Αθιβολή Πρωτοχρονιάς τσ’ αγάπης ζιαφέτι | της Ζωής Δικταίου
Ξύπνησε κλαίγοντας. Ένας εφιάλτης, σαν κάποιος να της έκλεβε τις στιγμές, τις εικόνες, την ίδια τη ζωή, δεν μπορούσε να θυμηθεί με λεπτομέρειες, της είχε κόψει όμως την ανάσα, ή μήπως έφταιγε το χρόνιο άσθμα, πέρασε και αυτό από το μυαλό της όταν μύρισε την αγωνία στο μουσκεμένο μαξιλάρι. Ένιωσε το στόμα πικρό, πότε να τρέμει, και πότε να σφίγγεται από αβεβαιότητα, από φόβο, από… Δεν είχε απάντηση. Στον καθρέφτη, παρατήρησε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια σε μεγάλη αντίθεση με το λευκό νυχτικό, τα μικρά μαργαριτάρια στ’ αυτιά, δώρο του Μιχάλη, τη σγουρή τούφα που κρεμόταν στο μέτωπο, το σημάδι στο δεξί φρύδι, το μελαγχολικό της βλέμμα τελευταίο. Σήκωσε το χέρι, το έφερε στο πρόσωπο. Ως να είχαν εξαφανιστεί όλες οι προηγούμενες εικόνες, η ματιά της στάθηκε στο δαχτυλίδι, ένα φίδι, αυτό ήταν ικανό να εξουσιάσει τη σκέψη, να βρει τα νήματα του χρόνου, ν’ αναστήσει τον παλιό της κόσμο, ένα δαχτυλίδι ενθύμιο αγάπης, αυτό το παρεξηγημένο, μικρό φυλακτό…
Είχε μια μανία με τις αναμνήσεις, ίσως και μια εξάρτηση. Από τον πάτο του σκονισμένου μπαούλου, ανάσυρε και άνοιξε το σημειωματάριο, αυτό που φύλαγε όλη την παιδική της ηλικία. Χώθηκε με τα μούτρα στις κιτρινισμένες σελίδες, στα καρφιτσωμένα χαρτάκια, στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, στα ξυλάκια της κανέλλας. Με μια ιδιότυπη μετριοφροσύνη, καρπός αποκτημένης εμπειρίας, είχε ξεπεράσει μισό αιώνα ζωής, αθέατη, ξαναδιάβαζε το μακρινό σκηνικό εκείνης της εποχής, αυτό που την καλούσε σπαραχτικά, πρώτα σε μια αργή εσωτερική περιδίνηση νόστου, και μετά, να μεταλάβει, να ξεδιψάσει, να λυτρωθεί, -δεν είχε σημασία- στην κούπα των θεών, σε κάποια χιονισμένη στράτα στο Λασίθι.
«Όλοι μου λεν ν’ απαρνηθώ του Λασιθιού τη στράτα…» , η μαντινάδα έδειχνε ένα τόπο, κι ένα κόσμο που οπωσδήποτε άξιζε τον πόθο, το δικό της πόθο. Ως να ψέλλιζε το άφατο, σ’ αυτό τον κόσμο τον καμωμένο από μελάνι και ψέματα, περιφρονώντας εφιάλτη και άσθμα, βρήκε φωνή και συνεχίζοντας να γυρίζει σελίδες, σιγοτραγούδησε, ώσπου στάθηκε σε μία, λίγο λερωμένη, περισσότερο τσαλακωμένη από άλλες, κάπως ξεθωριασμένα τα γράμματα, ένα σκίσιμο στην άκρη, αλλά μπορούσε να συλλαβίσει, ακόμη και τις λέξεις που έλειπαν…
