Χρόνος ανάγνωσης περίπου:23 λεπτά

Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα | της Ζωής Δικταίου

Μεγάλωσα, άλλαξα γειτονιές, άλλαξα τόπο, γνώρισα κι άλλους τόπους κι άλλους ανθρώπους, άλλαξαν πολλά στη ζωή μου, πολλά εκτός από τις θύμησες και κάποιες από αυτές ξεκλειδώνουν την πόρτα του παλιού καιρού μαγικά, μ’ ένα γαρύφαλλο. Ας άλλαξαν τόσα. Κοιτάζω μέσα μου, όλα είναι απείραχτα εκεί. Τελικά, από αυτά που αγάπησα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όσο ένα γαρύφαλλο καταφέρνει ν’ αντέχει στην παγωνιά του Γενάρη, όσο του περισσεύει άρωμα και χρώμα και βάφει το χιόνι στα απέναντι βουνά το δειλινό, η καρδιά ξέρει πως έχει πάντα τον ίδιο προσανατολισμό στο φως και «τα θαύματα της αγάπης δεν είναι μακριά, όχι, ένα φεγγάρι δρόμος η απόσταση», έτσι όπως το ’λεγε η γιαγιά Γαρυφαλλιά. Η σκέψη κλέβει τις στιγμές απ’ το χτες του ονείρου και στολίζει το παρόν, ένα παρόν γεμάτο ανθισμένα γαρύφαλλα.

Μπορεί να φαίνεται απίστευτο κι όμως ναι, ένα γαρύφαλλο είναι αρκετό καμιά φορά. Φτάνει κι ας είναι ένα μόνο. Καταφέρνει τρυφερά να εξουσιάσει τη μνήμη, να βρει μια παραπάνω αφορμή να ξεθάψει από τον ασβέστη τον παλιό καιρό, να ξορκίσει τον φόβο, να φωτίσει το σκοτάδι, να σού θυμίσει πόσο μοναδική είναι η αγάπη!

Ένα γαρύφαλλο, αυτό που στα λεπτά του πέταλα η μάντισσα Μοίρα διαβάζει το μέλλον με χρώμα κι άρωμα και χαμογελά ευχαριστημένη κλείνοντάς σου το μάτι. Σκύβεις με ευλάβεια να το φιλήσεις, να το προσκυνήσεις, δεν ξέρεις. Τα μάτια βουλιάζουν μέσα του και ταξιδεύουν, χάνονται. «Μπορεί να έχει τόση δύναμη ένα λουλούδι; Να μας δείχνει τον κόσμο που έχουμε ονειρευτεί και τόσο ποθήσει;» αναρωτιέσαι με συγκίνηση.

Γριούλα, γελαστή, ήρεμη και γλυκιά, έτσι την θυμάμαι. Και διάφανη, γιατί πάντα, είχα την αίσθηση πως έβλεπα μέσα της, στην ψυχή της αφού έδειχνε αυτό που πραγματικά ήταν. Μια ψυχή που είχε το χάρισμα να βρίσκει στην καθημερινότητά της έναν μοναδικά απλό τρόπο επικοινωνίας με όλα, ακόμη και με το υπερφυσικό, το θείο. Η ίδια έλεγε πως είχε γεννηθεί το χίλια οκτακόσια ογδόντα οκτώ, όταν κέρδισε τις εκλογές το κόμμα των Ξυπόλητων. Της άρεσε να καμαρώνει λέγοντας πως κρατούσε από τη γενιά του καπετάν Μανώλη Καζάνη από το Μαρμακέτο. Όταν τό ’λεγε αυτό η ματιά της γέμιζε περηφάνια και τα χείλη της τρεμούλιαζαν από ευχαρίστηση ή και από συναισθηματική φόρτιση για τη γενιά της.

Πίσω από το βλέμμα της, μπορούσες να μαντέψεις μια ψυχή εξαιρετικά σταθερή, μια γυναίκα που πάντα έβρισκε τόπο να σταθεί και τα πόδια της είχαν κάπου να πατήσουν, χωρίς να νιώθει περιττή ή άχρηστη. Και δεν ήταν, παρά την προχωρημένη της ηλικία. Την θυμάμαι, με ογδόντα και πλέον χρόνια φορτωμένα στην πλάτη, μα ενώ οι περισσότερες γριούλες έσκυβαν, εκείνη δεν καμπούριαζε, θαρρείς και τα χρόνια τούτα δεν βάραιναν καθόλου στους ώμους της. Έλεγες πως το φορτίο της ζωής της ήταν ένας σφιχτοδεμένος μπόγος χαρές, όμοιο με τα νυφιάτικα ασπρόρουχα και τα κεντήματα του παλιού καλού καιρού, του καιρού της.

Θύμησες παλιές του κερδισμένου χρόνου, μνήμες αγαπημένες που όσο παλιώνουν τόσο η αξία και η δύναμη τους πολλαπλασιάζεται στην καρδιά. Οι αναμνήσεις από το πατρικό μου σπίτι και τη γιαγιά Γαρυφαλλιά είναι στο κουτί με τα πολύτιμα. Με τα μάτια της φαντασίας ξαναβλέπω την εξάχρονη Ζωή να τρέχει, να γελά, να παίζει, να ονειρεύεται, να κρατά τη γιαγιά από το χέρι και να χορεύει μ’ ένα κίτρινο φορεματάκι και άσπρα πάνινα παπούτσια.

