Χρόνος ανάγνωσης περίπου:28 λεπτά

Ένα ταξίδι φως | της Ζωής Δικταίου

«Ποιο μπορεί να είναι το όνομα μου;» ρώτησε η γυναίκα και το αγόρι με το φεγγαρένιο πρόσωπο και τα μικρά σκιστά βλέφαρα, κοιτάζοντας την καταμεσής στα μάτια, της χαμογέλασε πλατιά μα και αινιγματικά.

«Λοιπόν; ποιο μπορεί να είναι το όνομα μου, Γιάννη» ξαναρώτησε η γυναίκα κρατώντας μέσα στα χέρια της τα δικά του και ένα χάρτινο καράβι που είχε φτιάξει από παλιά εφημερίδα λίγα μόλις λεπτά πιο πριν. Το δικό του όνομα, το είπε έτσι, στην τύχη και πέτυχε. Είχε προσέξει που της έστελνε κλεφτές ματιές.

Το παιδί έριξε ένα βλέμμα στα μακριά της δάχτυλα με φανερή περιέργεια, μα δεν της αποκρίθηκε. Κόλλησε τη μύτη του στο φινιστρίνι και θαύμαζε την ολόλευκη ρότα που άφηνε πίσω του το πλοίο. Ένας γλάρος χαμήλωσε το πέταγμα του πάνω από τα μαζεμένα καραβόσκοινα στο κατάστρωμα και μετά δίχως φόβο, με μια πιο γρήγορη κίνηση των φτερών προσγειώθηκε σχεδόν στα χέρια ενός λοστρόμου για να αρπάξει λαίμαργα μια φέτα μουσκεμένο ψωμί.

«Γιάννη, σ’ αρέσει η θάλασσα;» ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Ναι», της έδωσε να καταλάβει με την κίνηση του κεφαλιού του.

«Έχεις δει ποτέ Γοργόνα να χτενίζεται κάτω απ’ το ασήμι του φεγγαριού;», συνέχισε με καινούρια ερώτηση.

Ο Γιάννης έδειξε ένα σημείο αόριστα κάπου μακριά στο πέλαγος σαν να ήθελε να πει «να εκεί» και η γυναίκα συμφώνησε πως, «ναι εκεί, φυσικά εκεί που τα κύματα χορεύουν βαλς δυο – δυο, εκεί είναι η Γοργόνα».

«Χορεύουν τα κύματα;» απόρησε το παιδί κουνώντας το κεφάλι του πέρα -δώθε.

«Φυσικά και χορεύουν, έτσι αποκτά μεγαλύτερο νόημα η θάλασσα και ακόμη, έτσι καταφέρνει να πηγαίνει παντού, πιο μακριά απ’ το μακριά και πιο πέρα απ’ το πέρα, παραπέρα, παραπέρα, να γνωρίσει τον αέρα πέρα από το παραπέρα…», απάντησε γελώντας.

«Πα – ρα – πέ – ρα», επανέλαβε συλλαβίζοντας το παιδί κι έδειχνε χαρούμενο, αλλά και προσηλωμένο κάπου μακριά, θαρρείς και παρακολουθούσε τη γέννηση ενός θαύματος που εκείνη δεν μπορούσε να δει αλλά καταλάβαινε, από διαίσθηση και δεν το αμφισβητούσε, όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλά γιατί πίστευε στη δύναμη, τη μαγεία και την άλλη όραση της αθωότητας.

Σίγουρα δεν έβλεπε τη Γοργόνα, μάθαινε όμως απ’ την αρχή τον ήχο που έχει μια φεγγαροαχτίδα στο μοναχικό της ταξίδι μέχρι να φτάσει να χαθεί στα νερά και τα χρώματα της φαντασίας. Παρατηρώντας τα κύματα, τη μακρινή ευθεία του ορίζοντα και το φεγγάρι, δίπλα σ’ ένα τόσο ιδιαίτερο και διαφορετικό αγόρι άνοιγε ένα άλλο αλφαβητάρι, αυτό της ψυχής.

«Ειδικές ανάγκες ή ειδικά ψυχικά χαρίσματα», αναρωτήθηκε μέσα της και εκατοντάδες εικόνες με παιδιά τυπικής ανάπτυξης που γνώριζε πέρασαν από το νου της αστραπιαία, σε μια γρήγορη προσπάθεια να εντοπίσει ομοιότητες και διαφορές. Κοίταξε το αγόρι στα μάτια. Ένα καθαρό βλέμμα γεμάτο καλοσύνη. «Όλα είναι το ίδιο παιδιά», είπε από μέσα της.

«Οπωσδήποτε έχει δικό του τρόπο επικοινωνίας και ίσως πολλά να μπορεί να τα εκφράσει αλλιώς, αν του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία και το χαμόγελο του τόσο οικείο, τόσο ζεστό», συλλογίστηκε.

Κοίταξε άλλη μια φορά το σημείο που της είχε νωρίτερα δείξει. Παντού θάλασσα.

«Μπορείς να δεις με τα άλλα σου μάτια», της πρότεινε το παιδί και τα μάτια της γέμισαν αλμύρα κι ύστερα θόλωσαν, όπως το τζάμι στο φινιστρίνι από την ανάσα τους.

Το παιδί τραγουδούσε, κάτι δικά του λόγια, όμορφα. Με όχημα τη φωνή του, επέστρεφε στη δική της παιδική ηλικία και συγκινήθηκε ακόμη πιο πολύ. Θυμήθηκε την Αννούλα, τη συμμαθήτρια της στο Δημοτικό, που κι αυτό τελικά δεν είχε καταφέρει να το τελειώσει, γιατί ήταν…

Δεν ήθελε να φέρει πολλά πράγματα στη θύμηση της για εκείνο το κορίτσι με τη διαφορετική σκέψη και το «λίγο μυαλό», όπως έλεγαν στη γειτονιά. Κάτι την πλήγωνε, κάτι από το βλέμμα της Αννούλας, που χανόταν ατελείωτες στιγμές πότε σε λέξεις και πότε σε αριθμούς στο μαυροπίνακα και μετά έκλαιγε κι όταν τη ρωτούσε η δασκάλα «γιατί κλαις, πάλι αδιάβαστη ;» έλεγε απολογητικά πως είχε μπει «κιλωμία», ναι «κιλωμία», στα μάτια της και θύμωνε η κυρία Ελευθερία και της έβαζε τιμωρία : «να γράψεις εκατό φορές σωστά, τη λέξη κιμωλία» και μετά φώναζε αγριεμένη, «κάθισε κάτω ηλίθιο πλάσμα, δεν θα ασχολούμαι μ’ εσένα όλη την ώρα» και η Αννούλα τρόμαζε κι έκλαιγε βουβά, μα πιο σπαραχτικά σίγουρα.

