Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Το παράπονο τση μάνας | του Αντώνη Κουκλινού


Η παντριγιά δεν είναι εύκολη υπόθεση κι όπως λένε είναι ζαργιά, τη νε παίζεις κι άνε σου βγεί, εβγήκενε.

Ο άθρωπος ντακέρνει με όνειρα, ελπίδες, μα η παντέρμη η ζωή έχει σκαμπανεβάσματα κι αδέ βαστάς χαραχτήρα και να ’χεις θέληση και υπομονή, η δουλειά θα σκοντάψει.

Έπαντρεύτηκενε πλουσιοπάροχα και ούλα εδείχνανε πως θα στεργιώσει το στεφάνι απού εβάλανε.

Καλοστεκούμενη η κοπελιά, ντελικάτη και καλόκαρδη.

Επρόσεχε τον εαυτό τζη και σαφή καλοσασμένη και ντυμένη τση μπενιάς.

Σα ν’ εβάλα ντο στεφάνι, δε ν’ άργησε να ’ρθει και το πρώτο κοπέλι.

Ούλα καλά ως τη ν’ ώρα μα δε ν’ εβάσταξε και πολύ.

Ο ντελικανής μνιά ολιά ζωηρός, εντάκαρε να κάνει τσιριμόνιες και ότι του γυάλιζε, το καμάκωνε χωρίς να δρώνει τ’ αφτί ντου.

Μνια του κλέφτη, δυό του κλέφτη, τρεις και κακή ντου μοίρα που λένε.

Ετονέ το πράμα δε μπομένει κρυφό και το αποτέλεσμα είναι να χωρίσουνε τα τσανάκια ντος μνια κι όξω.

Η γυναίκα επόμεινε μ’ ένα κοπέλι και ο λεγάμενος να κάνει τη ζωή ντου πασάς στα Γιάννενα και πέρα βρέχει.

Ίντα θα πει ένα μπουκάλι γάλα, απ’ όνομίς του, δε ν’ εγνώρισε το κοπέλι ετουτονέ.

Με χίλια βάσανα και στερήσεις, εμεγάλωσε στα χέργια τση μάνας του.

Ο λεγάμενος «πατέρας» ετύλιξε μνιά ν’ άλλη και καλοπερνά, γιατί η κυρία διαθέτει κινητά, ακίνητα και τσέπες με γερό κομπόδεμα.

Βλέπεις στη ζωή δε ν’ είναι ούλα μοιραζμένα ίσα κι ίσα.

Άλλος τα ’χει και τα σκορπά κι άλλος εκατούρησε στο πηγάιδι που λένε και δε σταυρώνει μεροκάματο.

Το κοπέλι από τσι κουβέντες τση μάνας του, δε βαστά κακία του κύρη ντου κι ας φέρθηκε σκάρτα, ας μην ήδωκε δεκάρα τσακιστή στην αναθροφή ντου.

Απόφαση θέλει να αφιερώσεις τη ζωή σου και να τα δώσεις ούλα στο κοπέλι σου, για να μεγαλώσει να σπουδάσει και να βγει σωστός άθρωπος στη κοινωνία και προπάντων να μη μνιάσει τ’ αφέντη ντου.

Τα κατάφερε με χίλιες δυο στερήσεις και το ντελικανιδάκι εσπούδαξε κι εβρήκενε και καλή δουλειά με καλά λεφτά.

Η μάνα καμαρώνει κι ας εστερήθηκε τη προσωπική ζωή τζη, μα σκιας έχει ένα λεβέντη παλικάρι και καλό κοπέλι, απού τη νε κάνει χαρούμενη κ ευτυχισμένη.

Στη ζωή μπορεί να χτίζεις, να προσφέρεις, να στερείσαι, για ένα σκοπό, για ένα όνειρο και όντε ν’ είναι ώρα να βρεις το αποκούμπι σου, να ’ρθουνε τα πάνω κάτω.

Ο ντελικανής αυτό το καλό παλληκάρι, άνοιξε τα φτερά ντου να πετάξει, από την αγκαλιά τση μάνας του και να γνωρίσει τη ζωή.

Έβαλε στη ζωή ντου μνιαν ομορφονιά κι ως φαίνεται έδεσε το γάϊδαρό τζη η λεγάμενη.

Από τσι πρώτες μέρες, ήτονε μπελί πως εμαγεύτηκε από τα κάλλη τζη και δε τζη χαλά χατίρι σε πράμα.

Δυο τρία χρόνια είναι στα μέσα και τα όξω τση ζωής του η κοκόνα και το πράμα δείχνει πως θα σοβαρέψει.

Σαν αποφάσισε πως αυτή τη γυναίκα θα παντρευτεί, το ’καμε και πράξη.