Η γιαγιά Γαρυφαλλιά, η πρώτη μου πραγματική φίλη, εκείνη που ήξερε πάντα τι ήθελα να ακούσω, τι να φάω, τι να πιω, τι να φορέσω, τι να ονειρευτώ, πού να κρυφτώ. Μια ψηλή αρχοντογυναίκα με κατάισια κορμοστασιά ίδια λαμπάδα. Η αρχοντιά δεν έχει ηλικία. Φορούσε μακριά μεσάτα φορέματα, χαμηλά παπούτσια με αγκράφες, πλεκτή ζακέτα και μαντήλι ριγμένο χαλαρά στο πίσω μέρος του κεφαλιού αφήνοντας στα πλάγια να φαίνονται τα μαλλιά της κρεμασμένα σε δυο πλεγμένες κοτσίδες.

Θυμάμαι μέχρι και την ποδιά της, μια μακριά μπλε ποδιά με βυσσινί ρίγες στο κάτω μόνο μέρος και τρεις μεγάλες τσέπες. Σ’ εκείνες τις μεγάλες τσέπες έχωνα τα χέρια μου καθημερινά και ψαχούλευα από καραμέλες και φρούτα μέχρι φυλακτά, καρύδια και ζαχαρωτά. Εκείνη με παρότρυνε: «έλα, έλα να βάλεις τα χεράκια σου, να βρεις ένα ακόμη θησαυρό της ζωής». Και οι θησαυροί της ζωής ήταν πολλοί.

Η γιαγιά, αυτή που μού έμαθε πολλά κι ας έλεγε πως ήταν η ίδια αγράμματη. Μαζί σκαρώναμε λέξεις, στιχάκια, λογοπαίγνια, ιστορίες. Το είχαμε για παιγνίδι. Το πρόσωπό της αυλάκωναν βαθιές χαρακιές οι ρυτίδες, μα και πάλι ξεχώριζες το φως στα σκούρα μάτια της και την περηφάνια στο βλέμμα. Τα χέρια της, ασυνήθιστα μακριά με πολύ λεπτά δάκτυλα, τα χέρια που με αγκάλιαζαν και με γέμιζαν χάδια. Χέρια αγαπημένα, αυτά που με άγγιξαν. Τις νύχτες τα κράταγε διπλωμένα ή ενωμένα μαζί πάνω στο στήθος της, η πιο ταπεινή απεικόνιση πίστης που έχω καταγράψει.

«Τα χέρια ανοίγουν τις πόρτες της φιλίας», έτσι έλεγε και είχε τόση γαλήνη ο τόνος της φωνής της, τόση, που πίστευα πως και το σκοτάδι σωριαζόταν σαν άδειο βελούδινο πανωφόρι στην καρέκλα, όταν μιλούσε, για να βρει κι αυτό τη γαλήνη. Η εικόνα της θύμησής της, είναι γεμάτη τρυφερότητα και καλοσύνη. Τι κι αν καλλιέργησα μόνη μου την ψευδαίσθηση της μονιμότητας, πως θα έμεναν όλα έτσι για πάντα, στην πιο απόμακρη γωνίτσα της καρδιάς και της σκέψης μου, όλα είναι εκεί, το ίδιο οικεία και με μια μεγαλοπρέπεια αλήθεια.


Κάθε φορά που ξαναφέρνω στη σκέψη μου τη μορφή της, αισθάνομαι και τα χέρια της και ξέρω πώς είναι να τα χέρια που αγγίζονται τρυφερά και με εμπιστοσύνη, που χαιρετούν με εγκαρδιότητα και παίζουν με τις πνοές του ανέμου, με το φως και το γέλιο του ήλιου. Πόσο όμορφα μύριζε το δέρμα τους. Με τη μυρωδιά μιας θαλασσινής αύρας στις χούφτες της κι ύστερα έτοιμα να με χειροκροτήσουν σε κάθε προσπάθεια. Με τα χέρια μετρούσε το καλό
κι όταν καμιά φορά τα άπλωνε διστακτικά ήταν για να δεχτεί το ελάχιστο της αγάπης μου.

Κάποιες φορές την είχα δει με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό ικετεύοντας το φως ή με τα χέρια ανοικτά στη βροχή σαν να έκανε δέηση. Επαναλάμβανα τις κινήσεις της τότε, όπως σε ιεροτελεστία και χόρευα γύρω της νομίζοντας πως έκανα τον γύρο του κόσμου. Η γιαγιά ήταν ο κόσμος μου!

«Τα χέρια που με κράτησαν με αγάπη, με ασφάλεια και έμεινε φυλακτό η θύμηση τους, αυτά που κλείνουν στην αφή την τέχνη της καλοσύνης και τη μνήμη της αγάπης όταν με ένα άγγιγμα καταφέρνουν να λύσουν μαγικά τους κόμπους της ψυχής και να γράψουν καινούριους όρκους και υποσχέσεις ζωής», αυτά σκέφτομαι αναπολώντας εκείνες τις στιγμές μαζί της.