Σε λίγο, λαμπερά και μεγάλα κρέμονταν στα ματοτσίνορα τα δάκρυα της. Κάποτε είχε γράψει εκείνη τη μισή τιμωρία για την Αννούλα, μια λέξη η μια, μια η άλλη, μέχρι που γέμισαν πέντε σελίδες γιατί η λέξη ήταν μεγάλη «Πατριδογνωσία» και όχι «Παρτιγνωσοδία», εκατό φορές με μικρά γράμματα και άλλες εκατό με κεφαλαία.

Παρά τη φόρτιση της χαμογελούσε, χαμογελούσε στο παιδί με ευγνωμοσύνη.

Ο Γιάννης την κοιτούσε χαρούμενος και με θαυμασμό, θα μπορούσε να πει κανείς. Ύστερα την άγγιξε τρυφερά στο κεφάλι χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Έχεις χελιδόνια στα μαλλιά σου», της έλεγε και γελούσε, γελούσε με τον τρόπο του, όπως και η συμμαθήτρια της τότε όταν έπαιζαν τυφλόμυγα, ένα γέλιο ολόιδιο, ο Γιάννης ευτυχισμένος.

«Πατρίδα της χαράς, είναι η καρδιά μας, εκεί το γέλιο και το δάκρυ πάνε μαζί, αγκαλιασμένα» έσκυψε και του ψιθύρισε στο αυτί.

Κούνησε το κεφάλι του μια αριστερά και μια δεξιά. Έξυσε το πτερύγιο στο αυτί του, ίσως με μια ήπια ενόχληση από τη φωνή ή την ανάσα της και στο τέλος «ναι» της είπε κοφτά δίχως να προσθέσει τίποτα άλλο.

«Ξέρεις τι είναι πατρίδα;» το ρώτησε αλλά από κάποια απόσταση, δεν ήθελε να το ενοχλήσει ξανά.

«Ναι, ξέρω, παα, πατρίδα είναι η Ελ, Ελλάδα», απάντησε και ακούστηκαν κάπως σπασμένες οι λέξεις κι ύστερα από λίγο «και η καρδιά, είναι πααα, παρτ, πατρ και μετά όλη τη λέξη μαζί σωστά, πατρίδα» συμπλήρωσε, δείχνοντας αριστερά στο στήθος του.

Ένα άστρο έγραψε μια μεγάλη τροχιά στον ουρανό και μετά καταποντίστηκε στα βάθη της θάλασσας πέρα μακριά.

«Θάλασσα!», είπε το παιδί δυνατά και καθαρά. Όλα τα μαργαριτάρια κρεμάστηκαν στη δική του θάλασσα, έτσι όπως εκείνο την πρόφερε κι έφεγγαν, «να βλέπει η Γοργόνα να χτενίζεται…»

Το παιδί πλησίασε πιο κοντά ξεθαρρεύοντας, άνοιξε τα χέρια της και έγειρε στην αγκαλιά της. Τώρα παρατηρούσαν όσα έξω από το φινιστρίνι στη μαγεία της νύχτας είχαν αρχίσει τρελό χορό, πότε στο νερό και πότε στη φαντασία. Αγκαλιασμένοι σφιχτά, θαρρείς και τους ένωσε ξαφνικά με οικειότητα μια άλλη μνήμη πιο παλιά, σαν να γνωρίζονταν από χρόνια, έτσι κοιτάχτηκαν ξανά και ξανά πολλές φορές.

«Βλέπεις, εκεί στον αφρό; Είναι μια κοπέλα!» σχολίασε το παιδί.

Το βλέμμα του ζωήρεψε πιο πολύ. Τα σκιστά του μάτια γέμισαν περιέργεια. Κόλλησε τη μύτη του πιο κοντά στο τζάμι.

«Εκεί μακριά είναι η μυστική νερένια πολιτεία. Εκεί όλα είναι θαύματα και όλα είναι αλλιώτικα. Εκεί μόνο, οι αχτίδες του φεγγαριού όταν φτάσουν, γίνονται χορδές πάνω σε κοραλλένιες λύρες και παίζει μουσική η Αγάπη. Η Αγάπη, θα μείνει πάντα λυχναράκι αναμμένο να σου φέγγει, όταν θα σκοντάφτεις αλλού και στην άβυσσο, μα όχι εδώ, εδώ στη νερένια πολιτεία δε σκοντάφτει ποτέ κανείς, εδώ και στη φαντασία. Όμορφο που είναι το νερό… στο φεγγαρόφωτο! Κάθε νύχτα γεννιέται ένα καινούριο τραγούδι και στο ξημέρωμα όταν ανθίζουν οι κήποι του βυθού, χιλιάδες ευχές ανεβαίνουν στον αφρό και τρέχουν ν’ ανταμώσουν και να γνωρίσουν τις ακτές. Αν δεν βρουν κάποιον να τρυπώσουν στη σκέψη του, γίνονται αλάτι στα βράχια και περιμένουν εκεί υπομονετικά να σκύψει και να τις προσέξει κάποιος άλλος περαστικός. Στην αρχαία Ελλάδα το αλάτι, ήταν το σύμβολο της φιλίας, της αλληλεγγύης και της αθανασίας. Και μην ξεχάσεις πως πάνω στο αλάτι γράφεις μια και μόνη φορά στο πέρασμα σου σ’ αγαπώ », έλεγε η γυναίκα, χωρίς να είναι σίγουρη για το αν και τι καταλάβαινε το παιδί.

«Η θάλασσα σκέφτεται τον ουρανό;» τη διέκοψε με απορία, αλλά μαγεμένος ο Γιάννης και ξανακοίταξε με περισσότερο ενδιαφέρον πιο μακριά, απ’ το μακριά και πιο πέρα απ’ το πέρα, παραπέρα, παραπέρα…

Πέρασε απ’ το νου της το βουητό του κόσμου, αυτό που έπνιγε τις αδύναμες φωνές και σιωπούσαν, αυτό που κατάφερνε να στριμώχνει ψυχές στο περιθώριο κι ύστερα, σαν να είχε φτάσει η δική της στιγμή να αντιδράσει, ετοιμάστηκε να φτιάξει μια όμορφη ιστορία για το χατίρι αυτού του παιδιού. Δεν ήξερε ούτε πως ν’ αρχίσει, ούτε και που θα τέλειωνε το ταξίδι στη φαντασία, τίποτα και δεν είχε ακούσει ποτέ ιστορίες για νερένιες πολιτείες από τη γιαγιά της που ήξερε να την ταξιδεύει με τις διηγήσεις της παντού.