Ούτε γνώμη τση μάνας επήρε και θα μου πεις, καλά το ’καμε… σ’ αυτά τα πράματα λένε πως, σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, δε σου πέφτει λόγος, όπχιος και να σαι.

Μα κι η μάνα ντου, δεν είπενε ποτές τση μνια κουβέντα άσκημη, για να τη προσβάλει, αφού καλά – καλά δυο φορές την έχει θωρώντας και βγιαστικά.

Εζήτηξε αμοναχός του, τη κοπελιά από τσ’ εδικού τση και βάλανε ντελόγω τα δαχτυλίδια.

Μόνο που η γυναίκα ετούτηνέ, δε διαθέτει άλλο πράμα, μόνο το κορμί τζη, απού το θωρεί ο ντελικανής και γυαλίζει τ’ αμάτι ντου.

Ούλα τα υπόλοιπά τζη, είναι νά χαμε να λέγαμε.

Λες και είναι μνιά καλοκουρντισμένη κούκλα, χωρίς συναισθήματα.

Λένε πως οι καλοί τρόποι, χτίζουνται από το σπίτι που γενιέσαι, μα πού τζι…

Τη μάνα που μεγάλωσε με κόπους και στερήσεις ετούτονε το ντελικανή, την αποκαλεί κυρία, με ένα βλέμμα ψυχρό και απόμακρο.

Που να σεβαστεί και να καταλάβει πως επαέ που μπήκε, σε τούτονέ το σπίτι, επιβάλλεται να σέβεται και να ευχαριστεί το Θεό απού εβρήκενε άθρωπο σωστό και τίμιο να κάμει οικογένεια.

Δυστυχώς μνια μάνα από οικοδέσποινα, επήρε το πασαπόρτι τση νύφης, από τη πρώτη μέρα, για να καταλάβει πως είναι στην ουσία εκείνη το αφεντικό επαέ μέσα και να μαζώξει τα μπογαλάκια τζη για να μας αδειάσει τη γωνιά.

Και από το συμπεθεργιό, τα ίδια και χειρότερα…

Η μάνα τση κοπελιάς, μνιά ξιπασμένη χαζοβγιόλα, λες και δεν ελογόστεσε τη θυγατέρα τζη, να δείξει ένα ενδιαφέρον, έστω να τη καλέσει στο σπίτι τζη για ένα καφέ, να γνωριστούνε.

Είναι άσκημο πράμα, να ρχεται στο σπίτι σου, να μπαίνει στη ζωή σου ένας ξένος, από το πουθενά και να σου τα κάμει ούλα χουμά κουτάλι.

Εξεσπιτώθηκε για να ραίνεται το πεντάρι διαμέρισμα η αρραβωνιάρα και πήγε στο νοίκι, γιατί ετοιμάζουνε το γάμο.

Ότι είχενε το σπίτι μέσα, δεν ήφηκενε πράμα, τα πέταξε και χρέωσε το γαμπρό, με καινούργια σιρμαγιά.

Ακόμη και πεντέξε πράματα που εζήτηξε τση νύφης, να τση τα στερέψουνε στην αποθήκη, τση τα πέταξε όξω.

Τόλμησε να πει στο μοναχοπαίδι τζη δυο κουβέντες, σα μάνα προς γιο και δυστυχώς η πλύση εγκεφάλου τση νύφης, είναι ότι χειρότερο μπορούσε να φανταστεί.

-Δε θέλω ν’ ανακατώνεσαι, σ’ ότι κάνω με τη κοπελιά μου και πάρε το απόφαση, πως μ’ αυτή τη γυναίκα, θα κάμω οικογένεια και δε θέλω να μπερδένεσαι στα πόδια μας.

-Παιδί μου εγώ δεν σου πα να μη τη παντρευτείς, είδες πως εξεσπιτώθηκα να μη με θωρεί στα πόδια τζη… μα πέμου… πότες επρόλαβε να με μισήσει απού δε γνώριζει ίντα άθρωπος είμαι;

-Μάνα… δε σε μισεί… ετσάνε ο τύπος τση και δε θέλει άλλους στα πόδια τζη, όντε ν’ είναι στο σπίτι κυκλοφορεί σχεδόν γδυμνή και ντρέπεται καταλαβαίνεις; θέλει να ναι αμοναχή.

-Μη θαρρείς πως δε γνωρίζω… Η μάνα τζη ξημεροβραδιάζεται στο σπίτι σου γιε μου… στο δικό μου το σπίτι απού σου τό δωκα να ζήσεις… Εσύ είσαι στη δουλειά και δε ντα βλέπεις… ούλα τα πράματα απού είχα του σπιθιού και κατέχεις με ίντα κόπο, τά δωκε τση μάνας τση και σου φόρτωσε τσι κάρτες χρέη να πάρει καινούργια. Σα μάνα σου, έχω όμως παράπονο, πως το γιό μου που μεγάλωσα και κατέχεις ίντα ξώθηκα για να σε κάμω άντρα τση παντριγιάς, με ίντα στερήσεις σε σπούδαξα κι εδά θωρώ να μη μου δίνεις σημασία, πάω να σου μιλήσω και είσαι όλο νευρικός, μπροσάφορμος και όλο βγιαστικός να φύγεις.

