Τσ’ αδικιάς το κρίμα | της Άννας Τακάκη
Όχεντρη, ξεφρένιαστη, τροζή, ανεμαλλιασμένη,
φουργιόζα που δραμουντανά και των γκοράκω κράζει…
Κόμπρα η γλώσσα τζη τρυπά κι η μπούκα τζη μολέρνει
φαρμάκι πικροθάνατο που σφάζει και σκοτώνει.
Κι έχει τη μούρη δράκαινας, το γροίλισμα του τίγρη,
τω δε ποδιώ τζη οι ζαλιές μοιάζουνε τω δαιμόνω.
Αλί και τρισαλλίμονο σ’ όποιονε κακομοίρη
τον ανεδιάσει να’ρχεται κι ομπρός του να σιμώνει.
Αλί και στην πορπατηξά σε βρει η θεργιεμένη
η ανεράιδα η πονηρή, η φίδα η αναχεντρώστρα,
να σου μηνά με τσι γροιλιές τσι σαϊτοξαμώστρες
πως οι σκουλίκοι σύρνουνται στα ποδοδάχτυλά σου.
Σκύψε σου λέει αρχονταρά και ποδοπάτησέ τζοι,
μούλωσε και θραψάλιασε τση γης το χαλικάκι
κάνε -το σκόνη τ’ αλεστή να συθολώσει ο τόπος!
Και συ ο μωροπίστευτος το θέλημά τζη κάνεις.
Η ανεράιδα σ’ έκαμε να μη νογά ο νους σου.
Τα φρένα σου γκαργκάνιασαν, εμάργωσε το αίμα,
δε σου χοχλάζει πλια, όι δα! να δώσεις μια τ’ατζού σου
και δυο και τρεις του λόγου σου να την ανεμουρίσεις,
να πα τη ρίξεις στσ’ εγκρεμνούς κι ακόμη παραπέρα!
Ανάθεμα τη φάρα τζη τη γαργιοφυτρωμένη,
τη Σκύλα μάνα που λυσσά, συνταλαχάται η πλάση,
που ‘πεψε γιους στα Τάρταρα, τσι κόρες στην κρεμάλα,
λεβέντες θελεσόκορμους στου Κέρβερου τα δόντια.
Ανάθεγκα τη κούδα τζη που μοιάζει τση φουρτούνας
και ξεσηκώνει κύματα, αφρίζει και ξαφρίζει,
φωτιές βάνει τα σούρουπα, τα σύναυγα τσι σβήνει
κι ύστερα θανατομηνά, μνήματα ξεσκεπάζει
μέσα να μπήξει τ’ άψυχα κορμιά που δεν εφταίξα
κι απάνω στη ταφόπλακα η όχεντρα ν’ αράζει!
.
Άννα Τακάκη
Από την ποιητική συλλογή «Αλλιώς φυσά τ’ αέρι»
[Το εικαστικό που συνοδεύει το ποίημα είναι το έργο «The Coast», 2018 του εικονογράφου Max Suleimanov από το Καζακστάν]