Τούτη η πόλη γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό της κι έπρεπε να τη χτίσει νερό – νερό, σταγόνα – σταγόνα, με κύμα και φως, ή με δάκρυ και γέλιο αν θα ήταν απαραίτητο.

Άκουσε πιο προσεκτικά τις μυστικές φωνές μέσα της κι ακόμη πιο καθαρό τον ήχο της αθωότητας στην καρδιά του παιδιού. Ύστερα, αποφασισμένη να μοιραστεί ένα όνειρο μαζί του, το έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά της και άρχισε να του διηγείται.

«Είναι η νερένια πολιτεία, μια απέραντα μεγάλη και ωραία πόλη, αυτή που αρχίζει στη θάλασσα και τελειώνει κάπου στον ουρανό», έλεγε και «γι’ αυτό νομίζουμε πως η θάλασσα σκέφτεται τον ουρανό», τη διευκόλυνε ο Γιάννης προσθέτοντας τη σκέψη του καθαρή.

«Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησε και πείραξε ένα τσουλούφι μπούκλες που πετούσαν στο μέτωπο του.

«Την βλέπω», είπε απλά το αγόρι και φύσηξε στραβώνοντας αστεία το στόμα του, το ίδιο τσουλούφι.

Γέλασαν και οι δυο, μετά από μια παύση που είχε προηγηθεί.

«Όπως βλέπεις, η νερένια πολιτεία, είναι φτιαγμένη από όλα τα μπλε, πολλά μπλε και όλα τους δεν είναι τίποτα άλλο από χρωματισμένο νερό, αυτό που το βάφουν οι άγγελοι όταν ζωγραφίζουν μέσα του, την καλοσύνη και τη χαρά και τη συγκίνηση και το γέλιο των παιδιών. Αυτή η πόλη είναι βυθισμένη στη σιωπή. Πρέπει να την πιστεύεις με την καρδιά και με το νου, για να μάθεις τα κρυμμένα και τα μυστικά της. Καμιά φορά, στους αγαπημένους λύνει τη σιωπή της. Τότε η σιωπή γίνεται καρδιοχτύπι, χαρούμενες φωνές και φως. Τότε, τίποτα δεν μπορεί να χωρίσει τον ουρανό από τη θάλασσα, μα ούτε και τους αγαπημένους».

Εκεί σταμάτησε για λίγο. Ήθελε να βεβαιωθεί πως καταλάβαινε το παιδί. Ερευνητικά έψαχνε κάτι στο βλέμμα του, μιαν απόδειξη, ένα σημάδι, κάτι.

Οι ματιές τους συναντήθηκαν και ξανασυναντήθηκαν με νόημα. Είναι κάποιες στιγμές που τα μάτια λένε πολλά περισσότερα από τα χείλη. Μάτια πέλαγα και μέσα τους τα φώτα της νερένιας πολιτείας, ακοίμητοι φρουροί για να φέγγουν και να ταξιδεύουν τα όνειρα, ακόμη κι εκείνα που ξέχασαν να σηκώσουν τα λευκά πανιά.

«Κάποτε, θα σε ταξιδέψω μακριά», υποσχέθηκε το αγόρι.

«Πόσο μακριά θα με ταξιδέψεις καπετάνιε;» ρώτησε η γυναίκα.

«Μακριά και κοντά δηλαδή, από τη νερένια πολιτεία, στην καρδιά μου και θα σου ζωγραφίσω την αγάπη. Αύριο όμως… » συνέχισε τις υποσχέσεις.

Σχεδόν ταυτόχρονα έδειξαν κάτι λαμπερό μακριά που αναβόσβηνε.

«Κοίτα, κοίτα!»

«Είναι ο φάρος, εκείνης της πολιτείας» το διαβεβαίωσε.

Υπάρχουν κάποιες στιγμές μοναδικές, αυτές που σου χαρίζει η ζωή και σε ξαφνιάζει συνήθως σε τυχαίες συναντήσεις. Ξέρεις με σιγουριά πως διαφέρουν από όλες τις άλλες. Δεν θα συμβεί πολλές φορές, οπωσδήποτε όχι πολύ συχνά, μα όταν τις ζεις, το αισθάνεσαι μέχρι τη φλούδα της ψυχής, το καταλαβαίνεις αμέσως στο βλέμμα και στο άγγιγμα εκείνου που τις μοιράζεσαι. Είναι βαθύ, τρυφερό, οικείο, γεμάτο αγάπη και αποδοχή. Παιδιά σαν το Γιάννη σε κοιτάζουν κατευθείαν στα μάτια, το επιδιώκουν με τέχνη και καλοσύνη κι ας μην το ξέρουν. Βγαίνει αβίαστα από μέσα τους, έτσι όπως αναπνέουν. Το χαμόγελο τους αλλιώτικα όμορφο, από εκείνα που δεν θες να σβήσουν ποτέ, γιατί σου θυμίζουν κάτι απλό και μεγάλο ταυτόχρονα, κάτι γνώριμο που έχεις ανάγκη να θυμάσαι, αυτό το κάτι από την παλιά σου ταυτότητα. Ξέρεις καλά πως αυτά τα παιδιά, είναι τόσο ξεχωριστά που δεν θα σε πονέσουν για κανέναν λόγο επειδή θα το σχεδιάσουν.

Ο Γιάννης συνέχιζε να κοιτάζει μακριά, εκεί που χωρούν όλοι και όλα, εκεί που οι τοίχοι της πολιτείας ήταν χτισμένοι και από λέξεις, λέξεις πολλές μικρές και μεγάλες και μεγαλύτερες, που φτιάχνουν ιστορίες, εκεί που υπήρχαν και γέφυρες πολλές κι ήταν στρωμένες με τραγούδια και όνειρα.

Έξω απ’ το φινιστρίνι κάποιες σκιές πήγαν κι ήρθαν κοιτάζοντας προς τα μέσα. Έτριψε τα χέρια του κάπως αμήχανα το παιδί κι ύστερα σαν όλη του η ζωή να είχε μαζευτεί στα μάτια εκείνης της γυναίκας κρεμάστηκε απ’ αυτά και περίμενε σιγοτραγουδώντας κάτι δικό του, κάποιος άλλος θα του το είχε μάθει, πάντως αργά – αργά στην αρχή κι έπειτα μ’ ένα τόνο θριαμβευτικό στη φωνή του:

«Φεγγάρι που μαγεύτηκε στα κύματα
και η αγάπη έχει απόψε ουρανό
καράβια φέγγουν,
γράφει η νύχτα με συνθήματα
για ένα φιλί, σε θέλω και σε τυραννώ!»

Φάνηκε πάλι πλατύγυρο κι ασημένιο το φεγγάρι και ξύπνησε τη λαχτάρα της ν’ ανακαλύψει το κρυμμένο φως στην ψυχή του αγοριού.