Την κοιτάζω στα μάτια κι ας είναι μόνο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία τώρα πια. Δε γίνεται να κρύψω τη συγκίνηση. Με προδίδουν τα χέρια που τρέμουν θαρρείς από τον ίδιο φόβο… «Μην σε χάσω γιαγιά…»

Κρατώ στο φως ένα κομμάτι από μια παλιά δαντέλα που είχε πλέξει και ήταν ραμμένη στο μαξιλάρι μου. Κοιτάζω ανάμεσα από τα ξεφτισμένα παραθυράκια που αφήνουν οι κλωστές και τα κιτρινισμένα λουλούδια. Η θέα του έξω κόσμου δεν είναι πια ίδια, δεν είναι σαν το πανηγύρι που ήταν τότε. Όλα άλλαξαν, όλα εκτός από τις αναμνήσεις. Αυτές, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα έχουν πάντα το δικαίωμα να τινάζουν τη σκόνη της λήθης μακριά. Και τι αστείο αλήθεια, σ’ αυτές τις αναμνήσεις ακόμη και οι κότες της γειτονιάς κακάριζαν πιο μελωδικά όταν έβγαιναν στα κοτέτσια και διαλαλούσαν τη γέννηση ενός αβγού! Αγαπώ αυτές τις επισκέψεις στο παρελθόν. Έχω την αίσθηση πώς έτσι συντηρώ μια ταυτότητα που δεν θα ήθελα να χάσω.

Κατά ένα περίεργο τρόπο τα ίδια χέρια, λευκές σκιές στο σκοτάδι της νύχτας, αυτά νιώθω να προστατεύουν ακόμη και τώρα τον ύπνο μου από τα σκοτάδια και τα άσχημα όνειρα και το πρωί, τα ίδια χέρια θαρρώ πως μού απλώνουν τη ζωή πάνω σε μια φέτα ζυμωτό ψωμί με φρέσκο βούτυρο, γλυκό κυδώνι και το περίσσευμα της ψυχής της.

Ύστερα έρχεται εκείνο το βαθύ, ήρεμο και ευθύ βλέμμα της, το εκφρασμένο με τόση ευγένεια χωρίς την παραμικρή αίσθηση υπερβολής, αυτό που με κρατά ακόμη με μια παιδική αθωότητα σε εγρήγορση και μπορώ να θαυμάζω τη ζωή και κάθε στιγμή της Ζωής…

Ακούω ψιθυριστά τα λόγια της: «Μη φοβάσαι, όσο θέλεις να περιτριγυρίζεσαι από χαρούμενους ανθρώπους θα κυνηγάς τα όνειρα σου σαν να είναι χρωματιστές πεταλούδες και να μην το βάζεις κάτω ποτέ, η δυσκολία είναι η σκάλα για ν’ ανέβεις ψηλά, να φτάσεις στο φεγγάρι που αγαπάς».

Κλείνω τα μάτια με την ίδια υπόσχεση πάντα «Αύριο, θα σού απλώσω το χέρι. Να είσαι εκεί, στο φως και στη βροχή, να είμαστε μαζί… »

Ομολογώ πως είχα το καλύτερο δυνατό ξεκίνημα στη ζωή μου, δίπλα της. Κατάφερνα να ψάχνω όλες τις απαντήσεις που γύρευα στα μάτια της και να τα εμπιστεύομαι, ακόμα κι όταν της τα έκλεινα με ένα μαντήλι και της ζητούσα να μού περιγράψει τι έκανα, τι κρατούσα, πού κοίταζα!

Μιλούσε, ευτυχώς για εμένα πολύ. Τις μεταξύ μας κουβέντες, αυτές της νύχτας, τις αρχίζαμε με το «πάτερ ημών» από κοινού, μόνο που εγώ ήθελα να το λέμε τραγουδιστά προτείνοντας της διάφορες μελωδίες σύμφωνα με τα τραγούδια που μαθαίναμε στην πρώτη τάξη του σχολείου. Εκείνη αρνιόταν πεισματικά γιατί αυτό ήταν προσευχή, δηλαδή λόγια που δεν τα πειράζεις. Επέμενα στα δικά μου. Προτιμούσα τις ευχές της, από τις προσευχές. Καταλήγαμε να γελάμε. Τελικά εκείνη έλεγε τα λόγια της προσευχής της κι εγώ τραγουδούσα παράλληλα «ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό, κρύο νερό», αυτό που μού είχε μάθει με αγάπη η δασκάλα μου, η κυρία Αντιγόνη.

Με ταξίδευε παντού, από τους βίους των αγίων στον καλόκαρδο Σαραντάπηχο της κορφής της Δίκτης και τη Δρακοκαβαλάρισσα της Σελένας κι από τις πανέμορφες Νεράιδες και τις Χαΐνισσες της νεροκολύμπας του Χαυγά, στον γέρο Σαρακηνό και στα Μηλιαρούδια στις Μοίρες. Ύστερα μού ’δειχνε τις γυάλινες νύχτες και μ’ ανέβαζε στους κήπους τ’ ουρανού και λέγαμε πάλι μαζί: «Δι’ ευχών» εκείνη, «των γιασεμιών, των παιδιών, των πουλιών, των φεγγαριών, των τραγουδιών, των μήλων και των άλλων μύλων και τελικά όλων, όλων και της Ζωής στο τέλος», εγώ, και δεν μού χαλούσε χατίρι. Ψιθυριστά και τραγουδιστά πρόσθετα όποιες λέξεις σκεφτόμουν. Έτσι τέλειωνε το ταξίδι στο «παραπέρα από τ’ ανθρώπινα» και άρχιζε η «καληνύχτα κι αύριο…», στην αγκαλιά της.

