Μια πρώτη γνωριμία με τα φεμινιστικά ρεμπέτικα | γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης
Το αφιέρωμα μας στα φεμινιστικά ρεμπέτικα ξεκινάει με το «Δεν τον θέλω μάνα» σε σύνθεση του Κώστα Σκαρβέλη από το 1937. Η Κορίνα η Θεσσαλονικιά τραγουδάει την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού. Ως νεαρή κόρη απευθύνεται στη μητέρα της ζητώντας να μην την παντρέψει με έναν άντρα που η ίδια δεν επιθυμεί. Μπροστά σε μια τέτοια προοπτική ακόμα και ο θάνατος είναι προτιμότερος. «Πιο καλά να δω το Χάρο» σημειώνει. Στην εξομολόγηση της η κόρη εκθέτει όλα τα μειονεκτήματα του υποψήφιου γαμπρού, ο οποίος σύμφωνα και με μια προηγούμενη σχέση του «Είναι σα χτικιάρης / και πολύ γκρινιάρης». Αλλά το χειρότερο; «Πάντα την τυραννούσε», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Η γυναικεία αλληλεγγύη μπροστά στους κακοποιητικούς συντρόφους και η απελπισία που προκαλεί ένα προκαθορισμένο μέλλον είναι ακόμα δύο στοιχεία που εντοπίζονται στο τραγούδι. Κάπου εκεί, οι γυναίκες κάνουν ένα επιπλέον βήμα στην κοινή τους συνειδητοποίηση ότι η ζωή τους μπορεί και πρέπει να έχει μια άλλη κατεύθυνση.
Το «Δεν τον θέλω μάνα» είναι ένα μικρό δείγμα από τα ρεμπέτικα εκείνης της περιόδου που εκφράζουν το νέο, φεμινιστικό αέρα της δεκαετίας του ’30. Τουλάχιστον μέσα στα αυστηρά όρια των πόλεων του νέου ελληνικού κράτους και όπως διαμορφώθηκε μετά τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή (1922). Το προσφυγικό στοιχείο από την Μικρά Ασία, με τις γυναίκες στην πρώτη γραμμή, μπολιάζει θετικά την ελλαδίτικη κοινωνία. Και από τις «παστρικές Σμυρνιές», όπως τις ήθελε η αντιπροσφυγική και μισογυνιστική προπαγάνδα του ελληνικού κράτους, φτάσαμε στα πρώτα σπέρματα απελευθέρωσης σε ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού. Στην περίπτωση μας, οι ρεμπέτισσες εκφράζουν την απελευθερωμένη γυναίκα. Δεν αρνούνται τον γάμο
«Αν θα με παντρέψεις
για να με παντρέψεις
είναι κάποιος μες τη γειτονιά μου
που με καίει την καρδιά μου»
ομολογεί η πρωταγωνίστρια μας – παράλληλα διεκδικούν να ορίζουν εκείνες το σώμα και τις επιλογές τους.
Πέρα από τις γυναίκες εμφανίζονται και άντρες που εκλύονται ή/και ερωτεύονται κυρίες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Σε αυτά τα τραγούδια αναφέρονται λέξεις όπως «αγοροκόριτσο», «αγοροκοριτσάρα» ή «αγορίνα» οι οποίες «αποτελούν μια έμμεση αναφορά των αλλαγών όσον αφορά τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Παράλληλα αποτελούν την αφετηρία για μια σειρά χαρακτηρισμών όπως μάγκισσα, ματραράγκισσα, ντεμπερντέρισσα κ.α, που συναντάμε σε αρκετά ρεμπέτικα τραγούδια». (Παναγιώτης Κουνάδης, Τα ρεμπέτικα – Ένα ταξίδι στο λαϊκό τραγούδι των Ελλήνων (2010).
Η «Αγοροκοριτσάρα» (1930) του Παναγιώτη Τούντα με τον Κώστα Νούρο αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Εδώ απαγορευμένες μέχρι πρότινος συνήθειες όπως το κάπνισμα γίνονται σημείο προσέγγισης μεταξύ των δύο φύλων:
«Με το τσιγαράκι που φουμάρεις φτιάνομαι
Άναψε η καρδιά μου αγοροριτσάρα μου
Αχ για τα τσαχπίνικά σου σκέρτσα χάνομαι
Λιώνω μπαρμπουνάρα μου».
Το «Αχ, αγορίνα μου» (1930) του Κώστα Κοντόπουλου (τραγούδι: Κώστας Καρίπης) και στο «Γίνομαι άντρας» (1933) συμπληρώνουν την εικόνα σχετικά με αυτό.
Αντίστοιχη εικόνα θα βρούμε και στο τραγούδι «Δεν τον θέλω» (1937), πάλι του Κ. Σκαρβέλη, μια μάλλον παραλλαγή αυτό που αναφέρεται προηγουμένως, όπου ο τραγουδιστής Γιώργος Κάβουρας στον ρόλο μιας άλλης κόρης γνωρίζει ότι το συγκεκριμένο προξενιό δεν θα έχει καλό τέλος.