«Είμαι ευτυχισμένη που είμαστε απόψε μαζί», του είπε «μαζί σου γίνομαι και η ίδια παιδί, σαν εσένα».

«Ναι», ακούστηκε κατηγορηματικά και δεν είχε λόγο να διαφωνήσει.

«Γιάννη, περίμενε εδώ», του ζήτησε «θα γυρίσω πολύ γρήγορα, αμέσως, έρχομαι, μην φύγεις ».

Στην επιστροφή της, έφερε δυο λεμονάδες σε δυο ψηλά κολονάτα στολισμένα ποτήρια. Έδειχνε πως είχε μαντέψει τις σκέψεις της. Ύψωσε το ποτήρι του και φώναξε δυνατά: «για την αγάπη!».

«Και για τη νερένια πολιτεία», συμπλήρωσε εκείνη η παράξενη γυναίκα με τα λεπτά μακριά χέρια και δάχτυλα και τα γυαλιά σε σχήμα πεταλούδας.

Από το διπλανό τραπέζι γύρισαν και κοίταξαν κάπως περίεργα. Μια κλεφτή ματιά αδιακρισίας. Μπορεί και να έδειχναν ενοχλημένοι. Ξαναθυμήθηκε την Αννούλα, όταν την έδιωχναν από παντού… γιατί δεν ταίριαζε πουθενά…

«Πόσο δύσκολη μπορεί να γίνει η ζωή σου, όταν είσαι διαφορετικός», συλλογίστηκε με πραγματική οδύνη.

Μόνον ένας πολύ ηλικιωμένος γέροντας τους παρατηρούσε ατάραχος, χαϊδεύοντας τ’ άσπρα του γένια.

Ο μικρός ζήτησε να μάθει τη συνέχεια της ιστορίας που είχαν αφήσει στο φάρο. Έγειρε πιο τρυφερά στο στήθος της.

«Ας πάμε λοιπόν, ένα ταξίδι φως» είπε η γυναίκα με τον ίδιο θριαμβευτικό τόνο που είχε χρωματίσει το τραγούδι του, το παιδί.

«Κάποτε, τότε πίσω απ’ τον καιρό, μαζεύτηκαν όλες οι Γοργόνες απ’ όλα τα πέλαγα μια νύχτα με πανσέληνο, όπως αυτή τη νύχτα έτσι και τότε, σεργιάνισαν τα κύματα τους από χορό σε χορό, από γιαλό σε γιαλό κι από νησί σε νησί, ψάχνοντας να βρουν τον ωραιότερο θαλασσόκοσμο, εκεί που το αλάτι φέγγει για να βρίσκει βυθό η μαγεία της Αγάπης και αφρό η καλοσύνη, εκεί που τα βράχια της ακτής περιμένουν τους αέρηδες να φέρουν τις ευχές. Γύρεψαν όλες τις θάλασσες του κόσμου κι όλες τις στεριές. Άλλοτε τα κύματα θέριευαν και γίνονταν ψηλά σαν τα βουνά κι άλλοτε μέρευαν και χαμήλωναν κι ήταν γεμάτα ολόλευκες φυσαλίδες, μυρωδιές και τραγούδια. Μετά από πολλές μέρες και νύχτες, ψάχνοντας έφτασαν σε τούτο το πέλαγος, ύστερα από μακρινό και δύσκολο ταξίδι».

«Το λένε, Κρητικόν Πέλαγος» είπε ο Γιάννης ξαφνιάζοντας την, ακόμα μια φορά, «Κρητικόν Πέλαγος» επανέλαβε και τόνιζε το ν, σαν από μόνο του αυτό το ν, να πρόσθετε περισσότερο κύρος και αλμυρό νερό στο πέλαγος.

«Μπράβο σου καπετάνιε» τον επαίνεσε, «μπράβο , είσαι τρομερός και φοβερός».

«Φοβερός! Καπετάνιος φοβερός!» επανέλαβε το παιδί, το τρομερός το παρέλειψε και ισιώνοντας την πλάτη του από περηφάνια χειροκρότησε για τον εαυτό του ενθουσιασμένο.

«Και τώρα, πώς να πάμε παρακάτω, τι λέμε στη συνέχεια;» αναρωτήθηκε η γυναίκα κι έψαχνε στα συρτάρια του μυαλού της μικρές σιωπηλές λέξεις από τις πιο γλυκές, αυτές που όταν τις λες πλημμυρίζει η σκέψη σου ροδοζάχαρη.

Το αγόρι την έβγαλε και πάλι από τη δύσκολη θέση.

«Όταν τα κύματα ήρθαν εδώ κατάλαβαν πως μικρά και μεγάλα ήταν όλα ίδια, με την ίδια ουσία, αναγνώρισαν πως έμοιαζαν και οι Γοργόνες ήταν όλες τους όπως όλες οι μανούλες», είπε με σιγουριά.

«Έτσι…» συνέχισε εκείνη «άρχισαν να χτίζουν τη νερένια πολιτεία και ορκίστηκαν στο φως και στο αλάτι να μην την εγκαταλείψουν «ποτέ των ποτών» όπως συνήθιζε να λέει η Αννούλα. Ήθελαν να μείνουν παντοτινά μαζί. Εκεί κάτω, στο βυθό, πιο κοντά και σε μια άλλη ουσία στην ψίχα της γης, άνοιξαν σπηλιές, φύτεψαν κοραλλένιους κήπους με μυστικά περάσματα και ασημένια ποτάμια και σκόρπισαν τόσο φώσφορο που έφτασε στο Βόσπορο!

Μ’ αυτό το τελευταίο κόντεψε να πνιγεί μοναχή της από το γέλιο. Πάλι η Αννούλα ήρθε στο νου της. Είχε γίνει πυρ και μανία η κυρία Ελευθερία ένα πρωί, πρώτη ώρα στην αίθουσα κι έλεγε για παράδειγμα στο μάθημα, πως τα σπίρτα ανάβουν γιατί έχουν φώσφορο και η Αννούλα επαναλάμβανε μετά από εκείνη, Βόσπορο. Φώσφορο η κυρία Ελευθερία, Βόσπορο η Αννούλα και ξανά από την αρχή, φώσφορο η μια, Βόσπορο η άλλη, ώσπου μπερδεύτηκε η δασκάλα, σηκώθηκε και έγραψε στον πίνακα με κεφαλαία γράμματα τη φράση: «ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ ΑΝΑΒΟΥΝ ΓΙΑΤΙ ΕΧΟΥΝ ΒΟΣΠΟΡΟ» και από κάτω με μικρά, «τα σπίρτα ανάβουν γιατί έχουν βόσπορο». Γελούσε όλη η τάξη. Η δασκάλα συγχυσμένη στον κόσμο της. «Κατάλαβες Αννούλα;» τη ρώτησε και πριν προλάβει να αναγγείλει την τιμωρία, «να γράψεις χίλιες φορές με μικρά και χίλιες με κεφαλαία, τα σπίρτα ανάβουν γιατί έχουν… φώσφορο!», την αποστόμωσε παρακαλώ. Τραύλιζε η κυρία Ελευθερία, ντροπιάστηκε από το πάθημα και μπέρδευε τα λόγια από τα νεύρα της.

