ΕΡΩΤΕΣ και έρωτες | της Ιφιγένειας Μανουρά
-Καλησπέρα.
Απόλυτη σιωπή. Κάνω να φύγω και βλέπω τον Γιώργη να ανοίγει την πόρτα και να με φωνάζει.
-Έλα Ιφιγένεια.
-Ίντα κάνεις;
-Έλα- έλα μέσα κι έχει και κρυγιότη, καλά είμαι.
-Οι γονέοι σου δε νειν παέ;
-Στση Βαγγελιώς πάνε να βεγγερίσουνε.
-Και εσύ να κάτσει θες μέρες;
-Ναι να κάτσω θέλει μέχρι να πομαζόξομε τσι ελιές, σκιάς μέχρι τσι είκοσι του μήνα. Εσείς;
-Εμείς εμαζόξαμε ογλύγωρα γιατί δεν είχανε πράμα.
Μια ωραία μουσική ακουγόταν σιγά και στη συνέχεια ο Λουδοβίκος να τραγουδά την Εξομολόγηση.
«Όσες φορές προσπάθησα να σου μιλήσω
δεν ήξερα πώς να το πω,
γιατί μια αγάπη με κρατάει πίσω
σ’ εκείνον τον παλιό μου εαυτό.
Το ξέρεις πως δεν έχω φύγει
ποτέ απ’ αυτή τη φυλακή,
κι αν έχω απολυτήριο στο χέρι
ο νους με πάει πάντα εκεί.
Τα μάτια μου με φέρνουνε σ’ εσένα,
μα η καρδιά με πάει στα περασμένα.
Δεν ξέρω τι ’ναι εμπρός και τι ’ναι πίσω,
ποια αγάπη απ’ τις δυο πρέπει ν’ αφήσω;
Τα μάτια μου με φέρνουνε σ’ εσένα,
μα η καρδιά με πάει στα περασμένα».
-Μην κλείνεις τη μουσική αυτό το τραγούδι μού αρέσει πολύ.
Βάζει ξύλα στο τζάκι αν και ξελόχιζε, γεμίζει ρακή τα κρασοπότηρα, φέρνει μεζέ και κάθεται αναπαυτικά.
-Εδά Ιφιγένεια που μου χτύπησες την πόρτα και σε είδα ομπρός μου, γατέχεις ίντα εθυμήθηκα;
-Γατέχω και δεν θα τηνε ξεχάσω ετοινά τη μέρα εδά και σαράντα ακριβώς χρόνια, γιατί η χρονιά του ’82 ήτανε δύσκολη πολλώ λογιώ.
-Δεν επίστευγα σε ό,τι μου ΄λεγες εκείνηνά την ώρα.
Εσκοτείνιασε ο κόσμος και δεν εγρίκουνα πράμα.
-Εγώ σου το είχα λεωμένο ότι κάποια στιγμή θα κουραστεί, μόνο να τση δείξεις τα αισθήματά σου.
-Μα με χίλιους τρόπους τση το είχα λεωμένο απόντα είμαστε ακόμα δεκαπέντε χρονώ κοπέλια. Και όντε εμεγαλώσαμε σε γάμους, σε βαφτίσεις, σε γλέντια πάντα οι μαντινάδες που έλεγα, εκάτεχε πως τσι έλεγα γι’ αυτήν. Και από τον τρόπο που τηνε ξάνοιγα έπρεπε να καταλάβει πως την ήθελα.
-Αυτοί μπορεί να ήτανε οι δικοί σου μισεροί τρόποι που εσύ εθάρριες πως εξέφραζες τα αισθήματά σου, αλλά η Αρετή να ήθελε να τση μιλήσεις αντρίκεια και να τση πεις πώς πραγματικά ένοιωθες.
-Εφοβούμουντηνε να σου πω την αλήθεια γιατί ήτανε πολύ ανεξάρτητη και ακόμη είχε φύγει από το χωριό, επήγε στη χώρα για να σπουδάσει και εσκέφτουμουνε ότι δεν θα νήθελε να μείνει για πάντα στο χωριό.
-Τι θα πει για πάντα; Ποιος μπορεί να βεβαιώσει το πάντα, αφού είναι τόσονά προσωρινό και το μέλλον ευμετάβλητο; Και είδες ούτε και εσύ δεν επόμεινες στο χωριό, μα έφυγες!
Και λες ότι εφοβούσουνε. Δηλαδή εφοβούσουνε την απόρριψη. Ωραία και καλύτερα ήτανε έτσα να μείνεις μια ζωή με την απορία εάν τση μιλούσες πώς θα ήταν το σήμερα;
– Ε ας μου μιλούσε και εκείνη, να μου πει ίντα ένοιωθε.