-Εσύ μάνα ούλα τα θωρείς εδά παράξενα και ούλα σε πειράζουνε… Η ζωή μου εδά άλλαξε και το κατέχεις πως έχω πολλά στη γκεφαλή μου να παλαίψω και δε ν’ έχω υπομονή και χρόνο να κουβεδιάζομε και να μου κάνεις σαφή παράπονα.

-Παράξενο είναι γιέ μου απού ερώστησα και κοίτουμνε στο κρεβάτι πάνω από ένα μήνα ολομόναχη και δεν επήρε η νύφη μου ένα τηλέφωνο, να με ρωτήξει άνε θέλω ένα ποτήρι νερό, η αν έχω φάρμακα; Εσύ ολημερίς στη δουλειά έρχεσαι κουρασμένος και το κατέχω πως δε προλαβαίνεις, μα ετούτο νέ το πράμα σου φαίνεται σωστό; Ακόμη δεν εβάλετε στεφάνι, ακόμη δε με γνώρισε να πούμε δυο κουβέντες, πχιά; Του γιου μου η αρραβωνιάρα… πέμου ίντα διαφορά έχει απέναντίς μου από μνια ξένη που μου παντίχνει στο δρόμο;

Απίς εβάλετε τα δαχτυλίδια, είδες ένας από το σόι τζη να σε ρωτήξει, ίντα κάνει η μάνα σου; Ζεί; Επόθανε; Γη να πάρουνε ένα τηλέφωνο;

Ετσά συμπεριφέρουνται οι αθρώποι;

Ακόμη και του λόγου σου, δυο φορές ήρθες στο σπίτι κι απ’ αλάργω ερώτηξες ίντα κάνω… Ετσά σ’ ανέθρεψε η μάνα σου;

Γροικά τσι κουβέντες τση μάνας και το δικαιολογημένο παράπονο, μα απάντηση δε ν’ έχει να δώσει.

Το μόνο που το νε γνοιάζει είναι να μη στενοχωρήσει τη «μπάρμπι» και χαλάσει το κραγιόν.

Πως αλλάζει ο άθρωπος όμως, από τη μνιά στιγμή στη ν’ άλλη!

Λες και ήπαθε μετάλλαξη ετουτοσές ο άθρωπος και από πραγιό κοπέλι και ιστάμενο, δε θωρεί μπροστά ντου την αδικιά.

Να μη θωρεί τη μάνα ντου, για να μη του κάμει πάλι παράπονα.

Κρίμα κ’ άδικο…

Η σωστή γυναίκα που μπαίνει νύφη, σ’ ένα σπίτι, οφείλει να σέβεται και να βαστά την υπόλυψή τζη, να μη προσβάλει το θεσμό της οικογένειας, πόσο μάλλον τη μάνα του αθρώπου που αποφάσισε να βάλει στεφάνι και να ζήσει μαζί ντου!

Και δεν την αποκαλείς «κυρία» , για δε ν’ είναι δασκάλα σου.

Κρίμα… Σ’ αυτό το όμορφο σώμα μιας γυναίκας, μέσα της δεν υπάρχει κάτι αξιόλογο… Ένα τίποτα…

Υπάρχουν εξαιρέσεις ευτυχώς… που η αγάπη και η ομόνοια δένει δυο οικογένειες και υπάρχει σεβασμός.

Ούλοι το κατέχομε πως το πιθάρι με το μέλι, δε βαστά πολύ καιρό…

Το καλλίγραμμο κορμί δε θα τόχεις σαφή να σε βγάνει στ’ ανοιχτά.

Στη μούρη μας έχομε την αθρωπχιά μας κι όχι το πισινό μας (με το συμπάθιο).

Η μάνα που μεγαλώνει θυγατέρα, έχει χρέος να τση μάθει τρόπους, γιατί από κόρη, μνια μέρα θα γενεί κ αυτή μάνα και πεθερά αργότερα.

Αυτά θα γίνουνται δυστυχώς, όντε θα κάνει ο καθένας τση κεφαλής του μέσα σ’ ένα σπίτι απού δεν υπάρχει σεβασμός και κουμάντο.

Ούλοι χρειάζουνται χαλινάργια, από το πλια μικιό σάμε το πλια μεγάλο.

Χαλινάργια στη συμπεριφορά μας λοιπόν, όχι στη σκέψη μας!

Η σκέψη δε θέλει χαλινάργια, καλοσύνη θέλει.

26/09/22

Αντώνης Κουκλινός


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:97