«Τις νύχτες», συνέχισε την ιστορία «όταν χαμήλωνε ο ουρανός, η νερένια πολιτεία γέμιζε φεγγαρόσκονη και θαύματα. Τότε ουρανός και θάλασσα έσμιγαν, σ’ ένα ατέλειωτο μπλε και γίνονταν ένα. Τ’ αστέρια ξεχνιόταν πότε στα βράχια και πότε στα κύματα και ταξίδευαν ακολουθώντας άλλοτε τις ρότες των καραβιών και άλλοτε τις καρδιές των ανθρώπων. Τα φεγγάρια μιλούσαν και τραγουδούσαν για την αγάπη κι επειδή τα φεγγάρια τα βλέπουν όλα ασημένια, το τραγούδι τους …»

«Το ξέρω, το ξέρω» φώναξε ο Γιάννης, «σου το τραγούδησα πριν».

«Θα ήθελα να το ακούσω ξανά, αν δεν σε πειράζει», παρακάλεσε.

Και το παιδί:

«Φεγγάρι που μαγεύτηκε στα κύματα
και η αγάπη έχει απόψε ουρανό
καράβια φέγγουν,
γράφει η νύχτα με συνθήματα
για ένα φιλί, σε θέλω και σε τυραννώ!
Η καρδιά του ασημένια
φωτίζει με πάθος, φεγγάρι παιδί
η αγάπη στα δίχτυα κλωστή μεταξένια
και χρυσό της χαράς το κλειδί».

«Τι ωραίο! Ποιος σου το έμαθε;» Θαύμασε και απόρησε μαζί.

«Ο παππούς», μου το έμαθε, απάντησε και «θέλεις να σου το ξανατραγουδήσω;» τη ρώτησε. Δυσκολεύτηκε μ’ εκείνο το «ξανατραγουδήσω» και χωρίς να περιμένει απάντηση ξανάρχισε πιο ζωηρά, πιο δυνατά, πιο καθαρά:

«Φεγγάρι που μαγεύτηκε στα κύματα

και η αγάπη έχει απόψε ουρανό… »

Και μετά από σκέψη… «θέλεις να σου το μάθω;»

Και της το έμαθε. Κι όλο αγκαλιάζονταν σφιχτά, κι όλο χειροκροτούσαν πότε για τα κύματα, πότε για τη Γοργόνα, πότε για το φεγγάρι, πότε για τα πλοία και γέμισε ασήμι κι αλάτι το φινιστρίνι και κάποιες στάλες πετάχτηκαν στα γένια του γέροντα, που το ίδιο ατάραχος συνέχιζε να παρακολουθεί την παράσταση τους. Όλοι οι άλλοι, είχαν αλλάξει θέσεις νωρίς και μάλλον από ενόχληση είχαν αποχωρήσει.

Κοιτάχτηκαν με θαυμασμό. Είχαν ανακαλύψει ο καθένας το μυστικό βυθό της καρδιάς του άλλου, εκεί που η καλοσύνη κάνει κύκλους και φέρνει τα καλύτερα από τα καλά κρυμμένα στο φως.

«Είμαστε γεννημένοι για να γνωρίσουμε τη νερένια πολιτεία, νομίζω. Αύριο… οι ευχές και τα όνειρά μας, με κάποιο κύμα θα φτάσουν εκεί και θα σμίξουν με χιλιάδες άλλα. Θα γίνουν παράθυρα στην αγάπη και στο φως και θα έχουν γαλάζιες γιρλάντες. Αύριο…» και συνέχιζε να μιλάει η γυναίκα. «Κάποτε, ένα δάκρυ κύλησε σ’ ένα ροζ μαγουλάκι κι ύστερα έπεσε αθόρυβα στη θάλασσα. Το κοριτσάκι ευχήθηκε να γίνει μαργαριτάρι, να ταξιδέψει σ’ όλους τους ωκεανούς κι ύστερα να επιστρέψει και να του χαρίσει ένα μωβ συννεφάκι στην ευτυχία. Αγαπούσε το μωβ. Και ταξίδεψε το δάκρυ, πότε με το ένα και πότε με τ’ άλλο κύμα, ώσπου γνώρισε όλο τον κόσμο κι όταν πέρασε από τη νερένια πολιτεία καρφίτσωσε την ευχή σ’ ένα μαύρο κοράλλι, σ’ ένα γιούσουρι. Μετά γύρισε πίσω ψάχνοντας για το κοριτσάκι που είχε πια μεγαλώσει».

«Και τι έγινε τότε;» ρώτησε το αγόρι.

«Τότε ο αγαπημένος της, σ’ εκείνη την έρημη ακτή με τ’ αρμυρίκια, της χάρισε ένα δαχτυλίδι και μια ευχή και της ζήτησε να μοιραστούν τη ζωή και τα όνειρα και το μαργαριτάρι έλαμπε πάνω στο χέρι της, όπως τότε το δάκρυ».

«Μα γιατί τότε έκλαψε;» απόρησε.

«Γιατί πρώτη φορά, συνάντησε τη λύπη. Το χρώμα της λύπης είναι πένθιμο. Το καταλάβαινε στο τελευταίο μαύρο ρούχο που είχε δει να φορά η γιαγιά της και στα κλειστά παραθυρόφυλλα του σπιτιού της. Αγαπούσε τη γιαγιά της. Η ευχή έγινε γιατί έβλεπε με την καρδιά της. Οι ευχές και τα θαύματα είναι σε όλες τις καρδιές.

«Ήταν θαύμα;» τη ρώτησε.

«Ήταν θαύμα» είπε η γυναίκα «μια χούφτα αλάτι, στο φως του φεγγαριού φώτισε την ψυχή της κοπέλας τότε, πίσω απ’ τον καιρό και τώρα έρχεται ξανά για να ανθίσει ένα καινούργιο παραμύθι και να μεταμορφώσει το δικό μας κόσμο…» χαμήλωνε όλο και πιο πολύ τον τόνο της φωνής της.