«…είναι γραφτό κάποιες ψυχές πριν αρχίσουν το ταξίδι στη ζωή, να περνούν πρώτα για ένα τραταμέντο από την αυλή του Χάρου, γι’ αυτό και τούτες οι ψυχές, είναι αλλιώτικες. Σ’ εκείνη την παγωμένη χειραψία στοιχειώνει μέσα τους, ζαχαρωμένο το φως. Όταν τα καταφέρουν, φτύνουν το πικρό νερό, παίρνουν το σημαδεμένο τους σώμα, το κάνουν φτερωτό καράβι, ανεβαίνουν στα δώματα της Όστριας, κορτάρουν φεγγάρι κι άστρα, γιατρεύονται, και συνεχίζουν, να ονειρεύονται έναν κόσμο αλλιώς, και γι’ αυτό τον κόσμο που ονειρεύονται είναι πρόθυμες προκειμένου να αποδειχτούν αντάξιές του, να ρισκάρουν, να περάσουν δοκιμασίες, ν’ αγωνιστούν, ν’ αγαπήσουν μοναξιά και άσκηση. Σαν αλαργέψουν του Μαύρου Καβαλάρη, αρμέγουν δυο τρεις ψιχάλες, απλώνουν την περπατησιά στη μεγάλη στράτα, τρέχουν, άλλες αλήτικα, άλλες φρόνιμα, μα όλες στον ανήφορο, από την αρχή φορτώνονται την ευθύνη, δεν αντέχουν την ψευτιά, ξομολογούνται το χρέος, την αγωνία, χτυπούν τα σήμαντρα της χαράς, στις άνυδρες μέρες μολογούν την αγάπη, κι όταν βρέχει σωπαίνουν κι αφουγκράζονται τα μυστικά της γης. Καθώς περνούν από τη χαραμάδα του χρόνου, κουρδίζονται στον ήλιο, διαβάζουν τα πάθη της αλισάχνης στα βλέφαρα, σπέρνουν σπίθες στην άβυσσο, και στο βαρύ αγκομαχητό του καιρού μπαίνουν με καινούργια φορεσιά στο μεγάλο καραβάνι, για να δώσουν νόημα στις μέρες τους…»
Λίγες μέρες αργότερα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, τα πόδια της έβρισκαν τόπο γνώριμο να πατήσουν. Στέκεται, στη μικρή αυλόπορτα του πατρικού δισταχτικά. Το χιόνι, απαλό στα κεραμίδια, στα κλαδιά, στα κάγκελα, στο πλακόστρωτο. Μια άλλη τριανταφυλλιά, στην ίδια θέση της παλιάς εκπληρώνει το χρέος, να κρατά ένα ρόδο απείραχτο στο καταχείμωνο. Από εδώ αρχίζουν όλα όσα η νοσταλγία βεβαιώνει με το ραβδάκι του μαγικού χρόνου σ’ εκείνη την ανοιχτή ρωγμή, ή στιγμή, που τόλμησε – κι ας μην το θυμάται η ίδια- διεκδικώντας όνομα και αύριο, να μπει διάστρα στο εργαστήρι της ζωής.
Ένα φάλτσο αεράκι, σύρθηκε μέσα από τα φύλλα του κισσού πριν περάσει χλιαρό σαν χάδι από τα μαλλιά της, κι ας είχε παγωνιά. Άνοιξε τα μάτια, έστησε το αυτί, «εδώ δεν ξεπέφτει η αγάπη, εδώ αποθεώνεται…» , αέρας τό ’φερε κι όχι φάλτσα. Μια τρομερή υποψία την κυρίευσε. Τέντωσε το λαιμό της, θέλησε να δει…
Ένας ίσκιος, πηχτή γαλάζια πάχνη, σταυρογονάτισε στη βρύση. Θα ορκίζονταν πως ξεχώρισε τα δάχτυλα της μάνας της, μακριά σαν μασούρια, ή σαν κρούσταλλα, πως είχε προλάβει να δει το πρόσωπό της, το λεπτό σαν τσαλακωμένο ρυζόχαρτο δέρμα στο μέτωπο, πως άκουσε γνώριμη τη φωνή να την καλωσορίζει, πως το ξεχειλισμένο σταμνί ήταν γεμάτο αγιάτρευτη απουσία και κόκκινα ροδοπέταλα, κι εκεί λέει, πάνω στην πέτρα, ήταν γραμμένο, «εσένα σε λένε, Χαρά και Ζωή», γνώρισε τα γράμματα, πλάγια δεξιά καλλιγραφία, το χέρι της Καλλιόπης τα είχε χαράξει…