Κάποια φορά από τις πολλές, στ’ όνειρό μου, ο γέρο Σαρακηνός είχε έρθει στολισμένος με αναμμένα λαμπιόνια στο λαιμό και ένα ματσάκι γαρύφαλλα και ζητούσε επίσημα το χέρι της γιαγιάς. Από εμένα φυσικά, δική μου γιαγιά ήταν οπότε και οι υποθέσεις της όλες δικές μου. Πρώτη φορά είχα την τιμή να τον βλέπω από κοντά. Και δεν ήταν βρώμικος και λιγδιασμένος και κακός, και δεν έβγαζε φωτιές από το στόμα όπως έλεγαν οι γειτόνισσες όταν ήθελαν να μας φοβερίσουν, αλλά καλοσυνάτος και χαρούμενος και η ανάσα του μύριζε μέντα. «Βέβαια, μπορεί επειδή είχε έρθει για άλλο σκοπό», πονηρεύτηκα, πάντα στο όνειρο, αλλά οι ενδοιασμοί μου χάθηκαν πιο γρήγορα από όσο χάνεται μια σκιά όταν ανάψουν τα φώτα, σαν είδα τα μάτια του, δυο μάτια μπλε, τόσο μπλε, μάτια πέλαγα.

Ωραία! Καμάρωνα, γιατί έτσι δεν θα ήταν ούτε η γιαγιά μόνη, αφού η ίδια μού έλεγε πως όλα στη φύση προκόβουν περισσότερο όταν προχωρούν στη ζωή ζευγαρωτά και βάζαμε δυο-δυο τα λουλούδια στις γλάστρες να έχουν συντροφιά το ένα το άλλο. Από τότε με τον ίδιο τρόπο φυτεύω πάντα τα λουλούδια, ζευγαρωτά κι έτσι κάνω και με τα δέντρα, δυο – δυο, μαζί. Τελικά είχε δίκιο όταν με δασκάλευε πως η συντροφιά φέρνει την προκοπή και την αγάπη.

Με τις ιστορίες της, αγάπησα όλα όσα έβλεπα γύρω μου κι όλα όσα ερχόταν με μαγικό τρόπο στα όνειρά μου από άλλους κόσμους που δεν γνώριζα. Από τις ασημένιες κλωστές της ψυχής της κρεμόμουν κι έμοιαζα με όλους εκείνους που ξανοίγονται στο πέλαγος κι αρμενίζουν με σιγουριά επειδή πιστεύουν στα σημάδια του καιρού κι όχι γιατί έχουν πυξίδα. Η γιαγιά μού έμαθε να εμπιστεύομαι αυτούς που κρατούν τον χάρτη στην καρδιά και ξέρουν τη γεωγραφία της Αγάπης… «Μάλιστα, κόντρα στην κόντρα του καιρού ξανοίγεται όποιος έχει μπολιάσει την ψυχή του με μπουμπούκια κι άστρα», τα λόγια της κανέλλα και μέλι.

Φυγάδες της σκέψης γίνονται οι λέξεις, αυτές που μού μάθαινε μα και πάλι εκεί μένουν μετέωρες στα χείλη, μέχρι να ξοδευτεί ο καιρός, μέχρι στις ρωγμές τού χρόνου να ανθίσουν όλα τα γιασεμιά της μνήμης και να γυρέψει δικαίωση το φως. Πότε; Αύριο… στον καιρό τής Αγάπης.

Καμιά φορά, αυτά που δεν είπαμε ή δεν προλάβαμε να πούμε είναι αυτά που θα μείνουν για πάντα, αυτά που χτίζουν τις μικρές, μεγάλες στιγμές. Απόψε όλο το φως τ’ ουρανού κατάφερε και χώρεσε σε μια ζωγραφιά. Απόψε οι σκέψεις, αλλάζουν σαν χειμωνιάτικα κύματα. Κλείνω τα μάτια, ταξιδεύω πίσω στον χρόνο, και στη δική της φωνή αποκρίνομαι κάνοντας σινιάλα στη μοναξιά για να μείνει τρυφερή κι ανέφελη η αλήθεια, να προσκυνώ το μεγαλείο της με την προσήλωση ενός παιδιού. Κι’ όταν το χιόνι ξαναστρώνεται στον κάμπο απείραχτα τα κόκκινα μήλα θα μένουν στα γυμνά κλαδιά να λιτανεύουν το παρελθόν και τα νεκρά φύλλα θα σκεπάζουν τα μυστήρια του κόσμου, αυτά που ξυπνούν την υπόσχεση της Άνοιξης.

-Αν μπορούσες θα κρυβόσουν σε μια σταγόνα βροχής; Την ρωτούσα, τις ώρες που χόρευε η βροχή στα κεραμίδια και λοξά στη μεγάλη τζαμαρία με τις φτέρες.

-Αν… έκανε να μιλήσει μα την προλάβαινε η επόμενη ερώτηση.

-Αν ήξερες όλα τα παραμύθια του κόσμου θα ήθελες και πάλι να είσαι πάντα η γιαγιά μου;

-Αν… εκείνη, και πάλι πεταγόμουν με καινούρια αν και δεν την άφηνα να πει κάτι.