«Εγώ!» τόνισε με ύφος το παιδί «πηγαίνω την ευχή μου στον ήλιο, με τα μαγικά μου φτερά. Μετά βλέπω όλα τα παιδιά και όλους τους ανθρώπους να χαμογελούν. Τα παιδιά φορούν τον ήλιο στα μαλλιά και γίνονται κυβερνήτες».

«Κυβερνήτες;» έκανε ξαφνιασμένη και άγγιξε τα μαλλιά της.

«Στη χώρα της φαντασίας», της διευκρίνισε.

Σκέφτηκε εκείνη τη μακρινή χώρα της φαντασίας και τους κυβερνήτες της. Μια δυνατή λάμψη πέρασε απ’ τα μάτια της. Γέλασε.

«Αστράφτει, κοίτα!» είπε το αγόρι και της έδειξε προς το μέρος του ορίζοντα που άστραφτε.

Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ μα δε νύσταζαν. Ένιωθαν την αγάπη.

«Όταν ξεχειλίζει στις καρδιές τα μάτια διώχνουν τον ύπνο», έλεγε η γιαγιά της η Γαρυφαλλίτσα. Όταν η αγάπη μας καταδέχεται δεν υπάρχουν λόγια να την περιγράψουμε. Τότε λάμπει ένα ποτάμι που τρέχει από τον ουρανό στη γη.

«Εγώ!» ξανά το αγόρι, «θα πάω στη νερένια πολιτεία, θέλω ν’ αφήσω τον ήλιο της ευχής μου εκεί. Αυτό τον ήλιο που φορώ στα μαλλιά μου, όπως όλα τα παιδιά. Με πιστεύεις;» γύρεψε απάντηση το παιδί.

«Πιστεύω στα παιδιά και τα θαύματα. Εσύ τα έχεις και τα δύο» του απάντησε.

Καμιά φορά η σιωπή, γίνεται από μόνη της ένα σπουδαίο, ένα μεγάλο ταξίδι. Κράτησε πολύ ανάμεσά τους η σιωπή. Όσο μια φευγαλέα αιωνιότητα. Διάβασαν στα μάτια λόγια απλά, της αθωότητας κι άκουσαν τα φτερουγίσματα των αγγέλων που κατέβαιναν και ξανακατέβαιναν στη γη ακούραστοι. Με τις σκέψεις τους να καλπάζουν, είχαν φτάσει στη νερένια πολιτεία. Με μια κατάδυση στο μπλε άκουσαν το μουρμουρητό και τα μυστικά της πανάρχαιας μνήμης του νερού. Το νερό όλα τα ξέρει. Ξεδίπλωσαν τα όνειρα και τις ευχές κι ο βυθός ντύθηκε καινούργιες μελωδίες και άλλα θαύματα. Δυο πρόσωπα διαφορετικά που όμως έγραφαν με όση δύναμη είχαν στην ψυχή, ξανά ιστορίες για την αγάπη.

«Αύριο Γιάννη, αύριο…», ψιθυρίζοντας η γυναίκα «η θάλασσα θα έχει ξεχάσει τη ρότα του πλοίου, τούτη η ολόλευκη θαλασσογραμμή θα έχει σβήσει μα τα όνειρα μας, τα δικά σου και τα δικά μου, θα ‘χουν γίνει φυσαλίδες στη φορεσιά της. Η Γοργόνα θα τις ελευθερώσει κάτω απ’ το φως του φεγγαριού και μετά θα τις χαρίσει για πάντα στο φάρο, να γίνουν φως. Σίγουρα δεν θα ξεχάσω ποτέ τούτη τη νύχτα Γιάννη. Χίλιες φορές θα έρχεται να με βρίσκει και χίλιες φορές θα την περιμένω, από πανσέληνο σε πανσέληνο και από ταξίδι σε ταξίδι».

«Τώρα ξέρω την καρδιά σου. Είναι ένα ρόδι», είπε το αγόρι και κάτι ψαχούλεψε στη βαθιά τσέπη του πανωφοριού του.

«Και η δική σου καρδιά ένα όμορφο μικρό κόκκινο τριαντάφυλλο, τρι-α-ντά-φυλ-λο κοκ-κι-νο» συλλάβισε πολύ αργά, για να κρύψει τη συγκίνηση της.

Ξεχύθηκε απ’ το κλειστό φινιστρίνι ένα ποτάμι φως ουρανός και θάλασσα και τους αγκάλιασε και τους πήγε μακριά εκεί που μόλις είχαν ονειρευτεί. Στα χέρια τους έπλεκαν κομποσκοίνι άστρα και βότσαλα. Πίστεψαν πως το φεγγάρι ήταν δικό τους, πίστεψαν κι άλλα πολλά, αυτά που δεν βρίσκουμε λέξεις για να ειπωθούν. Μα πάνω από όλα πίστεψαν στο μεγαλείο της αγάπης.

Οι ανάσες τους έσμιξαν ζεστές στο παγωμένο τζάμι. Ζωγράφισαν μια μεγάλη καρδιά σαν καράβι, με κατάρτια και πανιά και μέσα έγραψαν «ΖΩΗ» , έτσι με κεφαλαία γράμματα. Τραγούδησαν ξανά το τραγούδι του φεγγαριού για την αγάπη. Εκείνη δεν το θυμόταν καλά. Ο μικρός τη διόρθωνε.

«Έχεις μεγάλα ασημένια φτερά και μπορείς να πετάξεις, να πετάξεις μακριά, στη φαντασία και πιο μακριά» είπε η γυναίκα.

«Θέλω να έρθεις μαζί μου κι εσύ», της απαίτησε, «είσαι κι εσύ δυνατή».

Έκλεισαν τα μάτια. Πίσω απ’ τα κλειστά ματοτσίνορα όλα τα θαύματα ήταν δικά τους. Χιλιάδες χέρια πιασμένα στον ίδιο κύκλιο χορό. Μυριάδες κύματα έφταναν φορτωμένα ευχές και όνειρα απ’ τα πέρατα του κόσμου.

Είδαν τα έργα της αγάπης στεφανωμένα με δαφνόφυλλα κι ελιά και σπάνια φύκια και λουλούδια θαλασσινά. Άκουσαν τον ύμνο στη φιλία. Άγγιξαν τη μαρμάρινη κληματαριά και τα σταφύλια της κυρά Ξαργής που αργεί αλλά δεν ξεχνά και φέρνει πίσω τα καλά γραμμένα από τα ξεγραμμένα. Κάπου εκεί στο πέρα των παραμυθιών, στο βυθό της ελπίδας βρήκαν την κοιμισμένη από χιλιάδες χρόνια νεράιδα και την ξύπνησαν φυσώντας μέσα από κογχύλια. Έμαθαν πως η ελπίδα μπορεί να κοιμάται, αλλά δεν πέφτει σε καμιά παγίδα, η ελπίδα, και σίγουρα δεν πεθαίνει, μένει παντοτινά αθάνατη. Μίλησαν στον πέτρινο θεό του χρόνου κι εκείνος τίναξε τη σκουριά απ’ τα μανίκια κι απ’ τα γρανάζια του και τους άφησε να δουν με τα μάτια τους, τις ψυχές εκείνες που λαμπυρίζουν άστρα χρυσά στο μανδύα της αλήθειας.