Η παλιά ξύλινη πόρτα, άνοιξε αθόρυβα. Η μυρωδιά της κανέλλας, μαυλιστική, ξεχύθηκε στο δρόμο. Το ξέρει, κάποιοι είναι μέσα και την περιμένουν. Από το κεφαλόσκαλο της μνήμης κοιτάζει τη μικρή γειτονιά, αυτή η γειτονιά με τα ασβεστωμένα πεζούλια, είναι η γη της δικής της επαγγελίας. Σε μια ενδιάμεση κατάσταση, ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία, νομίζει πως μπορεί να διακρίνει ακόμη κι εκείνους που χάθηκαν. «Η νοσταλγία» συλλογίστηκε, «η νοσταλγία είναι, που γεμίζει το νου με περισσότερα νοήματα, από όσα μπορεί να χωρέσει». Η νοσταλγία έφταιγε που δεν είχε ξεπλύνει τίποτα από το παρελθόν. Αναστέναξε, ανίκανη ν’ αντισταθεί στη θύμηση, παραδόθηκε. Κάτι μέσα της περίσσια οικείο, πάσκιζε να μετατοπίσει απουσία και σύνορα. Τα περασμένα, μα όχι ξεχασμένα…
Ανυπόταχτες οι αόρατες παρουσίες πήραν τις μορφές που διάλεξε ο νους. Η λύπη της στιγμής ανήμπορη, θαρρείς είχαν ανοίξει οι αρμοί στο καλντερίμι και την είχαν καταπιεί. Τι κι αν λένε πως στο τέλος κάθε κύκλου που κάνει ο χρόνος, οι αναμνήσεις χάνουν κάπως το νόημά τους. Εκείνη, ένιωθε αλλιώς, ο χρόνος ξαφνικά γύριζε στην αρχή, αποκτούσε διαστάσεις υπερβολής, μα δεν την πείραζε. Κούνησε το κεφάλι. Όλα επέστρεφαν, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Μια πεταλούδα, στροβιλίστηκε γύρω από το φανάρι. Το γαύγισμα του Μπόμπη ακούστηκε χαρούμενο. Ένα μήλο λικνίστηκε ανεπαίσθητα πάνω στο γυμνό από φύλλα κλαδί. Ο άσπρος γάτος έτρεξε και τρίφτηκε στα πόδια της. Το περίσσευμα της αγωνίας, σε μια μόνο λέξη, ψιθυριστά, «γυρισμός…»
Έσκυψε το κεφάλι με σεβασμό, σίμωνε βήμα – βήμα, αφήνοντας πατημασιές πάνω στο φρέσκο χιόνι, χαιρέτησε, χαμογέλασε, σε ποιους; δεν ήξερε. Με ανεξήγητη ένταση ξυπνούσαν όλα, να γίνουν δικά της, μα ναι, μήπως εκείνο το φορτίο της Μοίρας δεν ήταν δικό της;
Η καρδιά στερεώθηκε. Με άπειρη ευγνωμοσύνη, θα πάρει τη θέση της στο μεγάλο τραπέζι, έτοιμη να τα ακούσει όλα, περασμένα, και τωρινά, και μελλούμενα, να ξετυλιχτούν οι λέξεις, να καρπίσουν στα χείλη, ν’ ανθίσει η ελπίδα.
«Χαρούλα μου, για εσένα έχω κλάψει τόσο πολύ που δε σβήνει από το μυαλό μου εκείνη η μέρα, όσα χρόνια κι αν περάσουν», βιάζεται να τα πει πρώτος ο Νικολής. «Θυμάμαι τη βάφτισή σου, κοπέλα μου, χωρίς κολυμπήθρα, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς του χίλια εννιακόσια εξήντα τρία, εδώ, στο σπίτι σας, ακόμη κλαίω όταν το σκέφτομαι», και για να μη φανούν τα δάκρυα που του φέρνει η ανάμνηση, κάνει πως κοιτάζει ψηλά, το ζωγραφιστό τζάμι στο φεγγίτη.
«Κάθε ένας από εμάς, έχει σπάσει κάποιες φορές στη ζωή του» , τον αγγίζει στον ώμο, «μια ρωγμή μόνο και μπορεί να γίνει χίλια κομμάτια, μα πρέπει να μαζεύουμε τα κομμάτια μας, Νικολή, γι’ αυτό γύρισα, να μαζέψω και να αγαπήσω κάθε στιγμή που με λύγισε…» , θα τον αγκαλιάσει, θα νιώσει το σκίρτημα της καρδιάς του, το φτερούγισμα της φωνής.