-Αν η θάλασσα ανέβει από το φαράγγι της Ρόζας και το Καρφί, η Γοργόνα μπορεί να ζήσει στον κάμπο μας; Τρώνε οι Γοργόνες μήλα; Κι αν πέσει ο Ιορδάνης ποταμός τ’ ουρανού τη νύχτα στο ποτάμι που πίνουν νερό οι Νεράιδες; Αν όταν ξυπνήσει η Δρακοκαβαλάρισσα στη Σελένα δεν θα προλάβω να είμαι εκεί στις φασκομηλιές, σε ποια θα δώσει τα κουδούνια της για να ξυπνήσει τον καιρό της Αγάπης; Αυτό, το τελευταίο αν, το ρωτούσα πάντα με αγωνία και η γιαγιά το ένιωθε.

Τότε, μ’ έκλεινε πιο σφιχτά στην αγκαλιά της, φυσούσε ζεστή την πνοή της στο στήθος μου πάνω από το νυχτικό και ψιθύριζε: «Τόσα αν για μια καληνύχτα, τόσα αν. Κοιμήσου και μην έχεις έγνοια. Δικά σου θα γίνουν τα κουδούνια, εσύ θα τον ξυπνήσεις εκείνο τον καιρό, Αύριο… εσύ θα κάνεις τον Δράκο να δακρύσει και θα σου χαρίσει μια λίμνη, μια λίμνη γεμάτη από τα δάκρυά του, έτσι φτιάχνονται οι λίμνες να ξέρεις. Κι όλα τ’ άλλα όπως τά ’χουμε ξαναπεί. Πολλή αγάπη, πολλά φιλιά!».

Κι όσο να με πάρει ο ύπνος, περνούσε από τη Δρακοκαβαλάρισσα στους ανθρώπους που αγιάζουν γιατί έχουν το χάρισμα να παρατηρούν και να μαθαίνουν τον κόσμο ολόκληρο και τις αλήθειες του μέσα από τη φύση. «Αυτοί είναι που διδάσκουν και διδάσκονται γιατί ακούνε τα πάντα μέσα από την αγνότητα της καρδιάς της γης. Η καρδιά τούτης της γης που την πατάμε και δεν βαρυγκωμά, είναι που θέλει εδώ στην απάνω μεριά της φλούδας της να χαίρονται όλοι μικροί και μεγάλοι, να χαίρονται, να χαίρονται, να χαίρονται!», με θαυμαστικό κι έκανε μια παύση εκεί.

Τα θαυμαστικά είναι τα φτερά της ζωής και η ζωή, η άσκηση που πρέπει να αγαπήσουμε, να αγαπήσουμε, να αγαπήσουμε. Αυτό ήθελε να μού μάθει με την επανάληψη.

Στην παντοδυναμία της αγκαλιάς της, αισθανόμουν και η ίδια παντοδύναμη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που με διαβεβαίωνε: «Όταν θα πάω εκεί πάνω», κι έδειχνε το πορτοκαλί ταβάνι αλλά τον ουρανό εννοούσε, «θα σου μαζέψω λοιπόν ένα κόσκινο άστρα, φλουριά του θεού, πα να πει…»

«Παναπή, τον λένε τον θεό;» Την διέκοψα με έκπληξη την πρώτη φορά. Πόσο αστείο μού είχε φανεί τ’ όνομα! Μια λέξη το είχα καταλάβει εκείνο το, «πα να πει».

«Πάααει να πει» επανέλαβε και τόνισε το άλφα που είχε παραβλέψει πριν και τού έδινε ένα άλλο τράτο, μια διάρκεια ίσως επειδή ήταν του θεού, «Πάααει να πει, παιδάκι μου. Τα άστρα είναι τα φλουριά του θεού. Με αυτά πληρώνει τους καλούς ανθρώπους. Η ίδια θα τα κοσκινίζω όταν θα πάω», και ξανάδειχνε το πορτοκαλί ταβάνι ενώ εννοούσε τον ουρανό, «να πέφτουν οι ευχές πάνω σου, όπως οι νιφάδες του χιονιού στα κλαδιά της μηλιάς, η άχνη ζάχαρη στους κουραμπιέδες και η ψιλή βροχή στα γαρύφαλλα».

Έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν τις ευχές να πέφτουν όπως οι νιφάδες του χιονιού και η άχνη ζάχαρη πάνω μου, όπως η ψιλή βροχή κι εκείνη συνέχιζε: «Τον θεό, τον λένε Μεγαλοδύναμο και Πολυέλεο…»

Άντε καινούριο μπέρδεμα, συλλογιζόμουν τότε γιατί δεν ήξερα γραμματική για να μπορώ να ξεχωρίσω τη διαφορά των λέξεων, που μπορεί να ακούγονται ίδιες, είναι όμως διαφορετικές. Μάλιστα, η κυρία Γραμματική δεν είχε μπει ακόμη στη ζωή μου. Εγώ ήξερα τον πολυέλαιο που κρεμόταν στη μέση της εκκλησίας του αγίου Χαραλάμπους και αυτόν που είχε στο σαλόνι του στο Ηράκλειο ο θείος ο Μήτσος. Και οι δύο είχαν πολλές λάμπες, αλλά τι σχέση μπορούσαν να έχουν οι λάμπες με τον θεό; Δεν χωρούσε στο μυαλό μου.