-Α για κάτσε. Θα σου πω κάτι που χρόνια τώρα δεν σου έχω λεωμένο. Εκεί κοντά πριν να τελειώσει το Λύκειο μιλήσαμε και μου είπε όλα όσα ένοιωθε και εγώ της είπα να σου μιλήσει. Και σου μίλησε.
-Ε ναι, αλλά τότε ήτανε ακόμα μικρή, δεν ήξερα μετά τι ένοιωθε. Με μπέρδευε με την συμπεριφορά της, μια έτσι μια αλλιώς. «Ήταν τρελή; Ήταν άρρωστη; Χαλασμένη απ’ τα βιβλία; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω: πως μ’ έκανε δυστυχισμένο» που λέει και ο Λουντέμης. Και δεν μου ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτά.
-Την ξέρεις πολύ καλά όχι μόνο τώρα μετά από χρόνια, αλλά από τότε, ότι ήτανε πολύ υπερήφανη. Δεν θα καταδεχότανε ποτέ να εκμαιεύσει τα συναισθήματα κάποιου, αφού εσύ δεν της είχες εκφράσει ό, τι ένοιωθες. Δεν έμαθε να επαιτεί και μάλιστα συναισθήματα. Ήθελε το συναίσθημα να βγαίνει πηγαία και όχι βεβιασμένα. Και εσύ τότε αρνήθηκες να της επιβεβαιώσεις ότι την ήθελες.
-Μια φορά είχανε μιλημένα με την αδελφή μου και τσι ΄πε ότι δεν πρόκειται να γυαγίρει στο χωριό, εκτός και εάν βρεθεί κάποιος που πολύ την αγαπά και της το πει όμως. Και εσκέφτουμουνε ότι θα είχε επενδύσει πολλά πράγματα και είχε πολλές προσδοκίες από εμένα και φοβόμουν ίμπα δεν εμπόρουνε να ανταποκριθώ.
-Μου το είχες πει τότε και τη νημέρα σαν σήμερο που σου έφερα το μαύρο μαντάτο ότι εξετέλεψε η παντρειά τζη με τον Ανέστη, ανέ θυμάσαι σου ’πα να πα την πάρεις να φύγετε μακριά και εγώ θα σε βοηθήσω μαζί με τσοι άλλους φίλους μας, μα εσύ εδείλιασες πάλι. Αφού εκάτεχες πως και αυτή σε ήθελε.
-Όι ποτέ δεν θέλα το κάμω ετονά που λες. Συμφώνησε να παντρευτεί έναν άνθρωπο που δεν αγαπούσε για να με τιμωρήσει. Μα έτσα δεν ετιμώρησε και τον ίδιο το εαυτό τση; Όταν ήρθες την πρωτοχρονιά του ΄82 και μου πες ότι εδέχτηκε να παντρευτεί το Στεφανή, έσπασε μέσα μου ό, τι υπήρχε.
– Γιώργη, επαέ ταιριάζει μια μαντινάδα.
«Πείσματα και εγωισμοί
ριμάξαν τση ζωές μας
και δα γυρέμε γιατρικά
να κλείσουν οι πληγές μας».
Μήπως ό,τι ένιωθες δεν ήτανε μεγάλο και αληθινό και απλά βαυκαλιζόσουν ότι ζούσες ένα μεγάλο έρωτα; Ένιωσες ποτέ να καταρρέεις, να μη θες να δεις άνθρωπο, να μην υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σου δώσει ελπίδα και χαρά και κάποιες άλλες φορές να πετάς στα σύννεφα και τίποτα να μην σε φοβίζει ακόμα και ο θάνατος; Ένιωσες το να θες να ζεις μόνο επειδή υπάρχει εκείνη στο κόσμο, να αρνείσαι όλα τα καλά του κόσμου για μια μόνο στιγμή δίπλα της;
-Ναι ένιωσα ωραία συναισθήματα και βίωσα έναν μεγάλο έρωτα, γιατί μετά ποτέ ξανά δεν έζησα κάτι ίδιο.
Και να σου θυμίσω ένα περιστατικό που το γατέχεις. Στο γάμο του Γιάγκου έπιασε στην ομπρός πάντα και εχόρεψε με τον αρραβωνιαστικό τζη τότε και τση πα μια μαντινάδα.
«Πές μου στη ξένη αγκαλιά
ανέ βρήκες ραχάτι,
να πω και γω τση σκέψης μου
ν΄αλλάξει μονοπάτι».
Εσήκωσε το βλέμμα με ξάνοιξε και μου έγνεψε καταφατικά. Ε λοιπόν, αφού επαίρνανε καλά, εγώ δεν είχα στη ζωή της λόγο να υπάρχω.