«Όλοι οι άνθρωποι έχουμε σημάδια, σημάδια που δεν θα φύγουν ποτέ, Χαρουλάκι» ο καπετάν Δημήτρης, διεκδικεί αγκαλιά, «κι αφού μαζί τους μεγαλώνουμε, ας τα κάνουμε όμορφα, τόσο όμορφα ώστε να μπορούμε να τα ταξιδεύουμε, σε όλη μας τη ζωή, να γεμίσουμε τις ρωγμές με ασήμι» ψιθυριστά στο αυτί. Χτενίζει η αλισάχνη και τα δικά του βλέφαρα, για να βρει αφορμή ο πατέρας του, o Κωστής, ο Χελεψής, να κουρδίσει το βιολί, και να πιάσει το σκοπό της νύχτας:
«Το άχ δεντρό δε γίνεται, να χώνεται στα δάση
μα βρίχνεται στα χείλη ντου, απ’ αγαπά και χάσει.
Αθιβολή Πρωτοχρονιάς, τσ’ αγάπης ζιαφέτι,
κι αροδαμός η σκέψη σου, στου νου το βιλαέτι.
Αν έχει αξία η ζωή, ο θάνατος τη δίδει
κι αν είναι η μέρα όμορφη, την κάνει το σκοτίδι.
Τοίχος παλιός δε χτίζεται, καινούργιος δε χαλιέται,
καινούργια αγάπη γίνεται, παλιά δε λησμονιέται.
Ανάθεμά τη για καρδιά, ένα κακό που τό ’χει
εγώ τση λέω ξέχασε, κι αυτή μού λέει όχι.»
Θα ρίξουν με τις χούφτες χοντρό αλάτι στο τζάκι ξορκίζοντας το κακό στην ιερή φλόγα, θα τσουγκρίσουν ποτήρια, όπως τότε, όπως παλιά, θα φέρουν αθιβολές κι αθιβολές, θα μετρήσουν την αγάπη νογώντας όλη τη ζωή σε μια ρίζα ακριβή, και σε μια μπουμπουκιασμένη αμυγδαλιά που τολμά, αδείλιαστη, να καταθέτει στη λιτανεία του χιονιού, τη διαμαρτύρησή της. Μεσάνυχτα, η θεία Βαγγελία, θα πάρει τη σκυτάλη και θα ολοκληρώσει, σαν παραμύθι τη διήγηση, με το δικό της τρόπο, σίγουρη πως εκείνη η Πρωτοχρονιά του 1963, δεν ήθελε να μένει ένα κομμάτι της σιωπής, όχι, και με τη θέρμη της συγγένειας που ζεσταίνει καρδιές και σμίγει ανθρώπους, ξετυλίγει το κουβάρι της θύμησης:
«Καλώς όρισες κοπέλα μου» δεν συγκρατεί τα δάκρυα. «Ίντα ιμπρέτι και τουτονά, να κλαίω εύκολα, μα ετσά μέ ’βγαλε η φύση καλό μου, κι όντε σε θωρώ, ταράζεται και διασκορπίζεται μέσα μου πρώτα, η παραπόνεση τση μάνας σου, και ξανάρχεται στο νού μου εκείνηνιά η Πρωτοχρονιά. Γιάε, σαράντα μερώ ήσουνε, μικιό μικιό και πια αρρωστάρικο κοπέλι εγώ δεν είχα δει ποτέ μου, έτσα λιγάθινο και μπλάβο το χειλάκι σου, σαν τση σουπιάς το μελάνι, εδυσκολεύγουσουνε να καταπιείς ως και το σάλιο σου γιατί επλάντας, κι ελάφασσες, ποθιασμένο ήσουνε ίσαμε τη ραφή τση ψυχής. Ο γιατρός, ο συγχωρεμένος ο Μακαρώνας, καλός άθρωπος, αυτός σου ’κανε τσι βελόνες, κάθα δυο ώρες, μια ένεση, και ήφταξε κι εξώμενε στο σπίτι σας, για να σε γλιτώσει. Ως κι ο μπαρμπα-Νικαράς εξώμεινε κι αυτός, πέντε έξε αργατινές, ήκανε τα μπασοδούλια, και μνιαολιά παρηγοριά στσι γονέους σου.