Θυμάμαι μια νύχτα, μεσοβδόμαδα, που όλη η γειτονιά είχε σηκωθεί στο πόδι από ένα δυνατό θόρυβο. Όλοι είχαν ακούσει τον ίδιο παράξενο ήχο και περιέγραφαν με αναστάτωση: «μυστήρια πράγματα, σαν να έσπασαν μαζί χιλιάδες γυαλιά» αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τι είχε συμβεί. Έκαναν μεγάλο-μεγάλο το σημείο του σταυρού και γύρισαν στα κρεβάτια τους. Το συζητούσαν δυο-τρεις μέρες και άκρη δεν έβγαζαν. Το Σάββατο, όταν ήρθε ο παππάς και άνοιξε την εκκλησία για να λειτουργήσει είδε και τον πολυέλαιο θρύψαλα στο μωσαϊκό δάπεδο. Έτσι δόθηκε η απάντηση, μεγεθυμένη από το «σημεία, σημεία και τέρατα» του παππά.

Και ενώ η δική τους απορία λύθηκε, η δική μου πήρε άλλη μεγάλη διάσταση μέσα μου. Και τα είχα δει όλα με τα μάτια μου αφού έπαιζα στην αυλή του αγίου Χαραλάμπους και ήμουν μπροστά όταν άνοιξε την πόρτα ο παππάς και αναφωνώντας πρώτα κάτι ακατάληπτο μετά τράβηξε με απελπισία τα γένια του!

«Ο θεός, που δεν τον έλεγαν Παναπή, αλλά μάλλον Πολυέλαιο», αυτή την γνώμη είχα σχηματίσει, «ήταν και μπροστά στα δικά μου μάτια σπασμένος σε χιλιάδες χρωματιστά γυαλάκια. Σκόρπιζε όμως τόσο φως! Από παντού, ο γυαλένιος σπασμένος θεός έφεγγε!» Τα σημεία και τα τέρατα δεν είχα προλάβει να τα δω. Μάλλον τα είχε διώξει ο παππά Νικόλας με την αγιαστούρα του.

Εκείνο το βράδυ, η γιαγιά Γαρυφαλλίτσα κρατούσε την κοιλιά της από τα πολλά γέλια όταν την ενημέρωνα και ορκιζόμουν στο αμίλητο νερό, πως έλεγα αλήθεια! Ύστερα τα μάτια της βούρκωσαν. Μάτια γεμάτα θάλασσα. Δεν την ρώτησα γιατί. Είχα ακούσει την απάντηση πολλές φορές, την ήξερα καλά. Κι εκείνη τη φορά το ίδιο θα μού έλεγε: «Τα δάκρυα ξεπλένουν το σκοτάδι της καρδιάς παιδάκι μου».

Εκείνο το βράδυ, τα κλαδιά της μηλιάς στη σκάλα της Φωτεινής φορτώθηκαν χιόνι. Κι ήταν τόσο όμορφο ένα ξεχασμένο κόκκινο μήλο ανάμεσα σε τόσο λευκό γύρω του!

Εκείνο το βράδυ, το σπίτι μας μύριζε κουραμπιέδες αμυγδάλου και ροδόνερο κι ας μην είχε φτιάξει η μαμά Καλλιόπη.

Εκείνο το βράδυ, έπεφτε ψιλή-ψιλή η βροχή στο ένα και μόνο γαρύφαλλο που είχε γλιτώσει της παγωνιάς και στόλιζε μια πήλινη γλάστρα στο μπαλκόνι μας..

Εκείνο το βράδυ, άκουσα για πρώτη φορά τις Ξωτικές από το σταυροδρόμι, να τραγουδούν μαζί με τη γιαγιά:

«Ήλιε μου στο βασίλεμα περίμενε λιγάκι
να στείλω στην αγάπη μου ένα γαρυφαλλάκι».

Εκείνο το βράδυ, στ’ όνειρο, στα μαλλιά μου είχαν καθίσει δυο μικρές τούφες χιόνι και τα χέρια μου είχαν γεμίσει ψιλή-ψιλή βροχή και μύριζαν ανθισμένο γαρύφαλλο.

Το πρωί όταν ξύπνησα πρώτα της μίλησα για τ’ όνειρό μου και μετά ρώτησα: «Πότε θα πας εκεί;» και της έδειξα το πορτοκαλί ταβάνι ενώ και η ίδια εννοούσα τον ουρανό. Βέβαια δεν ήξερα ακόμη ότι αυτή η βόλτα, αυτό το ταξίδι είναι χωρίς επιστροφή. «Όταν μού στείλει την πρόσκληση, όταν με καλέσει ο άγγελος μου», είχε απαντήσει. «Και γιατί δεν σε καλεί τώρα;» Βιαζόμουν να κοσκινίσει τ’ άστρα. «Δεν ήρθε καθώς φαίνεται ακόμη η ώρα μου», είχε πει σκεφτική και αναστέναξε. Συμμερίστηκα για λίγο την παύση της και μετά με απαίτηση που σίγουρα δεν περίμενε: «Όταν θα πας, αν μ’ αγαπάς, να γυρίσεις αμέσως να με πάρεις, να μην είσαι μόνη σου, να κοσκινίζουμε μαζί». Αυτό την είχε αναστατώσει. Με αγκάλιασε, με φίλησε στο κεφάλι. «Α πα πα, παιδάκι μου, αυτό να μην το ξαναπείς, έχουν και οι κουφές ώρες αυτιά», ψιθύρισε μα και πάλι δεν κατάλαβα τίποτα, ούτε για τις κουφές ώρες, ούτε γιατί δεν με ήθελε να της κάνω παρέα εκεί. Είχε μια κρυμμένη αγωνία στη φωνή, μια στενοχώρια και δεν ήθελα να είμαι η αιτία να κρατήσει πολύ. Η ίδια υποστήριζε: «οι στενοχώριες πρέπει να ’ναι στιγμές και οι χαρές μεγάλες, σαν Κυριακές».