«Ακούω την αγάπη», της ψιθύρισε.

«Είναι στο χέρι σου, το κάλεσμα της είναι μαζί παλιό και καινούργιο, γι’ αυτό κάθε φορά που νιώθεις έτσι, είναι σαν να αρχίζεις από την αρχή, σαν να ξαναδιαλέγεις ζωή. Και ξέρεις… για να τρυγήσεις το μέλι της ζωής χρειάζεται να πάρεις κι ένα ρίσκο, εκεί στ’ ανοιχτά της καρδιάς κι αν τύχει και σε τσιμπήσει μια μέλισσα μη φοβηθείς, θα προσπαθήσεις δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά και πολλές φορές αν χρειαστεί, μέχρι να γνωρίσεις τη γεύση της ζωής που αγαπάς και ονειρεύεσαι, αυτή για την οποία πρέπει να εκπληρώσεις τον προορισμό σου. Κι ακόμη, να θυμάσαι πως κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να αγαπηθεί, φτάνει να μην αφήνει να χάνονται λαθραία οι μικρές του στιγμές», του έλεγε, φωνή από μέλι, απαλή σαν τα άνθη της ακακίας, όχι οποιασδήποτε ακακίας αλλά της ακακίας της Κωνσταντινουπόλεως που τη λένε και αλβιζία.

Θυμήθηκε τη γιαγιά της με νοσταλγία, όταν κάποιες νύχτες της έλεγε να μην υψώνει ποτέ τη φωνή της, να την κρατά χαμηλά, «να πέφτουν οι λέξεις με μέλι και με άρωμα και αθόρυβα όπως τα άνθη της ακακίας, κόρη μου, της ακακίας Κωνσταντινουπόλεως που τη λένε και αλβιζία», ήταν σαν να την άκουγε, αψεγάδιαστα είχαν μείνει τα λόγια, πολύτιμα κομμάτια από το παζλ των αναμνήσεων.

«Έχει και η απουσία τον πλούτο της», παραδέχτηκε, με μια γλυκόπικρη γεύση στα χείλη.

Μαζί με το παιδί άκουσαν τις προσευχές και τις ανάγκες των λαών. Αισθάνθηκαν τις λέξεις, μια – μια, συμφώνησαν πως οι λέξεις τούτες δεν είναι ποτέ ασήμαντες, πως έχουν μεγάλη αξία, τη μεγαλύτερη και υψώνονται προς τα πάνω, αναζητώντας την δική τους πατρίδα, το φως στον ουρανό, λέξεις όπως : η ειρήνη, η καλοσύνη, η συνείδηση, η υγεία, η γνώση, το νερό, το ψωμί, ταξιδεύουν με το καραβάνι που λέγεται «εμείς».

Και να που η πανσέληνος είχε αγκαλιάσει όλο το πέλαγος απ’ άκρη σ’ άκρη. Κοντυλογραμμένη η Γοργόνα χτένιζε τα μαλλιά της και τ’ αποχτενίδια ασημένια δαχτυλίδια χάνονταν στο φιλντισένιο αφρό.

Ένιωσαν με την καρδιά τους τη μελωδία των αγγέλων. Συμφώνησαν πως οι άγγελοι είναι παντού και πάνε παντού, πως καμιά φορά είναι πολύ κοντά μας, δίπλα μας και δεν μιλούν με λόγια αλλά με σημάδια, με εικόνες ασυνήθιστες και φαινόμενα. Κατάργησαν τους φράκτες και τα σύνορα, όλος ο κόσμος, όλη η πλάση ξημέρωνε μαζί στην ίδια Ανατολή κι όλοι, όλοι είχαν μεγάλες φτερούγες και μπορούσαν να πετάξουν.

Μίλησαν με τους ποιητές και τους ζωγράφους, είχαν γίνει όλοι ποιητές και ζωγράφοι.

«Μα γιατί μιλάμε με τους ποιητές; » τη ρώτησε, σαν να του φάνηκε πιο φυσικός ο φανταστικός διάλογος με τους ζωγράφους.

«Γιατί οι ποιητές μιλάνε για όλα και για τα κρυμμένα, γιατί οι ποιητές είναι εκείνοι που ξέρουν σε ποιους χρωστά η ζωή και κρατούν τα κλειδιά της φαντασίας, γιατί βλέπουν τα ίδια πράγματα με άλλα όμως μάτια, γιατί έχουν δικούς τους νόμους και οι νόμοι τους μοιράζουν προνόμια σε όλους με ελευθερία, αγάπη και δικαιοσύνη, γιατί στα δύσκολα μιλούν και στα εύκολα σωπαίνουν», νομίζω δηλαδή, είπε και συνέχισε να σκέφτεται αυτό το γιατί με τους ποιητές που τελικά επιδέχεται πολλές απαντήσεις…

Η νερένια πολιτεία είχε βάλει τα καλά της και είχε γιορτή.

Ξημέρωνε, στην αγκαλιά τους. Πόσο απλά. Μια ηλιαχτίδα τρεμόπαιζε στα μισόκλειστα ακόμη βλέφαρα του αγοριού. Πόσα όνειρα ταξίδεψαν μέσα στα μάτια του, σε πόσα μπλε είχε χαθεί με σιγουριά και σε πόσα δάκρυα. Δεν ήξερε. Ήξερε μόνο πως με κλειστά ή ανοιχτά μάτια, τα όνειρα είναι πάντα ωραία, φτάνει να έχουμε αντιληφθεί πως η σημαντικότερη αποστολή μας είναι να μένουμε αληθινοί με αγάπη, ότι κι αν κάνουμε. Καμιά φορά γίνονται μεγάλα πανιά στο καράβι της ζωής μας και την ταξιδεύουν, πάντα μακριά και πιο μακριά, ως το πέρα απ’ τον καιρό. Της πέρασε από το μυαλό να ξαναρωτήσει το παιδί για το όνομά της κι όχι από περιέργεια, όχι, μα για έναν άλλο λόγο που ούτε η ίδια μπορούσε να ερμηνεύσει. Πρόσεχε τον τρόπο που ανοιγόκλεινε τα μάτια του, ευτυχισμένο στο φως και της φάνηκε πως αυτό ήταν το πρώτο ξύπνημα της αθωότητας στην αιωνιότητα. Του χαμογέλασε πλατιά.

Απολάμβαναν πια τον πρωινό ορίζοντα παρακολουθώντας το πέταγμα των γλάρων μακριά κατά τ’ ακρωτήρι που φαίνονταν. Σε λίγο οι δρόμοι τους θα χώριζαν. Το ήξεραν. Έδειχναν ευχαριστημένοι, σαν ο καθένας τους χωριστά, αλλά και οι δύο μαζί να είχαν ανακαλύψει κάτι διαφορετικό σ’ αυτό το ταξίδι, αυτές τις δικές τους στιγμές, έτσι όπως τις είχαν ζήσει, στιγμές αγάπης, εκεί που γκρεμίζονται τα κάστρα του φόβου και της αδιαφορίας, για να δοξαστεί το φως.

Η γυναίκα μαγεμένη θαύμαζε τη θάλασσα.

«Τι ομορφιά» σκέφτηκε.

Απροσδόκητα γύρισε το παιδί και τη ρώτησε θαρρείς κι ήταν αυτό που είχε ξεχάσει κι έλαμψε ξαφνικά η θύμηση μέσα του, «μήπως είσαι αλήθεια, δασκάλα;»

Κι εκείνη «ας πούμε πως ναι, πως είμαι δασκάλα Γιάννη», του απάντησε.

«Το είχα καταλάβει, από την αρχή το είχα καταλάβει και το ήξερα», είπε το παιδί «αλλά δεν είναι αυτό, άλλο θέλω να ξέρω».

«Ναι Γιάννη, σαν τι, τι είναι αυτό που θέλεις να ξέρεις» του έδωσε θάρρος.

«Να, σκέφτομαι, τι ωραίο, ποιο είναι το πιο ωραίο που σου λένε τα παιδιά…» με φωνή ντροπαλή.

Ο νους της ταξίδεψε σε δεκάδες παιδιά, όλα όσα είχαν περάσει από τη ζωή της σ’ εκείνο το σχολείο που εργαζόταν. Θυμήθηκε πολλές ωραίες στιγμές μαζί τους, μα στάθηκε εκεί που στην καρδιά και στη σκέψη της ξεχώριζε.

«Ό,τι ωραιότερο μου λένε Γιάννη, τα παιδιά», είπε με παιδική αίσθηση θαυμασμού για την αναπόληση της, «είναι η καλημέρα και η καληνύχτα τους. Είναι δυο ευχές απ’ την καρδιά τους, γι’ αυτό ως τώρα όλες μέρες, αλλά και οι νύχτες μου είναι καλές, όπως και η καρδιά τους».

Κοιτάχτηκαν στα μάτια, μια ακόμη φορά. Το πλοίο ανακοίνωνε θριαμβευτικά την είσοδό του στο λιμάνι. Έβλεπαν τα βενετσιάνικα κάστρα και τα πρώτα σπίτια και πιο πίσω τις κορφές των βουνών περήφανες κι αγέραστες όπως πάντα. Τώρα πια πηγαινοέρχονταν πολλοί άνθρωποι γύρω τους φορτωμένοι βαλίτσες και άλλες αποσκευές.

«Φτάνουμε Γιάννη», του θύμισε «θέλω να σε αποχαιρετήσω».

«Ναι» έκανε το παιδί σκύβοντας το κεφάλι.

Ο γέροντας πλησίασε πιο κοντά. Κοίταξε το παιδί κι εκείνη τη γυναίκα με ευγνωμοσύνη. Κάτι περίμενε, μια αφορμή να της σφίξει το χέρι. Είδε βουρκωμένα τα μάτια της. Την πλησίασε πιο κοντά.

«Η ίδια η ζωή είναι ένα θαύμα, κυρά μου. Μακάρι να εκπληρώσεις με αγάπη το ταξίδι και τον προορισμό σου», της ευχήθηκε.

Το βλέμμα του έγινε υγρό. Στη δική του μικρή βαλίτσα είχε στριμώξει μαζί με τα πένθιμα ρούχα και τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής μια χούφτα φως και σ’ αυτό στήριζε την πίστη του. Η ματιά του αποκάλυπτε περισσότερα. Της έσφιξε το χέρι κι ύστερα χτύπησε απαλά στην πλάτη το αγόρι.

«Αντίο», είπε «αντίο κι ευχαριστώ κυρά μου, από την ψίχα της ψυχής ευχαριστώ. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αγαπούν άνευ όρων, δεν ξέρουν να βάζουν προϋποθέσεις, μένουν αληθινοί και έχουν πάντα ένα στόχο, ένα σκοπό. Λογάριασε κι εμένα συνοδοιπόρο στο καραβάνι της Αγάπης, σ’ αυτό το καραβάνι που θαρρώ πως ονόμασες, – εμείς -».

«Καλημέρα!» φώναξε ο Γιάννης ζωηρά και την αγκάλιασε πιο δυνατά, θαρρείς και ήθελε να την κρατήσει για πάντα.

«Όταν έχεις κερδίσει την αγάπη ενός παιδιού», σκέφτηκε με ευγνωμοσύνη και ανταποκρίθηκε στο αγκάλιασμα.

«Καλημέρα!» φώναξε ξανά, «σε λένε Καλημέρα και Καληνύχτα…» , έκανε μια παύση. Κάτι είχε κλέψει την προσοχή του.

Η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει, ψιλή βροχή, ήσυχη χωρίς θόρυβο. Ένα βλέμμα στη βροχή κι ένα στο παιδί. Με τη βροχή ένιωθε το μέσα της κόσμο καλύτερα.

«Όταν έχεις κερδίσει την αγάπη ενός παιδιού, μπορεί και να σε λένε αλλιώς, κάπως διαφορετικά μα όμορφα, όπως, Καλημέρα και Καληνύχτα», επέστρεψε συμπληρώνοντας την προηγούμενη σκέψη της.

Φόρεσε το παλτό και το μαντήλι της. Πριν ανοίξει τη μωβ ομπρέλα της, ακόμη στη σκάλα του πλοίου άκουσε να τη φωνάζει.

«Και… Ζωή, σε λένε και Ζωή…» είπε ο Γιάννης.

«Έτσι σε λένε, σε λένε Ζωή», ψιθύρισε και η πρώτη στάλα της βροχής που έπεσε στα χέρια της, αυτά τα μακριά χέρια με τα μακριά δάχτυλα που όταν ήταν παιδί δεν ήξερε πώς να τα βολέψει και ντρεπόταν…

.

Αύριο, εν ονόματι τής αγάπης

Ζωή Δικταίου

[Από το βιβλίο της «Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα», εκδόσεις «Φίλντισι», 2019, ISBN: 9786185101916]

.

Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:199