»Γροικάς, γή πενταβά τα λέω; Τέθοια αργατινή, παραμονή τση Πρωτοχρονιάς, ίδια πως είναι εδά τ’ ανεστορούμαι. Όντεν εκατέβαινα, μπαμπαρολιασμένη με το παλτό και δυο μάλλινα μαντήλια, απού τον Αργουλιά, ήκαμε μια ρεφουλιά ο αέρας κι εκρουστάλλιασε ντελόγο το χιόνι, κι όντεν ήφταξα επαδέ, η θειά Σοφία η Μαδάρενα, μού ’πε, εκειέ, όξω στη πόρτα, πως δε σε πιάνανε μπλιό μήτε οι ενέσεις, μήτε οι ζεστασές, μήτε οι βεντούζες. Εχειροτέρευγες για θάνατο, ίσαμε απού ήφταξες στο χίντι – χίντι, στο απροχώρητο και δεν ήπερνες μπλιό πνοή. Τότεσας, εποδιαφώτανε όντεν είπενε ο Μακαρώνας πως εμπόριε, να μην είχες άλλη ζήση και πως ήθελα ποθάνεις, μα είχε χρέος ανέ προλάβαινε, ως κι αν ήτονε ενάντιος ο καιρός, να σε πήγαινε στο Ηράκλειο. Για κειονά σε βαφτίσανε, επαδέ στο σπίτι, βάφτισμα τση ανάγκης, να πας σκιάς με όνομα στον άλλο κόσμο, Θε μου, ξεμίστευγε απού την κακή την ώρα!
Κάνει μια παύση. Φέρνει το ποτήρι στα χείλη, πίνει μια γουλιά νερό, τα χέρια τρέμουν, θαρρείς κι εκεί στις άκριες των δαχτύλων της κρέμονται οι αναμνήσεις, οι περασμένες στιγμές, οι παρουσίες, οι απουσίες, όλα εκεί… Κανείς δεν θέλει να την διακόψει.
«Και μετά;»
«Ίντα μετά; Στο γαλανό των αμαθιώ σου ήπλεε τ’ ανέλπιδο, εκειά εφαίνουντανε πως ακροπόδιζες στο σύνορο τ’ ανέγνωρου, εκειά στ’ αφρόχειλο του κάτω κόσμου τζίντζινο – τζίντζινο. Η μάνα σου, χιαρχιντισμένη απού τη στενοχώρια και τα κλάηματα, εγλάκανε η συγχωρεμένη, όθεν τη Γωνιά, κι από πίσω εκλούθανε ο πατέρας σου απού είχενε ακόμη μια ελπίδα, μική σαν τ’ αμάτι τση βελόνας, μα είχενε και τα θάρρη ντου στο Θεό, και τήνε σιργούλευγε να γιαγύρει οπίσω, να μπούνε μαζί στην κούρσα του γιατρού να σε πάνε στο νοσοκομείο.
»Ωστόσο, ήρθενε ο παπάς, η θειά – Δεσποινιά η Ψυχογίνα επήε και τον εφώνιαξε, μα δεν επρολαβαίνανε να φέρουνε κολυμπήθρα, ντα ίντα κοντό τήνε θέλανε; Ο γιατρός εξανάπε πως ετελείωνες στο στάδιο απού ήσουνε. Ήβαλε σκιάς το πετραχείλι ντου ο παπάς κι ερώτηξε για τ’ όνομα. “Χαρούλα”, είπενε, η σάντολά σου, η Γιαννούλα του Χριστόφορου, – μικιό κορασοπούλι ήτονε τότεσας, ακάτεχη – , και τήνε ξάνοιξε και η μάνα, και ο κύρης τσης μανισμένα, γιατί αλλιώς τση ’χανε αρμηνέψει! Εσωστάθηκενε κι ο παπάς, γιατί την ήκουσε απού ήλεγε, κι ίσα που εγροικούντανε με παραπόνεση: “για ίντα λόγο, να μην έχει ζωή επαδέ, σε τούτονε τον κόσμο με τσι μυρωδιές, για ίντα χατίρι δα το πέψομε ονοματισμένο, πεσκέσι τ’ αφορεσμένου, όι, όι κιαολιάς, εγώ δε συβάζομαι, εγώ αμοναχή μου πογράφω ζωή, ζωή. Ζωή επαδέ, κι ας είναι ψεύτης κόσμος, εγώ μπάρεμ ετσά λοής το συλλογούμαι, ετουτονέ το κορασοπούλι, να μού το θυμάστε, δα σκώσει αύριο δική ντου παντιγέρα και δα λέει φτου ξελεφτερία.»