«Δεν τονε θέλω γιατί το ξέρω
θα πάθω μαμά μου πολλά θα υποφέρω»
όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Οι γυναίκες στο ρεμπέτικο τραγούδι σε καμία περίπτωση δεν κρατούν ένα παθητικό ρόλο. Δεν είναι τα άβουλα πλάσματα κατώτερης ποιότητας όπως οραματίζονται αρκετοί μέχρι και σήμερα. Στην περίπτωση τους τα έμφυλα στερεότυπα καταργούνται εμφατικά. Στην επικοινωνία τους με τους άντρες έχουν κερδίσει την ισότιμη αντιμετώπιση και πολλές φορές έχουν τον πρώτο λόγο στην επαφή μαζί τους. Αστειεύονται, φλερτάρουν, συνομιλούν χωρίς φόβο αλλά με πάθος όπως μας αποκαλύπτει ο Βαγγέλης Παπάζογλου στη σύνθεση του «Αγιοθοδωρίτισσα» που τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης καθώς και η Βιργινία Μαγκίδου το 1950.
«Πειράζεις τους σωφέρηδες
Που ερχούνται απ’ την Αθήνα
Πειράζεις κι όλα τα παιδιά
Που πάνε στα ρετσίνια»
αναφέρει. Αντίστοιχη εικόνα μας δίνει και η «Λιλή η σκανταλιάρα» (1931) πάλι του Παναγιώτη Τούντα, όπου η Ρόζα Εσκενάζι απευθύνεται προς κάποιον μάγκα για να του ξεκαθαρίσει ότι:
Δε με μέλλει εμένα αν είσαι αλάνι
Απ’ τον Κοπανά
Και τον ντούρο βρε μάγκα μη μου κάνεις
Και με φοβερνάς
Γιατί είμαι εγώ η αλανιάρα
Η Λιλή η πρώτη σκανταλιάρα
Που δε δίνω γρόσι για τους μάγκες
Και δεν τρώγω κρύγιες ματσαράγκες
Βρε αλάνι να φύγεις από μένα
Κοίταξε κι αλλού
Μην πλερώσεις βρε μόρτη τα σπασμένα
Κι είμαι μπελαλού
Και δε φοβούμαι τα μαχαίρια
Τα νταήδικά σου τα μπεγλέρια
Και νταμίρα όσο κι αν φουμάρεις
Βρε αλάνι δε θα με τουμπάρεις
Μη σε μέλλει αν είμαι απ’ τον Περαία
Ή απ’ την Κοκκινιά
Κι αν μεθάω και κάνω εγώ παρέα
Με όλο τον ντουνιά
Εγώ είμαι εκείνη η αλανιάρα
Η Λιλή η πρώτη σκανταλιάρα
Που δε δίνω γρόσι για του μάγκες
Και δεν τρώγω κρύγιες ματσαράγκες
Έχει ενδιαφέρον, μεταξύ άλλων, ότι το περισσότερα φεμινιστικά ρεμπέτικα, εντός ή εκτός εισαγωγικών, τα γράφουν και τα ερμηνεύουν άντρες δημιουργοί. Αυτό συνέβη γιατί η αλλαγή επηρέαζε και τους ανθρώπους που ζούσαν και επικοινωνούσαν με τις νέες ρεμπέτισσες, οδηγώντας στην αποδοχή τους. Προφανώς, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την αντίφαση που προκύπτει μέσα από την συγκεκριμένη κατάσταση. Υπάρχουν βέβαια και ερμηνεύτριες που τραγουδούν τις αντίστοιχες δημιουργίες εκπροσωπώντας τις γυναίκες σε αυτή τη διαδικασία (Ρόζα Εσκενάζι, Ρίτα Αμπατζή, Άγγελα Παπάζογλου, Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Πολίτισσα)) και οι οποίες άνοιξαν τον δρόμο στις επόμενες. Αργότερα, τα βήματα προχώρησαν περισσότερο με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που έσπασε την αορατότητα των γυναικών δημιουργών στον στίχο.
Σχετικά με τα φεμινιστικά ρεμπέτικα η Μαρία Λούκα αναφέρει ότι «Περισσότερα από 80 είναι τα ρεμπέτικα τραγούδια της δεκαετίας του 1930 που αναφέρονται στις γυναίκες του σιναφιού και σκιαγραφούν μια εναλλακτική ως προς την κυρίαρχη τυπολογία γυναίκας. Παρουσιάζεται με επιφωνήματα θαυμασμού και όχι συστολής, η ταξική θέση αυτών των γυναικών. Όπως οι άνδρες του ρεμπέτικου, έτσι και οι γυναίκες προέρχονταν κατά βάση από λαϊκά στρώματα, ήταν εργάτριες που δούλευαν εξοντωτικά στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και μετά τη δουλειά ξέσκαγαν στα κακόφημα –τότε– στέκια του Πειραιά». (Το Μωβ, Οι γυναίκες του ρεμπέτικου: ένα πρελούδιο χειραφέτησης, 29/12/17) Η «Καπνουλού» (1934) του Δημήτρη Γκόγκου – Μπαγιαντέρα αναφέρεται σε εκείνη την περίοδο. Είναι γραμμένο για τις εργάτριες της καπνοβιομηχανίας Κεράνη στον Πειραιά ανάμεσα στις οποίες ήταν η κατοπινή σύζυγος του Δήμητρα Αρμπατζόγλου. Κυκλοφόρησε ξανά το 1977 αλλά λογοκριμένο.
Βρε καπνουλού μου έμορφη σ’ αρέσει το ντουμάνι
Κι εμένανε με παρατάς ρέστονε και χαρμάνη.
Όταν σκολάσεις γίνεσαι μια κούκλα πρώτη φίνα
Και την πουλεύεις πονηρά στη Βούλα στη Ραφήνα.
Τους μάγκες πάντα προτιμάς κι όλους τους παραλήδες
Μα ζούλα πάντα κυνηγάς τους έμορφους νταήδες.
Και στο φινάλε πας γλεντάς με μάγκες στους τεκέδες
Γιατί σ’ αρέσει ο μπαγλαμάς μπουζούκια κι αργιλέδες.
Καπνουλού μου όμορφη σ’ αρέσει το ντουμάνι
Κι εμένανε με παρατάς μες τον τεκέ χαρμάνη
Κι εμένανε με παρατάς μες τον τεκέ χαρμανη
Καπνουλού μου όμορφη σ’ αρέσει το ντουμάνι
Όταν σχολάσεις γίνεσαι μια κούκλα πρώτης φίνα
Και την πουλεύεις πονηρά Περαία και Αθήνα
Και την πουλεύεις πονηρά Περαία και Αθήνα
Όταν σχολάσεις γίνεσαι μια κούκλα πρώτης φίνα
Μ’ όλους τους μάγκες πας γλεντάς ζούλα στους τεκέδες
Γιατί σ’ αρέσει να κολλάς φωτιά στους αργιλέδες
Μ’ όλους τους μάγκες πας γλεντάς ζούλα στους τεκέδες
Γιατί σ’ αρεσέι να κολλάς φωτιά στους αργιλέδες
Κλείνοντας το αφιέρωμα πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι φεμινιστικά όλα τα ρεμπέτικα που αναφέρονται στη γυναίκα. Τα τραγούδια που την υποτιμούν ως οντότητα (όπως Η παξιμαδοκλέφτρα) βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με εκείνα που παρουσιάζονται παραπάνω. (Η καλλιτεχνική αξία τους είναι αδιαμφισβήτητη όμως). Αυτό δεν υποτιμά καθόλου μια ολόκληρη διαδικασία, όπου οι γυναίκες – με πρώτες τις ρεμπέτισσες – απορρίπτουν την κρατική και τη συζυγική εξουσία, και η οποία θα γενικευτεί αργότερα με προχώρημα των σχετικών ιδεών και μέσα από τους κοινούς αγώνες αντρών και γυναικών στην Αντίσταση κατά του ναζισμού και των ντόπιων εκπροσώπων της αστικής κανονικότητας. Στην εποχή μας, με το μαζικό κίνημα κατά των γυναικοκτονιών και της σεξιστικής καταπίεσης στο σπίτι και τον χώρο δουλειάς, οι καλλιτέχνες, οι νέοι δημιουργοί και κάθε άνθρωπος αξίζει να ανακαλύψουν τη συγκεκριμένη περίοδο.
(Το σχόλιο που προηγήθηκε είναι προσωπικό. Βασισμένο σε παλαιότερο κείμενο στο προσωπικό μου ιστολόγιο. Δεν φιλοδοξεί, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει την έρευνα γύρω από τέτοια ζητήματα. Γράφτηκε λόγω της αγάπης μου στο ρεμπέτικο τραγούδι και λόγω των συγκρίσεων που αναγκαστικά προκύπτουν μέσα από τη σημερινή εποχή. Παρατηρήσεις, διορθώσεις, διαφωνίες, σχόλια είναι όλα καλοδεχούμενα)
Ειρηναίος Μαράκης
Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986 και είναι απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης.
Συμμετέχει στις ποιητικές ανθολογίες «Τα Γράμματα της Ποίησης», «Σκληρός Απρίλης 2020 μ.Χ» (εκδόσεις Ατέχνως), «Ποιήματα Ανεμοδαρμένα, Συλλογή Ελληνικής Ποίησης του 21ου αιώνα» δίγλωσση έκδοση, ελληνικά – αγγλικά (εκδόσεις Provocateur) καθώς και σε ψηφιακά συλλογικά έργα (e-books). Ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες.
Αρθρογραφεί στο διαδικτυακό περιοδικό «Ατέχνως» και στο ιστολόγιο «Ποιητικό Σταυροδρόμι». Κείμενα του δημοσιεύτηκαν επί σειρά ετών στην τοπική εφημερίδα «Αγώνας της Κρήτης». Διατηρεί το ιστολόγιο «Λογοτεχνία και Σκέψη».
Το «Όλα είναι όπλα» αποτελεί την πρώτη του προσωπική, ποιητική συλλογή και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ατέχνως (2021).
.