-Και επέταξες βρε Γιώργη τόσο έρωτα, αγάπη, χαρές, αγωνίες, πίκρες, φόβους, έγνοιες, απογοητεύσεις και τόσα χρόνια, για ένα νεύμα; Και στη συνέχεια ίντα έκαμες, αντί να πενθήσεις για έναν μεγάλο έρωτα -όπως λες- και να επιλέξεις για κάποιο διάστημα τη μοναξιά και την απομόνωση, έμπλεξες με τη Χριστίνα, για να την ξεπεράσεις. Ήρθες ποτέ στη θέση της να καταλάβεις πώς ένοιωθε ή μόνο τις δικές σου ανάγκες έβαζες σε προτεραιότητα; Γατέχεις πόσο με απογοήτευσες τότε σας; Εγώ σε θεωρούσα διαφορετικό από τους άλλους ανθρώπους, που τρέχουν αμέσως μόλις τελειώσει ένας έρωτας, να παρηγορηθούν σε μια άλλη σχέση. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς ένας άνθρωπος ζει με κάποιον και σκέφτεται κάποιον άλλον. Πόσο δυστυχής μπορεί να είναι; Νόμιζα ότι θα περνούσες το στάδιο του πένθους, για να αυτοσυγχωρεθείς, να ελευθερωθείς και να πας παρακάτω.
-Όι η Χριστίνα ήτανε καλή κοπέλα.
-Ε και; Σου την γνωρίσανε και εσύ την πήρες. Τόσο απλά, τόσο χλιαρά. Σε αγάπησε. Εσύ την αγάπησες ποτέ; Αφού μιλούσαμε και ήξερα ότι εσύ ακόμα την Αρετή ήθελες.
Ξέρεις τι πιστεύω; Ότι όλη αυτή η απογοήτευση που ένιωσες ήταν μόνο το απωθημένο του ανεκπλήρωτου και τίποτε άλλο. Και κάθεσαι τώρα και μια ζωή και θρηνείς ένα μεγάλο δήθεν έρωτα. Μάλλον σου αρέσει αυτό. Να λες ότι και εσύ έζησες κάτι μεγάλο. Αυτές είναι Γιώργη, συμπεριφορές εγωκεντρικών ανθρώπων που δεν μπορούν να αγαπήσουν αληθινά, γιατί κοιτάζουν τις δικές τους ανάγκες. Εάν δεν διαλυθείς, δεν μπορείς να λες ότι αγάπησες. Και τα εμπόδια για ένα άνθρωπο που αγαπά πραγματικά είναι ανύπαρκτα. Ούτε ο κόσμος, ούτε τα πρέπει μπορούν να μπουν μπροστά, αλλιώς είναι δικαιολογίες.
Είδες, ακούς το συγκεκριμένο τραγούδι και λες ότι σε εκφράζει.
-Οι, αθρώποι Ιφιγένεια που δεν εκτιμούν τα συναισθήματά μας, δεν αξίζουν να είναι δίπλα μας.
-Τα εκφρασμένα όμως συναισθήματα, όχι τα υποτιθέμενα. Όλα αυτά τα έχομε πει και ξαναπεί. Εγώ εδά θέλω να σε ρωτήσω. Αφού επομείνατε αμονοχοί και οι δυο σας, εσκέφτηκες ποτέ να τση μιλήσεις αφού λες, ότι ακόμα νιώθεις αισθήματα γι αυτήν;
-Το σκέφτηκα πολλές φορές, αλλά ξέρεις όλα αυτά τα χρόνια πριν να παντρευτεί γιατί δεν άφησα ελεύθερη τη σκέψη μου να φύγει από τον σεβντά τζη που έγινε θάλασσα και με έπνιγε;
-Γιάιντα;
-Γιατί ήξερα ότι ένοιωθε όπως ένοιωθα και εγώ και ήτανε πιστή σε αυτά τα αισθήματα, αφού όμως πέταξε όλα αυτά που ένοιωθε και με πρόδωσε με κάποιον άλλο, θα το ξανάκανε, δεν μπορούσα πια να τση ’χω εμπιστοσύνη. Και πες πως και να το ξεπερνούσα αυτό το θέμα πράμα μάλλον απίθανο, είχε πει κάπου, ότι δεν δεσμεύεται πια για κανέναν, θέλει να είναι αμοναχή της και ελεύθερη. Εκτός λέει κι αν βρεθεί κάποιος μάγκας που να την κάνει να θέλει να χάσει την ελευθερία της, όπως είπε πολύ δύσκολο, γιατί δεν υπάρχουν σήμερα τέτοιοι άνδρες. Οπότε και εγώ δεν μπορώ να κάνω πράμα.
-Ευτυχώς Γιώργη που έχεις το γνώθι σ’ αυτόν.
Ιφιγένεια Μανουρά
[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι του Βρεττανού χαράκτη και σχεδιαστή Charles Grignion (1721-1810), «Αγάπη στο χωριό», χαλκογραφία και χάραξη, 1791.]
Ιφιγένεια Μανουρά