»Εγρύλωσέ τζης ο παπάς, για τσι κουβέντες απού ήλεγε, και σε σήκωσε ετσά ντυμένο με τα ρουχαλάκια σου ψηλά, είπενε κι αυτός, νέτε να τελειώσομε το μυστήριο τση ανάγκης, πριχού φύγει η ψυχή μουλά – μουλά και χαθεί, γιατί ζωή δεν έχει κατά πώς φαίνεται ετσά μπλάβο απού είναι. Τότεσας εβγήκε όξω στο σταύρωμα, η γιαγιά σου η Γαρεφαλλιά, κι ήπαιξε στο ρόγδι απού εκράθιενε μια στο χαράκι κι ήσπασε, κι απόει ήδεσε μια κόκκινη κλωστή στη ροδαρά απού ’χενε κρατήξει ακόμη ένα κι αμοναχό κλειστό ρόδο, κι ας είχενε χιονίσει πια παραμπρός.
»Βαφτίζεται, στο όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του αγίου Πνεύματος, η δούλη του Θεού, “Χαρούλα”, είπενε τα χρειαζούμενα γράμματα τσ’ εκκλησάς, και σ’ έβαλε στα χέρια του γιατρού, μια μαραμένη βιόλα, μα οι γονέοι σου δεν ήτονε, και δεν τ’ ακούσανε και δεν εκατέχανε οι κακομοίρηδες μήτε πώς σε ’πανε. Εξετράλισε τη γειτονιά ο Μακαρώνας να παίζει την κόρνα, ίσαμε απού εκατεβήκανε γλακητοί απού το Σκαφιδοκέφαλο, με τσι παντόφλες και μια φανελένια ρόμπα η μάνα σου, πρωτοπαιδούσα, και ήτονε ο μπέτης τσης μουσκεμένος γάλα, γροικάς; Εσύ, ποσχακωμένο σαν το τρυπαλούδι στη φωλιά, ετσά ήσουνε μέσα στη περαματιστή κουβέρτα, πραγό, μήτε εσάλευγες, μήτε ήκλαιγες. Απόει δα ύστερα σε πήανε στη Χώρα, στην κλινική του Σεργάκη, γιατί στο Βενζέλειο δε σε κοντέψανε… »
Είναι κάποιες φορές, που οι λέξεις έρχονται για να σε καθηλώσουν, που κολλάνε στο νου για να δώσουν καινούργιο πρόσωπο στον κόσμο σου, που η πραγματικότητα ξεπηδά μπροστά σου για να αποκτήσουν οι μέρες σου άλλη ποιότητα. Στα μάτια της θείας Βαγγελίας έβλεπε να πλέουν ίσκιοι πολλοί, τόσα ψυχανεμίσματα κρεμασμένα στις άκριες των βλεφάρων, ένα βραχνό, σιγανό κάλεσμα γεμάτο απλότητα, ομορφιά, μεγαλείο, αθωότητα, γιατί κάποιες ψυχές είναι πιο πλατιές, τόσο, που να χωράει μέσα τους όλος ο παλιός καιρός.
Δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνο το βράδυ, το χλωμό αντιφέγγισμα του φεγγαριού πάνω στο χιόνι, τα κρύσταλλα που κρεμόταν στην υδρορροή, την ησυχία της νύχτας, το ακριβό σμίξιμο στο πατρικό της, τις μικρές λεπτομέρειες που είχαν οδύνη και χαρά μαζί, δεν θα ξεχνούσε ποτέ τη σαστισμένη θεία, που αληθινά συγκινημένη, αφού είχε σωπάσει για λίγο, ξαναβρήκε φωνή, και γελαστή ξανάπιασε την ιστορία:
«Εσύ έχεις γιασεμόκλωνο άστρο, μόνο να μη φοβάσαι κοπέλα μου, ντα ίντα θαρρείς; Είναι και ψυχές που γυμνάζουνται απού την αρχή, κι ετσά δεν καϊναντούνε, αυτές είναι μπογιαντισμένες με μπακάμι, κι ανέ χρειαστεί, γιάε, εκειέ στην αναμμένη καρβουνιθιά, κάτεχέ το, μπαίνουνε και χορεύγουνε. Η γιαγιά σου η Κοκολίνα, τότεσας, “έχει και παραέχει μέρες και χρόνους, εγώ το ’ταξα τση ζωής τουτονά το θηλυκό”, εβόανε, στο δώμα απάνω, κι εφοβέριζε ποφουμισμένη τον παππού τον Κοκολιώ πως ήθελα του κάμει μεγάλο χουνέρι ανέ τζη ξανάλεγε πως ποθαίνεις. Ως και την κούπα με το κρασί, που είχενε βράσει μ’ ένα δαφνόφυλλο και μια κόκκινη πιπερά, να το πιει να ζεσταθεί, το γύρισε αμπούμπουρα και πότισε το χώμα, μπελί ν’ αναντρανίσουνε οι ψυχές, να ξεγελάσουνε τον παντέρμο το Χάρο. Έχεις και παραέχεις ζωή, κοπέλα μου, μόνο πιάσε τη μαχιά και ξεμπιθράκισε μνιαολιά τα ξύλα ν’ αντριέψει η φωθιά, εσένα σε γιαγύρανε απ’ το φάραγγα του μεγάλου ντουχιουμάνη, σαράντα μερώ, να τ’ ανεστοράσαι, μόνο να ’χεις την ευκή μου, και να μη σου χαλάσει κιανείς τα σχέδιά σου, να σε θέλει η ζωή, κι η τύχη, και νά ’χεις μπόρεση, και χρόνους πολλούς, και να γράφεις, γροικάς Ζωή; Για κειονά ήλλαξε το μοιρόγραφτό σου, ένα βλεφάρισμα του Χάρου το ’καμε η ψυχή σου, κι εμπέργωξε τσ’ αγκάθες του, μα η Μοίρα, πότε πότε κάνει άλλα κουμάντα και δε λογαριάζει τσι δουλειές του δραπανιάρη, μόνο να γράφεις, να μη λιγάνει και να μη χαθεί ο κόσμος μας, κι ο τόπος μας. Εγώ ξεκουρκουθιάζω και πάω, επάτησα τα ενενήντα, μα εσύ είσαι νέικη ακόμη, ίντα κοντό ντουχιουντίζεις; Αφρουκάσαι πράμα; Ποθαρρεύγομαι σου, την ευκή τσ’ ευκής μου να ’χεις, και χωρίς να κάμεις να ’χεις, μα να γράφεις κιόλας…» η θεία Βαγγελία, του Μπάμπα Γιαννιού, η καλότροπη, η ευσυγκίνητη, η ακούραστη, θα καληνυχτίσει όλους με μια αγκαλιά, και φυλάει τη δική της μαντινάδα για το τέλος, αυτή που είπε κι εκείνη την Πρωτοχρονιά του χίλια εννιακόσια εξήντα τρία, για να ξορκίσει το θάνατο.
«Ω πικραμυγδαλάκι μου και πώς να σε γλυκάνω,
που ’σαι στην κάτω γειτονιά κι εγώ ’μαι στην απάνω.»
Εκείνη τη νύχτα, το χιόνι, καθώς έπεφτε απ’ τα νυσταγμένα τσίνορα των αγγέλων και κολλούσε στα τζάμια μάχονταν να φτάσει πέρα από την ομορφιά και το απόκοσμο. Στο φανοστάτη του δρόμου ξέκρινε μια αρχοντική μορφή, τα μαλλιά μαζεμένα σε κότσο, το καμηλό παλτό κουμπωμένο, μακρύ ως τον αστράγαλο, τα καστόρινα γοβάκια είχαν αφήσει τα σημάδια τους. Έκανε ν’ ανοίξει το παράθυρο, να τη φωνάξει, “μάνα”. Πριν δευτερώσει η σκέψη της, την είδε, με γυρισμένη την πλάτη, μα ήταν σίγουρη πως μόνο εκείνη μπορούσε να είναι. Έφευγε λοιπόν, έτσι νόμιζε, πως την είχε δει, εκείνη που της είχε δώσει πνοή, που είχε βυζάξει το γάλα της, και μαζί μ’ αυτό τη φλόγα και τη δίψα της ζωής, και το παράπονο. Την ακολούθησε με το βλέμμα, μέχρι τη στροφή του δρόμου. Η μυρωδιά απ’ το κόκκινο κρασί μεταλάβαινε τ’ αόρατα, εκείνες τις ψυχές που δεν κάθονταν στο τραπέζι. Η γειτονιά, μεταμορφωμένη σ’ ένα απόκοσμο εργαστήρι θαυμάτων, καταχώρησε το νέο έτος 2020, με ασημένια γράμματα.
