Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος | ποιήματα του Μενέλαου Λουντέμη
.
Οἱ κερασιὲς θ ̓ ἀνθίσουνε καὶ φέτος στὴν αὐλὴ
καὶ θὰ γεμίσουν μ ̓ ἄνθια τὸ παρτέρι.
Πικρὴ ποὺ εἶν ̓ ἡ Ἄνοιξη σὰν εἶσαι δίχως ταίρι!
Πικρὴ πού ̔ν ̓ ἡ ζωή!
Ἄνοιξε τὸ παράθυρο στὴ πρωϊνὴ γιορτή,
γιὰ νά ̔μπουν οἱ μοσχοβολιὲς ἀπὸ τὸ περιβόλι.
Ἂχ κάθε του τριαντάφυλλο καὶ μία πλήγη ἀπὸ βόλι,
εἶναι γιὰ ̔σὲ ποιητή!
Κουράστηκα νὰ σὲ καρτερῶ, Ἔρωτα καὶ νὰ λιώνω,
πὰ στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς σκυμμένος, μιὰ ζωή.
Μ ̓ ἂν ἤτανε νὰ ̔ρχόσουνα γιὰ ἕνα ἔστω πρωΐ,
χίλια θὲ νά ̔δινα πρωϊνά, νὰ ζήσω ἐκεῖνο μόνο.
Θρόμβοι αἱματένιοι στοῦ κλαβιέ, κυλῆσαν τὴ καδένα.
Κόκκινη γύρη, ποὺ τὸ δρόμο πῆρε τῆς νοτιᾶς.
Ψυχή, ποὺ θάλασσα ἔγινες, -μιὰ θάλασσα φωτιᾶς-…
Μπαλάντα τοῦ Σοπὲν Νούμερο Ἕνα.
Ἀντίο Γαλήνη τώρα πιά. Ἀντίο σεμνὴ Ἡσυχία
κι ἀντίο ̔σὺ στοχαστικέ μου Ρεμβασμέ,
Χαρὰ ποὺ στ ̓ ἀποδείπνι σου δὲ βρῆκα οὔτε ψιχία
καὶ καλῶς ᾖρθες βιαστικὲ καὶ βίαιε Χαλασμέ!
Στάχτη ἡ Ἀγάπη. Ἡ Ἐλπίδα ἀβέβαιη καταχνιά.
Καπνίλα, αἱμόφυρτα φτερά, συντρίμμια, πόνοι…
Μὲς στὶς ρωγμὲς ὁ Θάνατος, σὰ κρύος βοριάς,
τρυπώνει
κι οἱ ἄνθρωποι -σφάγια- τόνε προσμένουν στὰ παχνιά!
Ὀρθὴ ἡ Φοβέρα μοναχὰ καὶ μοναχὰ ἡ Ὀργή,
-κλᾶψτε μικροί, ποὺ γιὰ μεγάλοι ̔χατε φτάσει-
Ἡ Δόξα ἐφτερούγισε, λίγο νὰ ξαποστάσει,
ἐπάνω στὰ κεφάλια σας καὶ μίσεψε γοργή!
Μικρὲ Ἐαυτέ, ποὺ γιὰ αητὸς ἀνέβαινες κι ἀπὸ ψηλά,
τὸν ἥλιο βάλθηκες, σὰ σύννεφο νὰ ̔σκιώσεις.
Γραμμένο σου ἤτανε σὰ σύννεφο νὰ λιώσεις
καὶ σὰ βροχὴ νὰ πέσεις χαμηλά.
Καὶ τώρα ἀπὸ τὸ χῶμα αὐτό, ποὺ ποτισμένο τό ̔χω γώ
μὲ τῶν ματιῶν μου τὴ βροχὴ καὶ μὲ τὸν ἑαυτό μου,
ζητῶ φωτιά, ἀπ ̓ τὴ στοργὴ τοῦ τελευταίου ἐντόμου,
ν ̓ ἀνάψω, νὰ πυρποληθῶ καὶ νὰ φλεγῶ!
Τοὺς πράους δὲ κατάφερα νὰ τοὺς λατρέψω καὶ νὰ
τοὺς παρηγορήσω πού ̔κλαιαν, πάνω στοὺς ἄδειους
μώλους.
Εἶν ̓ ἡ καρδιὰ μ ̓ ὁλόκλειστη γιὰ τοὺς οὐράνιους,
δυνατούς.
Καὶ γιὰ τοὺς γήϊνους… καὶ γιὰ ὅλους… καὶ γιὰ
ὅλους…
Στιγμὴ δὲ τὴ ξεδίψασα τὴν ἄγρια ̔παντοχή μου,
θλιμμένος κι ὄντας ἔκλαιγα καὶ ποὺ τραγούδαγ ̓
ὄντας…
Καὶ τὸ κοράκι, ποὺ ἀπ ̓ τὰ Ἠλύσια μ ̓ ἔφερε πετώντας,
γιὰ πληρωμή, μοῦ πῆρε τὴ ψυχή μου!
Καλή μου τέλειωσε ὁ Σοπέν; Ἂ πόσο ὑπέροχη ἤσουν!
Κι ἐγὼ δὲ μπόρεσα ἁπλόν, οὔτ ̓ ἕναν ἔπαινο νὰ βρῶ.
Μὰ πῶς νὰ σὲ παινέψουνε, πῶς νὰ χειροκροτήσουν,
τὰ χέρια τοῦτα ποὺ τριάντα χρόνια, κάμαν στὸ
σταυρό;
Μενέλαος Λουντέμης
[Απὸ τη συλλογή «Οἱ κερασιὲς θ ̓ ἀνθίσουν καὶ φέτος»]
Μενέλαος Λουντέμης
(ψευδώνυμο του Γιάννη Βαλασιάδη)
Κωνσταντινούπολη 1906 – Αθήνα 1977
πεζογράφος, ποιητής