Τώρα, όταν βρέχει αισθάνομαι ότι κρύβομαι η ίδια σε μια ψιχάλα ή σε και σε μια καταιγίδα. Κρύβομαι ακόμα, όταν το τώρα γίνεται ανάγκη. Κρύβομαι σ’ εκείνα που μού έκρυβε, στις σκέψεις που δεν έγιναν ποτέ λέξεις, κρύβομαι για να σώσω ό,τι απόμεινε ανέγγιχτο από την άγρια φλυαρία του κόσμου. Κρύβομαι στο μεσονύχτι των ματιών της όπως τα θυμάμαι βασιλεμένα και μελαγχολικά, για να μην τρομάξω απ’ τα κρυμμένα. «Καμιά φορά γίνονται και οι λέξεις μικρές», έτσι μού ’λεγε και δεν μπορούν να τα εξηγήσουν όλα.

«Τα καλά όνειρα, να τα διπλώνεις στη βιτρίνα του μυαλού σου», με δασκάλευε, μα δεν μού είχε πει ποτέ πως έρχεται καμιά φορά εκεί που δεν το περιμένουμε μια αδέσποτη πέτρα και σπάει το τζάμι και τότε ο άνεμος τα παίρνει τα καλά όνειρα και τα σκορπίζει μακριά, στο φάλτσο του κόσμου.

Πάντως, στα καλά μου όνειρα είχα πάντα ένα ολόκληρο φεγγάρι δικό μου και όχι διπλωμένο, όχι, έφεγγε στη βιτρίνα του παιδικού μου μυαλού, έφεγγε, γελούσε, αγαπούσε, μιλούσε, δάκρυζε και καμιά φορά αλλά ήταν από αγάπη. Και το κυριότερο! Αυτό το φεγγάρι έμενε πάντα εκεί, μαζί μου.

«Το φεγγάρι θα σού το χαρίσει ένα παλληκάρι όταν μεγαλώσεις και γίνεις δασκάλα», ορκιζόταν σε κάθε πανσέληνο και μού έφτιαχνε το παραμύθι της ζωής με το φως του φεγγαριού που γλιστρούσε από το μεσοφόρι της νύχτας. Κι ήταν ωραία εκείνη η ασημένια παράσταση της ζωής που έμπαινε από το φεγγίτη. Το αναμμένο κεράκι της ψυχής μου μετρούσε τη δική του μικροσκοπική λάμψη, μια τόση δα μικρή κουκιδίτσα που πίστευε πως κάποτε θα γινόταν μεγάλη φλόγα και θα μπορούσε να φωτίσει όλα τα σκοτάδια και να ζεστάνει όλες τις παγωμένες καρδιές.

«Κανένα κεράκι δεν υπολογίζει πως πρέπει να λιώσει το ίδιο για να φωτίσει και να ζεστάνει ότι βρίσκεται γύρω του. Κι ενώ λιώνει χαίρεται παρατηρώντας τη μεταμόρφωση όσων αγγίζει η μικρή του φλόγα. Κανένα κεράκι δεν φοβάται μην σβήσει και δεν ανάβει για να λιώσει, όχι, ανάβει για να χαρίσει και ταξιδέψει το φως του πιο μακριά. Το φως είναι το ταξίδι, το φως δοξάζει και δοξάζεται παντού, μα πιο πολύ στο βλέμμα, στα μάτια των ανθρώπων», φτάνουν ακόμη σκόρπια τα λόγια, από το βαθύ τής καρδιάς της, στο πολύ τ’ ουρανού και μού φέγγουν.

Η γιαγιά Γαρυφαλλίτσα ήταν άνθρωπος με αισθήματα. Καλοσυνάτη και πονόψυχη. Κουβέντιαζε με όλα και με όλους, ακόμη και με τους αγγέλους και τα μικρά πλάσματα που φυλάνε τις ψυχές των λουλουδιών. Ήταν που η δική της ψυχή συγγένευε με όλα όσα έβλεπε αλλά και με όλα όσα δεν έβλεπε κι είχε ανάγκη αυτή την επικοινωνία από την πρώτη καλημέρα μέχρι την τελευταία καληνύχτα.

Παρακολουθούσε κάθε μου έκφραση και κάθε κίνηση μα όχι από αδιακρισία. Από αγάπη το έκανε, από μια βαθιά εσωτερική ανάγκη να προλάβει να ξορκίσει όποια στιγμή θα μπορούσε να σκοτεινιάσει έστω και για λίγο τη σκέψη μου.

Από τις ωραιότερες αναμνήσεις είναι αυτές που την έβλεπα να ανοίγει το μεγάλο ξύλινο μπαούλο της. Είχε μέσα από ρετάλια ύφασμα, ποπλίνες, τσίτια και μάλλινα, μέχρι αφόρετες νυχτικιές και μεσοφόρια, ποδιές, μαντήλια, βελόνες, βελονάκια, κλωστές, κουτιά ξύλινα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μπουκαλάκια με ροδόνερο και σκόρπια παλιά χαρτονομίσματα και κέρματα. Χάζευα να τα παρατηρώ.

Το καλύτερο μου, ήταν όταν καλοσύνευε ο καιρός, και πήγαινε προς το καλοκαίρι. Τότε, αφού έψαχνε στον πάτο στο μπαούλο, διάλεγε ένα χρωματιστό τσίτι κι ένα κομματάκι άσπρο πικέ ίσα για το στρογγυλό γιακαδάκι και τη ζώνη, τά ’βαζε στην υφαντή τσάντα της, με κρατούσε από το χέρι και πηγαίναμε μαζί στην άλλη γειτονιά στη Μεσοχωριά για να βρούμε τη φιλενάδα της τη μοδίστρα, την κυρά Φινοκαλιά να μού ράψει φουστάνι.

– Καλώς τες, έλεγε μόλις μας αντίκριζε στη σκάλα, εσάς περίμενα από χτες.

Θαύμαζα το μεγάλο καθρέφτη που κρεμόταν στον τοίχο μ’ ένα χοντρό σύρμα, τα μικροσκοπικά χρωματιστά μαξιλαράκια με τις καρφίτσες και τις βελόνες, τις δακτυλήθρες, το μεγάλο ψαλίδι, τα γυάλινα βαζάκια με τα κουμπιά στο ράφι, τη μεζούρα που είχε σαν κολιέ στο λαιμό της, τη ραπτομηχανή και τη δεξιοτεχνία της να γαζώνει. Θαύμαζα και τις κουβέντες που έκανε με τη γιαγιά μου και βιαζόμουν να τελειώσουν τον καφέ, να σταθώ στη μέση στο μοδιστράδικο μπροστά στον καθρέπτη, για να μού πάρει μέτρα. Βιαζόμουν, πάντα ήθελα αμέσως το καινούριο φόρεμα. Κι εκείνη, η κυρά Φινοκαλιά, προφανώς αφού είχε πρώτα μιλήσει με τη γιαγιά, δεν μού χαλούσε χατίρι.

«Με γεια, και κάτσε να το πάρεις», έτσι μού ’λεγε.

Άπλωνε το ύφασμα πάνω στον πάγκο, το σημάδευε από την ανάποδη σύμφωνα με τα μέτρα που είχε πάρει με ένα καλοξυσμένο άσπρο σαπούνι και το έκοβε σε σχήμα Λάμδα. Πόσο θαύμαζα την αυτοπεποίθησή της όταν άνοιγε το ψαλίδι κι έλεγε: «Και νυφικό ν’ αξιωθείς παιδάκι μου και να ζω να σε καμαρώσω!» Μετά απευθυνόταν στη γιαγιά.

– Εγώ θα το γαζώσω, κι εσύ κυρά Γαρυφαλλιά θα το καρικώσεις από μέσα, στις ραφές και στο στρίφωμα. Κουμπάκια να πάτε στον κυρ’ Αλέκο τον Σίκη, να σας τα ντύσει με το ίδιο ύφασμα, τέτοια τού ταιριάζουν. Το γιακαδάκι και τη ζώνη όμως θα τα πάρετε αύριο. Αυτά μπορούν να περιμένουν.

Δεν είχα αντίρρηση γι’ αυτά. Δεν μού πολυάρεσαν κιόλας τα γιακαδάκια και οι ζώνες. Φτιάχναμε και τα κουμπιά στο ραφείο του κυρ’ Αλέκου, οκτώ πάντα, τόση ήταν η πλάτη μου, μετρημένη για οκτώ κουμπιά, ούτε ένα λιγότερο αλλά ούτε και ένα παραπάνω. Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι, άνοιγε το δικό της ξύλινο κουτί με τα ραφτικά κι έπιανε δουλειά η γιαγιά Γαρυφαλλίτσα. Να κάνει τα καρικώματα, να μην έχουν ξέφτια οι ραφές, ας ήταν από μέσα. «Τα περισσότερα πράγματα στον κόσμο από μέσα αρχίζουν και χαλούν πρώτα», έλεγε καθώς περνούσε την κλωστή στη βελόνα και μετά ευχόταν: «Όσες βελονιές τόσοι άγγελοι να σου βρίσκονται μέρα και νύχτα, να χαμηλώνουν τον ουρανό να σ’ ακούει». Μια φορά, όπως έραβε τσίμπησε το δάχτυλο της. Τότε θυμήθηκε πως είχε χάσει την δακτυλήθρα της. Όσο κι αν ψάξαμε δεν την βρήκαμε πουθενά. Χώθηκα κάτω από το κρεβάτι και κάτω από το τραπέζι, έψαξα τα συρτάρια στο κομοδίνο, αναποδογύρισα το ανθοδοχείο και κάτι βαζάκια, στο τέλος είπα και τα δικά μου ξόρκια αλλά η δακτυλήθρα είχε γίνει άφαντη! «Καλά, δεν θα σκάσουμε κιόλας», είπε «θα την πήραν οι Μοσκοκούζουλες για να με πειράξουν, να κάνουν χάζι μαζί μου και να γελάνε, μα δεν ξέρουν πως θα τις δέσω στο χίντι – χίντι σε τούτη την κλωστή και θα σού τη φέρουν εσένα πίσω και θά ’ναι κι ασημένια!»

Ζωή Δικταίου

[Από το βιβλίο της «Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα», εκδόσεις «Φίλντισι», 2019, ISBN: 9786185101916]

.

Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:404