Εκείνη τη νύχτα, γύμναζε τη σκέψη της ανακυκλώνοντας παλιές στιγμές στην αγορά της μνήμης. Τίποτα τελικά δεν είχε χαθεί, όλα είχαν τη δύναμη να ξαναγυρίσουν, κάπως αλλιώς, αλλά ξαναγύριζαν. Έμεινε μόνη. Κοίταζε από το παράθυρο τον έρημο δρόμο, χωρίς φαντασία, και χωρίς φόβο πια. Μέσα της, άκουγε την Καλλιόπη, τη μάνα της, στις τελευταίες της μέρες, μια άλλη παραμονή Πρωτοχρονιάς, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου, η στερνή της κουβέντα είχε βρει τρόπο και ξανάρθε, «μην κλαις Χαρούλα, το μεγαλύτερο κρίμα στον κόσμο, είναι νά ’χεις παιδί και να τό χάσεις, κι εγώ είμαι δυο φορές τυχερή, μια που γλίτωσες εσύ, κι άλλη μια που γλίτωσε η δική σου θυγατέρα…» , έσβησε η φωνή μέσα στο λυγμό…
Είναι, που καμιά φορά, οι πρωτοψάλτες της αγάπης κατεβαίνουν στις ρούγες, παραμονή Πρωτοχρονιάς, κολλούν τ’ αυτί τους στις χιονισμένες πόρτες και σου φωνάζουν «έλα».
Είναι, που καμιά φορά, όρτσα φωνάζει η καρδιά, κι η Μοίρα σκίζει το άλικο τσεμπέρι και μπαίνει στο χορό.
Είναι, που καμιά φορά, σαν ψίκι ξεκινούν στα χιόνια, οι αναμνήσεις, και μια θεία Βαγγελία, σου δίνει το χέρι, για να γυρίσετε μαζί τη ρόδα του μύλου που αλέθει καιρούς.
Μετά απ’ αυτό δεν γίνεται να μη γεμίσουν αλμύρα τα μάτια. Η μέσα φωνή, ξύπνησε κι άλλη θύμηση… Στο ίδιο σπίτι, ήταν που έμελλε να επαναληφθεί η ίδια περιπέτεια, είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα. Ήταν γραφτό να βιώσει την ίδια αγωνία, αυτή που τότε είχαν ζήσει, η Καλλιόπη και ο Αριστείδης –και να δοκιμαστούν κι εκείνοι μαζί της, δεύτερη φορά– με τη δική της κόρη, τη Μαρίνα Μπάντιου.
«Άραγε, τυχαίες κάποιες επαναλήψεις…» , συλλογίστηκε, «μόνο το βάφτισμα της ανάγκης δεν είχε γίνει».
«Μην κλαις, Χαρούλα, μην κλαις, καμάρωνέ τηνε, τη “διδακτόρισσα” τση ιστορίας, καμάρωνέ τηνε, αλλαργοξορισμένο μου, τη Μαρίνα, τη θυγατέρα σου, και τα μάτια σου, και το Σπύρο σου παιδί μου, και το Σπύρο, τα παιδιά σου και τ’ αμέντε σου,…», ως εντολή ακούστηκε, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2020, με το φευγιό του άσπρου περιστεριού από το καμπαναριό του αγίου Χαραλάμπους.
Πετάει ο νους, αλαργεύει η σκέψη. Με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στα χέρια… Λες και ήταν χτες, «Άσπρη Περιστέρα» τη φώναζαν την Καλλιόπη στη γειτονιά.
Το Αριστειδάκι, θ’ ακολουθήσει με το βλέμμα το φευγιό του περιστεριού, και με τα χείλη, στο σκοπό της αυγής πια, θα στείλει φιλί και χαιρετίσματα.
«Όλες τσι μέρες σ’ αγαπώ, άσπρη μου περιστέρα
κι άφηνε τσ’ άλλους ν’ αγαπούν τον χρόνο μιαν ημέρα»
Από το βιβλίο «Λασίθι, τόπος Μέγας, Η κούπα των θεών»
Κείμενο συμπληρωμένο.
ΜΕ ΤΗ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ ΞΑΝΟΙΧΤΗΚΑ. Ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς του δύο χιλιάδες είκοσι ξεκίνησε τούτη η περιπλάνηση του νόστου, κι ας ήμουν στον όρμο των Γουβιών στην Κέρκυρα, εγώ το απάνω δώμα της γης, το Λασίθι, σημάδευα στο χάρτη. Με την Αγγέλισσα του Δέτη να σβήνει το μοιρόγραφτο τέλεψε το ταξίδι τις μικρές ώρες της εικοστής πρώτης του Μάη του ίδιου έτους.
Αύριο, ελεύθερη στο κατώφλι του ήλιου, το συμβόλαιό μου με την ανορθόγραφη ζωή καινουργιώνει.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης.
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα, Πρωτοχρονιά του 2020
Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία:
Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα