μ’ ένα μεγάλο σταυρό στη μέση και ήταν οι ωραιότερες κουλούρες της Ελλάδας.

Μα, δεν ήταν μονάχα οι κουλούρες, ήταν και η φωτιά στο τζάκι που έκαιγε μαζί με τα άλλα ξύλα και την κουφάλα κι ένα χλωρό κούτσουρο. Τόσο βαρύ, που με δυσκολία το σήκωνε ένας δυνατός άνδρας. Ήταν μεγάλο και χλωρό για να καίγεται δύσκολα και η καύση του να διαρκεί όλες τις μέρες του Δωδεκαήμερου. Τα Χριστούγεννα δεν είχαν τα παλιά τα χρόνια τη βαρύτητα και επισημότητα της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Ούτε τη λαμπρότητα και τους πανηγυρισμούς της Δύσης.

Σε μας, τα γεννητούρια φέρνουν χαρά, μα, πιο χαρά μας φέρνουν …τα βαφτίσια του. Νύχτα – νύχτα, σα τέλειωνε η λειτουργία, όλα τα σπίτια έστρωναν αμέσως τραπέζια και αφού τρώγανε και ‘πιναν, το ‘στρωναν στον ύπνο, για να ξυπνήσουν το μεσημέρι και να ξαναφάνε. Γι’ αυτό και σε πολλά μέρη, ανήμερα των Χριστουγέννων, δεν πήγαινε ο κόσμος επισκέψεις. Έπινε, έτρωγε και κοιμόταν…

Αναρωτιόμαστε, τι άλλαξε από τότε; Και τώρα τρώμε, πίνουμε, το ρίχνουμε στον ύπνο. Αγοράζουμε έτοιμα τσουρέκια, στολίζουμε το δένδρο, που, στην Ελλάδα «άνθισε» και ανδρώθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στρώνουμε την πράσινη τσόχα, παίζουμε τόμπολα ή τριανταμία και ξεχνάμε για λίγο την καθημερινή, αλλά τόσο επιθυμητή, καθημερινότητά μας. Κάτω από το γκι και το ου, δίνουμε και παίρνουμε, ίσως, ένα φιλί και ευχόμαστε: Και του χρόνου.

Χριστούγεννα έρχονται και θα περάσουν, όπως και τα προηγούμενα. Και τα επόμενα να είναι καλύτερα. Αυτό σάς ευχόμαστε. Και του χρόνου, λοιπόν. Η μαγεία ήρθε, αλλά,όπου να ‘ναι, θα διαλυθεί και λόγω προβλημάτων…

12/2000

Τιτίνα Δανέλλη


[Η εικονογράφηση που συνοδεύει το κείμενο είναι χαρακτικά του Κύπριου χαράκτη Χαμπή Τσαγγάρη]


Η Τιτίνα Δανέλλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και στη Νάπολη Ιταλική Λογοτεχνία και στην ελληνική κρατική σχολή Διερμηνέων.
Για ένα διάστημα διατηρούσε βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τις εκδόσεις του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας», στον τομέα των δημοσίων σχέσεων.
Το 1983 άρχισε να εργάζεται ως συντάκτρια του ελεύθερου ρεπορτάζ στο περιοδικό «ΕΝΑ». Το 1984 ανέλαβε ως υπεύθυνη ύλης στο περιοδικό «ΚΑΙ». Την ίδια εποχή έγραφε με ψευδώνυμο το εβδομαδιαίο χρονογράφημα στην εφημερίδα «Απογευματινή». Είχε επίσης τακτική συνεργασία με τα περιοδικά «Elle» και «Playboy». Το 1985 εργάστηκε στο ελεύθερο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος». Από τον Σεπτέμβρη του 1985 και έως τη συνταξιοδότησή της εργάστηκε στον «Ριζοσπάστη» ως χρονογράφος και συντάκτρια του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ.
Παράλληλα με τη δημοσιογραφία η Τιτίνα Δανέλλη ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Είχε γράψει πολλά μυθιστορήματα, αστυνομικά μυθιστορήματα και νουβέλες.
Πρώτο της μυθιστόρημα ήταν «Ο επιτυχημένος» (1971) και ακολούθησε το μυθιστόρημα «Αντιπερισπασμός» (Πνευματική Πορεία 1973).
Το 1981, σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων, έγραψε το μυθιστόρημα «Ένα και ένα κάνουν όσα θες», το πρώτο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα στη, μετά τον θάνατο του Γιάννη Μαρή (1979), εποχή.
Στη συνέχεια έγραψε τα αστυνομικά μυθιστορήματα «Ο θρήνος της Κλεοπάτρας» (Λιβάνης, 2000), «Το παιχνίδι του δικαστή» (Ψηφίδα, 2002), «Εκ των πραγμάτων» (σε συνεργασία με τον Θανάση Μπαλοδήμα, Περίπλους 2003), «Η τέταρτη γυναίκα» (Αρμός 2004), «Ο ταγματάρχης» (σε συνεργασία με τον Θανάση Παπαρήγα, Πύλη 2007) και «Τα τέσσερα μπαστούνια» (Καστανιώτης, 2009).
Επίσης, συμμετείχε σε όλους τους τόμους της σειράς «Ελληνικά Εγκλήματα» (Καστανιώτης 2007, 2008, 2009, 2011 και 2019) και στους συλλογικούς τόμους της ΕΛΣΑΛ «Είσοδος κινδύνου» (Μεταίχμιο 2011) και «Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα – Ο ήρωας του Γιάννη Μαρή σε νέες περιπέτειες» (Καστανιώτης 2012). Το 2013 κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων της «Αίθουσα αναμονής» (Καστανιώτης), γραμμένων (και ορισμένων δημοσιευμένων) στη διάρκεια σαράντα ετών.
Ακόμα, εμπνεύστηκε, επιμελήθηκε λογοτεχνικά και συμμετείχε με διηγήματά της στη ραδιοφωνική εκπομπή αστυνομικών ιστοριών «Κλέφτες και αστυνόμοι στον 902» (2008-2010), που αργότερα κυκλοφόρησαν και στο ομότιτλο βιβλίο (Ψυχογιός 2013).
Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Έγραψε, επίσης, σενάρια για την τηλεόραση, θεατρικά έργα όπως «Το παιχνίδι του Δικαστή», «Αίθουσα Μεταγωγών», «Έρωτας διατηρητέος έως..» κ.α. και μεταγλώττισε εκατοντάδες ταινίες.
Το 1996 έλαβε το βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού για το θεατρικό έργο της «Έρως διατηρητέος έως…» Επίσης, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και έκανε πολλές μεταγλωττίσεις από ξένες ταινίες.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνιας και πρόεδρος της την περίοδο 2013-2015. Η Τιτίνα Δανέλλη διακρίθηκε για το ήθος, την ευσυνειδησία, την καλλιέργεια και τις ικανότητές της.
Απεβίωσε, έπειτα από πολυετή ασθένεια, την Τετάρτη 6 Γενάρη 2021, σε ηλικία 78 ετών.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:72